Η έκθεση στην Άνδρο (22/6-2/11) χωρίζεται σε δύο μέρη. Στην Παλαιά Πτέρυγα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, η οποία επαναλειτουργεί μετά την πρόσφατη ανακαίνισή της, θα παρουσιαστεί εκτενώς η ενότητα «Signals» με τα εμβληματικά έργα που συνέβαλαν στη διεθνή καταξίωση του Takis, ενώ στη Νέα Πτέρυγα του Μουσείου θα εκτεθούν με τη σειρά τα πρώτα του γλυπτά από μπρούντζο και σίδηρο, τα έργα «Flowers», «Flower Idols», «Idols», «Dials», «Electronic Reliefs» και το «Sea Oscillation Hydrodynamics». Μια αίθουσα θα είναι αφιερωμένη στα ερωτικά του έργα και στην πολύ ιδιαίτερη σχέση του με τη μουσική.
Την ίδια περίοδο η έκθεση στην Αθήνα θα επικεντρωθεί στα μαγνητικά του με έργα («Télésculptures», «Télépeintures», «Télélumières», «Défis à la gravité», «Sphères électro-magnétiques», «Musicales», «Murs magnétiques», «Magnétrons» και «Isidos Plants») και βιντεο-προβολές εφήμερων έργων όπως το Υδρομαγνητικό Γλυπτό του 1969 ή τα Παιχνίδια του 1972.
Οι εκθέσεις σε Αθήνα και Άνδρο σκοπό έχουν να μυήσουν τον θεατή στη μαγεία της επιστήμης και στη βαθιά γνώση της τέχνης. Είναι μια αξιοσημείωτη πρωτοβουλία αυτή του Μουσείου Γουλανδρή, μια έκθεση-αφιέρωμα μεγάλης κλίμακας που θα περίμενε κανείς ότι θα υλοποιούσε κάποιο δημόσιο ή κρατικό μουσείο θέλοντας να δώσει τη θέση που αρμόζει σε έναν διαπρεπή Έλληνα διεθνή καλλιτέχνη, προβάλλοντας το σε όλο του το εύρος το έργου του που ως τώρα έχει εκτεθεί σε μικρότερη κλίμακα ή αποσπασματικά.
Ο κόσμος του Takis δανείζεται στοιχεία από την απεραντοσύνη και τα μυστήρια του σύμπαντος. Η τέχνη του είναι ό,τι πιο σοβαρό μπορεί να συναντήσει σήμερα ένας θεατής, ή και ένα παιδί, γιατί η παιγνιώδης διάσταση του έργου του αποτελούσε ανέκαθεν αναπόσπαστο κομμάτι της αισθητικής του αντίληψης, όπως και το να μοιράζεται τα έργα του με όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους.
Σε μια διαδρομή που κράτησε σχεδόν τρία τέταρτα του αιώνα, αυτός ο «ενστικτώδης επιστήμονας», όπως αυτοαποκαλούνταν, ενδιαφερόταν να κάνει ορατές τις αόρατες δυνάμεις του σύμπαντος και η ενέργεια αποτέλεσε τόσο το θέμα όσο και το κύριο μέσο της τέχνης του. Αξιοποίησε τις δυνάμεις της φύσης και της τεχνολογίας που δεν είχε αγγίξει τόσο τολμηρά κανένας άλλος δημιουργός, εισάγοντας νέες μορφές και θεματικές κυρίως στον μαγνητισμό, συμπεριέλαβε την κίνηση σε έργα πρωτοποριακά και διεύρυνε την ταυτότητα της τέχνης.

Ο Takis ανήκε σε μια γενιά που, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε ως στόχο να επαναπροσδιορίσει την τέχνη, εστιάζοντας λιγότερο στην προσωπική έκφραση και περισσότερο σε απτά γεγονότα και στην αντικειμενική πραγματικότητα, γεγονός που τον έκανε να στραφεί σε επιστημονικές αρχές σχετικά με το χρώμα, το μοτίβο και την κίνηση. Αυτός ο αντισυμβατικός, ανήσυχος άνθρωπος, μια ιδιοφυής περίπτωση καλλιτέχνη, στράφηκε στη μείξη των μέσων και στον αυτοσχεδιασμό ήδη από τα πρώτα του κινητικά γλυπτά στα τέλη της δεκαετίας του 1950, μαγεμένος από τα φώτα που αναβοσβήνουν, τον ατμό και το τροχαίο υλικό στον σιδηροδρομικό σταθμό του Καλαί, ενώ ταξίδευε από το Λονδίνο στο Παρίσι. Έτσι φτιάχτηκαν μερικά από τα πιο δημοφιλή και αναγνωρίσιμα έργα του, τα «Σινιάλα», ενώ στη συνέχεια θα πειραματιζόταν χρησιμοποιώντας μαγνήτες, ηλεκτρομαγνήτες, βαρύτητα και ραντάρ και θα ενσωμάτωνε ήχους στα έργα του.
«Χάρη στον μαγνητισμό ο Takis εξερεύνησε την τέταρτη διάσταση, όπως του άρεσε να την περιγράφει, έναν χώρο που, από ευκολία, τον χαρακτηρίζουμε κενό, ενώ τον ζωντανεύουν αδιάκοπα δυνάμεις που όχι μόνο μας διαφεύγουν αλλά διέπουν μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια των ζωών μας. Για τον Takis όλα είναι μαγνητισμός: η ευεργετική ενέργεια του ήλιου, πηγή των πάντων· ο δεσμός που μας ενώνει με τη γη, η οποία μας τρέφει· η έλξη ή η άπωση που αισθανόμαστε για τους ομοίους μας· η μουσική που δίνει ζωντάνια στη φύση που μας περιβάλλει. Γι’ αυτό, η εξερεύνηση του μαγνητισμού δεν περιορίζεται στην απλή επιστημονική προσέγγιση, η οποία διεξάγεται μόνο στα εργαστήρια. Είναι μια περιπέτεια που μας προσφέρει την ευκαιρία να βιώσουμε καλλιτεχνική συγκίνηση, η οποία, πίσω από την παιγνιώδη όψη της, μας καλεί σε έναν αληθινά μεταφυσικό στοχασμό», λέει η επιμελήτρια της έκθεσης Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau.
Ο Takis αυτοχαρακτηριζόταν «αρχαϊκός καλλιτέχνης», ενώ αποκαλούσε τον εαυτό του «προφήτη, μάντη και μάγο», οι μορφές και οι ιδέες του υπήρχαν έξω και πέρα από κάθε συμβατική συζήτηση περί αισθητικής. Με ρίζες στην αρχαία κοσμολογία και στην προσεκτική παρατήρηση της φύσης, ήταν έμπλεος μυστηριωδών δυνατοτήτων που από αμνημονεύτων χρόνων γοητεύουν τους στοχαστές: την αέναη κίνηση, τη μουσική των σφαιρών και τα μυστικά της ζωής και της αθανασίας.



Όπως γράφει ο Toby Kamps, ήταν μοναδικός χάρη στην ικανότητά του να δημιουργεί σε δύο επίπεδα. Ήταν ταυτοχρόνως ένα περίβλεπτο και σημαίνον μέλος μιας κοσμοπολίτικης πρωτοπορίας, καθώς και ένας ξεχωριστός, όπως αυτοχαρακτηριζόταν. Διατηρώντας κατά καιρούς ατελιέ σε Λονδίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη και Αθήνα, εξέθεσε τα έργα του σε γκαλερί και μουσεία ανά τον κόσμο, δημιούργησε φιλίες και συνεργάστηκε με πλήθος επιφανών προσωπικοτήτων για τον επαναπροσδιορισμό της τέχνης τη μεταπολεμική περίοδο. Σε αυτούς συγκαταλέγονται για να αναφέρουμε μόνο λίγους εξ αυτών– οι καλλιτέχνες Marcel Duchamp, Alberto Giacometti και Yves Klein, οι μουσικοί Earle Brown και John Cage, ο χορογράφος Jaap Flier, ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς και πολλοί Αμερικανοί ποιητές της γενιάς Μπιτ.
Ο Takis (Παναγιώτης Βασιλάκης) γεννήθηκε το 1925 στην Αθήνα. Τα εφηβικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από τις κακουχίες και τις διώξεις του πολέμου, της Κατοχής και του Εμφύλιου. Αποφάσισε να γίνει ζωγράφος, στα 17 του, προερχόμενος από μια οικογένεια που αγωνιζόταν να επιβιώσει και δεν αποδεχόταν την κλίση του στις καλές τέχνες. O θαρραλέος και απτόητος νεαρός ζωγράφιζε σε ένα υπόγειο και φανταζόταν τον εαυτό του καλλιτέχνη. Εμπνεόμενος από ανθρώπους όπως ο Picasso και ο Giacometti, ο Takis παρέμεινε αυτοδίδακτος εκ πεποιθήσεως, με την τέχνη να αντιπροσωπεύει ένα μέσο για να δραπετεύσει από τις δύσκολες συνθήκες και να αγγίξει το μεγαλείο. Όπως έγραψε, στόχος του ήταν «να ξεφύγω από τη δυστυχία μέσω του μυαλού». Σε ένα ατελιέ που μοιραζόταν με τους παιδικούς του φίλους, τους καλλιτέχνες Πάνο Ραϋμόνδο και Μίνω Αργυράκη, και με το ενδιαφέρον του να έχει μετατοπιστεί στη γλυπτική, άρχισε να δημιουργεί γύψινες προτομές και κεφαλές, ενώ αργότερα άρχισε να δουλεύει την πέτρα και τον γρανίτη, υλικά με ζωή που καλλιέργησαν την ευαισθησία του για τα φυσικά υλικά.
Το 1953, δηλώνοντας ότι «η Ελλάδα είναι φυλακή», έφυγε για το πρώτο ταξίδι του στο Παρίσι. Έχοντας πλέον εγκατασταθεί εκεί μόνιμα, βρήκε γρήγορα τη θέση του ως ανερχόμενος αστέρας στον ζωηρό καλλιτεχνικό κόσμο της γαλλικής πρωτεύουσας και συνδέθηκε με σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής του. Το 1990, σε μια συνέντευξή του, έλεγε: «Γεννήθηκα στη Μεσόγειο, έχω ανάγκη να μιλώ, έχω ανάγκη να ανταλλάσσω σκέψεις και ιδέες, να μπαίνω σε ένα διαλεκτικό παιχνίδι [...]. Στην οδό Odessa υπήρχε ένα μικρό καφέ όπου συναντούσα τους [καλλιτέχνες Yves] Klein, [Daniel] Spoerri και [Jean] Tinguely. Όταν δεν δουλεύαμε, συζητούσαμε για ώρες. Παρατηρούσαμε τα έργα μας και ζηλεύαμε τρομερά ο ένας τον άλλον. Ήταν ενδιαφέρον και ταυτόχρονα συναρπαστικό. Στη δεκαετία του 1950 η Ευρώπη μόλις είχε βγει από τον πόλεμο και τα πάντα έπρεπε να ανοικοδομηθούν. Τα πάντα άλλαζαν και ως εκ τούτου ήταν απαραίτητο όλα να τεθούν εν αμφιβόλω».
Ένα μικρό ταξίδι σε θεμελιώδη έργα ενός μεγάλου δημιουργού
Ο Takis, θέλοντας να δοκιμάσει την επικοινωνιακή δύναμη των «Σινιάλων» του, άρχισε να τα τοποθετεί σε πραγματικά περιβάλλοντα, σε στέγες δίπλα στις κεραίες των τηλεοράσεων ως σχόλιο στην κουλτούρα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και σε πλατείες, ενώ ξεκίνησε, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, να τοποθετεί ηλεκτρικά φώτα στις κορυφές τους, προσδίδοντάς τους νέα συναισθηματική διάσταση, «μια ποιητική του χώρου, χρωματισμένη με θλίψη και ματαιωμένες επιθυμίες», όπως έγραψε ο επιμελητής και φίλος του Guy Brett. Οι λεπτές μεταλλικές βέργες, φωτεινές στις άκρες τους, αντανακλούσαν κάτι από τη φαντασμαγορία και την ψυχεδέλεια της ποπ κουλτούρας των ’60s. Δεν είναι τυχαίο ότι Paul McCartney απέκτησε ένα από αυτά και ο John Lennon θυμήθηκε πώς ερωτεύτηκε τη Yoko Ono στην έκθεση του Takis στην γκαλερί Indica του Λονδίνου το 1966.
Η κίνηση των «Σινιάλων» αποτελούσε για τον Takis φυσικό πεδίο διερεύνησης. «Τα υλικά ενός κινητικού έργου μπορεί να γερνούν, οι κινήσεις του παραμένουν παντοτινά στο παρόν», γράφει ο Guy Brett για τις αιώνιες, γοητευτικές ιδιότητές τους που συνέδεαν την κινητική τέχνη με τους φυσικούς κύκλους της γέννησης, του θανάτου και της αναγέννησης.


Το 1958 εισάγει τον μαγνητισμό ως βασικό κομμάτι της γλυπτικής του, δημιουργώντας αλησμόνητα τηλεμαγνητικά γλυπτά από βελόνες και κλωστές που πάλλονται με τη δράση μαγνήτη. Σε αυτά, έχοντας υπερβεί τα όρια του μέσου, αψηφά τη δύναμη της βαρύτητας και την παραδοσιακή γλυπτική διαδικασία, γεγονός που τον καθιστά πρωτοπόρο, με αποκορύφωμα την performance «L’impossible: Un homme dans l’espace» (1960) στην γκαλερί Iris Clert στο Παρίσι, στην οποία παρουσιάζει τον ποιητή Sinclair Beiles να ταξιδεύει στο Διάστημα, απαγγέλλοντας το Μαγνητικό Μανιφέστο. Ενσωματώνει στην τέχνη του μία από τις θεμελιώδεις δυνάμεις του σύμπαντος, ενώ αναφωνεί: «Το να αψηφάς τη βαρύτητα είναι μια μορφή ελαφρότητας!» Ο Marcel Duchamp τίμησε τον ενθουσιασμό του, αποκαλώντας τον «πρόσχαρο δουλευτή μαγνητικών πεδίων και σηματωρό μαλακών σιδηροδρόμων».
Την επαναστατική αυτή καλλιτεχνική ανακάλυψη που του επέτρεψε να κινηθεί, πέρα από το συμβολικό, προς το πραγματικό περιγράφει ο Γάλλος συγγραφέας Alain Jouffroy: «“Αυτό είναι”, μου είπε, “το βρήκα”. Ακούστηκε ακριβώς σαν το εύρηκα του Αρχιμήδη. [...] Και μου έδειξε το πρώτο τηλεμαγνητικό γλυπτό (εγώ ήμουν που επινόησα τον όρο την επομένη), όπου μεταλλικά στοιχεία αιωρούνταν με τη δύναμη ενός μαγνήτη. Έτσι, για πρώτη φορά, η μαγνητική ενέργεια εισήχθη στη σύνθεση ενός γλυπτού. Ενσωματώθηκε σε αυτό όπως ο αέρας βρίσκεται ενσωματωμένος στη γλυπτική του μπαρόκ. Η χαρά και ο ενθουσιασμός του Takis δεν περιγράφονταν. Ο Takis πίστευε ότι αυτή η ανακάλυψη αποτελούσε μια νέα “τέταρτη διάσταση” στην τέχνη».

Με τα μεταλλικά του αντικείμενα να αιωρούνται και να πάλλονται, επικοινωνώντας εκτός από το συμβολικό και στο ρεαλιστικό μαγνητικό πεδίο, η εντύπωση ενός «ζωντανού έργου τέχνης», η ανακάλυψή του, θεωρήθηκε επανάσταση στην Ιστορία της Τέχνης, έχοντας ενσωματώσει στη γλυπτική πραγματικά αόρατη ενέργεια με τη μορφή του μαγνητισμού.
Ο Takis, με τα πρώτα του «Télésculptures» (Τηλεγλυπτά), εισάγει, εκτός από τον μαγνητισμό, υλικά όπως το ακατέργαστο ξύλο, το μέταλλο και κομμάτια εξοπλισμού που συνέλεγε από πρατήρια στρατιωτικών ειδών σε αυτοσχέδιες κατασκευές γλυπτών, κάτι καινοτόμο την περίοδο που τα δημιούργησε – αργότερα τα εξέλιξε και έγιναν σήμα κατατεθέν του έργου του. Κομψά σχέδια που λειτουργούν ως αιωρούμενα διαγράμματα αόρατων φορέων δύναμης εμφανίζονται σε μαύρα πάνελ, τα «Magnetic Reliefs» (Μαγνητικά ανάγλυφα), μια σειρά επιτοίχιων έργων που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 με μαγνήτες, σύρματα και μεταλλικά στοιχεία.
Ήδη από τη δεκαετία του 1950, θέλοντας να ερευνήσει τα μέταλλα, χρησιμοποιεί τον μπρούντζο στους «Espaces intérieurs» (Εσωτερικοί χώροι) όπως αποκαλεί τα σφαιρικά έργα του, με σημάδια ομόκεντρων κύκλων που τοποθετεί στο έδαφος. Σε μια συνέντευξη στον Jean Clay λέει γι’ αυτά: «Βρίσκω ότι οι σημερινοί άνθρωποι είναι είτε τελείως όρθιοι είτε τελείως κουλουριασμένοι. Ο κάτοικος της μεγαλούπολης είναι ζαρωμένος, συμπλεγματικός, χρειάζεται ιατρική φροντίδα. Στα καφέ, βλέπω συχνά να κάθονται στα τραπέζια άνθρωποι πεθαμένοι. Θα ήθελα να θυμίσω πως πρέπει να είμαστε ορθοί, να νιώθουμε γυμνοί, απελευθερωμένοι, έξω απ’ τον κόσμο... Χρησιμοποίησα όλα τα μέσα για να κάνω τον θεατή να βγει από τον εαυτό του».
Αργότερα, χρησιμοποιεί για τους Εσωτερικούς χώρους του μάρμαρο, ακολουθώντας με σεβασμό τις φλέβες κάθε κομματιού που έχει στα χέρια του για να του φανερώσει, σαν μυστικό, τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητές του. Στην αυτοβιογραφία του ESTAFILADES, Ο μύθος του TAKIS, γράφει: «Ούτε στιγμή δεν μπορεί κανείς να φανταστεί ότι μια πέτρα έχει πραγματική και ενεργή ζωή [...]. Αγνοούμε ότι έχει καρδιά, ένα κέντρο γύρω από το οποίο διαγράφει την τροχιά του ένας ολόκληρος κόσμος». Θα πειραματιστεί και με ένα τρίτο υλικό, ανθεκτικό σε ακραίες συνθήκες, το ανοξείδωτο ατσάλι, και θα σημαδέψει την επιφάνεια με φαινομενικά τυχαίες χαρακιές.


Δείχνοντας ενδιαφέρον για τη φύση, τη χλωρίδα και την πανίδα, δημιουργεί ένα σύνολο έργων με υλικά που έχει συλλέξει τυχαία ή από σιδηρουργεία και χωματερές και ανακυκλώνοντας υλικά όπως ο σίδηρος και ο μπρούντζος φτιάχνει με γρανάζια, κομμάτια από σωλήνες ή ανταλλακτικά, λουλούδια, για τα οποία ο Νικόλαος Κάλας γράφει ότι λειτουργούν επίσης σαν σινιάλα, φυσικά αυτήν τη φορά: οι προεξοχές των στιγμάτων τους συμβολίζουν την αφθονία σε νέκταρ, ενώ συγχρόνως απευθύνουν κάλεσμα προς όλα τα έντομα που μεταφέρουν τη γύρη.
Όταν ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή αποκτούν τα «Λουλούδια» του το 1979, ο Takis συνοδεύει τα γλυπτά με το εξής μήνυμα: «Ένα γαϊδουράγκαθο και ένα ηλιοτρόπιο. Μπορείς να χαιρετήσεις το ηλιοτρόπιο γιατί σε κοιτάζει. Η αλήθεια είναι ότι θα έπρεπε να χαϊδέψεις το γαϊδουράγκαθο, γιατί προστατεύει το έδαφος όπου ζει».
Στα φυτά που δημιουργεί το 1970 δίνει το όνομα «Isidos Plants» (Φυτά της Ίσιδος), δίνοντάς τους το όνομα της θεάς που η λατρεία της διαδόθηκε σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και στην Ελλάδα και ενέπνευσε τον Takis, που πάντα δήλωνε πολυθεϊστής.
Το 1961, και ενώ αρχίζει να πειραματίζεται με τον ήχο και τη μουσική, ανακαλύπτει ένα συναρπαστικό ηλεκτρικό στοιχείο, το οποίο θα θελήσει αμέσως να ενσωματώσει στην τέχνη του, τον ανορθωτή (δίοδο) τόξου υδραργύρου, μια εφεύρεση για την αύξηση της τάσης του ρεύματος σε βιομηχανικές και αστικές εγκαταστάσεις που, όταν έρθει σε επαφή με έναν μαγνήτη, η λάμψη του πάλλεται. Έτσι, δημιουργεί τα «Τηλεφώτα», εγκαταστάσεις που ο Alain Jouffroy χαρακτηρίζει «τα σημαντικότερα απ’ όλα τα έργα του Takis». Το 1981 ο Takis έλεγε για τα «Τηλεφώτα»: «Πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτά τα στοιχεία αντιπροσωπεύουν για εμένα μια νοσταλγία για τον ηλεκτρισμό και για έναν ολόκληρο εξοπλισμό που βρίσκεται υπό εξαφάνιση, την ώρα που μπαίνουμε σε μια απολύτως ηλεκτρονική εποχή». Όταν θα εκθέσει στο Centre Pompidou το συγγενές «Trois Totems - Espace musical» (Τρία τοτέμ - Μουσικός χώρος), το κοινό θα γοητευθεί από την αρμονική συνύπαρξη φωτός, ήχου και κίνησης.



Η σειρά των διάσημων έργων του «Murs magnétiques» (Μαγνητικοί τοίχοι), μεταλλικά στοιχεία που αιωρούνται σε απόσταση από μονοχρωματικούς πίνακες –πρόκληση στη βαρύτητα, παιχνίδι με τη σκιά, την κίνηση και τη φαντασία–, εισάγουν την τρίτη διάσταση στο έργο του. «Αυτό που ξέραμε για τη ζωγραφική μέχρι τώρα ήταν ένα αντικείμενο ή μια εικόνα ζωγραφισμένη πάνω σε μια επιφάνεια. Ας αφήσουμε τη φαντασία μας και ας δούμε αντικείμενα να έρχονται προς τον πίνακα από τον ουρανό», έλεγε.
Περίπου δύο δεκαετίες αφότου έχει δημιουργήσει τις πρώτες προτομές και τις ανθρώπινες φιγούρες, το 1974, αρχίζει να διερευνά τον ερωτισμό μέσα από μέρη του ανθρώπινου σώματος βγαλμένα από καλούπια ζωντανών μοντέλων, με σχεδόν επιδεικτικά δοσμένες λεπτομέρειες της ανδρικής και γυναικείας ανατομίας. Με τον αισθησιασμό και τη σεξουαλικότητα που κυριαρχεί στη ζωή του, περιφρονώντας την ενοχοποίηση της σεξουαλικότητας από τον ιουδαιοχριστιανικό πολιτισμό, σμιλεύει τη νεανική ορμή και τον πόθο, αποθεώνει τα ελεύθερα σώματα και την ερωτική απόλαυση με ποιητική ωμότητα, υμνεί τον πρόσκαιρο θρίαμβο του έρωτα επί του θανάτου. Η έλξη των μαγνητικών πεδίων του εδώ εκφράζεται διαφορετικά και, όπως γράφει ο Pierre Restany, «τα έργα αποπνέουν μια άμεση, τεράστια δύναμη αισθησιακής έλξης που αναστατώνει το βλέμμα· το φύλο γίνεται αισθητό στη στοιχειώδη, πρωταρχική, απτή του δύναμη, στο επίπεδο των βασικών κινήτρων του ανθρώπου βεβαίως, αλλά μέσα στην πλήρη ένταξή τους στην κοσμική ενέργεια».
Ο κόσμος του Takis δανείζεται στοιχεία από την απεραντοσύνη και τα μυστήρια του σύμπαντος. Η τέχνη του είναι ό,τι πιο σοβαρό μπορεί να συναντήσει σήμερα ένας θεατής, ή και ένα παιδί, γιατί η παιγνιώδης διάσταση του έργου του αποτελούσε ανέκαθεν αναπόσπαστο κομμάτι της αισθητικής του αντίληψης, όπως και το να μοιράζεται τα έργα του με όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους.
Μέχρι τον θάνατό του το 2019 αυτός ο ακάματος εφευρέτης και δημιουργός, που παράλληλα με τη γλυπτική του δραστηριότητα ανέπτυξε σκηνικά, κοστούμια και μουσικές συνθέσεις για παραγωγές του θεάτρου και του κινηματογράφου, όπως η παράσταση Elkesis (1973) στο Εθνικό Φεστιβάλ της Ολλανδίας, η ταινία Section Spéciale (1975) του Κώστα Γαβρά και η Ηλέκτρα του Σοφοκλή (1983) στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, δεν έπαψε να διερευνά τη λειτουργία της τέχνης στον κοινωνικό χώρο, τιμώντας τη νοημοσύνη των υλικών, δίνοντας πνοή στο ασήμαντο, λατρεύοντας το φως και το μυστικιστικό σκοτάδι. Έστρεψε το βλέμμα του στα φαινόμενα και στο πραγματικό και αντλώντας από αυτό κατόρθωσε να το υπερβεί με έργα που εξάπτουν τη φαντασία, προκαλούν την περιέργεια και την αναζήτηση μιας εσώτερης αλήθειας μέσα από την παρατήρηση. Η πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση σε Αθήνα και Άνδρο, αφιερωμένη στο μεγάλο και πρωτότυπο έργο του, με περισσότερα από 150 έργα, είναι μια πρόκληση μέσω της οποίας θα ανακαλύψουμε εκ νέου τον σπουδαίο Έλληνα καλλιτέχνη, μια κατάδυση στην επινοητικότητα, στη σοφία και στο χιούμορ με τα οποία κατάφερε να συνομιλεί με το παρόν, ερεθίζοντας επίμονα την περιέργεια και τη φαντασία μας.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την εικαστική έκθεση εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.