Έχοντας κατά νου ότι το κοκτέιλ του πρέπει να κυμαίνεται από τα 140 έως τα 170 ml, ο Ηλίας Μαρινάκης ξόδεψε τρεις μήνες μέχρι να βρει το ιδανικό ποτήρι για να σερβίρει το φημισμένο Dry Martini του. Πολλή λεπτομέρεια, θα μου πείτε, αλλά πρόκειται για έναν περφεξιονίστα του μπαρ, γι’ αυτό έχει και τέτοιο όνομα· είναι μία από τις πιο προσηνείς φιγούρες που συναντά κανείς πίσω από τις αθηναϊκές μπάρες, ούτε ύφος έχει ούτε περιττή πόζα. «Τι κάνεις, πώς είσαι; Έχω να σε δω από το Zebra. Καλωσήρθες, λοιπόν, κι εσύ στην περιοχή του Χίλτον», θα πει σε έναν παλιό του πελάτη που μόλις έκατσε πίσω μας.
Το ποτήρι στο οποίο κατέληξε έχει κάτι το vintage αλλά και καθαρές γραμμές, μου θυμίζει τη χαρακτηριστική σκηνή από την κινηματογραφική μεταφορά του Great Gatsby, με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο να σηκώνει για πρόποση μια coupe σαμπάνιας – πρόκειται και για δημοφιλέστατο meme. Το λέω στον Ηλία και χαμογελάει, όπως χαμογελάει και με το γεγονός ότι ακόμα και το νερό του είναι σερβιρισμένο με αυτό το έξτρα παγάκι που εξέχει σε ένα καλοφτιαγμένο ποτό, για να διατηρείται παγωμένο. Κάποτε ήθελε να γίνει δημοσιογράφος, αλλά, ευτυχώς για εμάς, τον κέρδισαν τα μπαρ.
Θα αλλάζει συχνά το μενού του για να μη βαριόμαστε, ενώ, αν δεν ρωτήσουμε, δεν μας ταλαιπωρεί με πολλές επεξηγήσεις σχετικά με αυτό που επιλέξαμε να πιούμε, «έχει παρέλθει η εποχή που ο κόσμος άντεχε να δέχεται τόση πληροφορία όταν έβγαινε για το ποτό του. Δεν πιστεύω ότι χρειάζονται πια κατάλογοι-βιβλιαράκια στα μπαρ, δεν θέλει κανείς να χάσει τόσο χρόνο».
Καπλανών και Μασσαλίας γωνία, απέναντι από το εργαστήρι επαγγελματικής δημοσιογραφίας όπου είχε γραφτεί πιτσιρικάς, λειτουργούσε ένα μπαρ από το οποίο ζήτησε δουλειά και από εκεί που το μαγαζί έσβηνε νωρίς το βράδυ τα φώτα του, κατέληξε να υποδέχεται την αστυνομία όταν εκείνος είχε την ιδέα να διοργανώσει μερικά λάιβ με έναν παιδικό του φίλο. Από εκεί και πέρα, η πορεία του είναι γεμάτη μέρη-σταθμούς στην αθηναϊκή νύχτα, ενώ έχει δουλέψει με την crème de la crème της εγχώριας μπαρ σκηνής. Και τώρα ξεκινάει το name dropping: Guru bar, Circus, Baba Au Rum, 42 Bar.Athens, Holy Garden, Λοκάλι, Zebra – αυτά είναι τα μαγαζιά μέσα στα οποία έχτισε χαρακτήρα και όσοι έχουν βγει κι έχουν πιει σε αυτά ξέρουν τι σημαίνει το καθένα. «Στάθηκα τυχερός, η νύχτα μού συμπεριφέρθηκε πολύ καλά, έχω δουλέψει σε μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα μπαρ της Αθήνας. Πρόλαβα την εποχή που υπήρχαν μεν κινητά, δεν γινόταν όμως η ίδια χρήση κι έτσι ήταν όλοι προσηλωμένοι στην τελετουργία του μπαρ, μελετούσαν τα μενού, είχαν απορίες. Ο κόσμος είχε ακόμα περιέργεια για τα ποτά που έφτιαχνες και πίσω από το μπαρ αισθανόσουν ο απόλυτος πρωταγωνιστής. Έχει υπάρξει, λοιπόν, εποχή που οι bartenders πιστεύαμε ότι ήμασταν το κέντρο του σύμπαντος, αλλά δεν ίσχυε· είναι ο κόσμος που μας τιμά και έρχεται και αφήνει τα χρήματά του. Και είναι τόσο πολλά τα μπαρ πια, που είναι πραγματικά τιμητικό να σε επιλέγει κανείς, και να ξανάρχεται».

Μέσα σε όλα τα παραπάνω, ο Ηλίας έκανε ένα διάλειμμα και μεταπήδησε στη ζαχαροπλαστική που ένιωθε ότι του ταιριάζει, γιατί δεν συγχωρεί τα λάθη. Όμως έπιανε τον εαυτό του να βγαίνει από το παρασκευαστήριο για να μιλήσει με τους ανθρώπους, έτσι κατάλαβε ότι το μπαρ τού έλειπε. Και δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι να βάλει μπρος για να ανοίξει το δικό του.
Η νέα πολυσύχναστη πιάτσα του κέντρου είναι αυτή των Ιλισίων και του πεζόδρομου της Μαιάνδρου, εκεί όπου κάποτε υπήρχε μόνο ο Βλάσσης και οι λαχανοντολμάδες του. Τώρα πια σερβίρονται εκεί κρασιά από το Junior does Wine και άψογα ποτά από το Quinn’s, το μαγαζί του Ηλία που δανείζεται το όνομά του από μια λονδρέζικη παμπ, από αυτές με τις πολυκαιρισμένες μπάρες που τις χαϊδεύεις και νιώθεις ότι έχουν χυθεί πολλές μπίρες πάνω τους. Σε αυτή την μπάρα έχει περάσει τέλεια ο Ηλίας, γι’ αυτό οικειοποιήθηκε το όνομά της, το οποίο του θυμίζει και τον πατέρα του Αντώνη, μια και στην Πλάκα τον φώναζαν Άντονι Κουίν.
Προβληματίστηκε ανάμεσα σε πολλές αποχρώσεις του μπλε μέχρι να καταλήξει σε αυτήν τη φωτεινή που καδράρει το Quinn’s και σε τραβάει από μακριά. Δεν έχει αφήσει χιλιοστό μέσα στο μαγαζί στο οποίο να μην έχει ανακατευτεί. Πίσω από την μπάρα του έχει τοποθετήσει ένα αντίγραφο από τον Κήπο των επίγειων απολαύσεων του Ιερώνυμου Μπος. «Είναι ένας πίνακας που τον είχα πρωτοαντικρίσει μικρός, έχω διαβάσει τις σχετικές αναλύσεις και αν μπορούσα να πιω μια μπίρα με τον ίδιο τον ζωγράφο προκειμένου να μάθω περισσότερα γι’ αυτόν, θα το έκανα. Κάθε φορά που τον κοιτάω θα ανακαλύψω και κάτι άλλο σε αυτόν, καμιά φορά νομίζω πως θα βρω κανένα iΡhone – είναι τόσο μπροστά για μένα αυτός ο τύπος. Στο μπαρ υπάρχουν οκτώ σκαμπό και σε όποια θέση και να κάτσεις θα δεις κάτι διαφορετικό σε αυτό το έργο που είναι και μια πολύ καλή εκκίνηση για συζήτηση. Αν βγεις ραντεβού εδώ και δεν έχεις τι να πεις μπορείς να τον αξιοποίησεις και, ανάλογα με το τι θα αναζητήσει ο άλλος στον πίνακα, θα τον καταλάβεις λίγο καλύτερα – κάποιος μπορεί να δει ένα γλυκό ζωάκι και κάποιος άλλος μια σκηνή παράνοιας. Σίγουρα σπάει στιγμές αμηχανίας, και η τέχνη πάντα ομορφαίνει τα πράγματα».

Στα ποτά τώρα: Ακόμα και αν το Dry Martini δεν είναι το ποτό σας –ούτε το δικό μου είναι ή, μάλλον, ήταν–, εκεί πρέπει να το δοκιμάσετε. Δεν συνηθίζεται να το φτιάχνουν με Plymouth gin γιατί έχει χαμηλότερες εντάσεις, είναι πιο βουτυρένιο, πιο απαλό, αλλά το συγκεκριμένο κλασικό cocktail τού αρέσει λίγο παραπάνω και ήθελε να προσφέρει μια εκδοχή του πιο φιλική στον χρήστη. «Κοστολογικά είναι τέρμα ασύμφορο, αλλά, δεν γαμιέται, κάνουμε και πράγματα για τη δόξα». Έπειτα, το Νegroni του είναι εξαιρετικό, το whiskey sour επίσης, ενώ το Ζombie του, που το έχει βαφτίσει Undead Quinn, είναι ό,τι πιο κοντινό στην παραδοσιακή συνταγή, από τις πολλές που υπάρχουν για το συγκεκριμένο ποτό. Θα αλλάζει συχνά το μενού του για να μη βαριόμαστε, ενώ, αν δεν ρωτήσουμε, δεν μας ταλαιπωρεί με πολλές επεξηγήσεις σχετικά με αυτό που επιλέξαμε να πιούμε, «έχει παρέλθει η εποχή που ο κόσμος άντεχε να δέχεται τόση πληροφορία όταν έβγαινε για το ποτό του. Δεν πιστεύω ότι χρειάζονται πια κατάλογοι-βιβλιαράκια στα μπαρ, δεν θέλει κανείς να χάσει τόσο χρόνο».
Το Quinn’s ετοιμάζεται να σερβίρει bar food από έναν σπουδαίο μάγειρα, τον Περικλή Κοσκινά της γειτονικής Cookoovaya. Όπως τα ποτά του Ηλία δεν έχουν περιττά φτιασίδια, έτσι θα είναι και το φαγητό του Περικλή: ένα mac & cheese, ένα χοτ ντογκ-φόρος τιμής στην περιοχή και το σάντουιτς του Άντονι Μπουρντέν με το προβολόνε και τη μορταδέλα.
Όσο για τις μουσικές, είναι μαύρες και uptempo, αλλά δεν καλύπτουν τις κουβέντες μας. Μπορεί το τελευταίο μισάωρο τις Τετάρτες να ακούσετε και λίγα ελληνικά soundtracks, αλλά μέχρι εκεί, ο Ηλίας δεν θέλει δεν ξεφεύγει μουσικά από αυτά που απολαμβάνει ο ίδιος και πιστεύει πως ταιριάζουν σε ένα μπαρ – ούτε ηλεκτρονικούς ήχους θα αγγίξει ποτέ. Και όλη αυτή του η φροντίδα να φροντίσει το καθετί –δείτε τις τουαλέτες του μπαρ του και θα καταλάβετε– μου δείχνουν ότι το Quinn’s δεν θα είναι «μια φάση» αλλά ότι ήρθε για να μείνει, και θα είναι συνεπές απέναντι τους θαμώνες του.
Μαιάνδρου 7, Ιλίσια