«Δεν μπορείς να τη διαβάσεις χωρίς να κοιτάς διαρκώς πίσω από την πλάτη σου», έλεγε ο Γκράχαμ Γκριν για την Πατρίσια Χάισμιθ, την οποία είχε ανακηρύξει την κατεξοχήν «ποιήτρια της ανησυχίας», ενώ η επιφανής κριτικός (και θαυμάστριά της) Τέρι Καστλ είχε περιγράψει γλαφυρά τη δημιουργό του Τομ Ρίπλεϊ ως «καταθλιπτική ομοφυλόφιλη, μοχθηρή μπεκρού και μία από τις πιο σπουδαίες και πιο σκοτεινές συγγραφείς στην Αμερική μετά τον Πόε». Ξέρουμε επίσης ότι συχνά εκφραζόταν με ρατσιστικούς, μισογυνικούς και ομοφοβικούς όρους όχι μόνο με τα κριτήρια της εποχής μας, αλλά και της δικής της: τόσο λίγο την ενδιέφερε το αν προσβάλλει κατοχυρωμένες ευαισθησίες και κεκτημένα δικαιώματα.

 

Παρότι, πάντως, αποτελεί τον ορισμό μιας «αμφιλεγόμενης» και «ιδιοσυγκρασιακής» και «σκοταδόψυχης» (ή απλώς «σκατόψυχης») προσωπικότητας που στην εποχή μας προκαλεί το δίλημμα αν θα πρέπει να τη διαχωρίσουμε από το έργο της ή όχι, δικαίως έχει κατοχυρωθεί στην κοινή συνείδηση ως σημαντική και συναρπαστική και ιδιοφυής συγγραφέας και η κυκλοφορία αυτές τις μέρες του πολυαναμενόμενου τόμου με τα ημερολόγιά της με τίτλο «Patricia Highsmith: Her diaries and notebooks 1941-1995» αποτελεί ίσως το εκδοτικό γεγονός του 2021, οπότε συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από την γέννησή της.    

 

Με αφορμή την επικείμενη έκδοση δημοσιεύτηκαν τον τελευταίο καιρό, δίκην προδημοσίευσης, διάφορα εκτενή αποσπάσματα, με αποκορύφωμα αυτά που παρουσίασε η «Guardian» το περασμένο Σάββατο. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν για τη διαχρονική τους ποιότητα και για τη συγκρατημένη μοιρολατρία τους τα τρία παρακάτω, που γράφτηκαν σε διάστημα μερικών ημερών πριν από μισό αιώνα, όταν η Πατρίσια Χάισμιθ ήταν σαράντα ετών…

 

14 Μαΐου 1961: «Οι ομοφυλόφιλοι προτιμούν τη μεταξύ τους συναναστροφή όχι τόσο εξαιτίας μιας κοινής σεξουαλικής παρέκκλισης από το κοινώς αποδεκτό αλλά επειδή ξέρουν ότι όλοι και όλες τους έχουν περάσει από την ίδια κόλαση, τις ίδιες δοκιμασίες, τις ίδιες καταθλίψεις. Οι φιλίες και οι γνωριμίες των ομοφυλόφιλων μπορεί να μοιάζουν επιφανειακές, μπορεί και να είναι, παραμένει όμως πάντα αυτός ο υποκείμενος δεσμός: είμαστε αδελφοί και αδελφές εξ αίματος, εξαιτίας όσων έχουμε υποφέρει»

 

29 Μαΐου 1961: «Ποιο είναι το νόημα της ζωής τελικά; Είναι αυτή η ματαιότητα και η απελπισία που γίνεται η εμμονή των φιλοσόφων. Αν είμαι τυχερή, όταν πέσει για καλά το σκοτάδι, και οι αισθήσεις αρχίσουν να σωριάζονται η μία μετά την άλλη, θα βρίσκονται τριγύρω κάνα-δυο φίλοι που με ήξεραν. Αυτό είναι το νόημα της ζωής. Το ίδιο ισχύει κι αν έχεις παιδιά και διαιωνίζεις τη ράτσα ή την οικογένεια. Η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από ελπίδες για συνδέσμους, για σχέσεις. Και οι πιο ανθεκτικές, και οι πιο βαθιές τελικά, σχέσεις είναι οι φιλικές, παρότι συχνά οι άνθρωποι οδηγούνται στην πεποίθηση ότι οι πιο βαθιές σχέσεις είναι οι ερωτικές».

 

1 Ιουνίου 1961: «Πέρασα ένα δίωρο διαβάζοντας τα παλιά μου ημερολόγια, δεκάξι χρόνια πριν. Η ζωή μου είναι ένα χρονικό απίστευτων σφαλμάτων. Πράγματα που έπρεπε να έχω κάνει κ.λπ., και το αντίστροφο. Δεν είναι ευχάριστο, και κυρίως δεν είναι ευχάριστο να συνειδητοποιώ ότι κάνω ακόμα το ίδιο πράγμα, και μάλιστα το κάνω, ενώ υποτίθεται ότι προσπαθώ να μαθαίνω από τα λάθη του παρελθόντος. Υπάρχει λύση; Αποφεύγετε τους σαδιστές. Μη φανερώνετε έντονα συναισθήματα. Ποντάρετε με προσοχή. Άχρηστα, δυστυχώς, όλα αυτά για μένα. Δεν αποφεύγω τίποτα, δείχνω διαρκώς οτιδήποτε αισθάνομαι, ακόμα και χωρίς να μιλάω».

 

Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου