Η ΑΛΒΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ στην Ελλάδα μετρά ήδη πάνω από τριάντα χρόνια, επηρεάζοντας ριζικά τόσο τους ίδιους ανθρώπους που μετανάστευσαν στην Ελλάδα, όσο και την ελληνική κοινωνία. Το ζήτημα της ταυτότητας των παιδιών αλβανικής καταγωγής υπήρξε εξαρχής ένα από τα σημεία ενδιαφέροντος της ελληνικής κοινωνίας. Ερωτήσεις όπως τι αισθανόμαστε ότι είμαστε, με ποιον θα πολεμάγαμε αν γινόταν πόλεμος ή με ποια ομάδα θα ήμασταν σε αγώνα ποδοσφαίρου, απευθύνονταν σε εμάς από τόσο μικρή ηλικία που δεν μπορούσαμε καν να κατανοήσουμε τι ακριβώς μας ρώταγαν και γιατί. Πάντα αυτές οι ερωτήσεις έμοιαζαν επικίνδυνες, ερωτήσεις παγίδα που είχαν ως στόχο να μας ανακρίνουν και να μας πειθαρχήσουν σε απλές, τακτοποιημένες, σωστές και λάθος απαντήσεις. Είτε Έλληνας-ίδα, είτε Αλβανός-ή. Είτε με την Ελλάδα είτε με την Αλβανία. Πάντα οι δύο αυτές χώρες, ανάμεσα στις οποίες μετεωριζόμασταν φάνταζαν ασυμβίβαστες, αμοιβαία αλληλοαποκλειόμενες, αφήνοντας μας πολλές φορές σε ένα συναισθηματικό και ταυτοτικό κενό.
Αυτό που μέχρι πρότινος φάνταζε αδιανόητο στο φαντασιακό της ελληνικής κοινωνίας, σήμερα φαντάζει σχεδόν κανονικότητα, λόγω της ίδιας της ύπαρξης των παιδιών αλβανικής καταγωγής. Άτομα που έχουν γεννηθεί/ή μεγαλώσει στην Ελλάδα και αποτελούν κοινωνοί τουλάχιστον δύο πολιτισμών όχι και τόσο μακρινών (αλβανικού και ελληνικού) και επομένως αναπτύσσουν και διπλά/υβριδικά ανήκειν.
Η ιθαγένεια στη πλειοψηφία των ατόμων καθιέρωσε στάσεις και αντιλήψεις λόγω της απουσίας της και σε κάποιες περιπτώσεις επέτεινε της αίσθηση του ξένου σε παιδιά που θεωρούσαν ότι είναι κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.
Το ερευνητικό πρόγραμμα «Ένα ελληνο-αλβανικό ανήκειν εν τη γενέσει: μη ανταγωνιστική συνύπαρξη σε προοπτικές συμπερίληψης», που υλοποιείται στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, είχε ως στόχο την διερεύνηση αυτής ακριβώς της νέας αναδυόμενης ταυτότητας στα παιδιά των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα. Η ταυτότητα αυτή δεν είναι μια συμπαγής και εδραιωμένη κατηγορία (π.χ. μια ενιαία ταυτότητα Ελληνοαλβανός/Αλβανοελληνίδα). Προσεγγίζεται υπό την οπτική του φάσματος, δηλαδή ενός ευρύ πεδίου στο οποίο συνυπάρχει η αλβανικότητα και η ελληνικότητα. Αυτή η ταυτότητα-φάσμα είναι δυναμική, αλλάζει χρονικά και άτομα μεταπηδούν συχνά από την ελληνικότητα στην αλβανικότητα και το αντίστροφο. Αυτό το δυναμικό και πολυεπίπεδο ανήκειν θέλαμε να αναζητήσουμε σε αυτή την έρευνα. Πώς αυτοπροσδιορίζονται τα παιδιά αλβανικής καταγωγής και ποιοι είναι οι λόγοι που συνέβαλαν σε αυτόν τον αυτοπροσδιορισμό, σύμφωνα με τα ίδια;
Γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Η εθνική και πολιτισμική ταυτότητα για την μεγάλη πλειοψηφία θεωρείται μια δεδομένη συνθήκη, καθώς είναι αυτή που κληροδοτείται σχεδόν με φυσικό τρόπο από τους γονείς στα παιδιά. Η εξ’ αίματος νοηματοδότηση επιτελεί και την λειτουργία της αναπαραγωγής του έθνους στο διηνεκές. Όμως δεν υπάρχει τίποτα αυτονόητο στο ότι είμαστε αυτοί που είμαστε πολιτικά, εθνικά και εθνοτικά, καθώς δεν γεννιόμαστε αλλά γινόμαστε αυτό που είμαστε μέσω πολλαπλών θεσμών κοινωνικοποίησης που μας μαθαίνουν συμπεριφορές και μοτίβα σκέψης, συχνά μέσω επιβολής και βίας. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τα παιδιά μεταναστευτικής καταγωγής, αλλά και για τους «γηγενείς». Μπορεί τυπικά να γεννιέται κάποιος φέροντας την ιθαγένεια των γονέων του, όπως το ότι είναι Έλληνας-ίδα και το τι είναι αυτό είναι κάτι που μαθαίνεται και προφανώς δεν έχουν όλοι την ίδια αντίληψη για το τι σημαίνει να είσαι Έλληνας-ίδα.
«Δεύτερη γενιά»
Στην έρευνα χρησιμοποιούμε τον όρο δεύτερη γενιά με επιφυλάξεις. Ως δεύτερη γενιά ορίσαμε άτομα που έχουν μετάσχει στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας υποδοχής ή/και έχουν γεννηθεί σε αυτήν. Δεν πρόκειται για έναν αντικειμενικό και περιγραφικό όρο, παρά για μια κατηγορία που δομείται από κοινωνικές/κρατικές αντιλήψεις και τις δομεί αντίστοιχα με την σειρά της. Γιατί να θεωρούνται τα παιδιά μεταναστών-τριών, ειδικά όσα έχουν γεννηθεί εδώ ως μετανάστες-τριες δεύτερης γενιάς και όχι ως Έλληνες πολίτες πρώτης γενιάς, όπως π.χ. συνηθίζεται στις ΗΠΑ;

Στην συγκεκριμένη περίπτωση η μεταναστευτική ιδιότητα επιτείνεται από το κράτος υποδοχής. Η Ελλάδα κράτησε για πολλά χρόνια τα παιδιά αυτά εκτός ιθαγένειας και τα αντιμετώπιζε ως «άλλους» είτε περιθωριοποιώντας τα είτε αφομοιώνοντας τα. Επιπλέον, οι θεσμικές διακρίσεις και ο ρατσισμός που υφίστανται οι πρώτης γενιάς μετανάστες μεταδίδονται σε κάποιον βαθμό στα παιδιά τους σε συμβολικό και σε πρακτικό-υλικό επίπεδο, καθιστώντας τα με έναν τρόπο μετανάστες by proxy. Επομένως, οι κρατικές πολιτικές είναι αυτές που δημιουργούν μια δεύτερη γενιά μεταναστών-τριών παρατείνοντας την επισφαλή πρωτο-μεταναστευτική συνθήκη και μετατοπίζοντας την ενσωμάτωση σε βάθος χρόνου.
Ως προς την αντίληψη των ίδιων των παιδιών μεταναστευτικής καταγωγής φαίνεται ότι με τον όρο δεύτερη γενιά ταυτίζονται θετικά και νιώθουν οικεία πολλά από αυτά, ενώ κάποια άλλα είτε δεν γνώριζαν τον όρο μέχρι πρόσφατα, είτε δεν θεωρούν ότι τα χαρακτηρίζει.
Έρευνα
Στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος διεξαγάγαμε συνολικά 50 συνεντεύξεις: 30 άτομα 1.5ης γενιάς, γεννημένα στην Αλβανία και 20 άτομα 2ης γενιάς γεννημένα στην Ελλάδα. 26 από αυτά ήταν γυναίκες, 22 άντρες και 2 ρευστόφυλα/τρανς άτομα. Η μέση ηλικία των συνεντευξιαζόμενων ήταν τα 29 έτη, με τη νεότερη ηλικία να είναι τα 19 και την μεγαλύτερη να είναι 40.
«Και τα δύο»
Οι απαντήσεις που μας έδωσαν τα άτομα που συμμετείχαν στην έρευνα για το πως αυτοπροσδιορίζονται εθνικά/εθνοτικά και πολιτισμικά ήταν πολυποίκιλες και ετερογενείς. Όλα τα άτομα αναγνώριζαν την ύπαρξη μιας υβριδικής πολιτισμικής ταυτότητας και την συνύπαρξη της αλβανικότητας και της ελληνικότητας σε αυτούς, όμως αυτοπροσδιορίζονταν με διαφορετικούς τρόπους εθνοτικά/εθνικά. Για την καλύτερη ανάλυση των απαντήσεων προχωρήσαμε σε σχηματική ταξινόμηση αυτών σε τέσσερις κατηγορίες «Και τα δύο», «Αλβανικότητα», «Ελληνικότητα» και «Τίποτα από τα δύο», ανάλογα με το που έτειναν περισσότερο τα άτομα στο φάσμα ελληνοαλβανικότητας.
Από τις απαντήσεις έχουμε τα ακόλουθα αποτελέσματα:
• 20 άτομα (40%) δήλωσαν «Και τα δύο» — δηλαδή ταυτοτικά τοποθετούνται και στην ελληνικότητα και στην αλβανικότητα
• 17 άτομα (34%) τοποθετούνται κύρια ή αποκλειστικά στην «Αλβανικότητα»
• 8 άτομα (16%) τοποθετούνται κύρια ή αποκλειστικά στην «Ελληνικότητα»
• 5 άτομα (10%) τοποθετήθηκαν στο πλαίσιο της κατηγορίας «Τίποτα από τα δύο» αποστασιοποιημένα πλήρως από το εθνικό δίπολο.
Η πλειοψηφία των απαντήσεων σε όλες τις περιπτώσεις επέλεγε να αυτοπροσδιοριστεί με περιφραστικό τρόπο (π.χ. Είμαι από την Αλβανία, αισθάνομαι ότι είμαι και Ελληνίδα και Αλβανίδα) και όχι με μονολεκτικό (π.χ. είμαι Αλβανός-ίδα, Ελληνίδα-ας, Ελληνοαλβανός-Αλβανοελληνίδα). Αυτό δεν εκφράζει μόνο την δυσκολία που υπάρχει στο να μιλάμε ανοιχτά για εθνικά/πολιτισμικά ανήκειν στην περίπτωση των ατόμων μεταναστευτικής καταγωγής, αλλά και το πόσο ρευστές είναι αυτές οι ταυτότητες. Στην περίπτωση των ατόμων που αυτοπροσδιορίστηκαν «και τα δύο» μόνο τέσσερα από αυτά χρησιμοποίησαν μονολεκτικό προσδιορισμό, επιβεβαιώνοντας ότι πρόκειται για μια νέα και υπό διαμόρφωση ακόμα ταυτότητα.
Ιθαγένεια
Η πλειοψηφία των συνεντευξιαζόμενων (90%) έχουν αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, σε συντριπτική αντίθεση με τους γονείς τους. Στις 34 από τις 50 περιπτώσεις και οι δύο γονείς δεν είχαν ιθαγένεια (68%), ενώ μόνο σε 7 περιπτώσεις είχαν και οι δύο γονείς(14%). Η πλειοψηφία των συνεντευξιαζόμενων αναφέρει ότι η νομιμοποιητική διαδικασία είναι κοπιώδης, λόγω του προβληματικού συστήματος απόκτησης αδειών παραμονής, αλλά και της μεγάλης αναμονής για την απόκτηση της ιθαγένειας κυρίως στα αστικά κέντρα. Επίσης, η πλειοψηφία των συνεντευξιαζόμενων δεν θεωρούν καθοριστική για την διαμόρφωση ταυτότητας την λήψη ιθαγένειας, καθώς σε όσα άτομα αυτοπροσδιορίζονταν ως Αλβανοί-ες ή από την Αλβανία δεν τους άλλαξε την αίσθηση του ανήκειν, παρά μόνο τους έκανε Έλληνες-ίδες πολίτες. Εδώ βλέπουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα αποδέσμευση της πολιτειότητας από την εθνική ταυτότητα. Στα άτομα που τοποθετούνταν από πριν στο «Και τα δύο» ή πιο κοντά στην ελληνικότητα, ή απόκτηση ιθαγένειας ήταν η επίσημη αναγνώρισή τους ως Έλληνες πολίτες και τους έκανε να υιοθετήσουν πιο άνετα μια ελληνική ταυτότητα.

Το καθεστώς ιθαγένειας υπήρξε σημαντικό, όχι λόγω της απόδοσης ιθαγένειας, αλλά, λόγω της απουσίας για δεκαετίες, διαδικασίας απόδοσης ιθαγένειας στα παιδιά δεύτερης γενιάς σε συνδυασμό με ένα καθεστώς αδειών παραμονής μικρής ισχύος και μιας ατέρμονης γραφειοκρατίας και καθυστέρησης. Η ιθαγένεια στη πλειοψηφία των ατόμων καθιέρωσε στάσεις και αντιλήψεις λόγω της απουσίας της και σε κάποιες περιπτώσεις επέτεινε της αίσθηση του ξένου σε παιδιά που θεωρούσαν ότι είναι κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.
ΛΟΑΤΚΙ+
Ενδιαφέρον είχαν και οι συνεντεύξεις με ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα δεύτερης γενιάς. Στην έρευνά μας είχαμε 4 ανοιχτά ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, δύο σις λεσβίες/πανσέξουαλ γυναίκες, ένα ρευστόφυλο τρανς άτομο και ένα που εξερευνά ακόμα την ταυτότητα φύλου του. Οι δύο λεσβίες/πανσέξουαλ γυναίκες απάντησαν ότι η σεξουαλικότητά τους δεν επηρέασε καθόλου την διαμόρφωση της ταυτότητάς τους. Η μια αυτοπροσδιορίζονταν ως “και τα δύο”, ενώ η άλλη πιο κοντά στην “ελληνικότητα”. Στις δύο άλλες περιπτώσεις (ρευστόφυλο τρανς άτομο και σε διερεύνηση) που τους είχε αποδοθεί το αρσενικό φύλο κατά την γέννηση, θεώρησαν ότι η σεξουαλική/έμφυλη ταυτότητά τους έπαιξε κομβικό ρόλο στην διαμόρφωση της πολιτισμικής/εθνικής ταυτότητάς τους. Και στις δύο περιπτώσεις παρόλο που τα άτομα αισθάνονταν ότι ήταν πολιτισμικά «και τα δύο» αυτοπροσδιορίζονταν κυρίως ως Αλβανά. Ο αυτοπροσδιορισμός αυτός προκύπτει ως αντίδραση απέναντι στον οικογενειακό και κοινωνικό στιγματισμό που θεωρεί ότι το να είσαι Αλβανός και το να είσαι γκέυ/τρανς είναι ασύμβατα μεταξύ τους, λειτουργώντας έτσι ως ένας τρόπος επανασύνδεσης και διεκδίκησης της αλβανικότητάς τους.
Οδεύοντας προς νέα ανήκειν
Η έρευνά μας αυτή όπως και κάθε έρευνα δεν γίνεται σε ένα κοινωνικο-πολιτικό κενό. Βλέπουμε καθημερινά νέες πολεμικές διαμάχες, εθνοκαθάρσεις, άνοδο του ρατσισμού και της αντιμεταναστευτικής πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί και οι υβριδικές ταυτότητες αποτελούν κίνδυνο για τα εθνικά αφηγήματα που θέλουν να φαντάζουν αυθύπαρκτες οντότητες, ομογενενοποιημένες και απαράλλαχτες σε βάθος χρόνου. Εκεί που εθνικιστικές φωνές βλέπουν τον κίνδυνο, εκεί κρύβεται η ελπίδα για καλύτερη κατανόηση της ετερότητας των κοινωνιών μας και μιας συνύπαρξης επί ίσοις όροις.
«…οι ρίζες είναι για να βγάζουμε κλαδιά και όχι για να επιστρέφουμε σε αυτές και μ’αρέσει πολύ αυτό έτσι όπως είναι διατυπωμένο, γιατί όντως έτσι αισθάνομαι ότι έχω κάποιες ρίζες, οι οποίες θέλω να με πάνε παραπέρα, δεν θέλω να με κρατάνε πίσω, δεν θέλω να με κρατάνε ε σε αυτό στο να νοσταλγώ κάτι το οποίο δεν είμαι».
Το παραπάνω απόσπασμα, είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου στο πλαίσιο των συνεντεύξεων που διεξαγάγαμε, γιατί εκφράζει την ανάγκη να αναγνωρίσουμε τις ρίζες μας ως εφόδιο για το παραπέρα και να μην εμμένουμε σε ένα φαντασιακό παρελθόν. Η δεύτερη γενιά αλβανών μεταναστών δεν αποτελεί μια ενιαία κατηγορία και διακρίνεται από πολλαπλά ανήκειν, μέσα σε αυτά και η ανάδυση ενός νέου ανήκειν ανάμεσα στην αλβανικότητα και την ελληνικότητα. Μπορεί να μην υπάρχουν ακόμη εδραιωμένες ταυτότητες (π.χ. Ελληνοαλβανοί-Αλβανοελληνίδες) που να περιγράφουν αυτή την υβριδικότητα και αυτή την διπλή εμπειρία. Μπορεί ακόμη να μην είμαστε και όλα μας έτοιμα να αγκαλιάσουμε την συνύπαρξη αυτών των δύο ταυτοτήτων που μέχρι πρότινος φάνταζαν ως αμοιβαία αλληλοαποκλειόμενες. Όπως λέει και μια άλλη συνεντευξιαζόμενη:
«Γιατί είσαι ένα μίξ από πράγματα. Και αρχίζουν να θολώνουν λίγο τα σύνορα του τι είναι και τι είσαι και... Ποιος είσαι και όλα αυτά. Οπότε δεν νιώθω ποτέ σαν κάτι. Ούτε σαν Ελληνίδα, ούτε σαν Αλβανίδα, ούτε σαν Αγγλίδα, νιώθω σαν ένα μείγμα. Αλλά που τα συστατικά δεν έχουν... δέσει. (...) ακόμηι».
Για να μπορέσουν όμως να υπάρχουν ανεμπόδιστα αυτές οι νέες ταυτότητες και τα πολλαπλά ανήκειν, χρειάζονται αλλαγές σε θεσμικό και κοινωνικό επίπεδο που να επιτρέπουν και να ενθαρρύνουν όχι μόνο την ελληνικότητα, αλλά και την αλβανικότητα, καθώς και τις πολιτισμικές και θρησκευτικές παραδόσεις άλλων χωρών καταγωγής.
Ήδη ξέρουμε ότι οδεύουμε προς νέα αχαρτογράφητα ανήκειν που δεν αποτελούν απλά αθροίσματα δύο πολιτισμών και εθνικών ταυτοτήτων, αλλά ίσως και κάτι παραπέρα. Και αν δεν έχουν βρεθεί ήδη λέξεις για να περιγράψουν αυτή την διαδικασία, η δεύτερη αυτή γενιά και οι επόμενες θα τις βρουν και θα τις φτιάξουν, αποδομώντας και δομώντας όχι μόνο έννοιες αλλά και την κοινωνία που ζούμε.
H Ιλιρίντα Μουσαράι, μέλος της ερευνητικής ομάδας, υπ. διδακτόρισσα στο τμήμα Κοινωνιολογίας ΕΚΠΑ
Το ερευνητικό Έργο με τίτλο «Ένα ελληνο-αλβανικό ανήκειν εν τη γενέσει: Μη ανταγωνιστική συνύπαρξη σε προοπτικές συμπερίληψης» υλοποιείται σε ακαδημαϊκή ευθύνη του καθηγητή Δημήτρη Χριστόπουλου, στο πλαίσιο της δράσης του ΕΛ.ΙΔ.ΕΚ. «Χρηματοδότηση της Βασικής Έρευνας (Οριζόντια υποστήριξη όλων των Επιστημών)» του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης – NextGenerationEU.