ΤΟ «ΝΑ ΚΑΨΟΥΜΕ ΤΟ ΧΘΕΣ» είναι το ντεμπούτο άλμπουμ των Dionysians, ενός ροκ σχήματος που επιχειρεί να αναβιώσει τον garage ήχο της δεκαετίας του ’60. Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Veego Records, αφού είχε προηγηθεί το καλοκαίρι ένα 7ιντσο single με δύο τραγούδια («Αφερέγγυα Φιλιά», «Ηλεκτρισμένα beach bar»).
Εδώ και μήνες άκουγα για ένα «σούπερ γκρουπ» που παίζει garage, πολύ πρoτού εμφανιστεί επίσημα οποιοδήποτε δείγμα της δουλειάς του, από τον Ανδρέα Μητρέλη, τον άνθρωπο πίσω από τη Veego. Παρ’ όλα αυτά, ήμουν επιφυλακτική. Όχι επειδή αμφισβητούσα τον ενθουσιασμό του, αλλά επειδή μια ηχητική βουτιά στα ’60s σε μια εποχή όπου στην εγχώρια ανεξάρτητη σκηνή κυριαρχούν ο ηλεκτρονικός ήχος των ’80s και η τραπ, με έκανε να νιώθω κάπως περίεργα και εκτός κλίματος.
«Η νοσταλγία ίσως να μας αγγίζει κάπως, δηλαδή αυτή η γλυκιά και θολή ανάμνηση μιας δεκαετίας την οποία δεν ζήσαμε, αλλά εμπνεόμαστε από τον απόηχό της».
Η garage rock/psych μουσική έχει βαθιές ρίζες στην Ελλάδα ήδη από τη δεκαετία του ’60. Τα ελληνικά συγκροτήματα όχι μόνο συμβάδιζαν με τα αντίστοιχα ξένα της εποχής τους αλλά έκαναν δουλειές που μπορούσαν να σταθούν επάξια στο εξωτερικό: από τα πρώτα ποπ, τύπου Beatles, κομμάτια των Charms και των Forminx μέχρι την πρωτόγνωρη άνθησή της μέσα από πιο αναγνωρισμένα και ιστορικά άλμπουμ όπως αυτά των Aphrodite’s Child, των Πελόμα Μποκίου, του Κώστα Τουρνά και του Γιώργου Ρωμανού που στρέφονταν προς την πιο psych πλευρά.
The Dionysians - Το Κορίτσι του Βούντου
Στη δεκαετία του ’80 το είδος πέρασε σε πιο underground μονοπάτια με τους Last Drive και σχήματα όπως τα Mushrooms, Purple Overdose, The Melting Ashes, Νο Man’s Land μεταξύ άλλων, ενώ στα ’90s γνώρισε μια δεύτερη άνθηση με τους Cardinals, Sound Explosion, Frantic V, Yesterday’s Thoughts, Voyage Limpid Sound και Meanie Geanies. Στις αρχές των ’10s πέρασε την τρίτη αναβίωσή του, η οποία άνθησε την ίδια εποχή που ο ήχος επανήλθε στη σκηνή του Σαν Φρανσίσκο. Δεν ήταν μόνο το άνοιγμα των Acid Baby Jesus σε ένα πιο διεθνές ακροατήριο, όσο η εμφάνιση μιας νέας φουρνιάς Ελλήνων μουσικών και σχημάτων που ξεπετάγονταν από διάφορες περιοχές της Ελλάδας με lo-fi χαρακτήρα και αρκετές δόσεις πειραματισμού. Τότε είδαμε μπάντες όπως οι Bazooka, οι Velvoids, οι Acid Barrets, οι Noise Figures, Drug Free Youth να κυριαρχούν στην ανεξάρτητη σκηνή. Κάτι παρόμοιο που γίνεται τώρα με τα ’80s.
Δέκα χρόνια μετά και πάνω από εξήντα από τη γέννηση του είδους, αντέχει το ελληνικό κοινό μια ακόμη αναβίωση του συγκεκριμένου ήχου; Ή έχει κουραστεί; Μια εύλογη απορία που δεν γνωρίζω αν μπορεί να απαντηθεί άμεσα.
Οι Dionysians επαναφέρουν τον συγκεκριμένο ήχο στο προσκήνιο και το κάνουν με έναν απολύτως αυθεντικό τρόπο. Τα δέκα κομμάτια του άλμπουμ από τη μία πατούν στο πιο επιθετικό και τραχύ ύφος του είδους και όχι τόσο στις ψυχεδελικές εκφάνσεις του, παραπέμποντας σε συγκροτήματα όπως οι Sonics, από την άλλη υιοθετούν μια πιο fun και ποπ αισθητική που φαίνεται κυρίως από τους στίχους και θυμίζει έντονα τους δικούς μας Idols και Olympians. Ο ήχος τους δεν είναι τόσο σύγχρονος καθαυτόν, παρόλο που έχουν χρησιμοποιήσει μοντέρνα μέσα για την παραγωγή του. Ακούγεται περισσότερο ως ένας φόρος τιμής στην αγαπημένη τους μουσική, που συνδυάζει νοσταλγικά στοιχεία από το παρελθόν, αλλά δεν προσφέρει κάτι καινούργιο.
Η βασική διαφοροποίηση από παλιότερες αναβιώσεις του είδους –ιδίως εκείνες των ’80s, ’90s και ’10s– και το μεγαλύτερο ατού του δίσκου είναι ότι οι Dionysians τραγουδούν αποκλειστικά στα ελληνικά. Αυτή η επιλογή τούς φέρνει σε διάλογο με τα συγκροτήματα των ’60s που επιχείρησαν να προσαρμόσουν την ελληνική γλώσσα στις φόρμες αυτού του νέου ξενόφερτου είδους, διαμορφώνοντας μια εγχώρια εκδοχή του ήχου με σαφή ταυτότητα.
Το γκρουπ ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 2024 από τους Κώστα Μηλιαρά (Polaroid Buffalo Club, Solo, πρώην The Mojo Caravans) και Γιώργο Παπακώστα (Coral Fuzz, Polaroid Buffalo Club, The Acid Visions). Προτού καταλήξουν να ηχογραφήσουν το άλμπουμ, τα μέλη των Dionysians είχαν ήδη συνεργαστεί σε άλλα πρότζεκτ και είχαν χτίσει έναν πολύ καλό κώδικα επικοινωνίας, καθώς πέρα από συνεργάτες είναι και στενοί φίλοι. Το συγκρότημα προέκυψε αρκετά οργανικά: συζητούσαν για καιρό ότι ήθελαν να δημιουργήσουν κάτι ελληνόφωνο και όταν άρχισαν να ανταλλάσσουν demos με ιδέες, κατάλαβαν ακριβώς πού θα κατέληγε μουσικά και ηχητικά όλο αυτό. Παίζουν μόνοι τους όλα τα όργανα, αν και στις live εμφανίσεις τους ζητούν τη βοήθεια δύο φίλων τους στο μπάσο και στα ντραμς, οι οποίοι πλέον έχουν γίνει σταθερά μέλη της μπάντας.
Ο ήχος τους δεν είναι ακριβώς κάτι που επιδίωξαν εξαρχής. «Είναι περισσότερο η συνέχεια όσων έχουμε κάνει ήδη σε άλλα πρότζεκτ, που πάντα έχουν ισχυρές αναφορές στα ’60s. Προέρχονται από ένα υπόβαθρο surf rock, psych pop και garage. Κακά τα ψέματα, εκείνη η δεκαετία άνοιξε μουσικά πεδία προς πολλαπλές κατευθύνσεις και συνεχίζει να αποτελεί σημαντική έμπνευση για εμάς», αναφέρει ο Κώστας. «Η νοσταλγία ίσως να μας αγγίζει κάπως, δηλαδή αυτή η γλυκιά και θολή ανάμνηση μιας δεκαετίας την οποία δεν ζήσαμε, αλλά εμπνεόμαστε από τον απόηχό της. Βέβαια, τίποτα από τα παραπάνω δεν ισχύει απόλυτα. Ίσως ισχύει καλύτερα το “αυτό γνωρίζουμε, αυτό κάνουμε”. Δεν προσπαθούμε να είμαστε διαφορετικοί, απλώς κάνουμε αυτό που μας βγαίνει ιδιοσυγκρασιακά».
The Dionysians - Αφερέγγυα Φιλιά
Ο τίτλος του άλμπουμ αποτελεί ένα αίτημα, όπως μου λένε. Οι Dionysians θέλουν ο κόσμος, όσο ακούει τη μουσική τους –είτε ηχογραφημένη είτε ζωντανά–, να μπορεί να ξεφύγει για λίγο από τα προβλήματα που βιώνει καθημερινά. Παράλληλα, υπάρχουν αρκετές ηχητικές αναφορές στο «χθες» και τους άρεσε η αντίθεση αυτή, που αποκαλύπτει έναν ευδιάκριτο αυτοσαρκασμό. Η ανταπόκριση είναι γενικά θετική. «Αν η μουσική μας τραβήξει το ενδιαφέρον ενός πιο ευρέος κοινού, ίσως αποδειχτεί ότι υπάρχει ακόμη χώρος για μια αναβίωση του είδους, εκ των πραγμάτων. Η άποψή μας, ωστόσο, είναι ότι, και να μην υπάρχει, ας τον δημιουργήσουμε εμείς – γιατί όχι;».
Το «Να κάψουμε το χθες» των Dionysians κυκλοφορεί από τη Veego Records.