ADVERTORIAL

Ο Τζέιμς Μάνγκολντ και οι συνεργάτες του  δανείζονται έναν άλλο στίχο από το ίδιο τραγούδι για τίτλο, το «A Complete Unknown», κι αποφασίζουν να στήσουν έναν καμβά, να ασχοληθούν με το περιβάλλον που κινείται ο Ντίλαν, με τον ίδιο να είναι όχι ένας γρίφος, ούτε να μένει τελείως άγνωστος μετά τους τίτλους τέλους, όπως έγραψε μερίδα της κριτικής, αλλά να αναδεικνύεται σε φιγούρα που εξυπηρετεί τις ανάγκες της εποχής - ίσως και κάθε εποχής.

Η ταινία της Searchlight Pictures, που μόλις προστέθηκε στον κατάλογο του Disney+, ξεκινά με την έλευση ενός άγνωστου, 19χρονου Μπομπ Ντίλαν στη Νέα Υόρκη για να συναντήσει τον μουσικό ήρωα του, τον Γούντι Γκάθρι, στο νοσοκομείο. Μαζί με αυτόν θα γνωρίσει και τον Πιτ Σίγκερ, ο οποίος θα τον συστήσει στη folk μουσική σκηνή της Νέας Υόρκης. Οι επιτυχημένες εμφανίσεις του στα underground στέκια του Μεγάλου Μήλου θα οδηγήσουν στην πρώτη του δισκογραφική δουλειά, μόνο που όλοι βλέπουν στο πρόσωπο του Ντίλαν έναν καλλιτέχνη κατάλληλο για την ηχογράφηση διασκευών παλιότερων folk επιτυχιών – μόλις δυο δικά του τραγούδια περιείχε το ομώνυμο ντεμπούτο του.

Η ανάγκη του να ακουστεί η δική του «φωνή» και η έξοδος του δεύτερου άλμπουμ του, του «Freewheelin’ Bob Dylan», θα συμπέσει με την άνοδο του κινήματος διεκδίκησης των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων και την ιστορική διαδήλωση στην Ουάσινγκτον στις 28 Αυγούστου του 1963, όταν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν μπροστά στο μνημείο του Λίνκολν, διεκδικώντας την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων. Το «Blowin’ in the Wind» γίνεται ύμνος των διαδηλωτών και των ακτιβιστών και ο Ντίλαν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα μετατρέπεται σε φωνή μιας γενιάς. 

Aυτό το status του θα θεμελιωθεί με τον αμέσως επόμενο δίσκο του, το «The Times they are a Changin’». Το κίνημα αμφισβήτησης των νέων θα αγκαλιάσει το ομώνυμο άσμα, αποκτώντας ακόμα έναν ύμνο. Ο Ντίλαν είναι, πια,  μια μυθική φιγούρα στα μάτια της οργισμένης νεολαίας, των αδυνάτων, του πλήθους που ζητά την ισονομία, αν και ο ίδιος, όπως δήλωνε η συνεργάτιδα του Τζόαν Μπάεζ, «δεν πατούσε το πόδι του στις διαδηλώσεις». Όσο κι αν ο αρνιόταν πεισματικά την ετικέτα της «φωνής μιας γενιάς», ήταν εμφανώς ανήσυχος για τον κόσμο γύρω του, τον απασχολουσε η συντηρητικοποίηση που έφερνε η έξαρση του ψυχροπολεμικού κλίματος – κι όπως χαρακτηριστικά δηλώνει η θρυλική τραγουδοποιός και δεν έχουμε κανέναν λόγο για να την αμφισβητήσουμε, «δεν θα μπορούσε να έχει γράψει αυτά τα τραγούδια, αν δεν τον ενδιέφερε η πολιτική», ό,τι κι αν λέει ο ίδιος. Τα τραγούδια του ήταν ο τρόπος για να αντιδράσει, να επαναστατήσει, να «διαδηλώσει». Ας μην ξεχνάμε δε, ότι και ο ήρωάς του, ο Γούντι Γκάθρι, έβλεπε τη μουσική ως μέσο επανάστασης, ως αντικαθεστωτική δράση.

Φυσικά, ένα φύσει και θέσει επαναστατικό πνεύμα, κάποια στιγμή δεν μπορεί παρά να επαναστατήσει ακόμα και απέναντι στους ήρωές του ή και στον ίδιο του τον εαυτό. Ο Ντίλαν δεν έχασε χρόνο. Έτσι, ο Ντίλαν θα στραφεί στον ηλεκτρικό ήχο στην επόμενη δισκογραφική δουλειά του, τον «ήχο του μέλλοντος», ερχόμενος σε ρήξη με τους παραδοσιακούς εκπροσώπους της folk μουσικής σκηνής, αλλά και με μεγάλη μερίδα του κοινού του, που (υποτίθεται πως) τον αγκάλιασε για το επαναστατικό του πνεύμα, αλλά αρνήθηκε να συμμεριστεί τη μουσική του επανάσταση και διαμαρτυρόταν στις συναυλίες της περιοδείας που ακολούθησε - υποδειγματική η ανάπλαση της επεισοδιακής συναυλίας στο Νιούπορτ στην ταινία, σε έναν δίκαιο κόσμο θα είχε πάρει το φετινό Όσκαρ Ήχου για αυτή τη σεκάνς και μόνο. Να σημειωθεί ότι για δραματουργικούς λόγους, θα ακούσουμε τους παριστάμενους να τον φωνάζουν «Ιούδα» στη συγκεκριμένη σκηνή, ένα περιστατικό που συνέβη μεταγενέστερα, σε συναυλία στο Λίβερπουλ – το αναφέρουμε για να δείξουμε ότι η αγανάκτηση του κοινού του δεν περιοριζόταν εντός αμερικανικών συνόρων.

Το «Complete Unknown», λοιπόν, ένα έργο ενδιάθετα «ντιλανικό», πραγματεύεται την αλλαγή, τη χρεία και το κόστος της, μέσα από το πρόσωπο του Μπομπ Ντίλαν, ενός καλλιτέχνη οβιδιακών μεταμορφώσεων, που ήταν ο πλέον κατάλληλος για να την ενσαρκώσει. Αφού η εποχή αλλάζει και η ανάγκη για αντίσταση παραμένει αναλλοίωτη, απαιτεί νέους ήρωες κι άλλους τρόπους. Κι αυτό γίνεται σαφές στη συγκινητική σκηνή ανάμεσα στον κεντρικό χαρακτήρα και στον ήρωά του, τον Γούντι Γκάθρι, στο τέλος της ταινίας. Ο Γκάθρι τον προτρέπει να κρατήσει τη φυσαρμόνικα του, γιατί αναγνωρίζει την ανάγκη του κόσμου να προχωρήσει, έστω κι αν αυτό θα σημάνει το τέλος του δικού του (μουσικού και μη) κόσμου.

Όλα τα παραπάνω είναι δοσμένα όχι με τη φόρμα μιας διανοητικής κατασκευής, αλλά με εκείνη της άριστα εκτελεσμένης συνταγής της μουσικής βιογραφίας από έναν αθεράπευτα σινεφίλ και ικανότατο επαγγελματία του Χόλιγουντ, τον Τζέιμς Μάνγκολντ (Walk the Line, το οποίο είναι επίσης διαθέσιμο στο Disney+, Logan, Ford v Ferrari). O Mάνγκολντ θα προσέξει κάθε λεπτομέρεια, θα αφηγηθεί παρατακτικά, θα εννοήσει τις ερμηνείες των τραγουδιών ως set-pieces, αντίστοιχα με τις σκηνές δράσης στις περιπέτειες ας πούμε, και θα τις κινηματογραφήσει αναλόγως . Και, βέβαια αποδεικνύεται για ακόμα μια φορά άριστος στη διεύθυνση των ηθοποιών, αποσπώντας μια έκτακτη ερμηνεία συνόλου από το καστ του. Κορυφαίος του χορού ο Τίμοθι Σαλαμέ, που υπερβαίνει τον σκόπελο της μίμησης στον οποίο έπεσαν τόσοι και τόσοι πρωταγωνιστές αντίστοιχων βιογραφιών, ενώ παράλληλα, ως στιλιστικό σύμβολο, φέρνει ένα πρόσθετο εξωκινηματογραφικό βάρος στην ερμηνεία του και στον χαρακτήρα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Ντίλαν υπήρξε ΚΑΙ στιλιστικό σύμβολο. Τα χαρακτηριστικά γυαλιά ηλίου Ray-Βan Wayfarer, για παράδειγμα, έγιναν δημοφιλή επειδή τα φορούσε εκείνος, σε μια περίοδο που το πλαστικό δεν ήταν το πιο διαδεδομένο υλικό και δεν το προτιμούσαν οι απανταχού στιλίστες. 

 

H ταινία «A Complete Unknown» έρχεται για να προστεθεί στον πλούσιο κινηματογραφικό κατάλογο της Searchlight Pictures που μπορεί να βρει κανείς αποκλειστικά στο Disney+, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το οσκαρικό «Αληθινός Πόνος» (A Real Pain), που διατείνεται πως καθένας μας είναι τουρίστας στον πόνο του άλλου, το αριστούργημα του Μάρτιν ΜακΝτόνα «Τα Πνεύματα του Ινισέριν» (The Banshees of Inisherin), που θρηνεί την αναπόδραστη ροπή μας προς τον διχασμό, το δηκτικό «Το Μενού» (The Menu), όπου οι θεατές καταναλώνουν τον δυτικό πολιτισμό μαζί με τους πελάτες του σαδιστή σεφ Ρέιφ Φάινς, το πολυσυζητημένο «Poor Things» του δικού μας Γιώργου Λάνθιμου, το πολύ ευχάριστο και υποτιμημένο whodunit «Κοίτα τους πως Τρέχουν» (See How They Run), που θυμίζει κάτι από Γουές Άντερσον, καθώς και ταινίες του ίδιου του Γουές Άντερσον, όπως η εκλεκτή καλλιγραφία του «Ξενοδοχείο Grand Budapest» (Grand Budapest Hotel) και το stop-motion animation «Το Νησί των Σκύλων» (Isle of Dogs).

Το Disney+ είναι διαθέσιμο από 9,99 € τον μήνα, χωρίς κρυφές χρεώσεις και την επιλογή ακύρωσης οποιαδήποτε στιγμή. Το Disney+ διαθέτει περιεχόμενο για όλους, προσθέτοντας καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους νέες σειρές, ταινίες blockbuster, αποκλειστικό πρωτότυπο περιεχόμενο, Disney, Pixar, Marvel, Star Wars, National Geographic και περιεχόμενο γενικής ψυχαγωγίας.

Για όλα τα παραπάνω και για ακόμα περισσότερα, επισκεφθείτε το www.disneyplus.com.