«Πέερ Γκυντ» στο Εθνικό Θέατρο: Παραμύθια του Ίψεν στην ομίχλη

«Πέερ Γκυντ» στο Εθνικό Θέατρο: Παραμύθια του Ίψεν στην ομίχλη Facebook Twitter
0

Χρειάστηκε να περάσουν πολλές δεκαετίες προτού καταφέρει ο Πέερ Γκυντ να απαλλαγεί από τον ρομαντικό μανδύα του.


Το πρώτο ανέβασμα του έργου, στη Χριστιανία το 1876, καθόρισε τη μοίρα του: ο Σουηδός σκηνοθέτης Λούντβιχ Γιόζεφσον υλοποίησε το παρθενικό ταξίδι του Πέερ Γκυντ επί σκηνής, συνθέτοντας ένα εικονογραφικό φόντο πλούσιο σε τοπικό χρώμα και αυθεντική εθνογραφική λεπτομέρεια. Η μουσική του Έντβαρντ Γκριγκ, γραμμένη ειδικά για την περίσταση, δημιούργησε έναν κόσμο λυρισμού και παραμυθιού: ο Πέερ Γκυντ, φαντασιόπληκτος τυχοδιώκτης που αναζητεί τον εαυτό του στις πέντε ηπείρους, ήταν ένας αδιαμφισβήτητος ονειροπόλος που δεν ξεχνούσε ποτέ την αγαπημένη του Σόλβαϊγ, όσο μακριά της κι αν βρισκόταν.


Χιονισμένα νορβηγικά τοπία με καλύβες και τρολ (πλάσματα της νορβηγικής παράδοσης), πλούσια κοστούμια, αληθοφανή εφέ και υπερτονισμός του συναισθήματος: έτσι παρουσιαζόταν η πορεία του Πέερ Γκυντ στα περισσότερα ανεβάσματα του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Στην πρώτη σκηνοθεσία του έργου στη Γαλλία, το 1896, ο συμβολιστής Λινιέ-Πο μετέτρεψε το «Τραγούδι της Σόλβαϊγ» του Γκριγκ σε ύμνο της παράστασης.

 Ο Ίψεν διαισθάνθηκε κάτι πολύ βαθύ, δεκαετίες προτού το οσμιστούν οι φιλόσοφοι της αποδόμησης και του μεταμοντέρνου. Δεν υπάρχει αυτόνομος, ενιαίος εαυτός με μία συνείδηση.


Ο Δανός κριτικός θεάτρου Φρέντερικ Σάιμπεργκ διαφωνούσε με πάθος: ο Πέερ Γκυντ είναι ένα κριτικό σχόλιο πάνω στο ρομαντικό ήθος και όχι μια αφελής εικονογράφησή του, υποστήριζε το 1933, ενώ ταυτόχρονα επέμενε πως η μουσική του Γκριγκ αλλοιώνει το έργο, το κάνει «όμορφο» και το εξωραΐζει.


Φαίνεται πως κάποιος έπιασε το «υπονοούμενο»: το 1948, ο Νορβηγός σκηνοθέτης Χανς Γιάκομπ Νίλσεν παρήγγειλε νέα, μη μελωδική μουσική που υπογράμμιζε την ψυχολογική εξέλιξη του έργου. Ο Νίλσεν προσπάθησε να παρουσιάσει τον Πέερ Γκυντ όχι ως ένα ταξίδι στη Νορβηγία αλλά ως ένα ταξίδι στο ανθρώπινο μυαλό.

«Πέερ Γκυντ» στο Εθνικό Θέατρο: Παραμύθια του Ίψεν στην ομίχλη Facebook Twitter
Φωτο: Πάτροκλος Σκαφίδας

Η μεγάλη αναβάπτιση ήρθε το 1957 διά χειρός Ίνγκμαρ Μπέργκμαν: ο κορυφαίος Σουηδός έβαλε σκοπό να ανασύρει το ιψενικό κείμενο από τον συναισθηματισμό και τα ρομαντικά στερεότυπα που είχαν κολλήσει επάνω του σαν μούχλα όλες αυτές τις δεκαετίες. Το εσωτερικό, πνευματικό ταξίδι του ήρωα (τον ενσάρκωσε ο Μαξ φον Σίντοφ) προς την ανυπαρξία αποδόθηκε οπτικά με τη σταδιακή απομάκρυνση όλων των σκηνικών και την αντικατάστασή τους από προβολές σχεδίων με μαύρη κιμωλία.

Πλησιάζοντας στο τέλος της διαδρομής του, ο ήρωας βρέθηκε σε μια τεράστια, απογυμνωμένη σκηνή, βυθισμένη στο σκοτάδι. Η αίσθηση ασχήμιας, σκληρότητας και βίας διαπερνούσε τα «κοινωνικά» επεισόδια της παράστασης, με αποκορύφωμα την τρομακτική επίσκεψη του Πέερ στο τρελοκομείο του Καΐρου. Τίποτε ρομαντικό, τίποτε «όμορφο» στη χώρα Μπέργκμαν.


Σαν παραμύθι στα νορβηγικά δάση του 19ου αιώνα μοιάζει το πρώτο μέρος της παράστασης που είδαμε στο Εθνικό: με τοπικές χωριάτικες φορεσιές, καλύβες, ξύλινους μύλους που γίνονται ρόδες του λούνα-παρκ όταν ανάψουν τα λαμπιόνια τους. Αποσπάσματα από τη μουσική του Γκριγκ συνοδεύουν τη δράση, εντός και εκτός της οποίας γλιστρά ο Αφηγητής, δηλαδή ο Πέερ σε ώριμη ηλικία, ο οποίος παρατηρεί τα καμώματα του νεότερου εαυτού του και ενίοτε του απευθύνεται. Ομίχλη, τόνοι ομίχλης.

Η σκηνή του γάμου βρίσκει τα τύμπανα να χτυπούν και τους χωρικούς να αλαλάζουν, καθώς ο Πέερ δρασκελίζει τα βρύα και τις λειχήνες για να χαθεί στους λόφους του Χέγκσνταντ.


Η κυρίαρχη εικονογραφική διάθεση πασπαλίζεται σιγά-σιγά από σουρεαλιστικές πινελιές: οι φελινικές φιγούρες των τρολ με την υπερχειλίζουσα σάρκα επιχειρούν να προσδώσουν μια οργιαστική-σεξουαλική νότα στο ειδυλλιακό τοπίο.

Στο δεύτερο μέρος, με τον Πέερ μεσήλικα πλέον, παρακολουθούμε μια σειρά από ακατέργαστα και θαμπά επεισόδια, όπως π.χ. η συνάντηση με τους εκπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων, η επίσκεψη στο άσυλο, ο μονόλογος με τις μαϊμούδες, ο διάλογος με τη βεδουίνα Ανίτρα ‒ μένουν όλα σε ένα εξωτερικό, περιγραφικό επίπεδο, κυρίως όσον αφορά την εκφορά του λόγου και το αμήχανο στήσιμο των ηθοποιών.

«Πέερ Γκυντ» στο Εθνικό Θέατρο: Παραμύθια του Ίψεν στην ομίχλη Facebook Twitter
Η Στεφανία Γουλιώτη μοιάζει να μη βρήκε σημείο επαφής με τον ρόλο της, τον οποίο φοράει σαν «παλτό» της μαμάς. Φωτο: Πάτροκλος Σκαφίδας


Ως εδώ τίποτα δεν έχει «ειπωθεί» επί σκηνής ‒με εξαίρεση τα πληθωρικά τρολ‒ που να μην το διαβάσαμε στις σκηνικές οδηγίες του Ίψεν. Στην πέμπτη πράξη, όμως, τα πράγματα αποκτούν ξαφνικά ενδιαφέρον. Εδώ αναπτύσσεται πιο καθαρά και άρτια η ιδέα ότι η αναζήτηση του εγώ, ενός εγώ που διαρκώς διαφεύγει και αλλάζει, ενδέχεται να οδηγεί στην τρέλα.

Η αντίληψη αυτή γεννάει τις πιο γόνιμες σκηνές της παράστασης: τον Πέερ να πνίγεται μπροστά σε έναν γιγάντιο τοίχο ψυχιατρείου, ενώ ο κυνικός παθολογοανατόμος εισβάλλει με τα πράσινα γάντια του και υπόσχεται να του ανοίξει το κρανίο ‒ μια πολύ ωραία οπτική μεταφορά για το «ναυάγιο» που ζητάει το κείμενο.

Λίγο αργότερα, βλέπουμε το πλήθος να εκποιεί τα υπάρχοντα του Πέερ και να μιλά γι' αυτόν σα να ήταν ήδη νεκρός ή τον ίδιο να μονολογεί στο δάσος, βγάζοντας τα ρούχα του για να ξεφλουδίσει το περίφημο «κρεμμύδι»: «Πόσο πολλά στρώματα! Πότε θα φτάσω στην καρδιά; (κάνει κομματάκια το κρεμμύδι). Πουθενά! Το εσωτερικό είναι το ίδιο γερασμένο, μόνο κάπως πιο μικρό... Η φύση μού κάνει πλάκα».

Το κέντρο είναι άδειο, δεν υπάρχει πυρήνας, δεν υπάρχει «αυθεντικός» εαυτός, όπως πίστευαν οι Ρομαντικοί. Ο Φουκό μίλησε για το «τέλος του ανθρώπου» και ο Μποντριγιάρ για την πραγματικότητα ως προσομοίωση.

Ο Ίψεν διαισθάνθηκε κάτι πολύ βαθύ, δεκαετίες προτού το οσμιστούν οι φιλόσοφοι της αποδόμησης και του μεταμοντέρνου. Δεν υπάρχει αυτόνομος, ενιαίος εαυτός με μία συνείδηση. Όπως η «γνώση» ή η «αλήθεια, έτσι και το «εγώ» είναι κατασκευή που συναρμολογείται μέσα από μια εξαιρετικά σύνθετη διαδικασία κοινωνικών, ιστορικών, γλωσσικών διεργασιών, μεταλλάξεων και υπονομεύσεων.


Η παράσταση δεν φτάνει τόσο μακριά. Παρόλο που ενσωματώνει αρκετά κωμικά/ειρωνικά στοιχεία ‒π.χ. την ερμηνεία του Ιερώνυμου Καλετσάνου ως Κουμποχύτη-Δράκουλα‒, εμμένει επί της ουσίας σε μια παρωχημένη ρομαντική διάθεση, η οποία οικοδομείται όχι μόνο μέσω της μουσικής και της χρήσης της, όχι μόνο μέσω των ειδυλλιακών «τοπίων» χαμένων στην ομίχλη αλλά και μέσω της ερμηνείας του ίδιου του σκηνοθέτη-«ώριμου» Γκυντ: εμφατική εκφορά του λόγου, παραληρηματικά ξεσπάσματα με (μουσικό) υπερτονισμό στις κορυφώσεις, ψευτοστοχαστικός τόνος («Αυτό είναι ο άνθρωπος...»), στόμφος, μια μεγαλόσχημη υποκριτική που καθόλου δεν ελκύει τον σημερινό θεατή.

«Πέερ Γκυντ» στο Εθνικό Θέατρο: Παραμύθια του Ίψεν στην ομίχλη Facebook Twitter
Φωτο: Πάτροκλος Σκαφίδας


Το γλυκερό τέλος της παράστασης παρουσιάζει τον απελπισμένο ήρωα να χορεύει βαλς με την καλή Σόλβαϊγ, βρίσκοντας επιτέλους «την αναγνώριση στην αγκαλιά της ιδανικής συντρόφου», όπως διαβάζουμε στο πρόγραμμα. Στην τελευταία σκηνή της θρυλικής παράστασης του Πέτερ Στάιν (Βερολίνο, 1971), η Σόλβαϊγ είναι γριά και τυφλή: παίρνει τον Πέερ αγκαλιά σε μια πόζα-απομίμηση της Πιετά · κι έτσι, κοκαλωμένους, τους μεταφέρουν οι τεχνικοί στο κέντρο της σκηνής, ανάμεσα σε όλα τα άλλα αντικείμενα-μουσειακά «εκθέματα» της παραγωγής.

«Η ιδέα της εξιλέωσης του Πέερ μέσα από τη γενναιόδωρη αγάπη της Σόλβαϊγ ήταν ένας ηθικοπλαστικός επίλογος, τον οποίο ο Πέτερ Στάιν συρρίκνωσε σε μια κούφια ρομαντική εικόνα, ιδανική μεταφορά για την κιτς βιομηχανία μαζικής αναπαραγωγής κενών μύθων» σημειώνουν οι Φρέντερικ και Λίζε-Λόνε Μάρκερ στην εξαιρετική μελέτη τους Ibsen's Lively Art (1989).


Ενθουσιώδης ο Γιάννης Τσουμαράκης ως πρώτος Πέερ, άγουρος ο Πάνος Παπαδόπουλος ως δεύτερος. Ο Δημήτρης Μοθωναίος, ως τρίτος, υιοθετεί μια τυπική, πρωτόλεια εκφορά του λόγου που δεν μας προκαλεί να τον ακολουθήσουμε. Η Στεφανία Γουλιώτη, τέλος, μοιάζει να μη βρήκε σημείο επαφής με τον ρόλο της, τον οποίο φοράει σαν «παλτό» της μαμάς.

Info:

Πέερ Γκυντ του Χένρικ Ίψεν

Εθνικό Θέατρο

Κτίριο Τσίλλερ - Κεντρική Σκηνή

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λιγνάδης

Ερμηνεύουν: Δ. Λιγνάδης, Στ. Γουλιώτη, Ιερ. Καλετσάνος, Δ. Μοθωναίος.

Σκηνικά-κοστούμια: Απ. Παπαθεοχάρης

Μουσική: Γ. Χριστοδουλόπουλος

 

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όλα όσα ζήσαμε στο 79ο Φεστιβάλ της Αβινιόν: από το «La Distance» του Ροντρίγκες έως τη μεγάλη επιτυχία του Μπανούσι

Θέατρο / Όλα όσα ζήσαμε στο 79ο Φεστιβάλ της Αβινιόν

Οι θερμές κριτικές της «Liberation» και της «Le Monde» για το «ΜΑΜΙ» του Μπανούσι σε παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση είναι απλώς μια λεπτομέρεια μέσα στις απανωτές εκπλήξεις που έκρυβε το πιο γνωστό θεατρικό φεστιβάλ στον κόσμο.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κωνσταντίνος Ζωγράφος: Ο «Ορέστης» του Τερζόπουλου

Θέατρο / Κωνσταντίνος Ζωγράφος: «Ο Τερζόπουλος σου βγάζει τον καλύτερό σου εαυτό»

Ο νεαρός ηθοποιός που πέρυσι ενσάρκωσε τον Πυλάδη επιστρέφει φέτος ως Ορέστης. Με μια ήδη πλούσια διαδρομή στο θέατρο δίπλα σε σημαντικούς δημιουργούς, ετοιμάζει ένα νέο έργο εμπνευσμένο από το Νεκρομαντείο του Αχέροντα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Μάλιστα κύριε Ζαμπέτα»: Αξίζει η παράσταση για τον «μάγκα» του ελληνικού πενταγράμμου;

The Review / «Μάλιστα κύριε Ζαμπέτα»: Αξίζει η παράσταση για τον «μάγκα» του ελληνικού πενταγράμμου;

Με αφορμή την παράσταση γι’ αυτόν τον αυθεντικό δημιουργό που τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 μεσουρανούσε, ο Χρήστος Παρίδης και η Βένα Γεωργακοπούλου σχολιάζουν τον αντίκτυπό του στο κοινό σήμερα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Οιδίπους Τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή: Η άνοδος, πτώση και η αποθέωση

Αρχαίο Δράμα Explained / «Οιδίπους Τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή: Η άνοδος, η πτώση και η αποθέωση

Τι μας μαθαίνει η ιστορία του Οιδίποδα, ενός ανθρώπου που έχει τα πάντα και τα χάνει εν ριπή οφθαλμού; Η κριτικός θεάτρου Λουίζα Αρκουμανέα επιχειρεί μια θεωρητική ανάλυση του έργου του Σοφοκλή.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία

Θέατρο / Αλίκη Βουγιουκλάκη: Πώς έσπαγε τα ταμεία στο θέατρο επί 35 χρόνια

Για δεκαετίες έχτισε, με το αλάνθαστο επιχειρηματικό της ένστικτο, μια σχέση με το θεατρικό κοινό που ακολουθούσε υπνωτισμένο τον μύθο της εθνικής σταρ. Η πορεία της ως θιασάρχισσας μέσα από παραστάσεις-σταθμούς και τις μαρτυρίες συνεργατών της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Νίκος Καραθάνος: «Εμείς είμαστε οι χώρες, τα κείμενα, οι πόλεις, εμείς είμαστε οι μύθοι»

Θέατρο / Νίκος Καραθάνος: «Εμείς είμαστε οι χώρες, τα κείμενα, οι πόλεις, εμείς είμαστε οι μύθοι»

Στον πολυαναμενόμενο «Οιδίποδα» του Γιάννη Χουβαρδά, ο Νίκος Καραθάνος επιστρέφει, 23 χρόνια μετά, στον ομώνυμο ρόλο, ακολουθώντας την ιστορία από το τέλος προς την αρχή και φωτίζοντας το ανθρώπινο βάθος μιας τραγωδίας πιο οικείας απ’ όσο νομίζουμε.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ένα δώρο που άργησε να φτάσει

Θέατρο / «Κοιτάξτε πώς φέρονταν οι αρχαίοι στους ξένους! Έτσι πρέπει να κάνουμε κι εμείς»

Ένα δώρο που έφτασε καθυστερημένα, μόλις είκοσι λεπτά πριν το τέλος της παράστασης - Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για το «ζ-η-θ, ο Ξένος» σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Η Κασσάνδρα της Έβελυν Ασουάντ σημάδεψε το φετινό καλοκαίρι

Θέατρο / Η Κασσάνδρα της Έβελυν Ασουάντ σημάδεψε την «Ορέστεια»

Η «Ορέστεια» του Θεόδωρου Τερζόπουλου συζητήθηκε όσο λίγες παραστάσεις: ενθουσίασε, προκάλεσε ποικίλα σχόλια και ανέδειξε ερμηνείες υψηλής έντασης και ακρίβειας. Ξεχώρισε εκείνη της Έβελυν Ασουάντ, η οποία, ως Κασσάνδρα, ερμήνευσε ένα αραβικό μοιρολόι που έκανε πολλούς να αναζητήσουν το όνομά της. Το φετινό καλοκαίρι, η παράσταση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, στους Δελφούς και στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων.
M. HULOT
Η Λίνα Νικολακοπούλου υπογράφει και σκηνοθετεί τη μουσικοθεατρική παράσταση «Χορικά Ύδατα»

Θέατρο / «Χορικά Ύδατα»: Ο έμμετρος κόσμος της Λίνας Νικολακοπούλου επιστρέφει στη σκηνή

Τραγούδια που αποσπάστηκαν από το θεατρικό τους περιβάλλον επιστρέφουν στην πηγή τους, σε μια σκηνική τελετουργία γεμάτη εκπλήξεις που φωτίζει την τεράστια καλλιτεχνική παρακαταθήκη της στιχουργού.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Το ημέρωμα της στρίγγλας»: Ήταν ο Σαίξπηρ μισογύνης;

The Review / «Το ημέρωμα της στρίγγλας»: Ήταν ο Σαίξπηρ μισογύνης;

Γιατί εξακολουθεί να κερδίζει το σύγχρονο κοινό η διάσημη κωμωδία του Άγγλου βάρδου κάθε φορά που ανεβαίνει στη σκηνή; Ο Χρήστος Παρίδης και η Βένα Γεωργακοπούλου συζητούν με αφορμή την παράσταση που σκηνοθετεί η Εύα Βλασσοπούλου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Darkest White»: Ένα σύμπαν που εξερευνά την ανθεκτικότητα και τη δύναμη της γυναίκας 

Θέατρο / «Darkest White»: Ο εμφύλιος από την πλευρά των χαμένων

Το έργο της Δαφίν Αντωνιάδου που θα δούμε στο Φεστιβάλ Αθηνών, εξερευνά μέσω προσωπικών και ιστορικών αναμνήσεων και μέσα από την ανθεκτικότητα και τη δύναμη της γυναικείας παρουσίας, ιστορίες εκτοπισμού και επιβίωσης. 
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Beytna: Μια παράσταση χορού που είναι στην ουσια ένα τραπέζι με φίλους

Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας / Beytna: Μια παράσταση χορού που είναι στην ουσία ένα τραπέζι με φίλους

Ο σπουδαίος λιβανέζος χορευτής και χορογράφος Omar Rajeh, επιστρέφει με την «Beytna», μια ιδιαίτερη περφόρμανς με κοινωνικό όσο και γαστριμαργικό αποτύπωμα, που θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του φετινού 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η νύφη και το «Καληνύχτα, Σταχτοπούτα»

Θέατρο / Η Καρολίνα Μπιάνκι παίρνει το ναρκωτικό του βιασμού επί σκηνής. Τι γίνεται μετά;

Μια παράσταση-περφόρμανς που μέσα από έναν εξαιρετικά πυκνό και γοητευτικό λόγο, ένα κολάζ από εικόνες, αναφορές, εξομολογήσεις, όνειρα και εφιάλτες μάς κάνει κοινωνούς μιας ακραίας εμπειρίας, χωρίς να σοκάρει.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ακούγεσαι Λυδία, Ακούγεσαι ίσαμε το στάδιο

Επίδαυρος / «Ακούγεσαι, Λυδία, ίσαμε το στάδιο ακούγεσαι»

Κορυφαίο πρόσωπο του αρχαίου δράματος, συνδεδεμένη με εμβληματικές παραστάσεις, ανατρέχει σε δεκαπέντε σταθμούς της καλλιτεχνικής της ζωής στην Επίδαυρο και αφηγείται προσωπικές ιστορίες, επιτυχίες και ματαιώσεις, εξαιρετικές συναντήσεις και συνεργασίες, σε μια πορεία που αγγίζει τις πέντε δεκαετίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Ούρλιχ Ράσε και το παρασκήνιο της ιστορίας της Ισμήνης

Θέατρο / Η σκηνή του Ούρλιχ Ράσε στριφογύριζε - και πέταξε έξω την Ισμήνη

Στην παράσταση που άνοιξε την Επίδαυρο, ο Γερμανός σκηνοθέτης επέλεξε να ανεβάσει μια Αντιγόνη χωρίς Ισμήνη. Η απομάκρυνση της Κίττυς Παϊταζόγλου φωτίζει τις λεπτές –και άνισες– ισορροπίες εξουσίας στον χώρο του θεάτρου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου μέσα στη γοητεία και στον τρόμο του Δράκουλα

Πρώτες Εικόνες / Dracula: Η υπερπαραγωγή που έρχεται το φθινόπωρο στην Αθήνα

Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου μιλά αποκλειστικά στη LiFO για την πιο αναμενόμενη παράσταση της επερχόμενης σεζόν, για τη διαχρονική γοητεία του μύθου που φαντάστηκε ο Μπραμ Στόκερ στα τέλη του 19ου αιώνα, για το απόλυτο και το αιώνιο μιας ιστορίας που, όπως λέει, τον «διαλύει».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ερωτευμένος με τον Κρέοντα

Θέατρο / Ο Rasche αγάπησε τον Κρέοντα περισσότερο από την Αντιγόνη

«Η εκφορά του λόγου παραδίδεται αμαχητί σε μια άκρατη δραματικότητα, σε ένα υπερπαίξιμο, σε μια βεβιασμένη εμφατικότητα, σε έναν στόμφο παλιακό που θα νόμιζε κανείς πως έχει εξαλειφθεί πλέον. Η σοβαροφάνεια σε όλο το (γοερό) μεγαλείο της». Έτσι ξεκίνησε φέτος η Επίδαυρος.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ