
19.9.2025 | 06:17
Μία φευγαλέα στιγμή
Κάποτε είχα βγει ραντεβού με κάποια κοπέλα. Ήμουν 2 μήνες χωρισμένος από σχέση 1μιση έτους και ήταν ακόμα φρέσκια η πληγή μέσα μου και της το είχα πει, βρισκόταν και η ίδια σε παρόμοια κατάσταση και συμφωνήσαμε να βγούμε το πρώτο μας μη-ραντεβού. Τα "μη-ραντεβού" είναι ουσιαστικά ραντεβού για να γνωριστείς με τον άλλον, στα οποία έχετε ξεκαθαρίσει είτε πως σε αυτή την φάση θέλετε να γνωριστείτε και μετά να το πάτε σιγά-σιγά προς το ερωτικό -κάτι σαν "αναγνώριση εδάφους"- είτε ραντεβού στα οποία έχει ξεκαθαριστεί και από τις 2 μεριές πως δεν πρόκειται για κάτι δεσμευτικό, βγαίνετε και αναλόγως τα vibes μπορεί να καταλήξει οπουδήποτε αν όμως ο ένας από τους δύο (και για τον οποιονδήποτε λόγο) επιθυμήσει να φύγει, μπορεί να το κάνει χωρίς κάποια αφορμή ή δικαιολογία, επίσης το ίδιο ισχύει και για το "μετά" , μπορεί δηλαδή να φύγει έτσι απλά και να κόψει κάθε επαφή μαζί σου. Είναι δηλαδή κάτι σαν "no strings attached" αλλά συγκεκριμένα για ραντεβού, δεν υπάρχει κανένα χρονοδιάγραμμα αλλά πλήρης αυθορμητισμός, το οποίο για άτομα πληγωμένα (ή εξαιρετικά επιλεκτικά) είναι το ιδανικότερο. Με αυτή την κοπέλα είχαμε απίστευτη χημεία και ροή στην συζήτηση, να φανταστείτε ότι γνωριστήκαμε μία Πέμπτη το απόγευμα, μιλούσαμε συνεχόμενα μέχρι τα ξημερώματα Παρασκευής (για όλα τα θέματα, δεν σταματήσαμε να μιλάμε παρά μόνο για μισή ώρα που βάλαμε τα κινητά μας να φορτίσουν λίγο) και βγήκαμε απόγευμα Παρασκευής (ακριβώς στις 24 ώρες γνωριμίας) , κάτι που ούτε εγώ αλλά ούτε αυτή κάναμε ποτέ (συνήθως ένα μίνιμουμ 3-4 ημερών μεσολαβούσε πριν βγω με κάποια αλλά τέτοιο ήταν το κλίμα μαζί της που μας απορρόφησε η μαγεία όλου αυτού). Είχε αυτοκίνητο, είχα και εγώ (τώρα πλέον δεν έχω) και συναντηθήκαμε κάπου στο κέντρο στην πόλη μας, Θεσσαλονίκη. Εγώ μένω σε μία κωμόπολη μισή ώρα απόσταση από εκεί που βρεθήκαμε, και της πρότεινα να πάμε βόλτα εδώ που έχει ησυχία και τα απαλά φώτα του δρόμου σε αντίθεση με τα αστέρια είναι ωραία το βράδυ, γενικά έχει μία ρομαντική ατμόσφαιρα (άθελά του βέβαια) το μέρος. Συμφώνησε και ήρθαμε εδώ με το δικό μου αυτοκίνητο, το δικό της το άφησε εκεί που συναντηθήκαμε. Κάναμε μία ωραία βόλτα, συνεχίσαμε να συζητάμε ξανά για τα πάντα (το οποίο προς έκπληξη και των 2 μας, ήταν ίδιας και μεγαλύτερης ίσως έντασης του διαδικτυακού, θα περίμενε κανείς πως μετά από τόσες ώρες συζήτησης, δε θα είχαμε τι να πούμε, αλλά κάθε άλλο) και καθόμασταν σε ένα παγκάκι και απλά κοιτούσαμε τον ουρανό και τα αστέρια. Μιλούσαμε για τις πρώην σχέσεις μας χωρίς ίχνος ζήλιας ή οτιδήποτε νοσταλγικό, όπως μιλάει ένας ερευνητής για ιστορικά γεγονότα που ναι μεν άλλαξαν την πορεία της ανθρωπότητας όμως μπορεί να τα δει καθαρά χωρίς να του επηρεάζουν την διαφάνεια του λόγου του. Ήταν η πρώτη φορά που μίλησα τόσο εκτενώς με κάποια κοπέλα για την πρώην μου, και η πρώτη φορά που μίλησε και αυτήν για τον πρώην της, επειδή όταν τα συζητάς με φίλους-ες σου, είναι διαφορετικό από το να τα συζητάς με κάποιον "ξένο" (επειδή ουσιαστικά δεν είχαμε ακόμα κάτι, παρ' όλο που είχαμε πει τόσα πολλά). Νιώσαμε ανακούφιση με όλο αυτό και κάπως σαν να ξάπλωσε-έγειρε δίπλα μου, δεν κατάλαβα ακριβώς σε τι φάση βρισκόταν, πάντως ένιωθα ότι ήθελε να την φιλήσω. Είχε μισόκλειστα τα μάτια της όσο με κοιτούσε και μισάνοιχτα τα χείλη της και ενώ ήθελα να την φιλήσω, για κάποιο λόγο δεν το έκανα, δεν ξέρω τι με κράτησε πίσω. Ήταν απλά μερικές στιγμές (ούτε 10 δευτερόλεπτα) που με έκαναν να νιώθω πως καίγομαι μέσα μου και όμως παρέμεινα ακίνητος. Μετά, όταν πέρασαν βιαστικά αυτές οι στιγμές μπροστά μας, εκείνη κάθισε ίσια (όπως καθόταν πριν γείρει) και μείναμε για αρκετά λεπτά να κοιτάμε αμίλητοι τον ουρανό μπροστά μας, αν και είμαι σίγουρος πως χρησιμοποιούσαμε την πανέμορφη θέα του έναστρου ουρανού ως μία αφορμή για να έχουμε κάτι να κοιτάμε. Στη πραγματικότητα, κοιτούσαμε τους εαυτούς μας από απόσταση, σαν να μας έπαιρνε μία κάμερα, σαν να νιώθαμε δεύτεροι ηθοποιοί σε ένα έργο και όχι πρωταγωνιστές. Σαν να είχε πέσει για πολύ λίγο ένας προβολέας πάνω μας και τότε που υπήρχε το τέλειο timing, η ευκαιρία για να αναδείξουμε την τέχνη μας, εμείς την αφήσαμε να περάσει, και μετά που ο προβολέας έφυγε και σκοτείνιασε πάνω μας, αναρωτιόμασταν το "γιατί". Όπως και να έχει, η συνέχεια ήταν το ακριβώς αντίθετο ενός τόσο αυθόρμητου και αντισυμβατικού μη-ραντεβού: μία κλισέ δικαιολογία για να τελειώσει. Ενώ δεν υπήρχε καν λόγος για αυτό εφόσον το είχαμε ξεκαθαρίσει, όμως παρ' όλ' αυτά, κρατήσαμε τα προσχήματα και κάποια είπε πως έβγαλε ψύχρα (ενώ τόση ώρα δεν κρύωνε αφού και φορούσε ζακέτα και ήταν μία καλοκαιρινή βραδιά με το γλυκό της ανεπαίσθητο αεράκι) ενώ κάποιος, για να μην φανεί αγενής και πως δεν σέβεται την επιθυμία του άλλου για διακοπή αυτής της αμήχανης στιγμής, συμπλήρωσε πως πέρασε η ώρα. Στη διαδρομή με το αυτοκίνητο άνοιξα το ραδιόφωνο να παίζει σιγά, απλά να μην ακούγεται η σιωπή, με πονούσε αυτό και ας δεν ήταν η ίδια σιωπή με εκείνη του αποχαιρετισμού της πρώην την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε αλλά ένα άλλο είδος σιωπής, πιο μακάβριας ίσως, μία σιωπής παρόμοια με το "ενός λεπτού σιγή" , μίας πιθανότητας που ποτέ δεν θα εξερευνηθεί, ενός μέλλοντος που για λίγο ήταν πιθανό και μπορούσες να το αγγίξεις σχεδόν, να το γευτείς, να το μυρίσεις, και την αμέσως επόμενη στιγμή κατέκτησε μία θέση στα άπειρα "παράλληλα σύμπαντα" των "what if" , που θα μείνουν για πάντα στον κόσμο της φαντασίας. Ευτυχώς εκείνη την ώρα δεν είχε πολύ κίνηση στον δρόμο και κάναμε την διαδρομή στον μισό χρόνο δίνοντας έτσι μικρότερη διάρκεια στην ηχώ της εκκωφαντικής σιωπής που αντανακλούσε στα τζάμια του αυτοκινήτου. Όταν βγήκαμε από το αμάξι, είπαμε τα πιο κλισέ λόγια που μπορούν να ειπωθούν ποτέ μετά από μία τόσο σύντομη ιστορία (σκέτο ιστορία, ούτε "αγάπης" , ούτε "έρωτα" , απλά κάτι που έχεις να διηγείσαι χωρίς να μπορείς να καταλήξεις σε κάποιο συμπέρασμα ή να βάλεις τις σκέψεις σου σε μία τάξη, σαν να μην έχει αρχή και τέλος παρά μόνο διάσπαρτα κεφάλαια κάπου στην μέση). "Ωραία ήταν." - "Πέρασα όμορφα" - "Το ίδιο κεγώ" - "Πότε θα σε ξαναδώ;" - Δεν ξέρω, θα δω το πρόγραμμα μου με την δουλειά και θα σου στείλω μήνυμα" 'Α, δεν είσαι σίγουρη; Οκ, θα τα πούμε λοιπόν. Όποτε θέλεις στείλε μου" - "Ναι, θα σου στείλω. Τα λέμε, καλό βράδυ" - "Επίσης". Και μία πεταχτή αγκαλιά, έτσι για τα τυπικά, για να μπει η τελεία στο κεφάλαιο που δεν πρόλαβε καν να σχηματιστεί και είναι σαν να σταμάτησε ο συγγραφέας να γράφει την ιστορία κάπου στη μέση, σαν να τελείωσε το στυλό του. Τόσο πεταχτή αγκαλιά που νομίζω δεν αγγίξαμε καν ο ένας τον άλλον, πιο πολύ ήταν σαν να τρίφτηκαν τα άτομα της ύλης μας χωρίς να γίνει αντιληπτό κάτι στις αισθήσεις. Μπήκε στο αυτοκίνητό της, ξεκίνησε και έφυγε. Μπήκα κεγώ στο δικό μου, ξεκίνησα και έφυγα. Αυτές οι στιγμές που πέρασαν εκείνη την ημέρα θα είναι για πάντα το σημείο κάποιας αφετηρίας ή κάποιου τέλους, δεν ξέρω ακριβώς τι ρόλο έπαιξαν στο γίγνεσθαι του μικρόκοσμού μου, πάντως αν υπήρχε κάποια μηχανή του χρόνου θα ήθελα να πάω εκείνη την ημέρα, εκείνη την ώρα και λεπτό, σε εκείνο το παγκάκι. Και απλά να ξαναζήσω την στιγμή, στην αιωνιότητα που περικλείει μέσα της. Δεν ξαναμιλήσαμε, ούτε από το τηλέφωνο, ούτε διαδικτυακά. Ήρθε ξαφνικά σαν τροπική καταιγίδα, τα ξεσήκωσε όλα για λίγο, και μετά επανήλθε η γαλήνη, μία σύντομη έκπληξη σε μία μακριά πλήξη. Πέρασαν μήνες από τότε, σε μερικές μέρες κλείνουμε ένα χρόνο από το μη-ραντεβού μας και όμως, αυτό το μη-ραντεβού ήταν πιο αξέχαστο από όλα τα κανονικά ραντεβού που έχω βγει.
0