Η πολυκατοικία του Δημήτρη με θέα το Πεδίον του Άρεως είναι χάρμα οφθαλμών. Στη Μαυρομματαίων βρίσκεις ακόμα τις πιο καλοδιατηρημένες πολυκατοικίες της παλιάς αριστοκρατικής Αθήνας. Ανεβαίνω στο διαμέρισμά του και θαυμάζω τη φροντισμένη είσοδο, το μαυρόασπρο μάρμαρο, το παλιό ασανσέρ. Το διαμέρισμα το λούζει ένα ευεργετικό φως, όλα είναι καλόγουστα και κομψά.
Αυθόρμητα του λέω: «Δημήτρη, το σπίτι σου είναι σικ, αλλά “αντρικό σικ”». «Πάλι καλά που δεν το χαρακτήρισες ταντρικό σικ», μου λέει με το χαρακτηριστικό του χιούμορ και γελάμε.
Το βρήκε τυχαία, από στόμα σε στόμα, δεν είχε βγει ακόμα σε αγγελία. Για πάνω από τριάντα χρόνια ήταν δικηγορικό γραφείο και είχε ποτίσει ο χώρος «δικηγορία», όπως μου λέει.
«Είχαν καλύψει τα πάντα με κόντρα πλακέ, ακόμα και το εντυπωσιακό βιτρό του. Είχαν μπαζώσει και το παράθυρο», λέει με αγανάκτηση.
«Το σπίτι είναι πάντα σε εξέλιξη, όπως και ο εαυτός μας. Κάτι προσθέτω, κάτι αφαιρώ, κάτι αλλάζω».
Ωστόσο, κατάφερε αμέσως να διακρίνει τις αρετές του σπιτιού: το υπέροχο άνοιγμα με θέα στο πάρκο, το φως, το ανοιχτοπράσινό του. «Πού υπογράφουμε;» είπε χωρίς να το καλοσκεφτεί και το έκλεισε. Τελικά, αυτή η αρχική παρόρμηση τον δικαίωσε γιατί είναι ένα σπίτι που όταν μπαίνει μέσα νιώθει σαν να βρίσκεται στο κέντρο του.

Τον ενημερώνω ότι φήμες λένε πως κάτω απ’ τη Μαυρομματαίων υπήρχε ένα παλιό νεκροταφείο και πως όλα τα σπίτια στον δρόμο είναι στοιχειωμένα. Ανασηκώνει το φρύδι: «Δεν το έχω ξανακούσει αυτό». «Περίμενε να σ’ το βρω στο Google, να σ’ το διαβάσω», επιμένω, αλλά εκείνος δεν φαίνεται να ανησυχεί. Το διασκεδάζει μάλιστα.
«Αν έχει φάντασμα το σπίτι, είναι σίγουρα καλό, με έχει συμπαθήσει. Μόνο προστασία μού παρέχει, οπότε, δεν πειράζει, ας παραμείνει σαν αόρατος συγκάτοικος».
Το σπίτι, με πληροφορεί, αλλάζει ύφος ανάλογα με το φως. «Το βράδυ, με τα φώτα της πόλης, αποκτά μια εντελώς διαφορετική αίσθηση, σαν να είναι άλλο σπίτι. Από το 1915 μέχρι το 1936 στεγαζόταν εδώ η παλιά Σχολή Μωραΐτη, και το 1950 χτίστηκε αυτή η πολυκατοικία για να μείνει το enfant gâté της Αθήνας, αφού η περιοχή ήταν το παλιό Κολωνάκι».
Βλέπει τη γειτονιά να αλλάζει προς το καλύτερο. «Άνοιξε πάλι το Green Park, δίπλα του φτιάχνεται τώρα ένα ξενοδοχείο. Πέρασε ανεπιστρεπτί η εποχή που ρήμαζε η περιοχή. Τώρα βλέπεις τουρίστες, η γειτονιά, σιγά σιγά, ξαναβρίσκει τη χαμένη αίγλη της».
Έμενε για χρόνια στη Φωκίωνος Νέγρη που συνεχίζει να την αγαπά, αλλά τον κούρασε η πολυκοσμία της. «Έβγαζα τον σκύλο βόλτα και έλεγα τριάντα “καλημέρες” μόνο σε ένα τετράγωνο», λέει με χαμόγελο. Εδώ είναι άλλος ο ρυθμός, η καθημερινότητα έχει μια πιο ήσυχη χορογραφία.





Τον ρωτάω για τα έπιπλα. Τα τραπεζάκια στο καθιστικό του είναι απ’ τη Δανία· το έκανε πακέτο και το κουβάλησε από εκεί σε κομμάτια. Από το δικηγορικό γραφείο κράτησε μόνο την ξύλινη βιβλιοθήκη. Το σπίτι έχει και κάτι ωραίες, επιβλητικές κολόνες. Στην αρχή λίγο τον προβλημάτισαν, δεν ήθελε το σπίτι να έχει κάτι βαρύ, όμως αυτό το δωρικό στοιχείο ταίριαξε με τα έπιπλά του και ενσωματώθηκε όμορφα.
Οι καρέκλες είναι Δελούδης. Στον παλιό καναπέ άλλαξε μόνο το ύφασμα και έγινε σαν καινούργιος. Παρατηρώ ότι το έχει με το interior και του το λέω.
«Μoυ αρέσει πολύ να φτιάχνω σπίτια». Θεωρεί ότι το σπίτι είναι προέκταση του εαυτού μας και μαρτυρά για μας πολλά πράγματα ‒ καμιά φορά είναι πιο ενδεικτικό και από τον τρόπο που ντυνόμαστε. «Στο σπίτι φαίνονται πιο εύκολα τα φάλτσα», μου λέει.
Το μάτι μου πέφτει στο αριστουργηματικό βιτρό. Είναι του Ροΐμπη, που έχει κάνει και τα υπέροχα βιτρό στη «Μεγάλη Βρετανία». «Αυτό κι αν είναι τύχη», του λέω, αφού ήταν θαμμένο κάτω απ’ το κόντρα πλακέ. «Το σπίτι ήταν σαν να κρατούσε κρυμμένους άσους στο μανίκι», συμφωνεί και μου αποκαλύπτει λεπτομέρειες που δεν είχα προσέξει και με ενθουσιάζουν.
Τον ρωτάω για μια ντιζαϊνάτη καρέκλα ‒ τη βρήκε στα σκουπίδια, αλλά της άλλαξε τα φώτα, εξηγεί. Άλλαξε το δέρμα, κάποια ξύλα, τα πάντα σχεδόν και έγινε αυτό το «έργο τέχνης». Μιλώντας για τέχνη, έχει κάτι μικρούς αμφορείς του Fotios Balas. Το κίτρινο έργο είναι του Woozy και ένα άλλο, εμπνευσμένο από τον Μπασκιά, είναι αγορασμένο απ’ την γκαλερί Ζουμπουλάκη. Έχει και κάποια απ’ την οικογενειακή συλλογή που τους έχει αλλάξει κορνίζες και φαίνονται σημερινά.




Το τραπέζι της τραπεζαρίας είναι από το Βox Ιnteriors, οι καρέκλες vintage και υπέροχες ‒ της έφερε από ένα ταξίδι στην Αμβέρσα. Τα φωτιστικά είναι κι αυτά από το Βox Ιnteriors αλλά και απ’ το Εl Greco Gallery.
Του αρέσουν και οι παλιές αγορές με vintage έπιπλα. Εκεί βρήκε ένα παλιό πικάπ. «Το σπίτι είναι πάντα σε εξέλιξη, όπως και ο εαυτός μας. Κάτι προσθέτω, κάτι αφαιρώ, κάτι αλλάζω».
Τον ρωτάω πού κάθεται περισσότερο. «Παντού» μου απαντά, δεν έχει τη γωνιά του.
«Έρχονται φίλοι, μαγειρεύεις;» Μου λέει ναι, αλλά προσέχει πάντα να μπαίνουν στον χώρο του οι πραγματικά θετικοί άνθρωποι, δεν θέλει να ποτίζει το σπίτι με ενέργειες ανθρώπων που δεν γνωρίζει καλά.
«Άρα το σπίτι είναι το δικό σου άβατο;» Γνέφει καταφατικά. «Είναι ο χώρος όπου επιστρέφω και μαζεύω πάλι την ενέργειά μου, σαν να με φορτίζει, όποτε οφείλω να προστατεύω τα vibes του».
Τον ρωτάω αν βλέπει ταινίες. Και ταινίες βλέπει, και μουσική ακούει, και καμιά φορά που έχει live στο Green Park αράζει στο μπαλκόνι και είναι σαν κάποιος να κάνει πρόγραμμα για εκείνον.
Τον ρωτάω για τη δουλειά. «Για το σπίτι δεν ήρθες;» απαντά γελώντας. «Τελείωσα γυρίσματα, είμαι πτώμα, σκέφτομαι μόνο καλοκαίρι και διακοπές».





Φεύγω και είναι σαν να ’χω πάρει μια μεγάλη ανάσα χαράς, γιατί με τον Δημήτρη νιώθω ότι υπάρχει πάντα αυτό το συνωμοτικό κλείσιμο του ματιού, μια ιερή συμμαχία, και για πρώτη φορά είναι σαν ένα σπίτι να μου έκλεισε κι αυτό συνωμοτικά το μάτι.
Βγαίνοντας στον δρόμο, μου αρέσει, σκέφτομαι, η Μαυρομματαίων. Μου αρέσει, κι ας είναι στοιχειωμένη.