Η κριτική της Ματίνας Καλτάκη για το «Καμπαρέ» του Κωνσταντίνου Ρήγου

Η κριτική της Ματίνας Καλτάκη για το «Καμπαρέ» του Κωνσταντίνου Ρήγου Facebook Twitter
4

#quote#

Αγαπάει το ελληνικό κοινό τα μιούζικαλ ή πηγαίνει να δει παραστάσεις μιούζικαλ για τον θίασο που τα υποστηρίζει; Ήταν το Καμπαρέ, αυτό το καταπληκτικό μιούζικαλ των Τζον Κάντερ και Φρεντ Εμπ, που έσπευσαν να δουν οι θεατές όταν το ανέβασε η Αλίκη Βουγιουκλάκη το 1978, ή την πρωταγωνίστρια (για τα κοστούμια που άλλαζε, βέβαια, και όχι για τις φωνητικές επιδόσεις της); Το ίδιο, άλλωστε, δεν συνέβη όταν ανέβασε τη δημοφιλή οπερέτα Εύθυμη Χήρα ή, μεταξύ άλλων, ένα άλλο γνωστό μιούζικαλ, την Εβίτα του Άντριου Λόιντ Βέμπερ και του Τιμ Ράις;

Τριάντα πέντε χρόνια μετά, πολλά έχουν αλλάξει. Η εμπειρία από τις παραγωγές μιούζικαλ που έχουν έρθει στο Θέατρο Βadminton δείχνει ότι υπάρχει ένα κοινό ενημερωμένο, που όταν ταξιδέψει στο Λονδίνο είναι πολύ πιθανό να πάει να δει το Φάντασμα της Όπερας στο Γουέστ Εντ ή κάποιο άλλο μιούζικαλ απ' αυτά που παίζονται χρόνια, λειτουργώντας σαν ατραξιόν για τουρίστες και περαστικούς επισκέπτες. Το ίδιο κοινό θα πάει να δει τον περιοδεύοντα θίασο (με όλα τα αναγκαία credits, βεβαίως, της παράστασης του Λονδίνου) που θα φέρει το Jesus Christ Super Star ή το Mamma Mia στην Αθήνα: επειδή ανταποκρίνεται στην έντονη προβολή με την οποία υποστηρίζονται τέτοια θεάματα, επειδή είναι hot, επειδή οι Βρετανοί το κάνουν καλύτερα. Μιλάμε για ένα κοινό ετερογενές, που στο μεγάλο μέρος του προσέρχεται στο θέατρο για λόγους που δεν αφορούν το ίδιο το μιούζικαλ. Και πάλι, όμως, μη φανταστείτε ότι υπάρχουν τόσοι φανατικοί που να γεμίζουν ένα θέατρο 2.000 θέσεων για μεγάλο αριθμό παραστάσεων. Η περίπτωση του Παλλάς δείχνει ότι αν τα εισιτήρια ξεπεράσουν τα 50.000, μια παράσταση μιούζικαλ ελληνικών προδιαγραφών είναι επιτυχία. Που, βεβαίως, είναι, από τη στιγμή που ο βασικός όγκος παραστάσεων αφορά χώρους μικρής χωρητικότητας.
Μόνο που ξαφνικά τα τελευταία χρόνια η πόλη απέκτησε μια σειρά μεγάλων θεάτρων. Κι εκεί που γκρινιάζαμε για την ελλιπέστατη υλικοτεχνική υποδομή της συντριπτικής πλειονότητας των θεατρικών χώρων, που καθιστούσε αδύνατη την παρουσίαση μεγάλων παραγωγών και δη μουσικοθεατρικών, τώρα τα μιούζικαλ διαδέχονται το ένα το άλλο. Αγάπησε ξαφνικά το κοινό το είδος και αυξήθηκε ο αριθμός των δυνάμει θεατών του; Είναι ο νόμος της ζήτησης που καθορίζει την προσφορά; Προφανώς όχι. Αλλά τα θέατρα με μεγάλη σκηνή και πλατεία δεν μπορούν να γεμίσουν, παρά με αναλόγως μεγάλες παραγωγές. Τα μιούζικαλ ικανοποιούν τους δύο βασικούς όρους που μπορούν να προσελκύσουν το ευρύ κοινό: έργα ευχάριστα, με μουσική και χορό, και πολυπρόσωποι θίασοι. Εξού και φέτος θα δούμε τρεις καινούργιες παραγωγές μιούζικαλ (ενώ επαναλήφθηκαν οι περσινές Σικάγο και Δαίμονες στο Παλλάς).

Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Για να εξηγήσω το «φάουλ» του ανεβάσματος του Καμπαρέ στην αίθουσα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής (ένα από τα μεγάλα θέατρα που διαθέτει πλέον η Αθήνα, με προδιαγραφές και εξοπλισμό για μεγάλες παραγωγές όπερας και μουσικού θεάτρου). Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για ένα από τα τρία, έστω πέντε, καλύτερα μιούζικαλ στην ιστορία του είδους. Δεν είναι μόνο που τα τραγούδια του είναι το ένα καλύτερο από το άλλο, είναι και η δραματουργική αρτιότητά του που εντυπωσιάζει. Κυρίως η διττή δόμησή του: δύο οι βασικοί χώροι (το καμπαρέ από τη μια, το σπίτι της φράου Σνάιντερ όπου νοικιάζουν δωμάτια οι πρωταγωνιστές του έργου από την άλλη) και δύο οι βασικές ιστορίες που εξελίσσονται παράλληλα (η σχέση των νέων της ιστορίας, της Σάλι Μπόουλς, καλλιτέχνιδας του καμπαρέ, με έναν Αμερικανό συγγραφέα, και η άλλη, των μεσόκοπων, της φράου Σνάιντερ με τον Εβραίο νοικάρη της, τον Σουλτς).
Ο ίδιος ο χώρος του καμπαρέ λειτουργεί ως ψευδαισθητική εκδοχή της πραγματικότητας, ένας καθρέφτης της όντως πραγματικότητας, τόσο του Βερολίνου λίγο πριν από την άνοδο του ναζισμού όσο και του (σύγχρονου) κοινού της εν εξελίξει παράστασης. Οι σκηνικές οδηγίες, άλλωστε, υποδεικνύουν ότι στο Κιτ-Κατ Κλαμπ κυριαρχεί ένας μεγάλος καθρέφτης στο κέντρο της σκηνής, που αντανακλά την πλατεία, δηλαδή τους θεατές. Οι θεατές της τωρινής παράστασης ταυτίζονται, δηλαδή, με τους θεατές/πελάτες του βερολινέζικου κακόφημου καμπαρέ της ιστορίας. Το γεγονός ότι το Βερολίνο του '30 και η Αθήνα του 2013, λόγω της βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης, έχουν αρκετά στοιχεία που μοιάζουν μεταξύ τους καθιστά το ανέβασμα του Καμπαρέ υπόθεση ιδιαιτέρως ερεθιστική.

Μόνο που η αχανής σκηνή και η πολυτελής αισθητική της πλατείας (ενός θεάτρου όπερας, όπως η αίθουσα Τριάντη) ήταν απολύτως ξένες προς την πραγματικότητα και την ατμόσφαιρα του έργου. Αντί ενός σκοτεινού, σχετικά περιορισμένου, underground χώρου, που να θυμίζει τα σκίτσα και τους πίνακες του George Grosz και του Οtto Dix, η τεράστια σκηνή κατέστησε τη δράση θέαμα. Οι σχέσεις των προσώπων επί σκηνής δεν είχαν τη σωστή θερμοκρασία κι η όσμωση σκηνής και πλατείας δεν συνέβη ποτέ – ουδεμία «ανταλλαγή» σημειώθηκε. Ίσως γιατί ένας μεγάλος κίνδυνος που καιροφυλακτεί στα μεγάλα θέατρα που λέγαμε είναι ακριβώς ότι το ευρύ κοινό περιλαμβάνει θεατές διαφορετικών «κατηγοριών», απαιτήσεων και γούστου, η ενέργεια των οποίων δύσκολα συγκεντρώνεται στην ίδια κατεύθυνση. Κάπως έτσι το Μέγαρο επιβλήθηκε στην παράσταση (που θύμιζε πιο πολύ Μπρόντγουεϊ απ' όσο το ίδιο το έργο ζητούσε – δείτε π.χ. τη σκηνογραφία, εντυπωσιακή οπωσδήποτε, για τη σκηνή του πάρτι αρραβώνων στο μανάβικο του Σουλτς) και ακύρωσε τη δύναμη που έχει το έργο να συνδιαλέγεται απρόσκοπτα με την προβληματική πραγματικότητα γύρω μας (βγαίνοντας, μετά το τέλος της παράστασης, οι δρόμοι άδειοι σε μια πόλη που άλλοτε έσφυζε από ζωή).

Ευτυχώς, υπήρχε ο Δημήτρης Λιγνάδης: εκπληκτικός στον ρόλο του κομπέρ, απόλυτος master of the game, με μια πληθωρική ενεργητικότητα αλλά και με τον επιθετικό σαρκασμό που είχε ανάγκη μια σύγχρονη ερμηνεία του ρόλου – όταν τραγουδάει, μόνος στην άδεια σκηνή, το «I don't care much» με τη συνοδεία μιας μπάσο ηλεκτρικής κιθάρας είναι απλά έξοχος. Όπως και το ζευγάρι Τάνιας Τσανακλίδου και Μιχάλη Μητρούση – το ντουέτο τους στο «Τραγούδι του ανανά» είναι μία από τις καλύτερες σκηνές της παράστασης. Ειδικά η Τσανακλίδου, τόσο στην πρόζα όσο και στα τραγούδια που ερμηνεύει –και ειδικά στο «What would you do?»–, επιβεβαιώνει ότι η σκηνή του μιούζικαλ είναι κάτι σαν φυσικός χώρος για το ταλέντο της.
Εντυπωσιακή η Μαρία Ναυπλιώτου στον ρόλο της Σάλι Μπόουλς, ατύχησε να μοιράζεται τις περισσότερες σκηνές της με τον Γιώργο Νανούρη, που δεν είχε ούτε το υποκριτικό μέγεθος ούτε τη σκηνική εμπειρία για να αντιμετωπίσει με επάρκεια τον ρόλο του συγγραφέα.

Δεν είναι ευχάριστο να μιλάς για αποτυχία. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το σωστό έργο τη σωστή στιγμή.

Θέατρο
4

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κωνσταντίνος Ζωγράφος: Ο «Ορέστης» του Τερζόπουλου

Θέατρο / Κωνσταντίνος Ζωγράφος: «Ο Τερζόπουλος σου βγάζει τον καλύτερό σου εαυτό»

Ο νεαρός ηθοποιός που πέρυσι ενσάρκωσε τον Πυλάδη επιστρέφει φέτος ως Ορέστης. Με μια ήδη πλούσια διαδρομή στο θέατρο δίπλα σε σημαντικούς δημιουργούς, ετοιμάζει ένα νέο έργο εμπνευσμένο από το Νεκρομαντείο του Αχέροντα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Μάλιστα κύριε Ζαμπέτα»: Αξίζει η παράσταση για τον «μάγκα» του ελληνικού πενταγράμμου;

The Review / «Μάλιστα κύριε Ζαμπέτα»: Αξίζει η παράσταση για τον «μάγκα» του ελληνικού πενταγράμμου;

Με αφορμή την παράσταση γι’ αυτόν τον αυθεντικό δημιουργό που τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 μεσουρανούσε, ο Χρήστος Παρίδης και η Βένα Γεωργακοπούλου σχολιάζουν τον αντίκτυπό του στο κοινό σήμερα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Οιδίπους Τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή: Η άνοδος, πτώση και η αποθέωση

Αρχαίο Δράμα Explained / «Οιδίπους Τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή: Η άνοδος, η πτώση και η αποθέωση

Τι μας μαθαίνει η ιστορία του Οιδίποδα, ενός ανθρώπου που έχει τα πάντα και τα χάνει εν ριπή οφθαλμού; Η κριτικός θεάτρου Λουίζα Αρκουμανέα επιχειρεί μια θεωρητική ανάλυση του έργου του Σοφοκλή.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία

Θέατρο / Αλίκη Βουγιουκλάκη: Πώς έσπαγε τα ταμεία στο θέατρο επί 35 χρόνια

Για δεκαετίες έχτισε, με το αλάνθαστο επιχειρηματικό της ένστικτο, μια σχέση με το θεατρικό κοινό που ακολουθούσε υπνωτισμένο τον μύθο της εθνικής σταρ. Η πορεία της ως θιασάρχισσας μέσα από παραστάσεις-σταθμούς και τις μαρτυρίες συνεργατών της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Νίκος Καραθάνος: «Εμείς είμαστε οι χώρες, τα κείμενα, οι πόλεις, εμείς είμαστε οι μύθοι»

Θέατρο / Νίκος Καραθάνος: «Εμείς είμαστε οι χώρες, τα κείμενα, οι πόλεις, εμείς είμαστε οι μύθοι»

Στον πολυαναμενόμενο «Οιδίποδα» του Γιάννη Χουβαρδά, ο Νίκος Καραθάνος επιστρέφει, 23 χρόνια μετά, στον ομώνυμο ρόλο, ακολουθώντας την ιστορία από το τέλος προς την αρχή και φωτίζοντας το ανθρώπινο βάθος μιας τραγωδίας πιο οικείας απ’ όσο νομίζουμε.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ένα δώρο που άργησε να φτάσει

Θέατρο / «Κοιτάξτε πώς φέρονταν οι αρχαίοι στους ξένους! Έτσι πρέπει να κάνουμε κι εμείς»

Ένα δώρο που έφτασε καθυστερημένα, μόλις είκοσι λεπτά πριν το τέλος της παράστασης - Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για το «ζ-η-θ, ο Ξένος» σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Η Κασσάνδρα της Έβελυν Ασουάντ σημάδεψε το φετινό καλοκαίρι

Θέατρο / Η Κασσάνδρα της Έβελυν Ασουάντ σημάδεψε την «Ορέστεια»

Η «Ορέστεια» του Θεόδωρου Τερζόπουλου συζητήθηκε όσο λίγες παραστάσεις: ενθουσίασε, προκάλεσε ποικίλα σχόλια και ανέδειξε ερμηνείες υψηλής έντασης και ακρίβειας. Ξεχώρισε εκείνη της Έβελυν Ασουάντ, η οποία, ως Κασσάνδρα, ερμήνευσε ένα αραβικό μοιρολόι που έκανε πολλούς να αναζητήσουν το όνομά της. Το φετινό καλοκαίρι, η παράσταση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, στους Δελφούς και στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων.
M. HULOT
Η Λίνα Νικολακοπούλου υπογράφει και σκηνοθετεί τη μουσικοθεατρική παράσταση «Χορικά Ύδατα»

Θέατρο / «Χορικά Ύδατα»: Ο έμμετρος κόσμος της Λίνας Νικολακοπούλου επιστρέφει στη σκηνή

Τραγούδια που αποσπάστηκαν από το θεατρικό τους περιβάλλον επιστρέφουν στην πηγή τους, σε μια σκηνική τελετουργία γεμάτη εκπλήξεις που φωτίζει την τεράστια καλλιτεχνική παρακαταθήκη της στιχουργού.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Το ημέρωμα της στρίγγλας»: Ήταν ο Σαίξπηρ μισογύνης;

The Review / «Το ημέρωμα της στρίγγλας»: Ήταν ο Σαίξπηρ μισογύνης;

Γιατί εξακολουθεί να κερδίζει το σύγχρονο κοινό η διάσημη κωμωδία του Άγγλου βάρδου κάθε φορά που ανεβαίνει στη σκηνή; Ο Χρήστος Παρίδης και η Βένα Γεωργακοπούλου συζητούν με αφορμή την παράσταση που σκηνοθετεί η Εύα Βλασσοπούλου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Darkest White»: Ένα σύμπαν που εξερευνά την ανθεκτικότητα και τη δύναμη της γυναίκας 

Θέατρο / «Darkest White»: Ο εμφύλιος από την πλευρά των χαμένων

Το έργο της Δαφίν Αντωνιάδου που θα δούμε στο Φεστιβάλ Αθηνών, εξερευνά μέσω προσωπικών και ιστορικών αναμνήσεων και μέσα από την ανθεκτικότητα και τη δύναμη της γυναικείας παρουσίας, ιστορίες εκτοπισμού και επιβίωσης. 
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Beytna: Μια παράσταση χορού που είναι στην ουσια ένα τραπέζι με φίλους

Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας / Beytna: Μια παράσταση χορού που είναι στην ουσία ένα τραπέζι με φίλους

Ο σπουδαίος λιβανέζος χορευτής και χορογράφος Omar Rajeh, επιστρέφει με την «Beytna», μια ιδιαίτερη περφόρμανς με κοινωνικό όσο και γαστριμαργικό αποτύπωμα, που θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του φετινού 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η νύφη και το «Καληνύχτα, Σταχτοπούτα»

Θέατρο / Η Καρολίνα Μπιάνκι παίρνει το ναρκωτικό του βιασμού επί σκηνής. Τι γίνεται μετά;

Μια παράσταση-περφόρμανς που μέσα από έναν εξαιρετικά πυκνό και γοητευτικό λόγο, ένα κολάζ από εικόνες, αναφορές, εξομολογήσεις, όνειρα και εφιάλτες μάς κάνει κοινωνούς μιας ακραίας εμπειρίας, χωρίς να σοκάρει.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ακούγεσαι Λυδία, Ακούγεσαι ίσαμε το στάδιο

Επίδαυρος / «Ακούγεσαι, Λυδία, ίσαμε το στάδιο ακούγεσαι»

Κορυφαίο πρόσωπο του αρχαίου δράματος, συνδεδεμένη με εμβληματικές παραστάσεις, ανατρέχει σε δεκαπέντε σταθμούς της καλλιτεχνικής της ζωής στην Επίδαυρο και αφηγείται προσωπικές ιστορίες, επιτυχίες και ματαιώσεις, εξαιρετικές συναντήσεις και συνεργασίες, σε μια πορεία που αγγίζει τις πέντε δεκαετίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Ούρλιχ Ράσε και το παρασκήνιο της ιστορίας της Ισμήνης

Θέατρο / Η σκηνή του Ούρλιχ Ράσε στριφογύριζε - και πέταξε έξω την Ισμήνη

Στην παράσταση που άνοιξε την Επίδαυρο, ο Γερμανός σκηνοθέτης επέλεξε να ανεβάσει μια Αντιγόνη χωρίς Ισμήνη. Η απομάκρυνση της Κίττυς Παϊταζόγλου φωτίζει τις λεπτές –και άνισες– ισορροπίες εξουσίας στον χώρο του θεάτρου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου μέσα στη γοητεία και στον τρόμο του Δράκουλα

Πρώτες Εικόνες / Dracula: Η υπερπαραγωγή που έρχεται το φθινόπωρο στην Αθήνα

Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου μιλά αποκλειστικά στη LiFO για την πιο αναμενόμενη παράσταση της επερχόμενης σεζόν, για τη διαχρονική γοητεία του μύθου που φαντάστηκε ο Μπραμ Στόκερ στα τέλη του 19ου αιώνα, για το απόλυτο και το αιώνιο μιας ιστορίας που, όπως λέει, τον «διαλύει».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ερωτευμένος με τον Κρέοντα

Θέατρο / Ο Rasche αγάπησε τον Κρέοντα περισσότερο από την Αντιγόνη

«Η εκφορά του λόγου παραδίδεται αμαχητί σε μια άκρατη δραματικότητα, σε ένα υπερπαίξιμο, σε μια βεβιασμένη εμφατικότητα, σε έναν στόμφο παλιακό που θα νόμιζε κανείς πως έχει εξαλειφθεί πλέον. Η σοβαροφάνεια σε όλο το (γοερό) μεγαλείο της». Έτσι ξεκίνησε φέτος η Επίδαυρος.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Πολεμικοί Ανταποκριτές: Ψάχνοντας την αλήθεια μέσα στο ζόφο του πολέμου

Θέατρο / Πολεμικοί Ανταποκριτές: Ψάχνοντας την αλήθεια μέσα στον ζόφο του πολέμου

Σε μια περίοδο που ο πόλεμος αποτελεί βασικό συστατικό της καθημερινότητάς μας, μια παράσταση εξετάζει όσα μεσολαβούν μεταξύ γεγονότος και πληροφορίας και πώς διαμορφώνουν την τελική καταγραφή και την ιστορική μνήμη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ

σχόλια

2 σχόλια
Αγαπητή κα Καλτάκη, να μου επιτρέψετε να πω καταρχήν ότι η παράσταση της Αλίκης το 1978 ήταν καλύτερη και εντιμότερη από την παράσταση που κατασκεύασε ο κ. Ρήγος. Η πρωταγωνίστρια μπορεί να άλλαζε κοστούμια όπως λέτε, (όχι και τόσα πολλά πάντως), αλλά είχε και τη λάμψη που απαιτεί ο ρόλος. Επίσης, να σας θυμίσω ότι για την υποκριτική ερμηνεία της στην Εβίτα, και όχι για τις φωνητικές της επιδόσεις, η Διεθνής Ένωσης Κριτικών την είχε κυρήξει την καλύτερη Εβίτα παγκοσμίως. Και τώρα για το Καμπαρέ του κ. Ρήγου. Συμφωνώ σε αυτά που λέτε, ήταν φάουλ, για πολλούς λόγους. Ο κ. Ρήγος ανασκολόπισε το έργο. Του αφαίρεσε κάθε γοητεία και ατμόσφαιρα. Δεν μπόρεσε καν να στηρίξει τα υπέροχα νούμερα ουτε να αναδείξει τη θεατρικότητα τους, τη σκηνή δηλαδή του Καμπαρέ μέσα στη σκηνή του θεάτρου. Χαντάκωσε τους περισσότερους ηθοποιούς, και την υπέροχη Μ. Ναυπλιώτου, η οποία ωστόσο, δεν έπεισε καθόλου. Την βραδιά που είδα την παράσταση, ο ήχος ήταν τόσο κακός που δεν ακούκαμε καθαρά ούτε τους στίχους των τραγουδιών αλλά και πολλά κομμάτια της πρόζας των ηθοποιών. Θα μπορούσα να σας πω πολλά, αλλα σε ένα διαφωνώ κάθετα: στο ότι ο κ. Λιγνάδης ήταν εκπληκτικός. Μου κάνει εντύπωση που τον βρήκατε εκπληκτικό, αλλά δεν είναι ανάγκη να συμφωνούμε όλοι. Ήταν κάτι σαν μπουνιά στο στομάχι του έργου. Δεν είχε ούτε τη φινέτσα ούτε το στυλ που απαιτεί ο ρόλος. Κατάστεψε την εισαγωγή, κατάστρεψε το Money, Money!.Και πλάτιαζε όταν υποτίθεται ότι παρουσίαζε το "ίνδαλμα του Κιτ Κατ Κλαμπ", Σάλλυ Μπόουλς. Γενικώς ήταν από τις χειρότερες επιλογές για το ρόλο.Και η παράσταση μια απο τις χειρότερες που έχω δει ποτέ μου. Ανευρη, άοσμη, χωρίς ρυθμό, με τη σύνδεση των σκηνών να πάσχει σοβαρά και να προκαλεί ανία και πλήξη. Κρίμα που ο κ. Ρήγος πήρε τα δικαιώματα και επιφύλαξε αυτήν την αντιμετώπιση σε αυτό το έργο. Κρίμα που το Μεγαρο Μουσικής θεωρεί τον κ. Ρήγο τον σούπερ σκηνοθέτη που τα κάνει όλα: και θεάματα πίστας (δεν έχω τίποτα εναντίον τους) και το Καμπαρέ. Αλλά όπως διαπιστώνετε και η ίδια, όλες οι επιλογές έχουν τις συνέπειές τους. Σε αυτήν την περίπτωση δυστυχώς, Πίστα - Καμπαρέ: 1 - 0.