ΣΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ βιβλίου του «Clint: The Man and the Movies» (Κλιντ: ο άνθρωπος και οι ταινίες), ο Σον Λέβι γράφει ότι η ιδανική βιογραφία παρουσιάζει τα γεγονότα χωρίς ηθικολογίες. Πιστεύει ότι «είναι δυνατόν ένα βιβλίο να εξυμνεί τον άνθρωπο, το έργο και τις πράξεις του, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τα ελαττώματα του ίδιου, και, ναι, των ταινιών του».
Αυτό λειτουργεί και ως έξυπνη προφύλαξη: ο Κλιντ Ίστγουντ, που είναι πλέον 95 ετών, δεν είναι ένα εύκολο πρόσωπο για βιογραφία. Τα διάφορα στοιχεία που τον καθιστούν μια συναρπαστική προσωπικότητα –οι πολυάριθμοι εμβληματικοί ρόλοι του, η πλούσια παραγωγή του, οι δεξιές πολιτικές του απόψεις, οι σεξουαλικές του ατασθαλίες, η φημολογούμενη σκληρότητά του, η επιχειρηματική οξυδέρκεια του, η μακροζωία του– τον καθιστούν επίσης ένα πλούσιο αλλά και επικίνδυνο αντικείμενο βιογραφικής έρευνας.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αναδύεται μια σκοτεινή, λιγότερο δημόσια πλευρά της προσωπικότητας του Ίστγουντ, και η εστίαση στις ταινίες στέκεται συχνά αμήχανα πλάι σε προσωπικά περιστατικά που περιλαμβάνουν βία, απιστία, μικροπρεπή εκδικητικότητα, ακόμη και αναγκαστική στείρωση (μιας εκ των πιο επιφανών συντρόφων του).
Η αφήγηση της ζωής και της καριέρας του Ίστγουντ δεν είναι εγγενώς δραματική. Μεγαλωμένος σε μια μεσοαστική οικογένεια στην Καλιφόρνια, εργάστηκε επιμελώς, είχε κάποιες φορές τη βοήθεια της τύχης, μπήκε στην κινηματογραφική βιομηχανία, την οποία δεν άφησε ποτέ, κάνοντας σινεμά για περισσότερα από 60 χρόνια. Ο Λέβι γράφει με ευφυΐα για την πανταχού παρουσία των γουέστερν στην μεταπολεμική Αμερική και είναι ιδιαίτερα επιδέξιος όταν ανατρέχει στην δημιουργική πορεία του Ίστγουντ, επισημαίνοντας τη σημασία ακόμα και των λιγότερο γνωστών ταινιών του.
Ο συγγραφέας ανατρέχει στην προέλευση της οικονομικής φιλοσοφίας του Ίστγουντ για την παραγωγή ταινιών πίσω την εμπειρία του ως πρωταγωνιστής στην τηλεοπτική σειρά «Rawhide», η οποία λειτούργησε για τον ίδιον «ως σχολή κινηματογράφου». Ο Λέβι σχολιάζει την περίπλοκη απήχηση της ταινίας «Dirty Harry» του 1971 σημειώνοντας: «Η ταινία είναι πολλά πράγματα, αλλά πάνω απ' όλα, όπως παραδέχονται ακόμη και οι πιο ένθερμοι επικριτές της, είναι μια ταινία αποτελεσματική. Αν είναι προπαγάνδα, είναι διασκεδαστική προπαγάνδα. Αν είναι σαδισμός, είναι σαδισμός με γλυκιά επικάλυψη».
Ο Λέβι καταγράφει επίσης την ισχύ του «αριστουργήματος» του Ίστγουντ, της ταινίας «Unforgiven» (Οι ασυγχώρητοι) του 1992: «Είναι μια τέλεια ταινία; Ίσως όχι. Αλλά οι ατέλειές της βρίσκονται σε κάποιες επιλογές ίσως, όχι σε σφάλματα, και επομένως είναι θέμα γούστου, όχι ικανότητας. Είναι διεξοδική, ισχυρή και αληθινή». Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αναδύεται μια σκοτεινή, λιγότερο δημόσια πλευρά της προσωπικότητας του Ίστγουντ, και η εστίαση στις ταινίες στέκεται συχνά αμήχανα πλάι σε προσωπικά περιστατικά που περιλαμβάνουν βία, απιστία, μικροπρεπή εκδικητικότητα, ακόμη και αναγκαστική στείρωση (μιας εκ των πιο επιφανών συντρόφων του).
Ο Ίστγουντ είναι ο τύπος του άνδρα για τον οποίον πρέπει να προστεθεί η φράση «απ’ όσο γνωρίζουμε» όταν αναφέρεται κανείς στα οκτώ παιδιά του από έξι γυναίκες. Είναι ο τύπος που έθεσε υποψηφιότητα και κέρδισε τις δημοτικές εκλογές στην υιοθετημένη του πατρίδα, το Καρμέλ στην Καλιφόρνια, επειδή η επιτροπή χωροταξίας απέρριψε μια πρόταση επέκτασης των γραφείων του.

Είναι ο τύπος που προκάλεσε την απόλυση τουλάχιστον τεσσάρων διαφορετικών σκηνοθετών (συμπεριλαμβανομένου του Μπλέικ Έντουαρντς!) από τις ταινίες που πρωταγωνιστούσε (για να τους αντικαταστήσει σε κάποιες περιπτώσεις με τον εαυτό του).
Είναι ο τύπος που έριξε το αυτοκίνητό του πάνω σε ένα σεντάν που ήταν παρκαρισμένο στην «σαφώς οριοθετημένη για τον ίδιον θέση πάρκινγκ». Σύμφωνα με την Σόντρα Λοκ, την ηθοποιό και επί μακρόν σύντροφό του, ο Ίστγουντ την έπεισε να υποβληθεί σε στείρωση, παρόλο που εκείνη ήθελε παιδιά, για να αποκτήσει στη συνέχεια ο ίδιος πολλά παιδιά με διαφορετικές γυναίκες. (Ο Λέβι σημειώνει ότι ο Ίστγουντ «αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι είχε οποιαδήποτε επιρροή στις αποφάσεις της σχετικά με τις "αναπαραγωγικές επιλογές της"»).
Υπάρχουν πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις στο είδος της βιογραφίας, αλλά η τυπική μορφή, όπως αυτή που εκπροσωπείται και από αυτό το βιβλίο , εξακολουθεί να είναι η απόπειρα για μια συνολική και εμπεριστατωμένη εκτίμηση. Ίσως η βιογραφία ως είδος χρειάζεται μια υπαρξιακή αναθεώρηση. Καθώς οι ιδιοφυείς αλλά προβληματικοί καλλιτέχνες και δημιουργοί συνεχίζουν να απομυθοποιούνται και να καθίστανται όλο πιο υπεύθυνοι για τις πράξεις τους, τα έργα που καταγράφουν την προσωπική τους ζωή οφείλουν με κάποιο τρόπο να αντιμετωπίζουν αυτές τις πτυχές με πιο παραγωγικό και σκόπιμο τρόπο.
Ίσως το τυπικό μοντέλο πρέπει να εγκαταλειφθεί και να αντικατασταθεί από μικρότερα σπαράγματα ζωής – ξεχωριστά βιβλία που προσεγγίζουν τις επιρροές, την προσωπική ζωή ή την ψυχολογία ενός ατόμου. Ίσως κανένας από εμάς δεν μπορεί να κατανοήσει και να μεταδώσει ολόκληρη την ύπαρξη ενός άλλου ανθρώπου. Ίσως πρέπει να σταματήσουμε να προσποιούμαστε ότι μπορούμε.
Με στοιχεία από The Washington Post