Ο Γιούχα μόλις έχει επιστρέψει από μια βαρκάδα με τη μικρή του κόρη. Το βλέμμα του ακουμπάει με τρυφερότητα και επιθυμία στη σύζυγό του, που τους περιμένει χαμογελαστή. Το ειδυλλιακό θερινό ενσταντανέ, από εκείνα που φτιάχνουν τις τέλειες ημέρες της ζωής μας, θρυμματίζεται τραγικά: η μικρή φωνάζει έντρομη, η γυναίκα του πνίγεται κι εκείνος πέφτει στο νερό για να τη βρει, να τη σώσει. Σε μια απέλπιδα, φαντασιακή γέφυρα ανάμεσα στις αισθήσεις και στο επέκεινα τη φτάνει στα μπλεγμένα δίχτυα και τη χαϊδεύει, σαν να διστάζουν να αποφασίσουν αν θα συνεχίσουν στη ζωή ή στον θάνατο. Ένας ψαράς τον τραβά και τον περισώζει.

 

Για τον 40άρη αξιοσέβαστο καρδιοχειρουργό ένας σιωπηλός γολγοθάς ξεκινά. Μετά την εξαιρετικά λιτά εκτελεσμένη σεκάνς της απώλειας, τον ξαναβρίσκουμε σε κατάσταση λειτουργικού καταθλιπτικού. Όταν η έφηβη πλέον κόρη του τον παρακαλά να τη συνοδεύσει σε ένα tattoo parlour και, βγαίνοντας, πέφτει τυχαία πάνω σε έναν «ναό» σαδομαζοχισμού, διστάζει και απλώς παρατηρεί, από ασχετοσύνη και χάζι. Η αφέντρα νομίζει πως έχει έρθει ως πελάτης, τον ξαπλώνει στο πάτωμα, τον διατάζει σαν να είναι σκύλος, αφού τον μαλώνει γιατί δεν γδύνεται, και τον υποβάλλει σε ελεγχόμενη ασφυξία. Σοκαρισμένος, έκπληκτος ίσως που δέχεται τις εντολές, υπακούει και κάθεται δεμένος, ντροπιασμένος, ένας ευυπόληπτος χήρος σε κατάρρευση, και περιέρχεται σε περιδίνηση που ενεργοποιεί τη χειρότερη στιγμή, το μακρύ δευτερόλεπτο που έσβηνε μέσα στο νερό, βλέποντας την αγάπη του να απομακρύνεται για πάντα.

 

Η ερωτική απόλαυση που νιώθει πυροδοτεί τη δύσκολη, σκοτεινά κωμική, ειλικρινή και πολύ γλαφυρά δοσμένη επαναφορά από το βαρύ, βαθύ πένθος. Ο σεξουαλικός στραγγαλισμός που καταφέρνει η καλλιτέχνις dominatrix Μόνα δίνει επιτέλους στον Γιούχα όχι μόνο μια ένοχη ηδονή, που ούτε ο αυνανισμός με το άρωμα της νεκρής γυναίκας ούτε, φυσικά, το στημένο ραντεβού με τη βαρετά ευχάριστη δασκάλα της κόρης του μπορούν να αγγίξουν στο ελάχιστο, αλλά και μια ασυνήθιστη, εθιστική έξαψη. Μπροστά στο Τα σκυλιά δεν φοράνε παντελόνια οι 50 Αποχρώσεις του Γκρι μοιάζουν με προθέρμανση για καλογερική ‒ και σίγουρα ένα πιο πρόστυχο concept, γιατί ντιλάρει την απόλαυση έξω από τις νόρμες, ως διατροφή που οφείλει να εξαλειφθεί για να γίνει ο γάμος.

 

Η ταινία του Φινλανδού Τζ. Βάλκεπο μιλά για τη λύτρωση με ψυχοσωματικούς όρους, που συνθέτει με έξοχη κινηματογραφική αίσθηση και λεπτομέρεια στη μελέτη των χαρακτήρων: το σασπένς για το είδος της σχέσης που έχουν ή είναι ικανοί να αποκτήσουν η Μόνα με τον Γιούχα παραμένει μέχρι το τελευταίο καρέ. Ο Βάλκεπο δεν βρίσκει ακριβώς ποίηση στον πόνο (αν και αρκετά ταμπλό δονούνται και ρέουν στη σωστή τονικότητα), αλλά τιθασεύει την επικινδυνότητα ενός θέματος γύρω από φετίχ και ακραίες συμπεριφορές. Οι ηθοποιοί του το κατανοούν απόλυτα.