«Επέλεξα αυτόν τον τίτλο γιατί ήθελα κάτι θετικό. Να έρθουν οι θεατές να δουν, να βιώσουν, να σκεφτούν. Στην πραγματικότητα σχετίζεται με ένα διαφημιστικό από την Εκκλησία που έφτασε στην πόρτα μας το Πάσχα. Σκέφτηκα ότι πρόκειται για έναν έξυπνο τίτλο κι ότι θα τον χρησιμοποιούσα. Είναι ο τρόπος μου να παρατηρώ τα πράγματα, να βιώνω τη ζωή, τις τραγωδίες και την ομορφιά, όλα όσα έχουν σημασία».
Κάπως έτσι ξεκίνησε ο εξαιρετικός φωτογράφος Juergen Teller τη συνέντευξη Τύπου λίγες ώρες πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης «you are invited» στο Onassis Ready, τον νέο χώρο του Ιδρύματος Ωνάση στο Ρέντη, σε μια συζήτηση με την καλλιτεχνική διευθύντρια της Στέγης, Αφροδίτη Παναγιωτάκου. Είμαστε λοιπόν όλοι καλεσμένοι του, σε μια έκθεση που δεν θυμίζει παρόμοιες εκθέσεις με χαρακτήρα αναδρομικής ενός αναγνωρισμένου διεθνώς φωτογράφου μόδας αλλά είναι σχεδιασμένη στην εντέλεια, όπως εξήγησε στα περίπου 50 λεπτά που διήρκεσε η ενημέρωση.
Ο Juergen Teller ντύνεται με φλούο χρώματα. Στη συνάντησή μας μαζί του στον νέο αυτό χώρο που η Α. Παναγιωτάκου χαρακτήρισε «factory of adventures, factory of dreams» και πράγματι διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις για να αποτελέσει ακριβώς αυτό, ένα εργοστάσιο εμπειριών και ονείρων (υπήρξε παλιότερα, και πριν ανακατασκευαστεί, εργοστάσιο πλαστικών), ο τιμώμενος καλλιτέχνης φορούσε ροζ σορτσάκι και είχε ένα ροζ φούτερ ριγμένο ανέμελα στην πλάτη. Καμία έκπληξη για έναν άνθρωπο που όχι μόνο αγαπάει υπερβολικά τη ζωή και θέλει να το δείχνει με κάθε του χειρονομία αλλά και που η λάμψη των σούπερ διάσημων (μοντέλων, σταρ του κινηματογράφου, προσωπικοτήτων των διεθνών media) που συνήθως φωτογραφίζει, όπως φαίνεται, επιστρέφει σε αυτόν.
«Μετά από έναν χρόνο πειραματισμών, το να φωτογραφίζω τον εαυτό μου με βοήθησε να ανοιχτώ και να αρχίσω να φωτογραφίζω τους πάντες, ακόμα και ανθρώπους που δεν συμπαθούσα ή που δεν με ενδιέφεραν καθόλου∙ ωστόσο προσπαθούσα να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό και να πετύχω την καλύτερη δυνατή απεικόνισή τους».
Άλλωστε, εδώ και πολλά χρόνια ένα από τα μοντέλα του είναι και ο ίδιος ο εαυτός του. Είπε σχετικά με αυτό: «Νομίζω ότι όλα ξεκίνησαν γύρω στο 2000, όταν άρχισα να βαριέμαι και να κουράζομαι με το να φωτογραφίζω ηθοποιούς και διασημότητες και με όλη εκείνη τη ματαιοδοξία, και σκέφτηκα πώς θα ήταν άραγε να φωτογραφίσω εμένα∙ πώς θα αντιδρούσε η κάμερα, πώς θα το σκηνοθετούσα, πώς θα πόζαρα. Εν τέλει έμαθα πολλά από τη διαδικασία τού να φωτογραφίζω τον εαυτό μου. Ήμουν ήδη πολύ διάσημος φωτογράφος μόδας και συνεργαζόμουν με σούπερ μόντελ, όπως οι Stephanie Seymour, Claudia Schiffer, Cindy Crawford, Linda Evangelista, αλλά είχα κουραστεί να ταξιδεύω όλη την ώρα στην Αμερική. Βαρέθηκα και ήθελα να βρίσκομαι στο στούντιό μου. Ας ερχόντουσαν εκεί, αν ήθελαν.

Ήταν την ίδια εποχή που απέκτησε μεγάλη φήμη η Kate Moss και όλοι έψαχναν το επόμενο σούπερ μόντελ, αλλά εγώ ήμουν στο αντίθετο ρεύμα, ήθελα να εκδημοκρατίσω όλο αυτό το σενάριο. Νεότερος πίστευα ότι μπορούσα να φωτογραφίσω αποκλειστικά και μόνο όσους με έλκυαν, όσους εκτιμούσα, όποιον συμπαθούσα. Ότι ήταν ο μόνος τρόπος, η μόνη επιλογή για εμένα.
Μετά από έναν χρόνο πειραματισμών, το να φωτογραφίζω τον εαυτό μου με βοήθησε να ανοιχτώ και να αρχίσω να φωτογραφίζω τους πάντες, ακόμα και ανθρώπους που δεν συμπαθούσα ή που δεν με ενδιέφεραν καθόλου∙ ωστόσο προσπαθούσα να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό και να πετύχω την καλύτερη δυνατή απεικόνισή τους.
Αυτό με οδήγησε στο να δεχτώ να φωτογραφίσω τον O.J. Simpson, τον δολοφόνο δύο ανθρώπων. Ήταν σωστό να φωτογραφίσω ένα τέτοιο άτομο; Η περιέργειά μου ήταν τόσο δυνατή που το ήθελα πολύ. Με ενθουσιάζει επίσης να φωτογραφίζω λούτρινα ζωάκια ή τη μητέρα μου ή σταυρούς στη Λιθουανία, οτιδήποτε, αρκεί να ερεθίζει την καρδιά μου και τη σκέψη μου. Νιώθω τον ίδιο ενθουσιασμό με μια ομάδα που κερδίζει στο ποδόσφαιρο».
Η Λιθουανία είναι η πατρίδα της συντρόφου του, Dovile Drizyte, η οποία έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη δουλειά του τα τελευταία χρόνια, αποτελώντας την πιο σημαντική του συνεργάτιδα. Όση ώρα μιλούσε με την A. Παναγιωτάκου, εκείνη τον παρακολουθούσε όρθια στον τοίχο και συναινούσε στα λεγόμενά του. Η άλλη γυναίκα που έπαιξε αδιαμφισβήτητο ρόλο στη ζωή του ήταν η μητέρα του. «Η μητέρα μου είχε τεράστια σημασία για εμένα, ήταν εκείνη που με στήριξε όταν μετακόμισα στο Λονδίνο, όταν δεν είχα χρήματα». Στον πατέρα του χρωστάει μια δύσκολη παιδική ηλικία και ένα χαστούκι. Του το έδωσε όταν ήταν έφηβος.

Θυμάται: «Ετοιμαζόμουν να φύγω για ένα ταξίδι στη Σικελία και μου έδωσε τη φωτογραφική του μηχανή, λέγοντάς μου να την πάρω μαζί μου για να τραβήξω φωτογραφίες. Του είπα να πάει να γαμηθεί και ότι για έμενα δεν άξιζε τίποτα. Σήμερα είμαι φωτογράφος, τι παράξενο». Η πρώτη χρονικά φωτογραφία της έκθεσης είναι η δική του ως μωρό. Την τράβηξε ο πατέρας του, που αυτοκτόνησε όταν εκείνος ήταν 24 ετών. Αργότερα φωτογραφήθηκε γυμνός πάνω από τον τάφο του, κρατώντας ένα ποτήρι μπίρα. Στο pavilion (ή chapel όπως τον «διόρθωσε» η Α. Παναγιωτάκου) του υπογείου, όπου συνεχίζεται η έκθεση με μερικές από τις πιο εντυπωσιακές του φωτογραφίες μόδας με φόντο εκκλησίες από την Ιταλία, προβάλλεται ένα σύντομο φιλμ με τίτλο «ΜΕΝ».
Είναι αφιερωμένο στον πεθερό του, στον πατέρα του, στην ανδρική φιλία και στο γυναικείο βλέμμα. Γυμνός στα χιόνια, φορώντας μόνο ένα σορτσάκι σαν αυτό της συνέντευξης, αν όχι και το ίδιο, διασχίζει το παγωμένο τοπίο μαζί με τον Alexander Skarsgard, που φοράει επίσης ένα απλό σορτς και μπότες, εκτελώντας μια διαδικασία την οποία κάποτε ακολουθούσαν οι εξόριστοι στη Σιβηρία για να αφοδεύσουν. Ο Juergen Teller διαθέτει πράγματι απίστευτο χιούμορ και, ως αυθεντικός καλλιτέχνης, την ανάγκη να προβοκάρει.
Όλος ο κάτω όροφος είναι αφιερωμένος στη μόδα. Οι φωτογραφίες είναι κυρίως από ένα αφιέρωμα που του ανέθεσε το ιταλικό «Harper’s Bazaar», για το οποίο περίμεναν να φωτογραφίσει, για τις 86 σελίδες που έπρεπε να γεμίσει, τη Βενετία, τη Ρώμη και το Μιλάνο. «Τα βαριόμουν τόσο πολύ όλα αυτά. Είπα, πρέπει να σκεφτούμε κάτι άλλο. Έναν χρόνο πριν, το Βατικανό μού είχε αναθέσει να φωτογραφίσω τον Πάπα Φραγκίσκο για την Μπιενάλε της Βενετίας. Η συνάντηση μαζί του και η φωτογράφιση που ακολούθησε ήταν τέτοιας έντασης που άσκησε πολύ μεγάλη επιρροή επάνω μου. Είμαι καθολικός όπως και η γυναίκα μου και όπου βρεθούμε σε όλο τον κόσμο μπαίνουμε σε εκκλησίες. Ήταν δική της ιδέα να κάνω το αφιέρωμα στις εκκλησίες. Δεν θα είχα το κουράγιο να το κάνω αν δεν είχα φωτογραφίσει προηγουμένως τον Πάπα. Μου έδωσε φτερά. Οι εκκλησίες με την υπέροχη αρχιτεκτονική τους και το φως που αντανακλάται από τα μαρμάρινα δάπεδα, οι πίνακες του Καραβάτζιο, όλος αυτός ο πλούτος και η δύναμη. Περάσαμε απερίγραπτα καλά διασχίζοντας την Ιταλία και φωτογραφίζοντας. Όταν αντίκρισα το κτίριο όπου βρισκόμαστε τώρα, ήθελα να το μετατρέψω σε κάτι σαν καθεδρικό. Εν τέλει, ο εξωτερικός χώρος εκπροσωπεί τη μητέρα μου, και το εσωτερικό, όπου προβάλλεται η ταινία, τον πατέρα μου και τον πεθερό μου, που ήταν όλα όσα δεν ήταν ποτέ ο πατέρας μου».



Και τους δύο εκθεσιακούς χώρους, επάνω και κάτω, που είναι σχεδιασμένοι για την έκθεση από τον φίλο και συνεργάτη του, αρχιτέκτονα Tom Emerson, τους έχει επιμεληθεί ο ίδιος ως site specific ή, όπως είπε η Α. Παναγιωτάκου, ως time specific. Εξήγησε ο ίδιος: «Όπου και να πάω, έχω στο μυαλό μου τον τόπο, την πόλη, το κτίριο όπου θα γίνει η έκθεση. Έχει μεγάλη σημασία για μένα. Δεν θέλω να περιφέρω μια συλλογή φωτογραφιών από μέρος σε μέρος, ένα επαναλαμβανόμενο, πανομοιότυπο πράγμα. Δεν είναι ο τρόπος μου, δεν δουλεύω έτσι εγώ, θα ήταν τρομερά βαρετό για μένα. Θέλω πρώτα να ενθουσιαστώ ο ίδιος. Όλα να είναι καινούργια. Κάποια έργα σε συγκεκριμένες περιστάσεις αποκτούν σημασία σε συνδυασμό με άλλα έργα. Άλλες φορές παρουσιάζω ένα έργο μόνο του κι άλλοτε παρουσιάζω έργα σε διάλογο μεταξύ τους. Κι όλα κινούνται ανάλογα με τους καιρούς που ζούμε. Όπως στην περίπτωση των φωτογραφιών σχετικά με τον Τραμπ και το Brexit, που δεκαπέντε χρόνια πριν δεν θα είχαν νόημα. Είναι πάντα σημαντικό να αναπνέεις, να βιώνεις και να συναισθάνεσαι τα πράγματα στο τώρα. Κι εγώ θέλω να είμαι ζωντανός και νέος και φρέσκος, και όχι απλώς να ταξιδεύουν τα έργα μου».
Η Α. Παναγιωτάκου τον ρώτησε γιατί δεν βάζει καρτέλες που να εξηγούν στους θεατές τα έργα του. «Γιατί θέλω να χρησιμοποιούν τη φαντασία τους. Να ανοίξει το μυαλό τους και να συλλογιστούν», απάντησε. Κάποια στιγμή τού υπενθύμισε ότι σε μια από τις πρώτες τους συναντήσεις στο στούντιό του στο Λονδίνο αναφέρθηκε στο θέμα οικογένεια και εκείνος ενθουσιάστηκε, καθώς θα μπορούσε να παρουσιάσει τις φωτογραφίες από την καθημερινή προετοιμασία του πρωινού καφέ.
Τα πρώτα έργα με τα οποία έρχεται σε επαφή ο επισκέπτης του Onassis Ready είναι καθημερινές φωτογραφίες, σχεδόν χειροποίητες, κολλημένες στον τοίχο, οι οποίες απεικονίζουν ό,τι πιο «ευτελές» μπορείς να φανταστείς, όπως τα απομεινάρια του φίλτρου της καφετιέρας, όλα όμως με καταφανή συναισθηματική αξία για τον Teller. Δίπλα ακριβώς, μια υπερμεγεθυμένη φωτογραφία ενός πιάτου με ένα σαλιγκάρι και ένα νεκταρίνι μάς υποδέχεται στον χώρο. Στο κείμενο που τη σχολιάζει (ένα από τα πολλά που συνοδεύουν τις φωτογραφίες, καθώς ο Teller επιδίδεται και στο γράψιμο) μαθαίνουμε ότι «teller» σημαίνει στα γερμανικά πιάτο. Μεταξύ άλλων, μας είπε: «Για εμένα όλες αυτές οι φωτογραφίες είναι κατά κάποιον τρόπο αντικείμενα. Τις αγγίζεις με τον ίδιο τρόπο που πιάνεις στα χέρια σου ένα βιβλίο. Όποτε προετοιμάζω ένα άλμπουμ, ξεκινάω παραθέτοντας τις φωτογραφίες επάνω στο τραπέζι. Έχω μεγάλα τραπέζια στο στούντιό μου και τις απλώνω και τους αλλάζω θέσεις πριν τις περάσω στον υπολογιστή. Το στούντιο αποτελεί ένα μεγάλο εργαστήριο όπου εργάζομαι σχεδιάζοντας τις εκθέσεις, έχοντας κοντά μου και μια μακέτα του χώρου».




Όπως συμπλήρωσε η Α. Παναγιωτάκου, κάθε στοιχείο της αίθουσας, από μια απλή πρίζα μέχρι έναν πυροσβεστήρα, μπορεί να αποτελέσει για τον Teller μέρος της έκθεσης, καθώς του αρέσει να εντάσσει οτιδήποτε υπάρχει μέσα στον χώρο σε διάλογο με τα έργα του. Η ίδια αναρωτήθηκε αν έχει τα μάτια του διάπλατα ανοιχτά όταν περπατάει στον δρόμο. Ήταν κάθετος: «Καθόλου, σχεδόν τα κλείνω! Είμαι ένας κανονικός άνθρωπος». Το κοινό ξέσπασε σε γέλια και η Α. Παναγιωτάκου τού θύμισε ότι όποιος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο είναι επειδή είναι ακριβώς το αντίθετο.
Ο Teller συνέχισε: «Δεν φωτογραφίζω ποτέ κάτι αυτόματα. Έχω την ανάγκη να σκεφτώ σχετικά με το πρόσωπο ή οτιδήποτε άλλο συναντάω. Έχω μια ιδέα και επιστρέφω σε αυτήν αφού έχω σκεφτεί. Λένε ότι το φωτορεπορτάζ είναι απλό. Κι όμως, έχει εκτελεστεί με πολλή προϋπάρχουσα σκέψη. Επιστρέφω στις εκθέσεις μετά τα εγκαίνια μόνος, φωτογραφίζω τον χώρο και δημιουργώ υπέροχες εικόνες. Πρέπει να “νιώθεις” την αίθουσα και να σκέφτεσαι πώς πρέπει να ξεκινάει η έκθεση ώστε ο κόσμος να ενθουσιάζεται όταν βλέπει αυτήν τη σειρά φωτογραφιών, που οδηγεί στις φωτογραφίες της ζωής μου, εκείνες που σχετίζονται με τον πατέρα μου, την πρώτη μου φωτογραφία από αυτόν και μετά την αυτοκτονία του, οι οποίες καταλήγουν στα εσώτερα του βίου μου, όπως όλες οι φωτογραφίες με την Dovile. Γι’ αυτές έπρεπε να σκεφτώ σοβαρά με ποιον τρόπο θα παραταχθούν, σε τι μέγεθος και τι προοπτική, και αν θα έχουν κορνίζες, που τις αποφύγαμε γιατί είναι ακριβές».
Στην παρατήρηση της Α. Παναγιωτάκου ότι δεν επιλέγει το σοκ, που αποτελεί έναν εύκολο τρόπο να τραβήξει κανείς την προσοχή, αλλά προτιμάει την έκπληξη, της απάντησε: «Σκέφτομαι τη μόδα και τη βιομηχανία της μόδας, πόσο βαριά, σοβαρή και στεγνή είναι η φωτογραφία μόδας, πόσο πολλά χρήματα εμπλέκονται αλλά και πόσο βαρετή και επαναλαμβανόμενη είναι συχνά. Κοιτάζω το παρελθόν και όλους τους σημαντικούς, όπως ο Richard Avedon, ο Guy Bourdin, ο Helmut Newton, τον οποίον έχουν κατακλέψει. Τώρα αντιγράφουν εμένα. Η μόδα θα έπρεπε πάνω απ’ όλα να είναι διασκεδαστική. Να σε προστατεύει από τη βροχή και να φοράς ό,τι σου κάνει κέφι, και όχι να είναι κάτι πεθαμένο. Η μόδα είναι σαν το θέατρο, σαν τα όνειρα, σαν τη φαντασία∙ μπορείς να δημιουργήσεις υπέροχα πράγματα. Έχει χιούμορ και πιστεύω ότι έτσι θα έπρεπε να είναι. Αυτό κάνω κι εγώ, και παίρνω το χιούμορ πολύ στα σοβαρά». Τα τελευταία του λόγια ήταν για τη σύζυγό του: «Θα ήμουν πολύ φτωχότερος αν δεν υπήρχε εκείνη σε κάθε διάσταση της ζωής μου».
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση «you are invited» εδώ.