Ειρήνη Γιαννάκη
ΤΟ ΠΟΛΥΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ τέταρτο άλμπουμ της Rosalía, που μόλις κυκλοφόρησε, με τον τίτλο «LUX», δεν αποτελεί μόνο μια τομή στην πορεία της κορυφαίας Καταλανής ποπ σταρ, ούτε ήρθε για να εκπληρώσει απλώς τις προσδοκίες των φαν της σε όλον τον κόσμο, αλλά είναι και ένα άλμπουμ που όλα δείχνουν πως έχει τη δυναμική να ανατρέψει όσα ξέραμε μέχρι σήμερα για την ποπ.
Αν με το «El mal querer» (2018) συνδέθηκε με τη μεγάλη παράδοση του φλαμένκο που σπούδασε και με το πειραματικό «Motomami» (2022) απέδειξε την τόλμη της και τη ρηξικέλευθη διάθεσή της, με το «LUX» ήρθε να αποδείξει σε όλους πως η ποπ μπορεί να έχει όραμα και να είναι ταυτόχρονα γήινη αλλά και υπερβατική, άναρχα χαοτική αλλά και σε απόλυτο έλεγχο. Εξάλλου, η ίδια η βασίλισσα της ποπ Madonna συνόψισε με μία λέξη την προοπτική του, απαντώντας σε στόρι της Rosalía στο Instagram: «Σ’ ευχαριστώ, Rosalía. Δεν μπορώ να σταματήσω να το ακούω! Είσαι αληθινή οραματίστρια!».
Το «LUX» σίγουρα ευνοεί την αργή ακρόαση. Απαιτεί από τον ακροατή να σταθεί για λίγο και να ακούσει προσεκτικά, να βυθιστεί μέσα στα νέα κομμάτια της και να τους αφοσιωθεί. Αν αυτό από μόνο του δεν είναι επανάσταση στην εποχή των αλγορίθμων, της απουσίας συγκέντρωσης, του αυτόματου μοιράσματος και της ταχύτητας, τότε τι είναι;
Lux θα πει φως και όλο το άλμπουμ, όπως και η ίδια η Rosalía στο εξώφυλλό του, ακτινοβολεί το φως μιας ριζικής μεταμορφωτικής εμπειρίας –της στροφής που επιχειρεί για άλλη μια φορά στην καριέρα της–, αλλά και τη λάμψη της αθωότητας και της φρέσκιας ματιάς με την οποία έβλεπε τη μουσική από το ξεκίνημά της, και της ωριμότητας που έχει κατακτήσει τώρα.
Πώς θα μπορούσε να μη διαθέτει όραμα το «LUX», που με τα 18 του κομμάτια σε βινύλιο και σε CD και με τα 15 στην ψηφιακή του εκδοχή, αποτελεί μια ολοκληρωμένη ενότητα, με αρχή και τέλος, κάτι πολύ σπάνιο πια στην εποχή του Spotify και των σκόρπιων tracks που μας βομβαρδίζουν από παντού; Όπως η ίδια η Rosalía δήλωσε, η νέα της δουλειά είναι μια αντίδραση στο ατελείωτο scrolling των σόσιαλ μίντια, στον εθισμό και την έκρηξη ντοπαμίνης που αναζητούμε διαρκώς. Το «LUX» σίγουρα ευνοεί την αργή ακρόαση. Απαιτεί από τον ακροατή να σταθεί για λίγο και να ακούσει προσεκτικά, να βυθιστεί μέσα στα νέα κομμάτια της και να τους αφοσιωθεί. Αν αυτό από μόνο του δεν είναι επανάσταση στην εποχή των αλγορίθμων, της απουσίας συγκέντρωσης, του αυτόματου μοιράσματος και της ταχύτητας, τότε τι είναι;
Το «Berghain», με τη σύμπραξη της Björk –σε μια ανεπανάληπτη συνεργασία δύο μεγάλων μουσικών πνευμάτων που συναντιούνται– και του Αμερικανού Yves Tumor, που κυκλοφόρησε τέλη Οκτώβρη στις πλατφόρμες, ήταν το προανάκρουσμα. Σαρώνοντας τα πάντα στα σόσιαλ μίντια, το αριστουργηματικό βίντεο κλιπ αποκάλυπτε στο κοινό τη μυστικιστική αύρα και τους πολλούς συμβολισμούς του επερχόμενου άλμπουμ της Rosalía και ήταν η γέφυρα που συνέδεσε το δισκογραφικό της παρελθόν με τη σημερινή της μεταμόρφωση. Μόνο η Rosalía θα μπορούσε να «παντρέψει», τραγουδώντας γερμανικούς, ισπανικούς και αγγλικούς στίχους, το διάσημο κλαμπ του Βερολίνου και το απελευθερωτικό χαοτικό χωνευτήρι του, με την όπερα, την κλασική μουσική και τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου.
ROSALÍA - Berghain (Official Video) feat. Björk & Yves Tumor
«I’ll fuck you till you love me». Ο στίχος –η περίφημη φράση του Mike Tyson, η οποία σχεδόν αναβαπτίζεται αποκαθαρμένη στο τραγούδι– με τον οποίο ο Yves Tumor κλείνει σαν μια ραπ επαναλαμβανόμενη ηχώ ή σαν μάντρα το «Berghain» φανέρωσε κι ένα βασικό μοτίβο του «LUX»: ένας μυστικιστικός εξαγνισμός των σκοταδιών, μια έντονη σωματικότητα που καταλήγει σε μια σχεδόν υπερβατική εμπειρία.
Περιττό να αναφέρουμε πόσο εξαντλητικά έχει δουλευτεί και στην πιο μικρή λεπτομέρεια και πόση επιμέλεια κρύβεται πίσω από ένα άλμπουμ στο οποίο η Rosalía τραγουδά σε 13 γλώσσες: ισπανικά, καταλανικά, αγγλικά, λατινικά, σικελικά, ουκρανικά, αραβικά, γερμανικά κ.ά. Εμπνευσμένο από βίους αγίων γυναικών, είναι χωρισμένο σε τέσσερις ενότητες που θυμίζουν πράξεις της όπερας, καθεμιά από τις οποίες έχει μια διαφορετική στόχευση για τη Rosalía: «Ήθελα η πρώτη να είναι περισσότερο μια απομάκρυνση από την αγνότητα. Η δεύτερη ενότητα ήθελα να δίνει την αίσθηση τού να βρίσκεσαι μέσα στη βαρύτητα, να είσαι φίλος με τον κόσμο. Η τρίτη θα αφορούσε περισσότερο τη χάρη και, ελπίζω, το να είσαι φίλος με τον Θεό. Και στο τέλος, ο αποχαιρετισμός, η επιστροφή».
Από την έναρξη με το «Sexo, Violencia y Llantas» («Σεξ, βία και ελαστικά»), όπου τοποθετεί δύο κοσμογονικά δίπολα σε αντιπαράθεση: «Πρώτα να αγαπήσεις τον κόσμο και ύστερα τον Θεό», κηρύσσοντας την έναρξη για τη δική της ποπ κοσμογονία, μέχρι το κλείσιμο με το «Magnolias», όπου θα καταλήξει –πού αλλού;– στο μηδέν και στο να γίνει αστρόσκονη, αλλά και στην αναγέννηση: «Εγώ, που προέρχομαι από τα αστέρια, σήμερα γίνομαι σκόνη για να επιστρέψω μαζί τους». Στο ενδιάμεσο, η Rosalía ισορροπεί με δεξιοτεχνία πάνω σε πλήθος αντιθέσεων, τόσο με την καθηλωτική ενέργεια της φωνής της, που τη χειρίζεται σαν ένα ακόμα μουσικό όργανο και που βρίσκεται στο κέντρο όλου του άλμπουμ, όσο και με τους στίχους. Χάος και τάξη, φλόγα και πάγος, σάρκα και πνεύμα, ρεαλισμός και μεταφυσική, τρυφερότητα και λαγνεία, πίστη και ασέβεια, ιερό και ανίερο, γήινο και θεϊκό. «Με εσένα η βαρύτητα αποκτά χάρη και η χάρη σοβαρότητα», μας λέει στο «Mio Cristo piange diamanti» («Ο Χριστός μου κλαίει διαμάντια»), ενώ και στο «Mundo Nuevo» («Νέος κόσμος») κυριαρχεί η επιθυμία για μεταμόρφωση και αλλαγή: «Θα ήθελα, θα ήθελα να απαρνηθώ αυτόν τον κόσμο ολοκληρωτικά, για να ζήσω ξανά. Μητέρα της καρδιάς μου, να ζήσω ξανά, για να δω αν θα μπορούσα να βρω περισσότερη αλήθεια σε έναν νέο κόσμο».
Μια αρχέγονη θηλυκή δύναμη ξεπηδά από τα τραγούδια της και εκρήγνυται, συμπυκνώνοντας την ενέργεια όλων των γυναικών που την ενέπνευσαν. Μια θηλυκή ενέργεια απελευθερώνεται, που είναι ταυτόχρονα οικεία αλλά και μυστηριώδης, ανοιχτή στον κόσμο αλλά και ερμητική, συναισθηματική αλλά και κοφτερή σαν ατσάλι, όπως στο «La Perla» («Το μαργαριτάρι»), όπου η κοριτσίστικη και αθώα γλυκύτητα της μελωδίας «ντύνει» τη γυναικεία σκληρότητα των στίχων όπου εξαπολύει μύδρους κατά ενός νάρκισσου άντρα: «Ένας συναισθηματικός τρομοκράτης, η μεγαλύτερη καταστροφή στον κόσμο».
Το ερώτημα κατά πόσο το «LUX» ανήκει περισσότερο στην ποπ ή στην κλασική είναι μάλλον παρακινδυνευμένο και ίσως δεν έχει νόημα για το μουσικό σύμπαν που δημιουργεί η Rosalía. Κι εδώ θα βρούμε τις ρίζες του φλαμένκο από όπου ξεκίνησε και μας συστήθηκε –όπως στο «La Rumba del Perdón» («Η ρούμπα της συγχώρεσης»)– κι εδώ θα βρούμε τη διάθεση για πειραματισμούς, όπως στο «Bergain», που άνοιξε θριαμβευτικά τον δρόμο. Η τόλμη της σαφώς είναι ένα από τα στοιχεία που την ανέβασαν στην κορυφή, αλλά μήπως αυτή η στροφή προς την ορχηστρική μουσική και τα κλασικά όργανα μπορεί να της στερήσει μέρος της δημοφιλίας της; Ενδεχομένως, αλλά η Rosalía είναι τόσο εκτός του τρέχοντος κλίματος της ποπ, που έχει τη δύναμη να επιβάλει ένα νέο κλίμα. Μήπως η πορεία της και τα προηγούμενα άλμπουμ της δεν έχουν αποδείξει πως είναι απόλυτα ικανή να το κάνει; Όπως το έκανε και η Madonna με το «Ray of Light» το 1998 και άλλαξε την πορεία της ποπ για πάντα. Συμπτωματικά, και τα δύο άλμπουμ μιλάνε για φως.
Νίκος Ευσταθίου
Η Rosalía θα μπορούσε να ακολουθήσει διάφορα μονοπάτια έπειτα από την τρομακτική επιτυχία του «Motomami», του πιο χορευτικού δίσκου της καριέρας της που σκαρφάλωσε τα charts, επηρέασε δεκάδες ποπ σταρ και έκανε όλη την υφήλιο να χορεύει στους ρυθμούς του «Chicken teriyaki». Τελικά, διάλεξε τον δρόμο του φωτός. Στο «LUX», όπως βαφτίζει τον τέταρτο δίσκο της, τοποθετεί από τη μία το πιο πειραματικό της ένστικτο και από την άλλη τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου. Ακολουθεί τον δύσκολο δρόμο που χάραξαν η Björk και η Kate Bush, με έναν δίσκο avant-garde pop που επιχειρεί να παντρέψει το ορχηστρικό με το απρόβλεπτο και το εύπεπτο. Πώς παντρεύονται, όμως, σήμερα τα beat με τα βιολιά;
Τον δίσκο αυτόν πρέπει να τον ακούσεις «μονορούφι», από την αρχή μέχρι το τέλος. Θα σε ανταμείψει.
Υποψιάζομαι πως όσοι περίμεναν χορευτικά bangers θα απογοητευτούν. Το «LUX» είναι ένας απαιτητικός δίσκος. Για τους υπομονετικούς, όμως, είναι ό,τι πιο ευχάριστο κυκλοφόρησε το 2025, ό,τι πιο εντυπωσιακό συμβαίνει στη mainstream pop σήμερα.
Υπάρχουν αρκετές αναλαμπές της γνώριμης, χορευτικής Rosalía. Ακόμα και αυτές σε εκπλήσσουν. Στο «Porcelana» καταφέρνει, η άτιμη, να παντρέψει το reggaeton και το χιπ χοπ με ορχηστρικό πιάνο και βιολί και να σε κάνει να κουνιέσαι μέχρι τέλους. Στο «De Madruga», η φλαμένκο dance pop της επιστρέφει, αλλά μαζί με δραματικά βιολιά κι ένα αναπάντεχο verse στα ουκρανικά. Στο «La Perla», τα χώνει σε έναν πρώην της «συναισθηματικό τρομοκράτη» (κατά πάσα πιθανότητα τον Πορτορικανό σταρ της ρεγκετόν Ράου Αλεχάντρο), με στίχους εξομολόγησης και ξεκατινιάσματος, αλλά και μια ορχηστρική συνοδεία που θυμίζει αναγεννησιακό βαλς. Είναι συνάμα ξεκαρδιστικό και ιδιοφυές.
Ύστερα, υπάρχει το «Berghain». Ενθουσιαστήκαμε όταν μάθαμε τον τίτλο του πρώτου single, αλλά κανένας δεν περίμενε αυτό που μας επιφύλασσε τελικά η Rosalía. Πήρε το κλαμπ-σύμβολο της εξαλοσύνης του Βερολίνου και το μετέτρεψε σε έναν ναό, με καθολικές χορωδίες, χαοτικά βιολιά, με την ίδια να τραγουδάει άριστα όπερα. Από το πουθενά, καταφτάνει η Björk – «θεϊκή παρέμβαση» κυριολεκτικά, όπως τραγουδάει και η ίδια. Και στο τέλος, τα σκληρά φωνητικά του Yves Tumor σε ξυπνάνε από την ομορφιά σαν λεπίδες: «I’ll fuck you till you love me». Ανατριχιαστικά καλό κομμάτι.
Τον δίσκο αυτόν πρέπει να τον ακούσεις «μονορούφι», από την αρχή μέχρι το τέλος. Θα σε ανταμείψει. Ως φόρος τιμής στην κλασική μουσική, μιμείται τη φόρμα μιας ορχηστρικής συμφωνίας. Κάθε συμφωνία χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: ξεκινά με μια ζωηρή σονάτα, ακολουθεί ένα πιο αργό και λυρικό κομμάτι, έπειτα ένα χορευτικό μινουέτο ή σκέρτσο, και τέλος ένα μεγαλοπρεπές φινάλε.
Αυτή τη φόρμα τηρεί πιστά η Rosalía στο σύνολο του δίσκου αλλά και σε κάθε τραγούδι ξεχωριστά. Σε ταξιδεύει με απίθανα σκαμπανεβάσματα, πλούσιες ενορχηστρώσεις, απανωτές μουσικές στροφές και εναλλαγές. Τραγουδά συνολικά σε 13 γλώσσες, πηδώντας από τα ισπανικά στα ιταλικά, από τα γαλλικά στα ιαπωνικά, από παιχνιδιάρικο κουπλέ σε σπαρακτικό ρεφρέν. Είναι ένας τρομερά θεατρικός, μαξιμαλιστικός, φιλόδοξος δίσκος. Σε αφοπλίζει.
Αν είχα ένα παράπονο από το εξαιρετικό «LUX», αυτό μάλλον θα ήταν τα φωνητικά. Όχι ότι δεν είναι καλά – ίσα ίσα. Το πρόβλημά μου, μάλλον, είναι πως παραείναι δουλεμένα. Κρυστάλλινα, μελισματικά, σε κάποιες μπαλάντες θυμίζουν σχεδόν την Ariana Grande ή κάποιο τραγούδι της Disney. Δικαίως η Rosalía θέλει να δείξει την κλασική της παιδεία και την άψογη φωνή της, όμως σε δυο τρία κομμάτια κινδυνεύει να πέσει στην παγίδα του γλυκανάλατου. Όταν επιστρέφει στις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της, σε κερδίζει αμέσως ξανά. Τι άλλο να πω για το «LUX»; Η Rosalía ρίσκαρε και μας έδειξε τον δρόμο του φωτός. Τόσο φρέσκια ματιά στην ποπ μουσική είχαμε χρόνια να δούμε. Προσωπικά, τον βρήκα αριστούργημα.