Το ελληνικό garage punk στα μέσα του ’60 μέσα από τις εκδόσεις της B-Other Side Records

Το ελληνικό garage punk στα μέσα του ’60, μέσα από τις εκδόσεις της B-Other Side Records Facebook Twitter
O Γιάννης Γκικάκης των Air Boys, δεύτερος από δεξιά, μαζί με τους Sea Birds, που αντικατέστησαν τους Air Boys στην ηχογράφηση του μικρού δίσκου τους, το 1967-68
0

Η British Invasion, η βρετανική εισβολή των αγγλικών συγκροτημάτων στην Αμερική, μετά το 1964 –και ό,τι άλλο αυτή συνέπαιρνε μαζί της, από την μόδα και το ποδόσφαιρο, μέχρι τον κινηματογράφο και τ’ αυτοκίνητα– ουσιαστικά ήταν μια παγκόσμια εισβολή, που άλλαξε την ποπ, δια παντός, σε κάθε γωνιά του κόσμου.

British Invasion, εννοούμε, υπήρχε και στην Ελλάδα την ίδια εποχή, καθώς χιλιάδες συγκροτήματα ξεπετάγονταν από κάθε ελληνική γειτονιά, είτε στην Αθήνα είτε στην επαρχία, επιχειρώντας να παίξουν τις μουσικές των βρετανικών γκρουπ (Beatles, Rolling Stones, Animals, Searchers, Kinks, Who, Zombies, Them, Yardbirds, Hollies κ.λπ.), δημιουργώντας παράλληλα τα δικά τους τραγούδια.

Αν το garage punk έχει τις ρίζες του, στην Αμερική, στα χρόνια πριν εισβάλλουν οι Beatles και όλα τα υπόλοιπα βρετανικά γκρουπ, μόνο μετά την British Invasion θα γίνει εκείνο το τεράστιο και το αμέτρητο, ανάμεσα στα χρόνια 1964-1967, που γνωρίζουμε όλοι μας και σήμερα.

Χοντρικά τα ίδια πάνω-κάτω, τηρουμένων όσων αναλογιών θέλετε, συνέβησαν και στην Ελλάδα ακριβώς την ίδια εποχή, χωρίς ίχνος καθυστέρησης – καθώς μετά το 1964 τα ελληνικά συγκροτήματα θα άρχιζαν να ξεφυτρώνουν κατά χιλιάδες από κάθε μεγάλο ή μικρό αστικό κέντρο, δημιουργώντας μία φρενίτιδα, την οποίαν δεν ήταν δυνατόν να διαχειριστεί η, στα σπάργανα ακόμη, εγχώρια «μουσική βιομηχανία».

Το τι ακριβώς σήμαινε αυτό και πώς διαμορφωνόταν ειδικά η ελληνική περίπτωση, δεν έχει νόημα τώρα να το εξηγήσουμε αναλυτικά (αν κι έχουμε πει διάφορα, σε άλλα κείμενά μας και εδώ στο LiFO.gr).

Χοντρικά τα ίδια πάνω-κάτω, τηρουμένων όσων αναλογιών θέλετε, συνέβησαν και στην Ελλάδα ακριβώς την ίδια εποχή, χωρίς ίχνος καθυστέρησης – καθώς μετά το 1964 τα ελληνικά συγκροτήματα θα άρχιζαν να ξεφυτρώνουν κατά χιλιάδες από κάθε μεγάλο ή μικρό αστικό κέντρο, δημιουργώντας μία φρενίτιδα, την οποίαν δεν ήταν δυνατόν να διαχειριστεί η, στα σπάργανα ακόμη, εγχώρια «μουσική βιομηχανία».

Απεναντίας έχει νόημα να αναφερθούμε σε μερικές εκδόσεις δίσκων βινυλίου των τελευταίων ετών, όλους τυπωμένους από τα Lost Archives της B-Other Side Records, οι οποίοι (δίσκοι) φέρνουν στο φως ανεξιχνίαστες περιπτώσεις του ελληνικού garage punk, από τα μέσα των σίξτις, μέσα από χαμένες εγγραφές αξιόλογων συγκροτημάτων.

Συγκροτήματα που είτε τύπωσαν ένα μόνο 45άρι στην εποχή τους, δεν συζητάμε για LP, είτε δεν δισκογράφησαν καθόλου – για να ακουστούν με πλήρες υλικό, για πρώτη φορά, πάνω από μισό αιώνα μετά!

Ανοίγουμε σεντούκι με τους θησαυρούς λοιπόν και να μια πρώτη πεντάδα τέτοιων δίσκων...

1.

THE RIDDLES: I Tell you a Story of my Life

[B-Other Side Records / Lost Archives, 2021]

Το ελληνικό garage punk στα μέσα του ’60, μέσα από τις εκδόσεις της B-Other Side Records Facebook Twitter
Αριστερά οι Riddles και δεξιά ο ντράμερ τους Γιάννης Ρενιέρης

Η πιο πρόσφατη κυκλοφορία των Lost Archives της B-Other Side Records, με ηχογραφήσεις από την δεκαετία του ’60, αφορά στους Riddles – ένα συγκρότημα από τον Πειραιά, που δραστηριοποιήθηκε την τριετία 1965-67, εμφανιζόμενο σε πάμπολλα events και κλαμπ της εποχής, τυπώνοντας κι ένα 45άρι με δυο κομμάτια του, πριν χαθεί για πάντα.

Στην έκδοση της B-Other Side περιλαμβάνονται τα τραγούδια από το επίσημο δισκάκι τους “I tell you a story of my life / Alone alone” [mlg topi, 1966], όπως κι από εκείνο που επρόκειτο να κυκλοφορήσει στα δισκοπωλεία με τα τραγούδια “Hold me / No more lies”, δίχως τελικά αυτό να συμβεί .

Το άλμπουμ ολοκληρώνεται με πέντε ακόμη κομμάτια, από ένα δοκιμαστικό της εποχής – τις διασκευές των Riddles, εννοούμε, στα τραγούδια των Beatles “Day tripper”, “Help!” και “Michelle”, των McCoys “Hang on sloopy” και του Bob Dylan “Mr. Tambourine man” (που τότε ακουγόταν στην Ελλάδα όχι από τον Dylan, μα από τους Byrds και τους Dino, Desi and Billy).

Στην πρώτη πλευρά του δίσκου της B-Other Side αποτυπώνονται οι πέντε διασκευές, ενώ στην δεύτερη πλευρά είναι μαζεμένα τα τέσσερα πρωτότυπα τραγούδια των Riddles. Έχουμε, έτσι, χαραγμένη σ’ ένα mini-LP, όλη την παραγωγή αυτού του αξιόλογου συγκροτήματος, που το αποτελούσαν οι Βαγγέλης Ευαγγελάτος lead κιθάρα, φωνητικά, Γιώργος Καμινάρης ρυθμική κιθάρα, φωνητικά, Νίκος Καραχάλιος μπάσο, φωνή και Γιάννης Ρενιέρης ντραμς, φωνή, ένα συγκρότημα, που αγαπήθηκε πολύ στα μέσα του ’60, για πολλούς και διαφόρους λόγους.

THE RIDDLES: I Tell you a Story of my Life [B-Other Side Records / Lost Archives, 2021]
THE RIDDLES: I Tell you a Story of my Life [B-Other Side Records / Lost Archives, 2021] 

Οι Riddles, που, σημειωτέον, ήταν όλοι κάτω από τα 20 χρόνια τους εκείνη την εποχή, ήταν ένα αγγλόφωνο συγκρότημα, σφόδρα επηρεασμένο από την British Invasion και βασικά από τους Beatles. Τι πιο φυσικό! Φυσικό από την μια μεριά, αλλά όχι και αναμενόμενο από την άλλη, όταν τους ακούς να διασκευάζουν Beatles!

Δεν ήταν πολλά τα ελληνικά γκρουπ που εμφάνιζαν, τότε, τραγούδια των Beatles στα προγράμματά τους (ακόμη λιγότερα, εννοείται, αποπειράθηκαν να τα ηχογραφήσουν), επειδή τα τραγούδια των «σκαθαριών» είχαν «παράξενες» αρμονίες, μη προβλέψιμες, τις οποίες δεν μπορούσαν να «ξεκλειδώσουν» οι μουσικοί των ελληνικών συγκροτημάτων, ενώ και οι σειρές των ακόρντων τους δεν ήταν, αυτό που θα λέγαμε, οι αναμενόμενες.

Ήταν δύσκολο, με άλλα λόγια, για τα ελληνικά γκρουπ, να φέρουν στα μέτρα τους τον συνδυασμό που δημιουργούσαν οι φωνές των John Lennon και Paul McCartney, μιας και μελωδικές γραμμές και αρμονίες, στα «μπητλικά» τραγούδια, ξεκίναγαν απ’ αυτούς και κατέληγαν σ’ αυτούς.

Οι Riddles προσπάθησαν και το κατάφεραν να εντάξουν τραγούδια των Beatles στο ρεπερτόριό τους, κάνοντας καλή δουλειά στον φωνητικό τομέα, και αυτό τους καθιστούσε, τότε, στα κλαμπ, σχεδόν μοναδικούς. Γιατί, το να χόρευε η νεολαία της εποχής με το “Help!”, το οποίο άκουγε από ένα συγκρότημα «ζωντανά» στο πάλκο, δεν ήταν μικρό πράγμα.

Οι Riddles προσπάθησαν και το κατάφεραν να εντάξουν τραγούδια των Beatles στο ρεπερτόριό τους, κάνοντας καλή δουλειά στον φωνητικό τομέα, και αυτό τους καθιστούσε, τότε, στα κλαμπ, σχεδόν μοναδικούς. Γιατί, το να χόρευε η νεολαία της εποχής με το “Help!”, το οποίο άκουγε από ένα συγκρότημα «ζωντανά» στο πάλκο, δεν ήταν μικρό πράγμα.

Αυτό είχε σαν συνέπεια να υπάρξει ένας πανζουρλισμός στις εμφανίσεις τους, με απερίγραπτες εκδηλώσεις λατρείας – κάτι που τα παιδιά δεν μπορούσαν εύκολα να διαχειριστούν, οδεύοντας, μαθηματικά σχεδόν, προς ένα πρόωρο τέλος.  

Κομβικό σημείο στην εξέλιξη των Riddles, πριν κυκλοφορήσει το ένα και μοναδικό δισκάκι τους, ήταν η παρουσία τους στον «1ο Διαγωνισμό Ερασιτεχνικών Συγκροτημάτων», που είχε διεξαχθεί στο τότε Στάδιο Καραϊσκάκη, στις 21 Μαΐου 1966, υπό την εφημερίδα «Βραδυνή», και στον οποίο το γκρουπ είχε πρωτεύσει, κερδίζοντας χρήματα και άλλα δώρα.

Αποσπάσματα από αυτό το event βλέπουμε μάλιστα σε μία πολύ σημαντική ταινία της εποχής, την «Πρόσωπο με Πρόσωπο» (1966) του Ροβήρου Μανθούλη, εκεί όπου οι fans του γκρουπ φοράνε κορδέλες (τα κορίτσια) και σηκώνουν πλακάτ με το όνομα Riddles (τα αγόρια)!

Το δισκάκι των Riddles, τώρα, με τα τραγούδια “I tell you a story of my life / Alone alone” θα κυκλοφορούσε λίγο καιρό πιο μετά, μέσα στον Ιούνιο του ’66, από την mlg topi, τoυ Γάλλου Michel Le Goff (και της Δήμητρας Le Goff), γνωστού εικαστικού σήμερα (Studio Le Goff), που διαμένει στην Ύδρα (διέμενε από τότε).

Το ελληνικό garage punk στα μέσα του ’60, μέσα από τις εκδόσεις της B-Other Side Records Facebook Twitter
Πάρτυ στα sixties

Στο ίδιο label ήταν προγραμματισμένο να τυπωθούν και τραγούδια των U.L.S., των Gold Fingers, των Blue Rocks και των Meteors (όλα ελληνικά γκρουπ φυσικά), χωρίς τελικά αυτό να συμβεί εκείνη την εποχή (δες και στο επόμενο κεφάλαιο για τους U.L.S.).

Οι διασκευές των Riddles, που ανοίγουν το mini-LP της B-Other Side, είναι οπωσδήποτε συμπαθητικές ή και καλές, με τα αμερικάνικα κομμάτια, τα “Mr. Tambourine man” και “Hang on sloopy”, να αποτελούν μια ωραία εισαγωγή (για όλο το σετ) και με τα “Help!” και “Michelle” να φανερώνουν την πολύ καλή προσπάθεια των ελλήνων μουσικών (ιδίως στο πρώτο κομμάτι), στην απόδοση αυτών των «μπητλικών» αριστουργημάτων.

Φυσικά, προτιμότερα από τις διασκευές είναι τα δικά τους κομμάτια. Αυτά τα τέσσερα τραγούδια της δεύτερης πλευράς, τα δύο εκ των οποίων τ’ ακούμε τώρα για πρώτη φορά.

Το “I tell you a story of my life” είναι το ωραιότερο τραγούδι που έγραψαν οι Riddles, ένα άψογο σέικ, που θα αποτελούσε την πρώτη πλευρά του μοναδικού τους single. Τραγούδι που ξεχωρίζει και για τα φωνητικά μέρη του, και για το μέρος της lead κιθάρας και για το ρυθμικό παίξιμο των μουσικών. Διαμάντι!

Αρκετά καλό ήταν και το “Alone alone”, που ήταν στην πίσω πλευρά του μικρού δίσκου, κινούμενο σε classic garage punk φόρμες – ένα τραγούδι, που με άνεση θα μπορούσε να υπάρχει σε μια συλλογή με ανάλογα κομμάτια από διάφορες χώρες του κόσμου και να ξεχωρίζει.

Το “Hold me”, τώρα, είναι αργό, μπλουζ, όπως έλεγαν τότε αυτού του είδους τα κομμάτια, που κυλάει με άνεση, δείχνοντας και αυτό τις αρετές των Riddles, με το “No more lies”, να κλείνει αυτόν τον δίσκο-αποκάλυψη μ’ έναν (γρήγορο) «μπητλικό» τρόπο.

Riddles λοιπόν, για πρώτη φορά σε long play…

2.

THE U.L.S.: The U.L.S.

[B-Other Side Records, 2015]

Το ελληνικό garage punk στα μέσα του ’60, μέσα από τις εκδόσεις της B-Other Side Records Facebook Twitter
Οι U.L.S. Στην αριστερή φωτογραφία από αριστερά: Γιάννης Κύρης, Σπύρος Αμπατζόπουλος, Freddy Werder και Σταμάτης Σπανουδάκης.

Όταν κυκλοφόρησε το 2015 το άλμπουμ με τα ανέκδοτα τραγούδια των U.L.S. (στους οποίους συμμετείχε ο Σταμάτης Σπανουδάκης)  όλοι μίλησαν τότε για μια μεγάλη έκπληξη – και ήταν!

Το άλμπουμ είχε τίτλο το όνομα του γκρουπ, “The U.L.S.” είχε τυπωθεί από την B-other Side, γύριζε στις 45 στροφές και περιείχε 4σέλιδο ένθετο και αφίσα, μαζί με επτά τραγούδια.

Τα πρώτα τρία (“Can you remember?”, “My mind is with you”, “Invitation”) προέρχονταν από ένα session της 23ης Δεκεμβρίου 1965, ενώ τα επόμενα τέσσερα (“How to make a family”, “Friend”, “My little wife”, “The chief bandit”) είχαν ηχογραφηθεί το καλοκαίρι του ’66 με σκοπό να αποτελέσουν ένα «τεσσαράκι» για την mlg-topi (την εταιρεία που είχε τυπώσει και το δισκάκι των Riddles). Φυσικά, δίσκος ποτέ δεν «κόπηκε»…

Όπως διαβάζουμε στο ένθετο που συνοδεύει την έκδοση της B-Οther Side… «οι U.L.S. δημιουργήθηκαν στις αρχές του 1965 από δύο μέλη των Mersey Beats, τους Γιάννη Κύρη κιθάρα και Γιάννη Σιτινά κιθάρα, καθώς και από τον κοινό τους φίλο Γιώργο Ζαχαρίου ντραμς».

THE U.L.S.: The U.L.S. [B-Other Side Records, 2015]
THE U.L.S.: The U.L.S. [B-Other Side Records, 2015] 

Στην μπάντα θα προστεθεί σύντομα ο Σταμάτης Σπανουδάκης (farfisa, μπάσο, φωνή), όπως και ο Γιάννης Πετροπουλάκης μπάσο και μ’ αυτή τη σύνθεση θ’ αρχίσουν να παίζουν κομμάτια των Shadows (βασικά). Γρήγορα, όμως, θα διαπιστώσουν πως χωρίς τραγούδι το πράγμα δεν θα μπορούσε να πάει μακριά, γι’ αυτό αλλάζουν τάχιστα line-up.

Κι ενώ τα πράγματα φαίνεται πως εξελίσσονταν ομαλά για το συγκρότημα, κάποια στιγμή οι U.L.S. θα χαθούν από το προσκήνιο, για να επανεμφανισθούν τον Νοέμβριο του ’65 με ξανά αλλαγμένη σύνθεση.

Από τους παλιούς είχε παραμείνει το δίδυμο Σπανουδάκης-Κύρης, δίπλα του όμως θα παρατάσσονταν τώρα ο Σπύρος Αμπατζόπουλος μπάσο, κιθάρα, φωνή και ο Freddy Werder ντραμς (κι αυτός από τους Mersey Beats).

Τούτη η σύνθεση ήταν η πιο μακριά στο χρόνο και η πιο αποδοτική στην ιστορία των U.L.S., με την μπάντα να ηχογραφεί εφτά τραγούδια, δίνοντας ξεκάθαρα όσο και σοβαρά δείγματα του ταλέντου της.

Ας πούμε λίγα λόγια για τα δύο sessions. Πρώτο είναι εκείνο της 23ης Δεκεμβρίου 1965…

Όλα τα τραγούδια (μουσική-στίχοι) ήταν του Σταμάτη Σπανουδάκη. Το “Can you remember?” είναι ένα «μπλουζ», μια μπαλάντα να την πούμε, τυπικό δείγμα των τραγουδιών της εποχής ή, αν θέλετε, όχι και τόσο τυπικό, αν κρίνουμε από την αβίαστη μελωδία και από τον χαλαρό τρόπο ερμηνείας (που δείχνουν αυτοπεποίθηση).

Όλα τα τραγούδια (μουσική-στίχοι) ήταν του Σταμάτη Σπανουδάκη. Το “Can you remember?” είναι ένα «μπλουζ», μια μπαλάντα να την πούμε, τυπικό δείγμα των τραγουδιών της εποχής ή, αν θέλετε, όχι και τόσο τυπικό, αν κρίνουμε από την αβίαστη μελωδία και από τον χαλαρό τρόπο ερμηνείας (που δείχνουν αυτοπεποίθηση).

Το “My mind is with you” είναι «σέικ». Και είναι καλό. Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι ο δεμένος ήχος και η ωραία ομαδική δουλειά των U.L.S., με όλα τα όργανα ν’ ακούγονται στις θέσεις τους, και με τα φωνητικά να… επιπλέουν, με κύρος, πάνω από μία απλή μελωδία.

Ακόμη καλύτερο ήταν όμως το “Invitation”. Κοντά, δηλαδή επάνω στον ελληνικό garage τύπο, έχοντας αυτή την αρμονική ροή, που την συναντάμε σε τραγούδια των Leaves ή των Lovin’ Spoonful.

Τα υπόλοιπα τέσσερα tracks της έκδοσης της B-other Side προέρχονται, όπως προείπαμε, από το καλοκαίρι του ’66 και ετοιμάζονταν για να κυκλοφορήσουν σε EP. Η εταιρεία που θα αναλάμβανε την κοπή θα ήταν η mlg-topi του Γάλλου Michel Le Goff (εξ ου και mlg, από τα αρχικά του ονόματός του). 

Η pop / rock μουσική στο τέλος του ’65 και μέχρι το καλοκαίρι του ’66 αλλάζει μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα. Στο διάστημα αυτό κυκλοφορούν το “Rubber Soul” και το “Revolver” των Beatles, το “Aftermath” των Rolling Stones, το “Animalisms” των Animals, το “Would You Believe?” των Hollies (αναφερόμαστε σε συγκροτήματα που ήταν γνωστά κι αγαπημένα στην Ελλάδα), ενώ στο ελληνικό Top-30 συναντάμε τραγούδια όπως το “Heart full of soul” των Yardbirds ή το “Get a buzz” των Pretty Things. Λογικό είναι και τα ελληνικά συγκροτήματα να πάρουν μπροστά, αρχίζοντας να ηχογραφούν ανάλογα κομμάτια. Εξάλλου, το ταλέντο δεν έλειπε…

Το “How to make a family” των Σπανουδάκη-Αμπατζόπουλου (το πρώτο από τα τέσσερα tracks του ’66) είναι ένα φοβερό τραγούδι – και όχι μόνο γιατί φέρνει στη μνήμη το κλασικό, αλλά άγνωστο τότε στην Ελλάδα, “I ain’t no miracle worker” των Brogues. Το επαγγελματικό στυλ και η υποστήριξη της μελωδίας, με τις έξοχες κιθάρες και τα ωραία φωνητικά, τοποθετούν το “How to make a family” στην κορυφή των ελληνικών ροκ ασμάτων της δεκαετίας του ’60 (μαζί με κάποια ακόμη, φυσικά).

Το ελληνικό garage punk στα μέσα του ’60, μέσα από τις εκδόσεις της B-Other Side Records Facebook Twitter
Πάρτυ στα sixties

Το “Friend” (σύνθεση του Σπανουδάκη) είναι ένα mid-tempo track, στηριγμένο κι αυτό στην ωραία μελωδική γραμμή και το μετρημένο «ανέβασμα», που προσφέρει στη σύνθεση μια κάπως δραματική διάσταση.

Έξοχο και το “My little wife” του Σπανουδάκη ξανά (που το τραγουδάει κιόλας). Θα τολμούσαμε να πούμε πως πρόκειται για ένα πρώιμο ψυχεδελικό «διαμάντι», με πολύ ωραίες κιθάρες, δεμένο μπάσο-ντραμς και με μια moody μελωδία που το απογειώνει.

Το “The chief bandit” (Αμπατζόπουλος-Σπανουδάκης), που ολοκληρώνει το session, ακούγεται σαν μια λογική συνέπεια-συνέχεια των προηγουμένων, εδραιώνοντας τη μία και μοναδική άποψη.

Αν το «τεσσαράκι» των U.L.S. κυκλοφορούσε από την mlg-topi στην Ελλάδα του ’66 (είχαν τυπωθεί εξώφυλλα και ετικέτες) σήμερα θα μιλούσαμε για το πιο συμπαγές και ενδεχομένως για το πιο ωραίο 45άρι των δικών μας sixties!

Οι U.L.S. θα συνεχίσουν να εμφανίζονται μέχρι και τo 1967, με ξανά αλλαγμένη line-up, έως ότου διαλυθούν οριστικά, εντός εκείνης της χρονιάς.

3.

THE RABBITS: Looking in the Universe

[B-other Side Records, 2016]

Το ελληνικό garage punk στα μέσα του ’60, μέσα από τις εκδόσεις της B-Other Side Records Facebook Twitter
Από μια ζωντανή εμφάνιση των Rabbits

Οι Ροδίτες Rabbits είναι γνωστοί στους φίλους του ελληνικού ροκ από το δισκάκι τους “Run around of a girl / I’m looking in the universe” [Pan-Vox], που είχε κυκλοφορήσει το 1966.

Αυτά τα δύο τραγούδια του Γιάννη Μανιατάκη είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά garage punk των δικών μας σίξτις και η παρουσία τους σ’ εκείνη την πρώτη (και πλέον ιστορική) συλλογή του είδους, την “Greek Garage Bands of 60s” [ΜΒΙ, 1990] σε επιμέλεια των Θοδωρή Κρίθαρη και Άκη Λαδικού, απλώς το επιβεβαιώνει.

Πενήντα χρόνια αργότερα, το 2016, ανέκδοτο υλικό των Rabbits (ανάμεσα και τα tracks από το 45άρι) εμφανίστηκαν στο άλμπουμ της B-Οther Side “Looking in the Universe”.

Το LP, που περιέχει 15 κομμάτια, συμπληρώνεται από δύο ένθετα με κείμενα και φωτογραφίες δεκατεσσάρων σελίδων συνολικά, συν ένα bonus CD, με 24 tracks (ανάμεσα και τα 15 του LP)!

THE RABBITS: Looking in the Universe [B-other Side Records, 2016]
THE RABBITS: Looking in the Universe [B-other Side Records, 2016] 

Τα βασικά μέλη των Rabbits ήταν τα αδέλφια Μανιατάκη (ο Γιάννης ρυθμική κιθάρα, πιάνο, τραγούδι και ο Βασίλης μπάσο), τα οποία δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή, και ακόμη ο Γιάννης Χαραλαμπίδης (σε κιθάρα, όργανο, φυσαρμόνικα, τραγούδι), ο Γιώργος Χρήστου ντραμς, και από το 1965 και μετά ο Νίκος Κούρος (σε όργανο, πιάνο). Ο Κούρος ήταν και το πιο γνωστό μέλος των Rabbits, αφού εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο διακεκριμένους μαέστρους του νεότερου ελληνικού τραγουδιού, καθώς στην πορεία θα συνεργαζόταν με Δ. Σαββόπουλο, Μαρινέλλα, Χ. Αλεξίου, Σ. Κραουνάκη, Ε. Αρβανιτάκη κ.ά.

Για την ιστορία των Rabbits υπάρχει πληθώρα στοιχείων στα δύο ένθετα του LP, καθώς ο Γιάννης Χαραλαμπίδης κρατούσε αρχείο διασώζοντας τη διαδρομή του γκρουπ. Από τα σημαντικά που αξίζει να μεταφέρουμε εδώ είναι οι παρουσίες των Rabbits όχι στην Ρόδο (γιατί εκεί ήταν απλώς πασίγνωστοι) μα στην Αθήνα, στα live και στο στούντιο, που έχουν μια ξεχωριστή σημασία (για ένα γκρουπ της επαρχίας πρώτα-πρώτα).

Έτσι, οι Rabbits εμφανίζονται στα «πρωινά» του Ηλία Καραμανέα στο Rex, πρωτεύουν εκεί και ακολούθως προκρίνονται στο φεστιβάλ της «Βραδυνής».

Εν συνεχεία αποκτούν δικαίωμα συμμετοχής στο Ρεσιτάλ Μαμούθ (15 Μαΐου 1966 στο Πιγκάλ της Πατησίων), όπως και στη Χρυσή Βραδιά (2 Οκτωβρίου 1966 στο Παναθηναϊκό Στάδιο), χωρίς, όμως, να μπορέσουν να παραβρεθούν τελικώς σ’ αυτές τις δύο εκδηλώσεις, κάτι που, οπωσδήποτε, στοίχισε στη μετέπειτα πορεία τους.

Περαιτέρω, στις αρχές του 1968 το ροδίτικο συγκρότημα έχει έτοιμη τη διασκευή του στο “Simon says” (το bubblegum hit των 1910 Fruitgum Company) ως «Φύγε, φύγε λοιπόν», που οπωσδήποτε θα γινόταν επιτυχία. Τελικά έγινε επιτυχία από τους Charms, ως «Τρελλοκόριτσο»...

Για την ιστορία των Rabbits υπάρχει πληθώρα στοιχείων στα δύο ένθετα του LP, καθώς ο Γιάννης Χαραλαμπίδης κρατούσε αρχείο διασώζοντας τη διαδρομή του γκρουπ. Από τα σημαντικά που αξίζει να μεταφέρουμε εδώ είναι οι παρουσίες των Rabbits όχι στην Ρόδο (γιατί εκεί ήταν απλώς πασίγνωστοι) μα στην Αθήνα, στα live και στο στούντιο, που έχουν μια ξεχωριστή σημασία (για ένα γκρουπ της επαρχίας πρώτα-πρώτα).

Εκεί κάπου η προσπάθεια των Rabbits, για μια καριέρα που θα ξεπερνούσε τα όρια του νησιού τους, τελειώνει. Παρά ταύτα υπάρχει και το τώρα. Η υπενθύμιση εννοούμε όλων αυτών μέσω της έκδοσης της Β-Οther Side.

Το τι περιλαμβάνεται στο LP και στο CD το είπαμε. Δεκαπέντε tracks στο πρώτο, είκοσι τέσσερα στο δεύτερο (ανάμεσά τους και τα δεκαπέντε του LP). Από πού προέρχονται αυτά τα tracks; Από τρεις πηγές. Πρώτον, από live των Rabbits στα σίξτις, δεύτερον, από το session του single της Pan-Vox και τρίτον από στούντιο ηχογραφήσεις της περιόδου 1977-79.

Οι μη επίσημες εγγραφές είναι διαφόρων ηχητικών ποιοτήτων και υποθέτουμε πως η ανάδειξή τους από τον μάστορα Γιάννη Κύρη ήταν ένα έργο δύσκολο. Τι ακούμε ακριβώς; Μα κλασικά τραγούδια των φίφτις-σίξτις, σαν τα “Blue suede shoes” (Carl Perkins), “Long tall Sally” (Little Richard), “What’d I say” (Ray Charles), “The house of the rising sun” (The Animals), “La Poupée qui fait non” (Michel Polnareff), “Aline” (Christophe), “Mellow yellow” (Donovan), “Un'ora sola ti vorrei” (The Showmen)… ακόμη και το “Jambalaya” του Hank Williams, τα οποία οι Rabbits οικειοποιούνται επιτυχώς (όπως στην περίπτωση του “Clarabella”, που είναι και η ωραιότερη version του άλμπουμ).

Από ’κει και πέρα έχουμε το 45άρι τής Pan-Vox, που πάντα θα λάμπει ως ένα κλασικό πλέον greek garage-punk και ακόμη δύο εξ ίσου δυνατές ή και δυνατότερες εκδοχές των “Run around of a girl” και “I’m looking in the universe” (ως The V Rabbits Studio Version και με χρήση πλήκτρων). Φυσικά, ανάμεσα και το «Φύγε, φύγε λοιπόν» (το “Simon says” των 1910 Fruitgum Company).

Εξαιρετική και ultra «γκαραζέρικη» είναι επίσης η εκδοχή τους στο “Rawhide” (Link Wray, The Ventures) ως “The Rabbit’s stomp”, ενώ το «Μα είσαι ή δεν είσαι βλάκας» (το “Balla balla” από Chubby Checker, Rainbows κ.λπ.) είναι ok, κι έχει πλάκα.

4.

THE AIR BOYS: Flight to the Land of Rock n’ Blues

[B-Other Side Records / Lost Archives, Mr Vinylios, 2018]

Το ελληνικό garage punk στα μέσα του ’60, μέσα από τις εκδόσεις της B-Other Side Records Facebook Twitter
O Γιάννης Γκικάκης των Air Boys, δεύτερος από δεξιά, μαζί με τους Sea Birds, που αντικατέστησαν τους Air Boys στην ηχογράφηση του μικρού δίσκου τους, το 1967-68

Οι Air Boys ήταν ένα μοντέρνο ελληνικό συγκρότημα, που είχε δημιουργηθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’60 στην 115η Πτέρυγα Μάχης, στη Σούδα!

Έλληνες και Αμερικάνοι, που υπηρετούσαν στη Βάση, ήταν τα πρώτα μέλη αυτού του συγκροτήματος, που γρήγορα εξελίχθηκε, κάνοντας μεγάλο όνομα στην Κρήτη, κατορθώνοντας να γίνει «κάπως γνωστό» ή «όσο γνωστό» τέλος πάντων και στην υπόλοιπη χώρα, αφού μπόρεσε να ηχογραφήσει εκείνη την εποχή (τέλη του 1967-αρχές 1968), ένα 45άρι σε ετικέτα AMI, με τα τραγούδια «I feel alone / Χάθηκες», τα οποία είχαν γράψει ο… Johny Gkicaky (το πρώτο) και οι Johny Gkicaky-Billy Mast (το δεύτερο).

Johny Gkicaky ήταν ο Γιάννης Γκικάκης (ρυθμική κιθάρα, φωνή των Air Boys), που δεν ήταν Κρητικός, απλώς υπηρετούσε στην Κρήτη, ενώ Billy Mast ήταν ο στιχουργός Βασίλης Μαστροκώστας, που είχε γράψει τα λόγια στο «Χάθηκες».

Να υπενθυμίσουμε εδώ –το λέμε, γιατί έχουμε γράψει για τις σχέσεις του ελληνικού ποπ-ροκ με το Στρατό, στο δεύτερο μισό των sixties, στο LiFO.gr– πως δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός πως ένα τέτοιο σχήμα δημιουργήθηκε μέσα σε μια αεροπορική βάση, καθώς ακόμη και στο προπύργιο του… στρατιωτικού κατεστημένου, την Σχολή Ευελπίδων, την ίδιαν εποχή υπήρχε «γιέ-γιέ» γκρουπ!

THE AIR BOYS: Flight to the Land of Rock n’ Blues [B-Other Side Records / Lost Archives, Mr Vinylios, 2018]
THE AIR BOYS: Flight to the Land of Rock n’ Blues [B-Other Side Records / Lost Archives, Mr Vinylios, 2018] 

Πριν από τέσσερα χρόνια, το 2018, τα Lost Archives της B-Other Side (σε συμπαραγωγή με τον Mr Vinylios) «έκοψαν» ένα LP, με 6σέλιδο ένθετο, με πληροφορίες και πολλές φωτογραφίες, που περιείχε τα «άπαντα» των Air Boys.

Δηλαδή, τα δύο τραγούδια του single της ΑΜΙ, τέσσερα live tracks εκείνης της εποχής και ακόμη έξι κομμάτια, που φτιάχτηκαν τότε, στα late sixties, αλλά ηχογραφήθηκαν το 2016, όταν το συγκρότημα μαζεύτηκε και πάλι (κάποια παλιά μέλη του συγκροτήματος, μαζί με κάποιους καινούριους, αλλά της αυτής ηλικίας μουσικούς), για να παίξει ό,τι αγαπούσε. Ο τίτλος του ήταν “Flight to the Land of Rock n’ Blues”.

Με τους Air Boys, εν τω μεταξύ, είχε συμβεί το εξής τρελό. Οι μουσικοί που έπαιζαν στο δισκάκι της AMI με τα «I feel alone / Χάθηκες» δεν ήταν οι Air Boys, αλλά κάποιοι άλλοι ονόματι… Sea Birds! Τι ακριβώς συνέβη και οι Sea Birds αντικατέστησαν τους Air Boys στο στούντιο το διαβάζουμε στην έκδοση της B-Other Side.

Εν ολίγοις. Τα μέλη των Air Boys δεν ήταν δυνατόν να πάρουν όλα μαζί άδεια, από την μοίρα που υπηρετούσαν, κι έτσι ο Γιάννης Γκικάκης, ο μόνος που είχε κατορθώσει να πάρει άδεια, θα ζητούσε την βοήθεια ενός άλλου... φιλικού γκρουπ, για την ολοκλήρωση της ηχογράφησης!

Όπως είπαμε και πιο πριν τα μόνα τραγούδια που είδαν, τελικά, το φως της δισκογραφίας ήταν τα «I feel alone / Χάθηκες» στην ΑΜΙ Record Company, που πρέπει να κυκλοφόρησαν στις αρχές του 1968.

Το πρώτο τραγούδι, το αγγλόφωνο, είναι αρκετά καλό (για τα ελληνικά μέτρα της εποχής) και κινείται σε garage punk κατεύθυνση. Είχε μάλιστα συμπεριληφθεί και στην αυστραλέζικη συλλογή “Greek Beat Greats”, που είχε κυκλοφορήσει το 2007.

Καλό ήταν και το ελληνόφωνο «Χάθηκες», ένα moody τραγούδι, επηρεασμένο από το “The house of the rising sun”, που κυλάει ευχάριστα (παρόλο το πικρό θέμα του).

Τα επόμενα τέσσερα τραγούδια της πλευράς είναι live και προέρχονται από ζωντανές παραστάσεις του 1967-68. Η ηχογράφηση δεν είναι η καλύτερη δυνατή φυσικά, αλλά η ποιότητα του γκρουπ φαίνεται.

Έλληνες και Αμερικάνοι, που υπηρετούσαν στη Βάση, ήταν τα πρώτα μέλη αυτού του συγκροτήματος, που γρήγορα εξελίχθηκε, κάνοντας μεγάλο όνομα στην Κρήτη, κατορθώνοντας να γίνει «κάπως γνωστό» ή «όσο γνωστό» τέλος πάντων και στην υπόλοιπη χώρα, αφού μπόρεσε να ηχογραφήσει εκείνη την εποχή (τέλη του 1967-αρχές 1968), ένα 45άρι σε ετικέτα AMI, με τα τραγούδια «I feel alone / Χάθηκες», τα οποία είχαν γράψει ο… Johny Gkicaky (το πρώτο) και οι Johny Gkicaky-Billy Mast (το δεύτερο).

Το τελευταίο κομμάτι της Side A είναι το “Phantom flight” (σε μουσική Πάνου Αθανασίου), που είναι ηχογραφημένο το 2016, όταν το γκρουπ είχε σχηματιστεί ξανά. Πολύ καλό ορχηστρικό, με παίξιμο στην κιθάρα (στην αρχή) που φέρνει στο νου τον Hank Marvin (The Shadows) και με ωραία παρουσία οργάνου, σαξοφώνου και ροκ πενιάς προς το τέλος.

Η Side Β ανοίγει με το «Μοντέρνο κορίτσι», που είχε ηχογραφηθεί σ’ εκείνο το παρθενικό session των Air Boys / Sea Birds. Το τραγούδι είναι γρήγορο, πιο πολύ ροκ παρά σέικ, και οπωσδήποτε δημιουργεί μιαν άλλη αίσθηση το ν’ ακούς ένα τόσο νεανικό θέμα από τέσσερις… αιωνίους νέους.

Ακολουθεί η «Θλίψη», το τελευταίο track από το session της AMI, που είναι ένα κλασικό sixties μπλουζ, παιγμένο σήμερα φυσικά, και είναι ευχάριστο.

Τρίτη στη σειρά σύνθεση του Γιάννη Γκικάκη «Το ραντεβού» (γραμμένο το 1966). Τραγούδι μ’ αυτό τον τίτλο, δηλαδή τραγουδάρα, είχαν βγάλει και οι Strangers το 1968, όμως και το κομμάτι των Air Boys είναι αρκετά καλό, μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, και αν έβγαινε στα σίξτις σίγουρα θα έκανε επιτυχία.

Ο «Αρμαγεδών» είναι κι αυτός γραμμένος το 1966 και έχει έξυπνους στίχους («πόλεμοι καταστροφές στις 33 στροφές / θα πεθάνεις ή θα ζήσεις / αναλόγως τις πωλήσεις»), κάποιοι από τους οποίους (αν όχι όλοι) θα πρέπει να είναι σημερινοί, επειδή ανάμεσα ακούγεται και η λέξη «τα λαμόγια», που δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο της δεκαετίας του ’60.

Τελευταίο τραγούδι στο άλμπουμ είναι το αγγλόφωνο “The war is over” (γραμμένο το 1969 από τον Γιάννη Γκικάκη). Για την ιστορία του τραγουδιού διαβάζουμε στο ένθετο:

«Ο Jay Arr (σ.σ. αμερικανός κιθαρίστας του συγκροτήματος) μετατέθηκε στο Βιετνάμ σε μάχιμη μονάδα. Σε κάποια μάχη τραυματίστηκε πολύ σοβαρά, έχασε το δεξί του χέρι και σχεδόν την όρασή του. Επέστρεψε –ανάπηρος– στις ΗΠΑ, όπου τον περίμεναν η γυναίκα του και η κόρη του. Το τραγούδι “The war is over” γράφτηκε από τον Γ. Γκικάκη και είναι αφιερωμένο σ’ αυτόν».

Το τραγούδι είναι πολύ καλό, καθώς κινείται σ’ ένα country-rock στυλ, με επιρροές από Bob Dylan, Byrds και τα τοιαύτα.

Συνοψίζοντας. Το “Flight to the Land of Rock n’ Blues” ξεπερνά, άνετα, την απλή έκδοση αρχείου, που μπορεί να αφορά απλώς και μόνον τους ρέκτες του ελληνικού ροκ.

Είναι για παραπάνω…

5.

THE HOOKS: Listen / Unreleased Recordings from The 60’s

[B-Other Side Records / Lost Archives, 2019]

Το ελληνικό garage punk στα μέσα του ’60, μέσα από τις εκδόσεις της B-Other Side Records Facebook Twitter
Οι Hooks το 1968

Οι Hooks ήταν ένα από τα ελληνικά μοντέρνα συγκροτήματα, που ακούστηκαν κάπως παραπάνω στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60. Βασικά, επειδή κυκλοφόρησαν ένα 45άρι με τα κομμάτια «Εσύ (Σέικ) (Γιάννης Φουντής) / Listen (Loosing your mother) Shake (John Fountis)» [Βoem, 1967], αλλά και γιατί αποτελούσαν γερή live ατραξιόν της εποχής.

Σε μια από τις (ελάχιστες σίγουρα) αναφορές που εντοπίσαμε στο περιοδικό «Μοντέρνοι Ρυθμοί» για τους Hooks διαβάζουμε, στη στήλη των Αλέκου Συργιάννη και Θεόδωρου Σαραντή «Ακούμε Μαθαίνουμε Σημειώνουμε» (τεύχος #86, 2 Αυγούστου 1967):

«Στο συμπαθητικό Λεζ Αμί της Ηλιουπόλεως εμφανίζονται τώρα με μεγάλη επιτυχία οι ελπιδοφόροι Χουκς, που αποτελούνται από τους εξής: Ιωάννη Φουντή ληντ γκιτάρ, τραγούδι, Τάκη Βαλιώτη μπάσσο, Νίκο Αλεξανδράτο ντραμς, τραγούδι, Γιώργο Αλ(μ)πάζη σαξόφωνο τραγούδι και Κώστα Δρακάκη όργανο. Ιδιαίτερη προτίμηση έχουν στα φωνητικά τραγούδια, τα οποία αποδίδουν με αξιόλογο τρόπο».

52 χρόνια μετά, λοιπόν, το 2019, θα έλθει η B-Other Side Records να μας προτείνει ένα ολόκληρο LP των Hooks, με έντεκα tracks, από στούντιο εγγραφές τους του 1967 (υπάρχει κι ένα live ανάμεσα), δημιουργώντας μια πολύ μεγάλη δισκογραφική έκπληξη! Ο τίτλος του; “Listen / Unreleased Recordings from The 60’s”.

Στο 4σέλιδο ένθετο που συνοδεύει την έκδοση υπάρχει πλήρες ιστορικό των Hooks, από το ξεκίνημά τους στον Πειραιά, το 1965, μέχρι και το τι ακριβώς έκαναν τα μέλη του γκρουπ μετά την διάλυσή τους, στα μέσα του ’68.

Απ’ όλο αυτό το πλούσιο πληροφοριακό υλικό ας σημειώσουμε εδώ πως η ηχογράφηση των τραγουδιών έγινε σε δύο sessions, μέσα στο 1967, με ηχολήπτη τον Γιώργο Φρεν και πως οι Hooks είχαν εμφανισθεί και στην τηλεόραση τότε στο Κανάλι 5 (Ενόπλων). Υπάρχουν διαθέσιμες, στο ένθετο, τηλεοπτικές φωτογραφίες του γκρουπ, που είχε τραβήξει ο θείος ενός μέλους από το σπίτι του (φυσικά στις φωτογραφίες φαίνεται και η οθόνη της τηλεόρασης!).

Tο υλικό τώρα…

Η πρώτη πλευρά είναι... μπλουζ. Χοντρικά το λέμε αυτό. Τα πρώτα δύο κομμάτια, που είναι πρωτότυπα, το “It’s for you” και το “I love you”, είναι αργά, παθιάρικα και παρά τα ανεπαρκή αγγλικά του τραγουδιστή (ο αείμνηστος Γιάννης Φουντής), βγάζουν ένα δράμα, μιαν ένταση τέλος πάντων. Το παίξιμο είναι ωραίο, με την farfisa (Κώστας Δρακάκης) να κάνει σωστή δουλειά.

Το δεύτερο track διαθέτει μαζί αγγλικούς και ελληνικούς στίχους, πράγμα όμως που δεν αλλάζει, δραστικά, την κατάσταση. Υπάρχει επίσης δουλειά στα φωνητικά, που ακούγονται σε στυλ chorus στο background, και αυτό είναι οπωσδήποτε ένα συν.

THE HOOKS: Listen / Unreleased Recordings from The 60’s [B-Other Side Records / Lost Archives, 2019]
THE HOOKS: Listen / Unreleased Recordings from The 60’s [B-Other Side Records / Lost Archives, 2019]

Το τρίτο τραγούδι της πλευράς είναι το πασίγνωστο “A whiter shade of pale” των Procol Harum, που ήταν μεγάλη επιτυχία και στην Ελλάδα εκείνη την εποχή («νούμερο 1» την 13η Σεπτεμβρίου 1967). Απαιτείτο θράσος από ένα ελληνικό συγκρότημα, εκείνων των ετών, για να πει το συγκεκριμένο τραγούδι. Παρά ταύτα οι Hooks το τόλμησαν, και καλώς έπραξαν. Το «έχουν» το κομμάτι (παρ’ όλα τα ζητήματα με τους στίχους), έχοντάς το προσαρμόσει, όσο μπορούσαν και όσο γινόταν, στα μέτρα τους.

Το επόμενο track έχει τίτλο “It’s the life” (σύνθεση-στίχοι του Κώστα Δρακάκη, που το τραγουδάει κιόλας), αλλά έχει ελληνικά λόγια και είναι τελείως νεοκυματικό. Συμπαθές, αλλά δεν «δένει» με τα υπόλοιπα.

Η πλευρά θα κλείσει με το αγγλόφωνο “See you”, που στέκεται καλά μελωδικώς και με ιδιαιτέρως προσεγμένα τη φωνή και τα φωνητικά. Θα το χαρακτηρίζαμε «ψυχεδελικό» το κομμάτι ή έστω «ελαφρώς ψυχεδελικό» (σαν ήχος λέμε πάντα, όχι σαν πρόθεση) και για μας πρόκειται για το καλύτερο τραγούδι της Side Α.

Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με την διασκευή του “Hold on, I’m coming” (Sam & Dave), που, στην Ελλάδα, ακουγόταν από τους Rocky Roberts and The Airedales («νούμερο 6» στις 30 Αυγούστου 1967). Η εκτέλεση είναι αρκετά καλή, δείχνει και την μετατόπιση του ρεπερτορίου των Hooks προς πιο χορευτικά soul tracks, αλλά και γενικότερα την αξία τούτης της μπάντας, που, κάτω από μια πιο επαγγελματική καθοδήγηση, θα μπορούσε να είχε αφήσει εποχή.

Το “Questa volta”, που έπεται, είναι ιταλόφωνο track και τραγουδά σ’ αυτό ο σαξοφωνίστας Γιώργος Αλμπάζης. Μπλουζ κι αυτό, γραμμένο από τους Bobby Solo-Gianni Marchetti (μουσική) και Mogol (στίχοι), είχε ερμηνευθεί από διάφορα ονόματα στην Ιταλία (ακόμη και από τους Yardbirds στο Festival di Sanremo 1966!). Οι Hooks πρέπει να το είχαν ακούσει από τον Carmelo Pagano, το σχετικό 45άρι του οποίου είχε τυπωθεί στην Ελλάδα το 1966, και το αποδίδουν πειστικά.

Ακολουθεί το «Εσύ» (μια live version του), ένα γνωστό κομμάτι από το μοναδικό δισκάκι του γκρουπ – ένα shake τέλος πάντων, που δεν ήταν, σίγουρα, το ωραιότερο κομμάτι των Hooks.

Οι Hooks ήταν ένα από τα ελληνικά μοντέρνα συγκροτήματα, που ακούστηκαν κάπως παραπάνω στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60. Βασικά, επειδή κυκλοφόρησαν ένα 45άρι με τα κομμάτια «Εσύ (Σέικ) (Γιάννης Φουντής) / Listen (Loosing your mother) Shake (John Fountis)» [Βoem, 1967], αλλά και γιατί αποτελούσαν γερή live ατραξιόν της εποχής.

Κι άλλη έκπληξη για τη συνέχεια –ίσως η μεγαλύτερη– καθώς οι Hooks διασκευάζουν το “San Francisco ‘Wear some flowers in your hair’” του John Phillips, που είχε τραγουδήσει ο Scott McKenzie το 1967 (το τραγούδι είχε κυκλοφορήσει στην Αμερική στις 13 Μαΐου εκείνης της χρονιάς κι είχε αποτελέσει, ως γνωστόν, τον «ύμνο» του Summer of Love).

Το τραγούδι είχε τυπωθεί και στην Ελλάδα φυσικά και ήταν «νούμερο 1» στις 22 Νοεμβρίου 1967. Οι Hooks το αποδίδουν «μια χαρά» (βοηθά και η αρκετά καλή εγγραφή), ο Αλμπάζης κάνει καλή δουλειά στην κύρια φωνή, με το ρυθμικό τμήμα (κιθάρα, μπάσο, ντραμς) να δουλεύει άψογα, ενώ ωραία είναι και η φωνητική διαχείριση γενικότερα (ένα από τα ατού των Hooks, που πάντα δούλευε με σωστό τρόπο). Η «ανάλυση» είναι περισσότερο soft-rock και σε κάθε περίπτωση χορευτική, προσαρμοσμένη στα ελληνικά δεδομένα της εποχής.

Προτελευταίο track του LP είναι το γνωστό από το single “Listen (Loosing your mother)” ή “Listen (Losing your mother)”, όπως είναι το σωστά ορθογραφημένο. Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, για το ωραιότερο τραγούδι των Hooks, κι ένα από τα ωραιότερα δικά μας των μοντέρνων sixties.

Οι στίχοι είναι βιωματικοί, όπως διαβάζουμε στο ένθετο –καθώς το τραγούδι το έγραψε και το ερμήνευσε ο Γιάννης Φουντής, μετά τον πρόσφατο (τότε) χαμό της μητέρας του– και σαν τραγούδι το “Listen” έχει μία ορμή, μαζί με μια διάσταση κάπως τραγική, που σε συνεπαίρνει. Και μόνον αυτό το τραγούδι να υπολογίσεις σκέφτεσαι πόσο άδικα στάθηκε η τότε συγκυρία για τους Hooks, που κάτω από άλλες συνθήκες θα μπορούσε να είχαν κάνει θαύματα.

Το LP “Listen” θα ολοκληρωθεί με το “All my love”, που σαν τραγούδι μοιάζει μ’ εκείνο που έκλεινε την πρώτη πλευρά του δίσκου. Απλή μπαλάντα σ’ ένα pop / soft-rock ύφος (σαν Left Banke, σαν Harpers Bizarre και τα ανάλογα).

Το συμπέρασμα; Μια απολύτως χρήσιμη κυκλοφορία, από τα Lost Archives της B-Other Side, που συμπληρώνει ένα ακόμη από τα κενά της εγχώριας ροκ ιστορίας και που είναι κλεισμένη σ’ ένα πολύ ωραίο εξώφυλλο.

Μουσική
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Είδα τον Φώτη Παπαδόπουλο σε ένα «Όνειρο Φευγάτο»

Μουσική / Είδα τον Φώτη Παπαδόπουλο σε ένα «Όνειρο Φευγάτο»

Η κυκλοφορία σε cd-βιβλίο μιας ανθολογίας τραγουδιών του με τη συμμετοχή γνωστών ερμηνευτών (εκδόσεις Μετρονόμος) ξαναφέρνει στο προσκήνιο έναν ιδιαίτερο, πολυτάλαντο άνθρωπο δυόμιση χρόνια από τον πρόωρο χαμό του
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

CHECK 10 χρόνια σκοτεινών και χορευτικών ηλεκτρονικών ήχων από την Bedouin Records

Μουσική / 10 χρόνια σκοτεινών και χορευτικών ηλεκτρονικών ήχων από την Bedouin Records

Μια κουβέντα με τον Salem Rashid Skourlis, τον ιδρυτή της ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας ακραίου και ambient ηλεκτρονικού ήχου, έναν Έλληνα που ζει μεταξύ Τόκιο και Μπανγκόκ και διαπρέπει στο εξωτερικό.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
Κ.atou: «Kάποιοι χαλάνε λεφτά για να βγουν έξω ένα βράδυ, μην τους το χαλάς»

Οι Αθηναίοι / Κ.atou: «Kάποιοι ξοδεύουν λεφτά για να βγουν έξω ένα βράδυ, μην τους το χαλάς»

Η DJ που έχει δει στο Ντιτρόιτ να ακούνε το set της δυο κουνέλια έμαθε πρόσφατα τι πάει να πει «τέκνο με κ», ενώ η πόλη που πιστεύει ότι έχει την καλύτερη ηλεκτρονική σκηνή τώρα δεν είναι το Βερολίνο. Έχοντας ταξιδέψει σε τόσα μέρη, είναι χαρούμενη που ζει στην Αθήνα, αλλά δεν μπορεί να μείνει στο κέντρο της.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
10 πράγματα για τον Enrico Sangiuliano

Μουσική / Enrico Sangiuliano, ένας περφεξιονιστής του dancefloor

Ο DJ που έχει δει πολλές κυκλοφορίες του να μπαίνουν στα «κομμάτια της χρονιάς», όπως το remix που έκανε με τη σύζυγό του Charlotte de Witte στο «The Age of Love», επιστρέφει στην Αθήνα το Σάββατο 9 Μαρτίου. Συγκεντρώσαμε λοιπόν δέκα πράγματα που πρέπει να ξέρετε για εκείνον πριν χορέψετε στα πολλά του BPM.
ΦΩΦΗ ΤΣΕΣΜΕΛΗ
Jack Lamar ένας ράπερ που ξεπετάγεται με ορμή από την Γενιά Α μιλάει στη LiFO

Μουσική / Jack Lamar: Ο δεκάχρονος ράπερ που ξεπετάγεται με ορμή στο ελληνικό TikTok

Συναντήσαμε τον ράπερ που ανήκει στη Γενιά Α ενώ γύριζε το βιντεοκλίπ του «Oh Oh» στην πλατεία Συντάγματος. Ηχογράφησε το πρώτο του κομμάτι στα οχτώ, λέει πως οι βρισιές στο τραπ δεν τον αγγίζουν, κλείνει τα αυτιά του ή τις προσπερνά.
ΜΙΝΑ ΚΑΛΟΓΕΡΑ
Ρίχαρντ Στράους: Κυνηγώντας μουσικούς ανεμόμυλους

Συμφωνική Μουσική - Ιστορίες / Ρίχαρντ Στράους: Κυνηγώντας μουσικούς ανεμόμυλους

Πώς θα αφηγούμασταν μουσικά τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες; Με αφορμή το ομώνυμο συμφωνικό ποίημα του Ρίχαρντ Στράους, η Ματούλα Κουστένη βουτά σε έναν συναρπαστικό μουσικό κόσμο.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ