Η Εύα Μπαλταζάρ είναι μια λογοτεχνική φωνή που μέσα από τα βιβλία της αναδεικνύει τις ζωές, τα διλήμματα και τις επιθυμίες αντισυμβατικών γυναικών. Γεννημένη το 1978 στη Βαρκελώνη, έχει εκδώσει έντεκα ποιητικές συλλογές, οι οποίες έχουν αποσπάσει σημαντικές διακρίσεις για έργα γραμμένα στα καταλανικά. To πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Πέρμαφροστ (μτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, Πατάκη, 2023) κυκλοφόρησε το 2018 και ακολούθησε το Μπόουλντερ, η γυναίκα του βράχου το 2020, που έκτοτε έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες. Βραβεύτηκε με το βραβείο Òmnium για το καλύτερο μυθιστόρημα γραμμένο στην καταλανική γλώσσα το 2020, ενώ η αγγλική έκδοση ήταν υποψήφια για το International Booker (2023). Το 2022 εκδόθηκε το τρίτο της μυθιστόρημα με τίτλο Mamut. Έχει καταφέρει να εδραιωθεί διεθνώς ως μία από τις πιο αιχμηρές φωνές του σύγχρονου queer και φεμινιστικού λόγου. Το συγγραφικό της έργο εμβαθύνει σε θέματα ταυτότητας, οικειότητας και γυναικείας φύσης.
Το Μπόουλντερ είναι ήδη δημοφιλές και έχει λάβει πολλές βραβεύσεις παγκοσμίως. Αποτελεί ένα σύγχρονο queer λογοτεχνικό ͏έργο για τις σχέσεις, την επιθυμία και τις συμβάσεις ͏που συχνά ακολουθούν την αγάπη. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ο σκηνοθέτης Πέδρο Αλμοδόβαρ͏ δήλωσε: «Η Μπαλταζάρ διαθέτει μια πανίσχυρη και πρωτότυπη λογοτεχνική φωνή. Θα ήθελα να μεταφέρω το βιβλίο αυτό στη μεγάλη οθόνη»͏.
Με αφορμή την κυκλοφορία του από τις εκδόσεις Πατάκη στα ελληνικά, ταξίδεψε στην Ελλάδα, έτσι είχαμε την ευκαιρία να τη συναντήσουμε και να μιλήσουμε μαζί της για το μυθιστόρημά της για το πώς γεννήθηκε, για τις θεματικές που την απασχολούν και για τη θέση της στη σημερινή λογοτεχνική σκηνή.
«Με έλκει η ιδέα της μοναξιάς. Δίχως να την αναζητώ, όταν την έχω, κάνω πράγματα: κάνω ερωτήσεις στον εαυτό μου, κοιτάζω τον κόσμο, κοιτάζω προς τα μέσα. Βασικά, μου δίνει ευχαρίστηση να βρίσκομαι μέσα στη μοναξιά».
Με μια γραφή λιτή και πυκνή συνθέτει μια ιστορία που ισορροπεί με μαεστρία μεταξύ της ανάγκης για ελευθερία ͏και της δέσμευσης της αγάπης. Μέσα από τη μοναχική πορεία μια͏ς γυναίκας που βρίσκει καταφύγιο στην απεραντοσύνη της θάλασσας και στις εφήμερες συναντήσεις στα λιμάνια, εξερευνά τα όρια της συνύπαρξης, της μητρότητας, του σεξ και της προσωπικής ελευθερίας. Όπως λέει η ίδια μέσω της πρωταγωνίστριάς της: «Έπρεπε να αντιμετωπίσω το κενό, το είχα ονειρευτεί μέχρι που το μετέτρεψα σε κατάρτι, κέντρο ισορροπίας απ’ όπου θα κρατιόμουν όταν η ζωή θα γινόταν συντρίμμια γύρω μου. Ορμώμενη από το τίποτα, πικραμένη, απέβλεπα σε ανεμοδαρμένους τόπους». Με αυτό το βαθιά συναισθηματικό βιβλίο βλέπει από μια διαφορετική οπτική τις παραδοσιακές αντιλήψεις περί μητρικού ενστίκτου και επαναπροσδιορίζει τη γονεϊκότητα σε ένα λεσβιακό πλαίσιο.

Η ηρωίδα του βρίσκει δουλειά ως µαγείρισσα σε εμπορικό πλοίο. Η ρουτίνα της, όμως, διαταράσσεται όταν γνωρίζει τη Σάμσα, μια γεωλόγο που γίνεται η σύντροφός της και της δίνει το παρατσούκλι Μπόουλντερ – θυμίζει εκείνους τους απομονωμένους βράχους που στέκουν αγέρωχοι και τους χτυπούν με μανία τα κύματα. Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου αναφέρει: «Μου αρέσει πολύ αυτό το μέρος, τα στενά μαύρα μάτια που ούτε με θέλουν ούτε με απορρίπτουν, αυτή η υπέροχη ελευθερία. Αυτό ήρθα να βρω εδώ, το αρχέγονο μηδέν. Κουρασμένη να εφευρίσκω βιογραφικά, να λέω και να πράττω θαρρείς και η ζωή είναι ένα σύντομο διήγημα, θαρρείς και μέσα μου έχω καρφωμένο ένα σύρμα που με κρατάει όρθια και σταθερή. Η ρότα σκοτώνει το ταξίδι, κι αν η ζωή πρέπει να είναι ιστορία, τότε δεν μπορεί παρά να είναι μια άσχημη ιστορία».
Ύστερα από δέκα χρόνια ανέφελης, πλην συμβατικής συμβίωσης, η Σάµσα αποφασίζει να αποκτήσουν παιδί µε τη μέθοδο της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Η Μπόουλντερ συναινεί απρόθυμα και βιώνει δύσκολα την εμπειρία της μητρότητας, που επιπλέον την αποξενώνει ερωτικά από τη γυναίκα που αγάπησε. Τι συμβαίνει, λοιπόν, όταν η αγάπη της για τη Σάμσα και η λαχτάρα της για ελευθερία –μια ήδη επισφαλής ισορροπία για την ίδια– συγκρούονται;
Για την Μπαλταζάρ η συγγραφή αποτελεί ένα ταξίδι στο υποσυνείδητο και στις σκοτεινές πτυχές του εαυτού, έναν ιδανικό τρόπο να πετύχει την αυτογνωσία, που της επιτρέπει να ανακαλύπτει συνεχώς νέες πλευρές της. Συγκεκριμένα, έχει μετατραπεί σε μια ανεξάντλητη πηγή συντροφιάς και δημιουργικής έκφρασης. «Η ευχαρίστηση του να διαβάζω και να γράφω με οδήγησε στη συγγραφή» θα μου πει απ’ την αρχή της συνομιλίας μας. Η Μπόουλντερ είναι μια ηρωίδα που αρνείται πεισματικά τις συμβάσεις, γι’ αυτό τη ρωτώ με ποιους τρόπους αντιστέκεται στους ρόλους που μας επιβάλλονται. «Δεν τους αντιστέκομαι, απλώς τους αγνοώ», απαντά.
Η γραφή της έχει σιωπή και ένταση. Ποια είναι η σχέση της με την ιδέα της μοναξιάς; Την αναζητά ή την υπομένει; Εξηγεί: «Με έλκει η ιδέα της μοναξιάς. Δίχως να την αναζητώ, όταν την έχω, κάνω πράγματα: κάνω ερωτήσεις στον εαυτό μου, κοιτάζω τον κόσμο, κοιτάζω προς τα μέσα. Βασικά, μου δίνει ευχαρίστηση να βρίσκομαι μέσα στη μοναξιά». Μιλά για την αγάπη ως κάτι σχεδόν φυσικό, άγριο, αλλά και ως κάτι που μας παγιδεύει. Πιστεύει, άραγε, ότι η συντροφικότητα είναι συμβατή με την ελευθερία; «Η ελευθερία έχει να κάνει με το να ζει κανείς χωρίς να προσκολλάται σε πράγματα εγκόσμια, σε άλλους ανθρώπους, σε αντικείμενα, σε ιδέες, σε πεποιθήσεις, στον ίδιο του τον εαυτό. Είναι δυνατό να έχουμε έναν ερωτικό σύντροφο χωρίς να είμαστε προσκολλημένοι σε αυτό το άτομο ή στη σχέση; Φυσικά και είναι», επισημαίνει χωρίς περιστροφές.

Το έργο της έχει μια καθαρά φεμινιστική διάσταση, αλλά ποτέ δεν κραυγάζει. Πώς βλέπει τη σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και ακτιβισμού; «Εγώ γράφω βιβλία. Ένα βιβλίο γράφεται και διαβάζεται. Μπορεί να γραφτεί από ακτιβιστική σκοπιά, μπορεί και όχι. Εγώ δεν γράφω έτσι. Αλλά ένα βιβλίο μπορεί επίσης να προκαλέσει συζητήσεις στην κοινή γνώμη. Μεγάλο μέρος του ακτιβισμού που σχετίζεται με τη λογοτεχνία περιορίζεται σε αυτήν τη σφαίρα, που εμένα δεν με ενδιαφέρει». Αναπόφευκτα, η συζήτηση οδηγείται στην εκλογή Τραμπ και στο ότι παρατηρούμε διεθνώς μια αναδίπλωση σε ό,τι έχει να κάνει με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα ΛΟΑΤΚΙ+ ζητήματα. Ωστόσο, νιώθει η ίδια ότι είναι queer συγγραφέας; «Δεν θεωρώ τον εαυτό μου queer συγγραφέα, οπότε δεν βιώνω αυτό που συμβαίνει από αυτή την οπτική. Αυτό που παρατηρούμε σε παγκόσμιο επίπεδο συμβαδίζει με τη σύγχρονη εποχή. Είναι λυπηρό, είναι θλιβερό, άδικο και επικίνδυνο, αλλά δεν είναι και κάτι ιδιαίτερα παράξενο αν κάτσουμε να αναλύσουμε την ιστορία της ανθρωπότητας». Ο Τραμπ, θυμίζω, καλλιέργησε, μεταξύ άλλων, ένα τοξικό αφήγημα όσον αφορά τις μειονότητες. Πιστεύει ότι η σύγχρονη λογοτεχνία έχει τη δύναμη να αντιδράσει σε τέτοιου είδους εξουσιαστικό λόγο; «Νομίζω πως ναι. Η λογοτεχνία, όχι μόνο η σύγχρονη, έχει αυτήν τη δύναμη, και πολλές άλλες», αναφέρει.
Η ερωτική επιθυμία στα έργα της δεν υπακούει σε κανόνες, δεν οριοθετείται. Πώς αντιλαμβάνεται τη σεξουαλικότητα σε μια εποχή που προσπαθεί να την κωδικοποιήσει ξανά; «Θα έλεγα ότι σε μεγάλο βαθμό αγνοώ τι συμβαίνει στην εποχή μου. Υποθέτω ότι αυτό οφείλεται στο ότι δεν χρησιμοποιώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ούτε παρακολουθώ τα μέσα ενημέρωσης. Καταβάλλονται προσπάθειες να κωδικοποιηθεί εκ νέου η σεξουαλικότητα; Αυτή η φράση δεν μου λέει και πολλά. Για μένα, η σεξουαλικότητα είναι κάτι που συμβαίνει πριν από κάθε λόγο, κάτι πολύ προσωπικό και μυστηριώδες που μπορεί να έχει αναπτυχθεί με έναν τρόπο ατίθασο ή συγκρατημένο, ανάλογα με το κάθε άτομο. Με ενδιαφέρει να εισχωρήσω, στη ζωή, στη συγγραφή, σε αυτό το ατίθασο πεδίο», υποστηρίζει. Η Σάμσα, η άλλη ηρωίδα του βιβλίου της, αποφασίζει να γίνει μητέρα, παρασέρνοντας σε αυτή την απόφαση και την ερωμένη της. «Ποιος έχει το δικαίωμα να επιβάλει τη βούλησή του στον άλλον; Κανείς. Αν το μαζί φαίνεται άνισο, έτσι το βλέπει κάποιος τρίτος, και αυτός έχει ακόμα μικρότερο δικαίωμα από οποιονδήποτε άλλον να πει ή να αποφασίσει το οτιδήποτε. Όσοι και όσες είναι μαζί έχουν το δικαίωμα να χωρίσουν, να διαπραγματευτούν ή να αποδεχτούν κάποια πράγματα. Το ότι έχουν το δικαίωμα, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ξέρουν, ή ότι μπορούν, ή ότι είναι σε θέση να το ασκήσουν, και αυτό είναι σημαντικό». Πώς εξηγεί το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι σήμερα που δυσκολεύονται να αγαπήσουν τη ζωή ή τους άλλους; «Αγαπάμε αυτό στο οποίο δίνουμε αξία. Η ζωή έχει χάσει την ιερότητά της. Πώς μπορούμε να την αγαπήσουμε αν έχει χάσει την αξία της;» υπογραμμίζει.
Φτάνοντας προς το τέλος, δεν μπορώ παρά να της θέσω το δίλημμα που αντιμετωπίζει η ηρωίδα της. Τι έχει, λοιπόν, μεγαλύτερη αξία για κείνη: η λαχτάρα για ελευθερία ή μια αγάπη που σε φυλακίζει στις συμβάσεις της οικογενειακής ζωής; «Θα έδινα μεγαλύτερη αξία στην επίγνωση του ότι είμαστε ελεύθεροι. Λαχταράμε να είμαστε ελεύθεροι, χωρίς να γνωρίζουμε ότι όντως είμαστε. Αν πρέπει να υπάρχω σε αυτόν τον κόσμο, για μένα είναι πρωταρχικό το να το κάνω από μια θέση αγάπης. Αλλά μια αγάπη που φυλακίζει δεν είναι αγάπη», επιμένει.
Προτού την αποχαιρετήσω, τη ρωτώ τι της δίνει ελπίδα σήμερα. «Η βεβαιότητα ότι αυτός ο κόσμος είναι ένα όνειρο». Είναι αλήθεια ότι πρόκειται για μια συγκροτημένη προσωπικότητα που με την κοφτή, περιεκτική και υπόγεια εκρηκτική γραφή της ισορροπεί μεταξύ συναισθηματισμού και αποστασιοποίησης, χαρτογραφώντας με σπάνια ακρίβεια τοπία μοναξιάς, ηθικών διλημμάτων και σωματικής επιθυμίας, κι αυτό την καθιστά μια εξέχουσα συγγραφέα της εποχής μας.
Ευχαριστούμε θερμά τη μεταφράστρια Αλίκη Μανωλά για την πραγματοποίηση αυτής της συνέντευξης. Η Εύα Μπαλταζάρ ήρθε στην Ελλάδα ως καλεσμένη των εκδόσεων Πατάκη και του Φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία εν Αθήναις).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.