Ο ΗΡΟΔΟΤΟΣ ΓΡΑΦΕΙ για κάποιες θρακικές φυλές που μαστίγωναν με τελετουργικό τρόπο τα νεογέννητα για όσα θα υπέφεραν μελλοντικά στη ζωή τους και αυτή είναι μία από τις κεντρικές σημειώσεις που καταχωρίζει η Πατρίτσια Χάισμιθ, γνωρίζοντας ήδη από τα είκοσί της πως δεν είχε έρθει στη ζωή για να την περάσει απερίσκεπτα.
Ακόμα και αν τα βράδια της ήταν αρκούντως «φωταγωγημένα» στην πόλη που δεν κοιμάται ποτέ, ακόμα και αν οι ερωμένες εναλλάσσονταν με ευφάνταστο τρόπο στο κρεβάτι της και αν οι ποσότητες αλκοόλ με τη μορφή ντελικάτων μαρτίνι καταγράφονταν με ακρίβεια στα ημερολόγιά της παράλληλα με τις σελίδες βαθυστόχαστων συγγραφέων, αυτό που εντυπωσιάζει είναι ότι η «τριανταφυλλένια θολούρα της μέθης», όπως την περιγράφει, δεν την εμποδίζει από το να εντρυφά με εντυπωσιακή οξυδέρκεια από μικρή στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, στον Δάντη, στον Σαίξπηρ και στον λατρεμένο της Ντοστογιέφσκι.
Οι μέρες και οι νύχτες της είναι «εξαίσιες» ή «αηδιαστικές», σπανίως αδιάφορες, αφού η μετριότητα, η ουδετερότητα και η νηφαλιότητα είναι λέξεις που απουσιάζουν εντελώς από τη ζωή και τη σκέψη της. Από τις σημειώσεις της φαίνεται να ταυτίζεται με συγγραφείς όπως ο Τόμας Γουλφ και με το αυτοβιογραφικό του Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου, όπου ο συγγραφέας θυμάται διαρκώς τις αμέτρητες ταπεινώσεις ταυτόχρονα με τις τυμπανοκρουσίες του θριάμβου και την περήφανη κλαγγή που επικροτούσε την απόλυτη υπεροχή του πνεύματος.
Κάθε πρώιμη επισήμανση της γεννημένης στο Τέξας και μεγαλωμένης στη Νέα Υόρκη συγγραφέως, από τις πρώτες κιόλας σελίδες των Ημερολογίων και των Σημειώσεων, αποκαλύπτει έναν ευαίσθητο και ταυτόχρονα τρομακτικά ψυχρό ψυχισμό, όπως αυτός των ηρώων στα μυθιστορήματά της.
Ίσως γιατί ήξερε, όπως ο Γουλφ, ότι, παρά την οδύνη που προκαλούν οι πτώσεις, γεννήθηκε για να ξεχωρίσει. Είναι, άλλωστε, μόλις είκοσι χρονών όταν γράφει με πλήρη συνείδηση «έχω περάσει τέτοια κόλαση ανειλικρίνειας, δακρύων, κοροϊδίας, συνθετικής ευτυχίας, ονείρων, επιθυμιών και διαψεύσεων, προσωπείων ομορφιάς που κρύβουν την ασχήμια, προσωπείων ασχήμιας που κρύβουν την ομορφιά φιλιών και υποκριτικών εναγκαλισμών, αποβλάκωσης και απόδρασης. Θέλω να γράψω λοιπόν. Πρέπει να γράψω. Γιατί είμαι κολυμβήτρια παλεύοντας στην πλημμύρα, και γράφοντας αναζητώ μια πέτρα για να ξεκουραστώ πάνω της. Κι αν τα πόδια μου γλιστρήσουν, βουλιάζω».

Τα ήξερε, επομένως, όλα από νωρίς, ότι η ζωή είναι σκληρή αλλά αρκούντως έντονη για να μην είναι δημιουργική και ότι «ο έρωτας είναι κάτι που μπορείς να το κουβαλάς στην τσέπη σου». Έχει επίσης επίγνωση ότι, εκτός από το να απολαμβάνει τον έρωτα, ζει για να ταξιδεύει, να γράφει και να δημιουργεί: «Έχω μπροστά μου σπουδαίο πεπρωμένο – έναν κόσμο απολαύσεων και επιτευγμάτων, ομορφιάς και έρωτα» γράφει με τρόπο προφητικό στις 26 Ιουλίου 1941, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών. Από αυτή την ηλικία και ύστερα ξεκινά η καταγραφή των σκέψεών της που καλύπτουν 800 σελίδες στο βιβλίο Tα ημερολόγια και τα σημειωματάρια τα χρόνια της Νέας Υόρκης, 1941-1950, που η κυκλοφορία του από την Άγρα σε λίγες μέρες, σε εξαιρετική μετάφραση Ανδρέα Αποστολίδη, συνιστά αναμφίβολα εκδοτικό γεγονός.
Η περιπέτεια της ανακάλυψης, μάλιστα, των ημερολογίων είναι το ίδιο συναρπαστική με τη ζωή της Χάισμιθ αφού βρέθηκαν κρυμμένα, λίγο μετά τον θάνατό της, το 1995, κάτω από σεντόνια και πετσέτες σε μια ντουλάπα του σπιτιού της στο Τιτσίνο της Ελβετίας από την επιμελήτρια των βιβλίων της, Άννα Φον Πλάντα, η οποία υπογράφει και την εισαγωγή της παρούσας έκδοσης. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα καθώς η Φον Πλάντα ανέλαβε να μεταγράψει και παράλληλα να επιμεληθεί τα ημερολόγια, όπου η συγγραφέας κατέγραφε τις πιο μύχιες σκέψεις της, και τα σημειωματάρια, που αφορούσαν επισημάνσεις για τη γραφή και τα κείμενά της.
«Πέρα από τη συγγραφή μυθοπλασίας, η νεαρή Πατ ξεκινάει έναν σχεδόν αδιάλειπτο σχολιασμό της ζωής της στα ημερολόγια και τα σημειωματάριά της – σχεδόν πέντε χιλιάδες σελίδες μικρού σχήματος, πυκνογραμμένες με το χέρι από το 1941 μέχρι το 1950, ένα γοητευτικό πορτραίτο του εαυτού της, καθώς προσπαθεί να βρει το δρόμο στη ζωή και την πολύβουη πόλη την οποία αποκαλεί σπίτι της», εξηγεί η επιμελήτρια στις πρώτες σελίδες ενός ογκώδους έργου, που διαβάζεται πραγματικά απνευστί, όπως οι σελίδες των συναρπαστικών βιβλίων της Χάισμιθ.

Κάθε πρώιμη επισήμανση της γεννημένης στο Τέξας και μεγαλωμένης στη Νέα Υόρκη συγγραφέως, από τις πρώτες κιόλας σελίδες των Ημερολογίων και των Σημειώσεων, αποκαλύπτει έναν ευαίσθητο και ταυτόχρονα τρομακτικά ψυχρό ψυχισμό, όπως αυτός των ηρώων στα μυθιστορήματά της. Παράλληλα, είναι μια αποκάλυψη του θαυμαστού εργαστηρίου του συγγραφέα που ταυτιζόταν με τη γοητευτικότατη προσωπικότητα της Χάισμιθ. Στη συγκεκριμένη έκδοση, που καλύπτει σχεδόν μία δεκαετία, από το 1941 έως το 1950, ξεδιπλώνονται οι πρώτες συγγραφικές της απόπειρες αλλά και προσχέδια των επίσημων δημοσιεύσεων, οι οποίες συνοδεύτηκαν από απόλυτη επιτυχία, αφού το πρωτόλειο έργο της Ξένοι στο τρένο έγινε σχεδόν αμέσως ταινία από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Εκτός από τη συγγραφική εξέλιξη παρακολουθούμε έτσι και την εναγώνια αναζήτηση μιας σταθερής ταυτότητας και τις έντονες πνευματικές και ερωτικές της περιπέτειες. Είναι προφανές ότι παρά τις όποιες, σπάνιες σχέσεις μπορεί να είχε η Χάισμιθ με άνδρες, ακόμα και με τον άνδρα που σκεφτόταν σοβαρά, κατά την ενηλικίωσή της, να παντρευτεί, έχει απόλυτη συνείδηση της έλξης που νιώθει για τις γυναίκες, αποκαλύπτοντας από πολύ νωρίς τις προτιμήσεις της, παρά τον συντηρητισμό της εποχής. Τις εφήμερες ερωτικές περιπέτειες τις ζει εξίσου δραματικά, όπως κάθε στιγμή στην καθημερινότητά της.
Επισκέπτεται γνωστά στέκια και εστιατόρια που συνιστούν τα σκηνικά για ενίοτε ανέφικτους έρωτες, όπως αυτός για τη φίλη της, την Αγγλίδα καλλιτεχνική συντάκτρια Ρόζαλιντ Κόνσταμπλ, η οποία μαζί με τον Τρούμαν Καπότε θα της δώσει συστατική επιστολή για να επισκεφθεί το περίφημο θέρετρο καλλιτεχνών και συγγραφέων Γιάντοου. Εκεί η Πατ καταφέρνει να συγκεντρωθεί, να συναντήσει άλλες συγγραφείς, όπως η Φλάνερι Ο’Κόνορ, και να γράψει τη μεγάλη της επιτυχία Ξένοι στο τρένο. Ξέρει πλέον ότι η συγγραφή είναι μια διαρκής επιταγή και ανάγκη για εκείνη και ο λόγος για να ζει, εκτός από το σεξ και το αλκοόλ.
Είναι σαφές ότι αυτό το παράδοξα ευαίσθητο πλάσμα των είκοσι χρόνων που αγωνίζεται να χωρέσει στο σώμα και στα ανδρικά παντελόνια –«είμαι ένας άνδρας σε σώμα γυναίκας»–, αδυνατεί να κατανοήσει την κοινοτοπία της ύπαρξης αφού οι περισσότεροι άνθρωποι της φαίνονται είτε ανάξιοι λόγου είτε ανίκανοι να συγκριθούν με τους μυθιστορηματικούς της ήρωες. Για ένα κορίτσι που μπορεί να κατανοήσει τον Δον Κιχώτη και τον Δάντη και να γράψει με ευφάνταστο τρόπο ακόμα για «τα αθάνατα σφραγίσματα δοντιών», η μέση ανθρώπινη κατάσταση είναι ανάξια λόγου, όπως αργότερα για τον Ρίπλεϊ. «Δεν με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι, δεν μ’ ενδιαφέρει να τους γνωρίσω», γράφει στις 15.1.1942, δηλαδή λίγες μέρες προτού κλείσει τα είκοσι ένα.
«Η μόνη μας πραγματικότητα βρίσκεται στα βιβλία: η καθαρά μυθοπλαστική απόσταξη από την ακαθαρσία της πραγματικότητας. Η γυναίκα στην είσοδο ένιωσα πως ήταν η πραγματικότητα ισορροπημένη για μια στιγμή στ’ ακάθαρτα νερά. Η σκηνή ήταν τέλεια από μόνη της. Δεν μ’ ενδιαφέρει το ανθρώπινο στοιχείο στ’ άτομα. Δεν μ’ ενδιαφέρει να μυρίσω τις ανάσες τους». Το μόνο είδος που αντέχει είναι οι καλλιτέχνες που «γίνονται οι ίδιοι ο καμβάς τους, ένα παλίμψηστο των δημιουργημάτων τους, και όταν δεν δουλεύουν, είναι ένας βρόμικος λεκές σε άξεστα ρούχα, και δεν είναι δικό τους σφάλμα». Για να συμπληρώσει, σε άλλη καταχώριση, λίγο αφότου κλείσει τα είκοσι τρία: «Καμιά χαρά του κόσμου δεν συγκρίνεται με αυτή του καλλιτέχνη αφότου έχει κάνει καλή δουλειά. Καμία ικανοποίηση ή ευχαρίστηση δεν είναι συγκρίσιμη. Ο Θεός επισκέπτεται προσωπικά τον καλλιτέχνη, ενώ τους ανθρώπους απλώς τους παρακολουθεί».

Η ίδια ξέρει ότι είναι φτιαγμένη από αυτή την παράδοξη στόφα που είναι πλασμένα τα όνειρα, όπως θα έγραφε ο αγαπημένος της ποιητής, γι’ αυτό δεν μπορεί να αποφασίσει αν θα γίνει συγγραφέας ή εικαστικός, αφού καταφέρνει για αρκετά χρόνια να βιοπορίζεται γράφοντας, ζωγραφίζοντας και σχεδιάζοντας για σειρά από κόμικς της εταιρείας Timely, που κατόπιν θα μετεξελιχθούν στη Marvel. Είναι μια σούπεργουμαν που μπορεί να εντοπίζει αεροπλάνα και να αποκωδικοποιεί κρυφά μηνύματα –δύο έκτακτα μέσα βιοπορισμού για εκείνη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου– ή να επιδίδεται σε αναλύσεις στρατηγικής, την οποία μελετά με απόλυτη προσοχή.
Από τα ημερολόγια συνειδητοποιεί κανείς ότι τα περίτεχνα παιχνίδια που παίζει ο Ρίπλεϊ στα βιβλία του είναι άμεσα συνυφασμένα με την εξονυχιστική μελέτη της στρατηγικής στην οποία επιδίδεται η Χάισμιθ, όπως αυτή της μάχης του Στάλινγκραντ. Στην ίδια καταχώριση μπορεί κανείς να δει σημειώσεις για τον πόλεμο, για ξέφρενα ερωτικά βράδια, για τον Μπαχ τον οποίο ακούει μανιωδώς, όπως ο Ρίπλεϊ μετά από κάθε του φόνο. Τα κομμάτια του Μπαχ, όπως και οι σονάτες του Μότσαρτ είναι για εκείνη τα θεία υλικά που καλύπτουν τα κακά νέα της ημέρας και τη φωνή της μητέρας της, με την οποία βρίσκεται διαρκώς σε σύγκρουση.
Όσο για τις πολιτικές της πεποιθήσεις είναι αρκετά αντιφατικές, καθώς η ίδια αντικρίζει τον κόσμο από δύο ακραίους πόλους: την έχουν χαρακτηρίσει, για παράδειγμα, αντισημίτρια για το επικριτικό ύφος της απέναντι στους Εβραίους της Νέας Υόρκης, αν και από τα ημερολόγιά της είναι σαφές ότι πολλοί κοντινοί της άνθρωποι και κάποιοι που θαυμάζει έχουν σαφή εβραϊκή ταυτότητα. Στην πραγματικότητα ενοχλείται από ρατσιστικού τύπου διακρίσεις –κάτι για το οποίο επικρίνει ενίοτε τη μητέρα της– και την ενδιαφέρει αποκλειστικά το υψηλό πνεύμα που συνορεύει, στη σκέψη της, με κάτι εξίσου οριακό: «Οι τρελοί άνθρωποι είναι οι μόνοι ενεργοί. Έχουν χτίσει τον κόσμο. Οι τρελοί άνθρωποι, οι εποικοδομητικές ιδιοφυΐες, πρέπει να διαθέτουν μια ικανή φυσιολογική νοημοσύνη που θα τους επιτρέπει να ξεφύγουν από τις δυνάμεις που θα τους ομαλοποιήσουν», γράφει χαρακτηριστικά.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη φοβία της μέχρι το τέλος τη ζωής της: μήπως οι δαίμονες που την απειλούν, αντί για τις φιλήσυχες μούσες, πάψουν να τη γεμίζουν με έμπνευση ομαλοποιώντας τα άγρια δεδομένα της σκέψης της. «Η τέχνη είναι ένα γρανιτένιο βουνό που του ορμάμε ξανά και ξανά για να μας πετάξει πίσω», έως ότου τελικά το βουνό «σκιάζει το δέρμα ή τα κόκαλά μας στον καυτό ήλιο της έκθεσης μας. Και αν το αξίζουμε στο τέλος, οι επόμενες γενιές θα μνημονεύσουν τις πτώσεις μας», τονίζει έχοντας πλήρη επίγνωση ότι αυτό που ζούσε δεν ήταν εφήμερο αλλά προορισμένο να διαρκέσει.
Στο τέλος ήξερε πως, παρά τη σκληρότητα και τη βία, απόρροια, όπως ομολογεί σε κάποια καταχώριση, του πολέμου και της δύσκολης εποχής που ζούσε, η ίδια έβλεπε, στο είδωλο του παραμορφωτικού της καθρέφτη, «μια λευκή νωχελική φιγούρα ενός κοριτσιού που χορεύει βαλς του Τσαϊκόφσκι». Το αν επρόκειτο για την ίδια ή για κάποια φανταστική ηρωίδα ή ερωμένη, ακόμα και μετά την ανάγνωση 800 σελίδων με προσωπικές εξομολογήσεις, δεν επέτρεψε σε καμία και σε κανέναν να το ανακαλύψει, όπως και τα πιο μύχια μυστικά τού διαρκώς ανεξερεύνητου ψυχισμού της.
Βρείτε τα βιβλία της Πατρίτσια Χάισμιθ στο LiFO Shop
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.