Η σημασία της ισότιμης πρόσβασης και της συμπερίληψης στην εργασία χωρίς εξαιρέσεις, αλλά και οι πρακτικές μέσω των οποίων αυτό γίνεται πραγματικότητα συζητήθηκαν στο πάνελ με θέμα «Και θέλει, και μπορεί -Ισότιμη πρόσβαση στην εργασία» του The Upfront Initiative που διοργανώθηκε για τέταρτη χρονιά στο Ωδείο Αθηνών από τη Lifo και την Tsomokos.

«Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η νευροποικιλότητα αποτελεί τεράστιο κομμάτι της κοινωνίας και οι οργανισμοί οφείλουν να είναι συμπεριληπτικοί», ανέφερε η Ελευθερία Δεσποιναρά, Data & AI Director, I&D Lead της Accenture Greece, τονίζοντας ότι το πρώτο απαραίτητο στάδιο είναι η ενημέρωση. Στο πλαίσιο λειτουργίας της εταιρείας, σχετικές εκπαιδεύσεις έχουν παρακολουθήσει έως σήμερα 20.000 άνθρωποι. Η ίδια τόνισε ότι το 15-20% του πληθυσμού παρουσιάζει κάποια μορφή νευροδιαφορετικότητας και παρουσίασε συγκεκριμένα εργαλεία που διευκολύνουν τα νευροδιαφορετικά άτομα στην εργασία τους, όπως μαγνητοσκοπήσεις συναντήσεων, ειδικά ακουστικά, αλλά και την τεράστια πλατφόρμα με λύσεις προσβασιμότητας που έχει αναπτύξει η Accenture. Τόνισε, επίσης, τη σπουδαιότητα των δομών και της δημιουργίας ασφαλών περιβαλλόντων, ώστε να μπορούν τα άτομα αυτά να δηλώνουν με ασφάλεια τις ανάγκες τους. Αναφέρθηκε, επίσης, και στη δράση του Ελληνικού Συνδέσμου Άσπεργκερ, τονίζοντας πως η εταιρεία στηρίζει την συγκεκριμένη πρωτοβουλία.

Η Εμμανουέλα Λεουνάκη, Διατροφολόγος- Συμπεριληπτική Προσέγγιση Βάρους και Ιδρύτρια του Κέντρου Βάρους αναφέρθηκε στις διακρίσεις λόγω βάρους, τονίζοντας ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο άτομα με μεγάλο σώμα αλλά όλους τους ανθρώπους, καθώς το στίγμα και ο φόβος επηρεάζουν ευρύ φάσμα του πληθυσμού. Αναφέρθηκε σε περιστατικά όπου άτομα αποκλείονταν από συνεντεύξεις εργασίας επειδή δεν πληρούσαν αυθαίρετα πρότυπα σωματικού βάρους, χωρίς να υπάρχει θεσμικό πλαίσιο προστασίας. «Θυμάμαι περιστατικά όπου κοπέλες που ζητούσαν εργασία σε θέσεις εξυπηρέτησης πελατών έπρεπε να πληρούν το ανυπόστατο κριτήριο να ζυγίζουν τουλάχιστον 10 κιλά λιγότερα από το ύψος τους. Αν δεν το κατάφερναν, δεν περνούσαν καν στο στάδιο της συνέντευξης», ανέφερε. Επεσήμανε, επίσης, ότι πολλοί άνθρωποι με μεγαλύτερο σωματικό βάρος συχνά αποφεύγουν να κάνουν καν αίτηση για εργασία, ενώ όσοι προσπαθούν να ενταχθούν επιδίδονται σε μία υπερπροσπάθεια, λόγω της διαρκούς κριτικής σχετικά με την εμφάνισή τους. Τέλος, επισήμανε, πως τα σχόλια που αφορούν το φαγητό, συχνά εμπεριέχουν υπαινιγμούς για το σωματικό βάρος και τόνισε τη σημασία της αποδοχής στον εργασιακό χώρο.

Η Ελισάβετ Κάλμπαρη, Corporate Neurosciences Psychologist, Executive Consultant και Ιδρύτρια του Self Balance ανέπτυξε το θέμα του ηλικιακού ρατσισμού, επισημαίνοντας πως όλες οι μορφές διακρίσεων συνδέονται. Τόνισε πως ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι κοινός, αλλά διαμορφώνεται ανάλογα με τις εμπειρίες και τα στερεότυπα που δέχεται. Αναφέρθηκε στη στερεοτυπική αντίληψη ότι οι νέοι δεν έχουν υπομονή και οι ηλικιωμένοι θεωρούνται «παλιοί» ή «μη τεχνολογικοί». Υπογράμμισε ότι η εμπειρία και η αξία των εργαζομένων άνω των 50 δεν πρέπει να υποτιμάται, υπογραμμίζοντας τα οφέλη της συνεργασίας διαφορετικών γενεών. «Η πραγματική αξία και το νέο νόμισμα στην οικονομία είναι το ταλέντο, η εμπειρία και η έννοια της συμπερίληψης πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει και την ηλικία», σημείωσε.

Στις πρωτοβουλίες που υλοποιεί η Mastercard με στόχο την καταπολέμηση των προκαταλήψεων που συχνά υφίστανται εργαζόμενοι, αναφέρθηκε η Λουκία Χωραφά, Διευθύντρια Marketing & Επικοινωνίας Ελλάδας, Κύπρου και Μάλτας της Mastercard. Παρουσίασε το πρόγραμμα «Restart Mastercard», το οποίο προσφέρει ευκαιρίες επανένταξης στην αγορά εργασίας στο κομμάτι της εστίασης μέσα από εκπαίδευση, καθοδήγηση και υποστήριξη σε άτομα από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως μετανάστες. «Το πρόγραμμα δημιουργήθηκε με στόχο να χτίσει γέφυρες και να ενώσει ανθρώπους». Το έργο, που υλοποιείται σε συνεργασία με την ΜΚΟ Οδύσσεια τρέχει ήδη 6 μήνες, ξεκινώντας με μετανάστες και έχει εκπαιδεύσει 200 άτομα , ενώ πάνω από 70 έχουν ήδη βρει δουλειά. «Το Restart επεκτείνεται συνεχώς και μέσα στον επόμενο μήνα θα ενσωματώσουμε και άλλες κοινωνικές ομάδες, όπως νευροδιαφορετικά άτομα, άτομα με αναπηρία και όσους έχουν βιώσει φτώχεια ή ιδρυματοποίηση».

Η Μαρία Αστερίου, Δημοσιογράφος και Συνιδρύτρια ΜΚΟ People Behind μοιράστηκε μια προσωπική ιστορία που απεικονίζει τη δύναμη της διαγενεακής επικοινωνίας και mentoring. Περιέγραψε την καθημερινή επαφή ενός ηλικιωμένου άνδρα με έναν νεαρό εργαζόμενο, μέσα από την οποία αναπτύχθηκε μια αμοιβαία σχέση που βοήθησε και τις δύο πλευρές να κατανοήσουν καλύτερα ο ένας τον άλλον. Υποστήριξε, επίσης, ότι τα προγράμματα mentoring που φέρνουν κοντά μεγαλύτερους και νεότερους εργαζόμενους είναι κρίσιμα όχι μόνο για την εκμάθηση δεξιοτήτων αλλά και για την ανάπτυξη της επικοινωνίας και της κατανόησης μέσα στον εργασιακό χώρο.

Τη συζήτηση συντόνισε η Νομικός και Δημοσιογράφος, Λασκαρίνα Λιακάκου.
Παρακολουθήστε ολόκληρη τη συζήτηση εδώ.