ΚΥΜΑΤΑ ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΤΙΚΗΣ μελαγχολίας προκάλεσε στους διαδρόμους των εγχώριων social media το κλείσιμο (άλλου) ενός κεντρικού βιβλιοπωλείου, θύμα των δυσθεώρητων ενοικίων που μαστίζουν το αγνώριστο πλέον στους παλαιότερους («βιβλιοφάγους» και μη) κέντρο της Αθήνας και της έλλειψης αναγνωστικού κοινού ικανού να συντηρήσει τέτοια καταστήματα.
Οι εποχές έχουν αλλάξει, η πολυδιάσπαση της οθόνης έχει κυριεύσει τα πάντα, η ζωή είναι διαφορετική, η πόλη είναι διαφορετική, ο χρόνος ο ίδιος είναι διαφορετικός. Ακόμα και οι φοιτητές – θιασώτες άλλοτε της ανάγνωσης και στυλοβάτες των μικρών βιβλιοπωλείων – είναι διαφορετικοί, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τις πρόσφατη έρευνα του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Εργων Λόγου (ΟΣΔΕΛ) σχετικά με την αναγνωστική συμπεριφορά, σύμφωνα με την οποία «οι φοιτητές είναι οι λιγότερο εντατικοί αγοραστές βιβλίων από κάθε άλλη ομάδα». Το βιβλίο δεν έχει το κοινωνικό «κασέ» που είχε κάποτε ούτε είναι «της μόδας» όπως κατά τη μεταπολίτευση ή την δεκαετία του ’80 – κι αν είναι, στους νεότερους, είναι ως ένα εξωτικό, vintage μέσο και ως ένα χειροπιαστό φετίχ, όπως το βινύλιο.
Τα λεγόμενα μικρά ή ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία έχουν ξεκληριστεί από παντού εδώ και χρόνια και όσα διατηρούνται το έχουν καταφέρει είτε από κάποιο θαύμα είτε επειδή οι ιδιοκτήτες τους μπόρεσαν να τα κατοχυρώσουν και να τα πλασάρουν όχι μόνο ως δημοφιλή «στέκια» αλλά και ως ορόσημα του αστικού ιστού.
Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή η ευθύνη μετατέθηκε και στο ίδιο το ελληνικό κοινό, το οποίο όπως ξέρουμε, «δεν διαβάζει». Ή διαβάζει ελάχιστα. Σημασία βέβαια θα έπρεπε να έχει «τι» διαβάζει κανείς και όχι «πόσο» (καλύτερα να διαβάσεις ένα καλό βιβλίο πραγματικού συγγραφέα και λογοτέχνη παρά δέκα εγχειρίδια αυτοβελτίωσης ή βιομηχανοποιημένα ρομάντζα ή τα απομνημονεύματα κάποιου influencer).
Δε νομίζω όμως ότι στην πραγματικότητα ο κόσμος διαβάζει λιγότερο από παλιά. Ίσως να μην διαβάζει/αγοράζει τόσα πολλά βιβλία – παρά μόνο ψυχαναγκαστικά ίσως, επειδή πρόκειται για «προστατευόμενο είδος» και προκειμένου να συμπληρώσει έναν μίνιμουμ αριθμό βιβλίων τον χρόνο που θα τον κατατάξουν πάνω από την «πλέμπα» που διαβάζει καθόλου ή ελάχιστα – διαβάζει όμως διάφορα πράγματα στην οθόνη του (άρθρα, αναλύσεις, σημειώσεις, σχόλια) με συνέπεια στο τέλος της μέρας εκείνο το βιβλίο στο κομοδίνο πλάι στο κρεβάτι να μοιάζει με βουνό. Οι άνθρωποι διαβάζουν, αλλά όχι απαραίτητα βιβλία. Όπως βλέπουν τόνους «τηλεόραση», αλλά όχι απαραίτητα στην τηλεόραση.
Δεν πρόκειται φυσικά ούτε για καινούριο ούτε για ελληνικό ζήτημα. Τα λεγόμενα μικρά ή ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία έχουν ξεκληριστεί από παντού εδώ και χρόνια και όσα διατηρούνται το έχουν καταφέρει είτε από κάποιο θαύμα (επιδότηση, χορηγία, δωρεά) είτε επειδή οι ιδιοκτήτες τους (αυτοί οι «απρόθυμοι καπιταλιστές», όπως τους έχει χαρακτηρίσει η κοινωνιολόγος Λόρα Μίλερ) μπόρεσαν να τα κατοχυρώσουν και να τα πλασάρουν όχι μόνο ως δημοφιλή «στέκια» αλλά και ως ορόσημα του αστικού ιστού.
Θυμήθηκα ένα παλιότερο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ (του 2008) που είχα δει, το οποίο λέγεται Paperback Dreams και είχε ως θέμα τις δυσκολίες επιβίωσης δύο μικρών βιβλιοπωλείων στην Καλιφόρνια. Το συμπέρασμα που έβγαινε ήταν ότι στις σύγχρονες συνθήκες, πέντε είναι τα απαραίτητα στοιχεία που μπορούν (ίσως) να διασώσουν ένα ανεξάρτητο βιβλιοπωλείο: Να είναι το κτίριο ιδιόκτητο, να είναι το προσωπικό έμπειρο και εξειδικευμένο, να είναι το εμπόρευμα «επιμελημένο», να πωλούνται και μεταχειρισμένα βιβλία, και, φυσικά, να υπάρχει η δυνατότητα αγοράς των βιβλίων online. Είναι όμως πιθανό πλέον, στο 2025, να μην αρκούν ούτε αυτά.