ΤΕΤΟΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ογδόντα ένα χρόνια, για την ακρίβεια στις 28 Ιουλίου 1944, ένα γυναικείο σώμα, φρικτά παραμορφωμένο από κακώσεις κι εγκαύματα, μεταφερόταν στο νεκροτομείο από το σφαγείο που λειτουργούσε στο επιταγμένο ξενοδοχείο Κρυστάλ, στην περιοχή της Βικτώριας. Ήταν το σώμα της Ηλέκτρας Αποστόλου, μιας από τις πιο μαχητικές αγωνίστριες της αντίστασης, η οποία είχε συλληφθεί από γκεσταπίτες την προηγούμενη μέρα κι είχε βγει από το Κρυστάλ πτώμα με τον αριθμό 59.953…
Γι’ αυτήν τη γυναίκα που θύμιζε Καρυάτιδα, «με το περήφανο ανάστημα» και τον «αρμονικό, σχεδόν θριαμβευτικό βηματισμό», θα ’γραφε αργότερα η Διδώ Σωτηρίου (1909-2004) τη μυθιστορηματική βιογραφία «Ηλέκτρα», θεωρώντας χρέος της να τιμήσει την παλιά φίλη της, που δολοφονήθηκε παραμονές της απελευθέρωσης. Και το 2014, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο της Σωτηρίου, αυτό το μάλλον ξεχασμένο κείμενό της, με αφορμή την επανέκδοσή του από τον Κέδρο, παρουσιάστηκε από τη Μάρω Δούκα, τον ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη και τον ανιψιό της Σωτηρίου Νίκο Μπελογιάννη σε μια επετειακή εκδήλωση.
Η Ηλέκτρα Αποστόλου «από τότε που κατάλαβε πως πρέπει ν’ αγωνίζεται για έναν καλύτερο κόσμο, τράβηξε ίσια, ολόισια στο σκοπό της. Ό,τι έβλαφτε αυτόν, έβλαφτε και την ίδια».
Γόνος εύπορης αστικής οικογένειας, γεννημένη το 1912 στο Νέο Ηράκλειο και μαθήτρια της Γερμανικής Σχολής, η Ηλέκτρα Αποστόλου «από τότε που κατάλαβε πως πρέπει ν’ αγωνίζεται για έναν καλύτερο κόσμο, τράβηξε ίσια, ολόισια στο σκοπό της. Ό,τι έβλαφτε αυτόν, έβλαφτε και την ίδια». Όπως γράφει η Διδώ Σωτηρίου, «δεν ήταν εύκολο να μεγαλώνεις με νταντάδες και γκουβερνάντες κι ύστερα να τα παρατήσεις όλα και να μοιράζεσαι το πικρό ψωμί του λαού, τη φασολάδα, την αναπαραδιά, τη γύμνια, την παράγκα, τον δίχως ανάσα μόχθο του. Μα η Ηλέκτρα δεν τα κατάγραφε και δεν τα ’νιωθε όλ’ αυτά σαν ηρωικές πράξεις ενός “εκλεκτού” ανθρώπου που ξεχώριζε από τους άλλους θνητούς. Της φαίνονταν αυτονόητα, φυσικά, ένα χρέος που την πλημμύριζε χαρά. Δεν “κατέβαινε” αυτή στο λαό· του ανήκε, ήταν πνευματικό γέννημά του. Το παρελθόν της δεν το νοσταλγούσε ποτέ. Είναι ζήτημα αν το σκεφτόταν καν».

Η Ηλέκτρα Αποστόλου οργανώθηκε από μικρή πρώτα στην ΟΚΝΕ (Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας) κι έπειτα στο ΚΚΕ, και στα είκοσι δύο της συμμετείχε με την ελληνική αντιπροσωπεία στο Αντιπολεμικό και Αντιφασιστικό Συνέδριο Γυναικών στο Παρίσι, καθώς και στο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς Νέων. Επί Μεταξά πέρασε μια διετία στις φυλακές Αβέρωφ όπου βασανίστηκε, κι όταν αποφυλακίστηκε πέρασε στην παρανομία, αναλαμβάνοντας γραμματέας του γραφείου της ΟΚΝΕ Μακεδονίας-Θράκης. Το 1939 συνελήφθη ξανά και επτά ημερών λεχώνα στάλθηκε εξορία στην Ανάφη, όπου τη βρήκε όχι μόνο η έναρξη της Κατοχής αλλά και η −σοκαριστική για την ίδια− είδηση ότι ο άντρας της, ο κομμουνιστής γιατρός Γιάννης Σιδερίδης, φυλακισμένος κι αυτός στην Κέρκυρα, είχε υπογράψει δήλωση μετανοίας. «Φρόντισε να μην πέσεις πιο χαμηλά», θα του μηνύσει, κόβοντας έπειτα κάθε γέφυρα επικοινωνίας…
Η «Ηλέκτρα» της Σωτηρίου «ανοίγει» το 1942, με την εικόνα της Αποστόλου στο Τμήμα Μεταγωγών της Αθήνας να παίζει με την τρίχρονη πια κόρη της, ενώ έχει ήδη σχεδιάσει την απόδρασή της κι έχει ήδη φροντίσει σε τίνος χέρια θ’ αφήσει το παιδί. Μέσα από διαδοχικά φλας μπακ, με τη λιτή, διδακτική φωνή της, η Σωτηρίου ζωντανεύει τη διαδρομή αυτής της τυπικής, υποδειγματικής αγωνίστριας, της ταγμένης στην ιδεολογία της, σε μια αφήγηση που, σύμφωνα με τη Μάρω Δούκα, «θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το όχημα για ένα χρονικό της Κατοχής και της αντίστασης, καθώς μας προσφέρει εικόνες πείνας, βίας, φρίκης αλλά και απερίγραπτου μεγαλείου».

Η σύλληψη της Ηλέκτρας και η δολοφονία της «ήταν τεράστια απώλεια για την αντίσταση», κατά τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη. Κι αυτό επειδή, πέρα από τα άλλα της πόστα, εκείνη την περίοδο η Αποστόλου «ως υπεύθυνη του τομέα διαφώτισης, συντόνιζε το τεράστιο δίκτυο παράνομου Τύπου στην Αθήνα, στο οποίο υπάγονταν πέντε τυπογραφεία και δώδεκα γιάφκες. Έτσι εξηγείται και το ευρύτατο κύμα αντεκδικήσεων από την πλευρά της ΟΠΛΑ». Όπως άλλωστε φρόντισε να υπενθυμίσει ο ίδιος, «ήδη από το 1943, έτος-καμπή για το αντιστασιακό κίνημα, είχαν ξεκινήσει οι συγκρούσεις ανάμεσα στα ειδικά σώματα ασφαλείας και τα μέλη του ΕΑΜικού κινήματος, χωρίς να ενημερώνονται σχετικά οι γερμανικές αρχές».
Η Διδώ Σωτηρίου έπιασε να γράψει την «Ηλέκτρα» δεκάξι χρόνια μετά τον θάνατο της φίλης και συνταξιδιώτισσάς της σε αποστολές στο εξωτερικό, οπλισμένη με τη θερμή υποδοχή που είχαν επιφυλάξει οι κριτικοί στο παρθενικό της μυθιστόρημα «Οι νεκροί περιμένουν». «Το ξεκίνησε στο διαμέρισμα της Κοδριγκτώνος», έλεγε σ’ εκείνη την εκδήλωση ο Νίκος Μπελογιάννης (1951-2020), ο οποίος μεγάλωνε κοντά της τότε, αλλά «την άνοιξη του ’60 νοίκιασε εν είδει ερημητηρίου ένα δωμάτιο στην Αίγινα, κάτι που αποδείχτηκε ευεργετικό και για τους δυο μας». Το ίδιο διαμέρισμα της Κοδριγκτώνος δωρίστηκε από τη Σωτηρίου το ’95 στο υπουργείο Πολιτισμού και στεγάζει σήμερα τα γραφεία της Εταιρείας Συγγραφέων.