«Ο ήχος της σάλπιγγος»: Πώς η μουσική άνοιξε τον δρόμο του τουμπίστα Γιάννη Ζουγανέλη

Γιάννης Ζουγανέλης «Ο ήχος της σάλπιγγος» Facebook Twitter
Ο μουσικός Γιάννης Ζουγανέλης (1938-2006) είναι ο καλλιτέχνης που μεταμόρφωσε την τούμπα από όργανο συνοδείας σε όργανο σολιστικό, προικίζοντας την μουσική μας φιλολογία με περισσότερα από τριάντα πέντε έργα γραμμένα ειδικά για κείνον.
0



«ΘΑ ΠΑΡΕΙΣ ΤΟ ΜΠΑΣΟ!» Τη διαταγή ξεστόμισε το φθινόπωρο του 1949 ο ιδιόρρυθμος κ. Κοσκινάς, δάσκαλος μουσικής στο Αναμορφωτικό Κατάστημα Κορυδαλλού. Κι ο αποδέκτης της, ο εντεκάχρονος τρόφιμος Γιάννης Ζουγανέλης, με το που ψέλλισε τις αντιρρήσεις του (το μπάσο, η τούμπα δηλαδή, ήταν για τους χαζούς, πιο ευτελές όργανο δεν υπήρχε!) έφαγε το ξύλο της χρονιάς του.

Ο μικρός φορτώθηκε το τεράστιο πνευστό με βαριά καρδιά. Γρήγορα όμως συμφιλιώθηκε – «αυτό έχω, αυτό θ’ αγαπήσω, μ’ αυτό θα εκφραστώ». Όπως θα έγραφε ο ίδιος αργότερα, «κάθε όργανο είναι ό,τι θέλει ο εκτελεστής του».

Ο μουσικός Γιάννης Ζουγανέλης (1938-2006) είναι ο καλλιτέχνης που μεταμόρφωσε την τούμπα από όργανο συνοδείας σε όργανο σολιστικό, προικίζοντας τη μουσική μας φιλολογία με περισσότερα από τριάντα πέντε έργα –του Θ. Αντωνίου, του Γ. Σισιλιάνου, του Γ. Παπαϊωάννου– γραμμένα ειδικά για κείνον. Αριστούχος του Εθνικού Ωδείου και συνταξιοδοτημένος από τη Φιλαρμονική Αθηνών, περιζήτητος συνεργάτης του Λοΐζου, του Χατζιδάκι, του Σαββόπουλου, τις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80, κι επί τριάντα χρόνια σολίστ στις κρατικές ορχήστρες Αθηνών και Θεσσαλονίκης ή στις συμφωνικές της ΕΡΤ και του Δήμου Αθηναίων, ο Ζουγανέλης, μέχρι να τσακίσει ο καρκίνος τους πνεύμονές του, είχε γυρίσει με την τούμπα του όλον τον κόσμο.

Ούτε το χειροκρότημα, όμως, ούτε η ανέλιξη, ούτε η αποδοχή κατάφεραν να ξεριζώσουν από μέσα του αυτό που αρχικά υπήρξε: ένα φτωχόπαιδο της Κατοχής, κλεισμένο σε τρυφερή ηλικία στον Κορυδαλλό ώστε να του παρέχονται τα προς το ζην, ένας ημιαγράμματος έφηβος που χαιρόταν και λυπόταν κατ’ εντολήν, αντιμετωπίζοντας τον έξω κόσμο με φόβο, έκπληξη και αμηχανία.

Μέσα από τις σελίδες του δίτομου αυτού έργου αναδύεται ένας ονειροπόλος με πυγμή. Ένας άνθρωπος που χρειάζεται το μεροκάματο απεγνωσμένα, αλλά δεν είναι διατεθειμένος να χαραμίσει τη ζωή του κλεισμένος σ’ ένα εργοστάσιο.

Μολονότι απόφοιτος Δημοτικού –από τις επιγραφές των καταστημάτων είχε μάθει ορθογραφία– ο Ζουγανέλης δεν εκφραζόταν μόνο με τις νότες αλλά και με τις λέξεις. Μια περίοδο εξέδιδε με τον Γιάννη Πατίλη το περιοδικό «Κριτική και κείμενα». Και την εποχή που θέριευε η φούσκα, όταν στρατιές Ελλήνων αγωνίζονταν να πετάξουν από πάνω τους ό,τι τους θύμιζε την ταπεινή τους καταγωγή, ο ίδιος έφερνε σε κοινή θέα τα νεανικά του βιώματα δημοσιεύοντας γι’ αρχή τον «Ήχο της σάλπιγγος» (Καστανιώτης, 2000), αυτό το «θαυμαστό εγκόλπιο ιθαγένειας», σύμφωνα με τον Κωστή Παπαγιώργη.

Πέντε χρόνια αργότερα η αυτοβιογραφία του, με τον ίδιο γενικό τίτλο αλλά συμπληρωμένη κι απλωμένη σε δύο τόμους («Με δυό απλές γραμμές», «Οι τόποι είναι ήχοι») πέρασε στον κατάλογο του «Γαβριηλίδη». Σήμερα, θύμα κι αυτή της πτώχευσης του εκδοτικού οίκου, είναι δυσεύρετη. Μακάρι να ενδιαφερθεί κανείς να την επανεκδώσει.

O ήχος της σάλπιγγος
Γιάννης Ζουγανέλης, O ήχος της σάλπιγγος, εκδόσεις Καστανιώτη

Με τον «Ήχο της σάλπιγγος» ο Ζουγανέλης επέστρεψε στον τόπο που γεννήθηκε, στον Κοκκινόβραχο του Πειραιά, με τα χωράφια και τους χειμάρρους του, στο σωφρονιστικό κατάστημα και στον πρώτο του δάσκαλο μουσικής, στο καμαράκι της μάνας του που σειόταν από ομηρικούς καυγάδες, στο στρατιωτικό στρατόπεδο που του θύμιζε παιδική χαρά γεμάτη μηχανές και τζιπ, στα σοκάκια της Πάτρας όπου, αμούστακο παλικαράκι ακόμα, απέκτησε γυναίκα και παιδί, στις μπάντες με τις οποίες γύριζε στα πανηγύρια…

Όσο πιστότερα στην πραγματικότητα ήταν όσα έγραψε, τόσο πιο απίστευτα μοιάζουν. Κι όμως, βλέπουμε ότι παρά την υλική και την ψυχική μιζέρια που επικρατεί γύρω του, ο αφηγητής ανθίζει κι επιβιώνει.

Μέσα από τις σελίδες του δίτομου αυτού έργου αναδύεται ένας ονειροπόλος με πυγμή. Ένας άνθρωπος που χρειάζεται το μεροκάματο απεγνωσμένα, αλλά δεν είναι διατεθειμένος να χαραμίσει τη ζωή του κλεισμένος σ’ ένα εργοστάσιο. Κάπου βαθιά μέσα του ξέρει ότι η μουσική θα του ανοίξει τον δρόμο. Το ξέρει από εκείνη την ημέρα στο ίδρυμα που έπιασε στα χέρια του μια τρομπέτα κι όλες του οι στενοχώριες έγιναν ασήμαντες.

Στην απέραντη παράγκα που ήταν η μεταπολεμική Ελλάδα, μια τέτοια στάση προκαλούσε οργή ή περιφρόνηση. Χάρη σ’ αυτήν, όμως, έγινε ο Ζουγανέλης ό,τι έγινε. «Άκουγα αυτό που έπαιζα, ένιωθα μεγάλη χαρά, τις επόμενες νότες τις έπαιζα φορτισμένες με τη χαρά που προηγήθηκε, πήγαινε συνέχεια έτσι, τόσο που μυρμήγκιαζε το κορμί από τη συγκίνηση, το σώμα γινόταν ελαφρύ, ένα μη καθημερινό αίσθημα πληρότητας ξεχείλιζε, ένα αίσθημα πλήρους αδυναμίας και παντοδυναμίας, μια ευτυχία ήταν διάχυτη παντού, και πού να χωρέσεις σε τέτοια ένταση –δεν σε συμμερίζεται κι ο άλλος– κάνεις προσπάθεια να "προσγειωθείς" και τότε, μόνο που το σκέφτηκες, γίνεσαι καθημερινός και να όλα τα πρόσωπα και τα πράγματα στη "σωστή" τους διάσταση»…

Γιάννης Ζουγανέλης «Ο ήχος της σάλπιγγος» Facebook Twitter
Ούτε το χειροκρότημα, όμως, ούτε η ανέλιξη, ούτε η αποδοχή κατάφεραν να ξεριζώσουν από μέσα του αυτό που αρχικά υπήρξε.

Την περιπετειώδη διαδρομή του από τα χαμόσπιτα του Κοκκινόβραχου, τη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών και τα πανηγύρια της Πάτρας ως το Εθνικό Ωδείο και τη Φιλαρμονική –τριάντα χρόνια κακουχιών που αντί να τον λυγίσουν τον πείσμωσαν– ο Ζουγανέλης είχε αρχίσει να την ξετυλίγει γραπτώς από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80. Κάποιος που υπήρξε ορφανός από πατέρα, με μια μάνα τέρας εγωισμού (γι’ αυτό τον είχε κλείσει στον Κορυδαλλό, για ν’ απαλλαγεί από την φροντίδα του), με τη μία αδελφή «παραστρατημένη» και με την άλλη απούσα διαρκώς, προικισμένος μεν μουσικός αλλά απένταρος πατέρας τριών παιδιών στα είκοσι τρία του, θα μπορούσε, στην ωριμότητά του και καταξιωμένος πια, να εκθέσει τις πληγές του δημοσίως απλώς για να εκτονωθεί. Ό, τι ωστόσο απλώνεται στον «΄Ηχο της σάλπιγγος» δεν είναι παρά η αλήθεια μιας ζωής που για τον Ζουγανέλη υπήρξε το μοναδικό του καταφύγιο.

Αν δεν τον πίεζαν οι φίλοι του, ο Παπαγιώργης και ο Μιχάλης Γκανάς, ίσως να μην είχε γράψει τίποτα. Αν δεν παρουσιάζονταν κάθε τόσο επιμελητές που ήθελαν να φέρουν το γραπτό του στα μέτρα τους, ίσως να το είχε δημοσιεύσει νωρίτερα. Με τέτοιο υλικό, άλλος θα έγραφε ένα σκέτο μελόδραμα. Ο Ζουγανέλης, όμως, κατάφερε να παντρέψει αρμονικά τον ήχο της σάλπιγγος με τον ήχο των λέξεων, τη σκληρότητα με τα πιο ευγενικά αισθήματα, την αφέλεια με τη σοφία.

Η μαρτυρία του, σφραγισμένη από ευαισθησία και αξιοπρέπεια, διαβάζεται σαν μια αφοπλιστική εξομολόγηση και ταυτόχρονα σαν ντοκουμέντο μιας εποχής που, θέλουμε δεν θέλουμε, υπήρξε. Κρίμα να μην κυκλοφορούν τέτοια βιβλία.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το ημερολόγιο ενός διαιτητή: «Ήμασταν σχεδόν γυμνοί και ο Κολίνα μας εξέταζε με το παγερό βλέμμα του»

Βιβλίο / Το ημερολόγιο ενός διαιτητή: «Ήμασταν σχεδόν γυμνοί και ο Κολίνα μας εξέταζε με το παγερό βλέμμα του»

Σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του που έχει τίτλο “House of Cards”, ο Σουηδός πρώην διεθνής Γιόνας Έρικσον περιγράφει τις ταπεινωτικές μετρήσεις βάρους στα σεμινάρια διαιτητών της UEFA
THE LIFO TEAM
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν πάντα με τη μεριά της ζωής

Το Πίσω Ράφι / Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν πάντα με τη μεριά της ζωής

Ο Έλληνας σκηνοθέτης μάζεψε από «το καλάθι των αχρήστων» όλες τις εμπειρίες του κι έφτιαξε την αυτοβιογραφία του, μια ζωντανή αφήγηση γεμάτη ιστορίες, συναντήσεις, αποφθέγματα και κρίσεις, λογοτεχνικές και σινεφίλ αναφορές.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Για τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ: η ιστορία του underground περιοδικού «Ανοιχτή Πόλη»

Βιβλίο / «Ανοιχτή Πόλη»: Ένα από τα πιο επιδραστικά εναλλακτικά έντυπα της Ελλάδας

Οι δημιουργοί του Κώστας Μανδηλάς και Βλάσσης Ρασσιάς, καταγράφουν την πορεία του στο βιβλίο «Για τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ: Η ιστορία του περιοδικού “Ανοιχτή Πόλη”».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η Ράνια Οικονομίδου διαβάζει το διήγημα «Η μεγαλύτερη λεία του Μινγκ» της Πατρίσια Χάισμιθ

Lifo Videos / Η Ράνια Οικονομίδου διαβάζει ένα διήγημα της Πατρίσια Χάισμιθ

«Η μεγαλύτερη λεία του Μινγκ»: Μια ιστορία έρωτα, αγάπης, αφοσίωσης, ανταγωνισμού, μίσους και φόνου μεταξύ ενός ζευγαριού και ενός σιαμέζικου γάτου, ένα μυστηριώδες διήγημα της δημιουργού των πιο σαγηνευτικών αντιηρώων.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Οι μικρές αριστουργηματικές σειρές των εκδοτών

Βιβλίο / Οι μικρές αριστουργηματικές σειρές των εκδοτών

Ολοένα περισσότερο διευρύνεται η τάση έκδοσης κλασικών και σπάνιων κειμένων σε μικρό μέγεθος που τοποθετούνται δίπλα στο ταμείο και συνιστούν την προσπάθεια ενός εκδοτικού οίκου να φέρει σπουδαία έργα στο ευρύ αναγνωστικό κοινό.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
I love Dick: Eίναι το βιβλίο της Κρις Κράους το πιο τολμηρό του αιώνα μας;

Βιβλίο / I love Dick: Eίναι το βιβλίο της Κρις Κράους το πιο τολμηρό του αιώνα μας;

Η θεωρητικός, εικαστικός, κριτικός, συγγραφέας και εκδότρια Κρις Κράους μπορεί να μην άλλαξε τα δεδομένα στον αγγλόφωνο κόσμο εκδίδοντας τα βιβλία των Γάλλων θεωρητικών αλλά προκάλεσε άπειρες συζητήσεις με το πρωτότυπο φεμινιστικό βιβλίο της.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η αρχή της ηδονής: Μια σουρεαλιστική, σέξι ιστορία στην καλοκαιρινή Ανάφη 

Βιβλίο / Η αρχή της ηδονής: Μια σουρεαλιστική, σέξι ιστορία στην καλοκαιρινή Ανάφη 

Ένα τολμηρό καλλιτεχνικό project έγινε η αφορμή για να κάνει ο εικαστικός René Habermacher ένα ταξίδι στη θάλασσα με πλήρωμα έξι ναύτες κι έναν καπετάνιο, απαθανατίζοντας μια σουρεαλιστική εμπειρία που κατέληξε σε ναυάγιο. Το βιβλίο «The Pleasure Principle» καταγράφει αυτό το ταξίδι μέσα από φωτογραφίες του René, κείμενα και εικαστικά έργα, σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκδοση.
M. HULOT
Νίκος Μάντης «Το χιόνι του καλοκαιριού»

Το πίσω ράφι / Για τις απουσίες που μας κάνουν αργούς στα αισθήματα

Καλοκαίρι στην Πελοπόννησο, στη σκιά της δεκαετίας του ’80: ένα πληγωμένο παιδί, μια μητέρα που επιστρέφει αλλαγμένη και μυστικά που βαραίνουν τη σιωπή των ενηλίκων - αυτά ξετυλίγει ο Νίκος Α. Μαντής στο πρώτο του μυθιστόρημα.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Νέα βιβλία που περιμένουμε ως το τέλος του χρόνου, και κάποιες επανεκδόσεις

Fall Preview 2025 / 13 βιβλία που περιμένουμε ως το τέλος της χρονιάς

Ο πάντα επίκαιρος Καβάφης, νέα, σύγχρονα και παλιότερα ονόματα της λογοτεχνικής σκηνής και κάποιες ξεχωριστές επανεκδόσεις που δικαίως θα διεκδικήσουν χώρο στη βιβλιοθήκη όλων, βιβλιόφιλων και μη.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ