«Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω, έχω αναμνήσεις εδώ μέσα, από το τελευταίο σκαλοπάτι της νύχτας», θα πει μια γυναίκα γελώντας στη Φρόσω, ενώ πίνουμε μπίρες σε μια στοά που είναι πράγματι συνδεδεμένη στο μυαλό κάποιων Αθηναίων με τις μεγάλες ώρες, εκείνες που ψάχνουν πού θα πιουν ένα «τελευταίο ποτάκι, μωρέ» και τελικά τους βρίσκει η μέρα να τρώνε κουλούρι του Ψυρρή και να τους τυφλώνει ο ήλιος.
Εγκαταστάσεις εκθέσεων σε μπαρ έχουμε ξαναδεί. Έναν χώρο τέχνης όμως που να λειτουργεί με την περιοδικότητα και τον χαρακτήρα που του έχει δώσει η Φρόσω Πίνη τον τελευταίο έναν χρόνο στο Antisocial εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω. «Στην αρχή ήθελα να το διαχωρίσω από την Cantina Social. Παρ' όλα αυτά, γρήγορα κατάλαβα πως αυτό δεν είναι εφικτό, η Cantina Social έχει τον τρόπο της να σαγηνεύει, οπότε άφησα τον χώρο να διαμορφωθεί ελεύθερα και να εξελιχθώ κι εγώ μαζί του. Πια, παρατηρώ ότι το ένα μέρος παίρνει ταυτότητα από το άλλο, ότι με έναν τρόπο αλληλοσυμπληρώνονται. Σίγουρα αυτό που σκέφτηκα από την πρώτη στιγμή ήταν “ξέρεις τι; Κι εγώ θα φέρω κόσμο εδώ, που θα έρθει να δει την έκθεση και by the way θα πιει το ποτό του”», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι ευχάριστο όταν συμβαίνει το αντίστροφο.
«Ακόμα κι αν η τέχνη έχει hype, όλο αυτό βγαίνει σε καλό. Δηλαδή, να σου πω κάτι; Θεωρώ καλύτερο, από το να πας απλά για ένα φαγητό και ένα ποτό στα Εξάρχεια μόνο, να δεις και λίγη τέχνη πριν».
Η Φρόσω σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες, αλλά δεν την ενδιέφεραν. Επέλεξε τη σχολή γιατί ήθελε να γίνει δικηγόρος, αλλά κάποια στιγμή, εντελώς τυχαία, βρέθηκε να εργάζεται στον χώρο της επικοινωνίας και των δημοσίων σχέσεων, για να καταλήξει τελικά σε αυτό που νιώθει ότι την ακολουθούσε σε όλη της τη ζωή. «Από παιδί θυμάμαι το σπίτι μας να γεμίζει με μουσική λόγω της αγάπης που είχε η μαμά μου γι’ αυτήν, συγκεκριμένα για την όπερα και το βιολί. Aλλά εκείνο που με βοήθησε κυρίως είναι ότι μεγάλωσα με ερεθίσματα, χωρίς καταπίεση, χωρίς τα “πρέπει” της τέχνης, είχα την ελευθερία να αφουγκραστώ και να επιλέξω ό,τι θέλω. Παρότι, λοιπόν, η μουσική ήταν και είναι για μένα η ύψιστη μορφή τέχνης, μου έχει τύχει να βάλω τα κλάματα στήνοντας μια έκθεση στην γκαλερί που εργαζόμουν πριν από την ομορφιά που έβλεπα μπροστά μου».

Είναι ένα κορίτσι μέσα στα πράγματα, που ξέρει τα see and be seen στέκια της εναλλακτικής Αθήνας και στην Cantina Social σύχναζε πολύ πριν αρχίσει να τρέχει εκθέσεις εκεί. «Η ιδέα αυτή ήρθε από το πουθενά, ένα βράδυ που έπαιζε μουσική στην Cantina Social μια φίλη μου, η Μαρία. Καθόμουν, λοιπόν, μπροστά της και, όπως έπινα το ποτό μου, γύρισα και είδα ένα δωμάτιο στημένο σαν καφενείο. Ρώτησα τον Χρήστο (σ.σ. τον ιδιοκτήτη της Cantina Social) τι είναι και αμέσως του ζήτησα να αναλάβω τον χώρο έτσι όπως ήταν, δεν ήθελα να του αλλάξω τα φώτα, αλλά να τον αφήσω να συνεχίσει τη ζωή του. Ξαφνικά, μέσα σε αυτόν τον μικρό χώρο, που δύσκολα θα παρατηρούσε κάποιος, εγώ είδα ότι θα μπορούσαν να γίνουν μεγάλα πράγματα».
Κάπως έτσι η Φρόσω κατάφερε να φέρει κάτι νέο και φρέσκο σε ένα αφτεράδικο που μπορείς να το πεις πια και θρυλικό – όλοι έχουν μια ιστορία να αφηγηθούν από εκεί. Τόσοι έχουν ξημερώσει στην Cantina Social, κάποιοι έχουμε βρεθεί εκεί έχοντας καταναλώσει σκορδάτους μεζέδες πριν σε μια ταβέρνα και, άθελά μας, έχουμε καταφέρει να σπάσουμε τον συγχρωτισμό του dancefloor. Λίγοι όμως έχουν δει τι συμβαίνει νωρίς στη στοά της Λεωκορίου. «Το ωραίο με αυτό το μέρος είναι πως οι “νυχτερίδες” θαμώνες του δεν έχουν ιδέα πώς μεταμορφώνεται τα πρωινά. Κι εγώ το έμαθα απ’ όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με το Antisocial, μια και έπρεπε να βρίσκομαι στον χώρο πρωινές ώρες. Υπάρχει μια παρέα από κυρίους που πίνουν καφέ, κάποιοι άλλοι διαβάζουν την εφημερίδα τους μόνοι, άλλοι πίνουν μια μπίρα μετά τη δουλειά, ενώ ένα σκεϊτάς κανονίζει όλα του τα ραντεβού με κορίτσια εδώ και εμφανίζεται από νωρίς».
Η στοά μέσα στην οποία φιλοξενείται το Antisocial, η Cantina Social, το εργαστήριο ενός ξυλουργού και ενός σιδερά, τα βινύλια του Ματσούκα με τα ανορθόδοξα ωράρια και μια παρέα από γάτες που λιάζονται σε μια σκεπή από ελενίτ είναι μία από τις λίγες πια στην Αθήνα που δεν έχουν γίνει μέρος κάποιου υπερφιλόδοξου πρότζεκτ, κάποιας τράπεζας ή λειτουργούν ως προθάλαμος ενός ξενοδοχείου. Έχει ακόμα έναν ντόπιο αέρα αυτό το μέρος.

«Πέρα από τους επισκέπτες και θεατές κάθε έκθεσης, το πιο σημαντικό πλεονέκτημα του χώρου είναι η τοποθεσία του. Αυτή η στοά είναι γεμάτη ανθρώπους που δημιουργούν μια ολόκληρη κοινότητα. Εκεί ο ένας βοηθάει τον άλλον με τρόπους που δεν ήξερες πως μπορεί να σε βοηθήσει ένας “άγνωστος”. Έχει τύχει πολλές φορές να χρειαστώ ένα τραπέζι και να φωνάξω από το αίθριο στους αποκάτω. Το βράδυ αλλάζει τελείως το σκηνικό. Θα δεις ανθρώπους τελείως διαφορετικούς μεταξύ τους να συνυπάρχουν, χωρίς αυτό να σε ξενίζει. Τουρίστες από τη μία, “Αθηναίζοι” από την άλλη, αλλά υπάρχει κάτι το φυσικό και το αυθόρμητο σε όλο αυτό. Ποτέ δεν ξέρεις τι ακριβώς θα συναντήσεις εκεί, και σίγουρα δεν γυρνάς εύκολα νωρίς στο σπίτι σου από την Cantina Social, ούτε κατά διάνοια».
Το Αntisocial είναι ένα μέρος που τρέχει ως γκαλερί σε θέματα παραγωγής και οργάνωσης, αλλά ταυτόχρονα είναι πολύ προσιτό σε όλους, δημιουργούς και κοινό. «Προσπαθώ να λειτουργώ τον χώρο ως γκαλερί, χωρίς να είναι γκαλερί, δίνοντας στους καλλιτέχνες την απόλυτη ελευθερία έκφρασης, κρατώντας μόνο το δικό μου αρχικό “φίλτρο”. Censorship δεν υπάρχει. Τώρα, ο στόχος μου είναι να μειώσουμε την απόσταση μεταξύ καλλιτεχνών και θεατών. Και αν μπορώ να εντοπίσω ένα κοινό στους δημιουργούς, αυτό σχετίζεται με την όρεξη και τη λαχτάρα να δουλέψουν. Όλοι τους έχουν κάτι να πουν, είναι καλλιτέχνες που έχουν φωνή, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουν ακουστεί αρκετά δυνατά».
Τον πρώτο μήνα λειτουργίας του Antisocial γίνονταν προβολές ταινιών του Κουροσάβα (επειδή είναι ο αγαπημένος του Χρήστου), «αλλά ο μόνος επισκέπτης στις πρώτες προβολές ήταν ο Ασπρούλης, ένας γάτος που μένει στην Cantina Social, και η φίλη μου η Μάρα». Από τότε, η Φρόσω έχει στήσει και ξεστήσει 15 εκθέσεις σε μόλις 14 μήνες. «Καθεμία είναι ξεχωριστή, δεν υπάρχει κάποιο μοτίβο». Ανάμεσα σε αυτές ήταν έκθεση Unseen Beauty της Hatnim Lee, της Κορεάτισσας φωτογράφου που με έδρα της τη Νέα Υόρκη ταξιδεύει το κοινό σε δυσπρόσιτες περιοχές του κόσμου μέσα από την ανθρωποκεντρική ματιά της. «Πολλοί θεωρούν ότι η φωτογραφία δεν είναι τέχνη, αλλά διαφωνώ κάθετα με αυτό, ανήκει κανονικότατα σε αυτήν».

Έπειτα, στην έκθεση Displaced: Portraits & Landscapes ο πρόσφατα βραβευμένος ντοκιμαντερίστας Λουκάς Παλαιοκρασάς επικεντρώθηκε σε πλάνα του από την καταγραφή του προσφυγικού πληθυσμού σε Ειδομένη και Λέσβο, «πιστεύω ότι τον ενδιαφέρουν τον κόσμο τέτοιου είδους κοινωνικά ζητήματα, απλώς τον ενδιαφέρουν για λίγο, την ώρα που συμβαίνουν και ακούγονται». Από την έκθεση Biocoded με τα 3D κεραμικά της Φάνιας Κολαΐτη κάποια έργα έχουν επιλεγεί για να εκτεθούν σε επερχόμενες εκθέσεις στο Μιλάνο και στο Παρίσι.
Η Φρόσω κάνει λακανική ψυχανάλυση εδώ και πολλά χρόνια, «και η κολλητή μου, που είναι ψυχαναλύτρια, τυχαίνει συχνά, είτε είμαστε νηφάλιες είτε μεθυσμένες, να μου μιλάει για πράγματα που αφορούν τη δουλειά της και κάπως με βρίσκω να υπάρχω μέσα σε αυτά». Στο Αntisocial, λοιπόν, έχουν στηθεί δύο εκθέσεις ψυχαναλυτικού περιεχομένου, η Les amours douloureuses του S. Kastro Dakdouk και η L’objet regard της Εύης Ζαμπέλη.
Στην πρώτη, ο S. Kastro Dakdouk χρησιμοποίησε την τεχνική της αγιογραφίας πάνω σε ξύλα με αυγοτέμπερα και φύλλα χρυσού, στα οποία απεικόνιζε τους δικούς του καθημερινούς αγίους. H δεύτερη έμοιαζε λες κι έμπαινες μέσα σε ένα μασίφ όνειρο φτιαγμένο από οργάντζες, με μια performance και μια ακουαρέλα να εκτίθενται. Αυτή η έκθεση έγινε σε συνεργασία με το Athens Photo Festival (APhF:24) και το Μουσείο Μπενάκη.
Ανάμεσα στις οργάντζες κρέμονταν φωτογραφικές μηχανές μίας χρήσης με τις οποίες οι επισκέπτες μπορούσαν να φωτογραφίσουν αυτό που έβλεπαν. «Το αντικείμενο βλέμμα, κατά τον Jacques Lacan, αποτελεί ένα από τα τέσσερα αντικείμενα που προκύπτουν στον άνθρωπο με την είσοδό του στο συμβολικό. Το βλέμμα λειτουργεί ως απομεινάρι απόλαυσης, αίτιο επιθυμίας, αντικείμενο επιθυμίας. Το μάτι βλέπει προς μια κατεύθυνση, αλλά αυτό που έχει σημασία για το βλέμμα είναι ότι κάποιος άλλος μας βλέπει. Είμαστε αντικείμενο του βλέμματος του Άλλου και αυτό έχει επιπτώσεις πάνω μας. Επιθυμούμε να μας βλέπουν, για ό,τι είμαστε και ό,τι προσφέρουμε», όπως διαβάζουμε στο κείμενο της Μαργαρίτας Γραμματικού.
Μέσα από ακουαρέλες, σκίτσα, επιτοίχια γλυπτά φτιαγμένα από καμένα CD, έργα βασισμένα στην τεχνική του βιτρό και μια βιντεο-προβολή για τον κύκλο της ζωής, η τελευταία έκθεση Tempo Peso των Ναταλίας Αστραία, Εύης Ζαμπέλη (βετεράνου του Antisocial), Ελεάννας Μπαλέση και Μάρθας Παναγιωτοπούλου, σε συνεπιμέλεια με τη Χριστίνα Κούτσιανου, αφορά το πώς το παρελθόν επηρεάζει το παρόν μας.

«Η δική μου ερμηνεία γι’ αυτό είναι είναι ότι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι λεκτικές συμβάσεις που χρησιμοποιούμε για να συνεννοούμαστε. Αλλά, κατά τα άλλα, το παρελθόν είναι πολύ σημαντικό για μένα, ανατρέχω συνέχεια σε αυτό και σίγουρα το συμπαθώ περισσότερο από το μέλλον. Μερικές φορές σκέφτομαι ποιος μπορεί να κάνει καλύτερη κλασική μουσική από αυτήν που έχει ήδη βγει.
Θεωρώ πώς η τέχνη πια στην Αθήνα είναι ένα thing, και οι χώροι της και τα εγκαίνιά της συγκεντρώνουν ακόμα και ένα κοινό που δεν το αφορούν τα έργα και οι καλλιτέχνες per se, ή τουλάχιστον δεν τους αφορούσαν πριν φτάσουν εκεί και δουν τη δουλειά τους από κοντά. «Στην Αθήνα υπάρχουν μεγάλοι χώροι τέχνης που κάνουν εκθέσεις αξιοθαύμαστες, αλλά εδώ και κάποιο καιρό βλέπω πως άνθρωποι που τους στηρίζουν έχουν αντίστοιχη παρουσία και στους πιο ανεξάρτητους και μικρούς και αυτό δείχνει πως είναι συνολική η αγάπη των Αθηναίων για την τέχνη.
Επίσης, πράγματι, πολύ συχνά οι χώροι αυτοί λειτουργούν μέχρι έναν βαθμό και ως σημεία συνάντησης. Όμως υπάρχουν θέματα, και έργα, που είναι εκεί για να ανοίγουν συζητήσεις, και υπάρχουμε και όλοι εμείς που έχουμε ένα κοινό συναίσθημα και το μέσο μας είναι η τέχνη. Οπότε, ακόμα κι αν η τέχνη έχει hype, όλο αυτό βγαίνει σε καλό. Δηλαδή, να σου πω κάτι; Θεωρώ καλύτερο, από το να πας απλά για ένα φαγητό και ένα ποτό στα Εξάρχεια μόνο, να δεις και λίγη τέχνη πριν».

Δεν σκοπεύει να περιοριστεί, υπάρχουν διάφορα που ετοιμάζει και θα βγουν και πιο έξω από το «δωμάτιο» της στοάς. Ένα sneak peek για το τι ακολουθεί είναι η επερχόμενη συνεργασία της με το μουσικό ντουέτο PIGS KAPUT.
Το Antisocial συνηθίζει να κάνει εγκαίνια τις Τετάρτες, μια και οι περισσότεροι τα βάζουν Πέμπτες. Οι εκθέσεις του διαρκούν από δυόμισι έως τρεις εβδομάδες, «πιστεύω ότι πρέπει να κρατάνε περισσότερο προκειμένου να γίνει απόσβεση της δουλειάς που έχουμε ρίξει για να στηθεί κάτι, για να έχει χρόνο κάποιος να επισκεφτεί την έκθεση αλλά και για να μη σπαμάρω συνέχεια με νέες ανακοινώσεις. Από την άλλη, αυτή η περιοδικότητα δινει μια ταυτότητα στον χώρο κι επίσης υπάρχουν πολλοί που θέλουν να δείξουν τη δουλειά τους εδώ κι εγώ θέλω να τους χωρέσω όλους, με πιάνει αυτό το άγχος. Μπορεί μακροπρόθεσμα να μην αποδειχθεί σωστό, αλλά αυτήν τη στιγμή κάπως δουλεύει. Και αν το Antisocial συνεχίσει με αυτούς τους ρυθμούς, η επιτυχία του είναι δεδομένη».
Τυπικά, το ωράριο του χώρου είναι από τις 6 μ.μ. μέχρι τις 10 μ.μ., από την Τετάρτη μέχρι το Σάββατο. Αλλά πολλές φορές, αργά, ακόμα και πολύ αργά το βράδυ, αν η Φρόσω είναι στο μπαρ, θα ανοίξει την έκθεση και θα γίνει ωραία φάση, «μπαίνει πολύς κόσμος, άσχετοι και σχετικοί, και ρωτάνε κιόλας να μάθουν για την εκάστοτε έκθεση. Αυτή η κατάσταση με εντυπωσιάζει κάθε φορά».
Λεωκορίου 8, 210 3251668