ΤΟΝ «ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟ» άργησα να τον πάρω χαμπάρι. Μεγάλωσα με το “V.O.L 3” των 2002 GR, που είχε βγει το 1982, κι έτσι, καθώς άκουγα τα «Μαγική Αυλή», «Είπες πως», «Αύριο», «Άννα», «Θυμάμαι», «Μονάχα εσύ» και «Αχ καϋμένη», δεν είχα κανένα ενδιαφέρον να ψάξω για κάτι άλλο παρεμφερές, αφού τα κομμάτια αυτά, που ήταν τόσο καλοφτιαγμένα, σε συνέπαιρναν αμέσως, οδηγώντας σε να τ’ ακούς και να τα ξανακούς σε εμπλοκή. Έχω γράψει κείμενο για ’κείνο τον δίσκο εδώ στο LiFO.gr («Ακούγοντας ξανά το “V.O.L 3” των 2002 GR: Γιατί θα πρέπει να ντρεπόμαστε για ’κείνα που μας άρεσαν μικροί;»). Είχε ανεβεί στις 21 Μαρτίου 2017 και σας προτείνω να του ρίξετε μια ματιά.
Τον «Σιδερένιο Άνθρωπο», που είχε επανεκδοθεί εν τω μεταξύ το 1982, για να εκμεταλλευθεί την τεράστια επιτυχία που θα έκανε το “V.O.L 3”, τον ανακάλυψα στο τέλος της δεκαετίας του ’80, προς αρχή του ’90, όταν είχα βρει κόπιες, στις «προσφορές», στο δισκάδικο 7+7 στο Μοναστηράκι. Πουλιόταν, μάλιστα, μαζί με την «Πόλα», το πρώτο LP του Ασβεστόπουλου και των 2002, που κι εκείνο είχε επανεκδοθεί το ’82, και ήταν τότε όταν τ’ αγόρασα και τα δύο μ’ ένα χιλιάρικο (δραχμές). Πήγα σπίτι και τ’ άκουσα «καπάκι». Το «Πόλα» ήταν μάλλον τυπικό, παρότι υπήρχαν μέσα κάποια καλά τραγούδια («Χώμα νερό», «Ίσως να ’ναι αύριο αργά», «Ο πολιτισμός»), αλλά «Ο Σιδερένιος Άνθρωπος» ήταν καταπληκτικός. Ένας δίσκος εντελώς «φτιαχτικός», που τον άκουγες και τον ξανάκουγες σαν υπνωτισμένος. Τόσο καλός; Ναι, τόσο καλός!
«Αν είχατε την απορία, αν θα μπορούσε ποτέ να κατασκευαστεί ένας τόσο άσχημος δίσκος, τώρα ξέρετε... Υπάρχει και μπορείτε κι εσείς να τον ακούσετε. Δυστυχώς».
Πότε είχαν κυκλοφορήσει τα LP «Πόλα» και «Ο Σιδερένιος Άνθρωπος»; Αμφότερα το 1975. Η «Πόλα» στην αρχή εκείνης της χρονιάς και «Ο Σιδερένιος Άνθρωπος» προς τον Νοέμβριο του ’75, πριν από 50 χρόνια ακριβώς. Χρυσό ιωβηλαίο λοιπόν, για έναν από τους ωραιότερους, διαχρονικά, δίσκους του ελληνικού ροκ.
1975 σημαίνει πρώιμη μεταπολίτευση. Σημαίνει Θεοδωράκης, Μαρκόπουλος, Λοΐζος, Λεοντής, Ξαρχάκος, Μπακαλάκος, Πάνος Τζαβέλλας, και σημαίνει επίσης «νέκρα» γύρω από το ελληνικό ροκ. Τα συγκροτήματα έχουν σχεδόν όλα διαλυθεί, έχουν μείνει μόνον οι ποπίστες (Πασχάλης, Δάκης, Τουρνάς, Ελπίδα, Μαρίνα κ.ο.κ.), ροκ κλαμπ ουσιαστικά δεν υπάρχουν, καθώς παντού παίζονται «έντεχνα», πολιτικά, σατιρικά τραγούδια και αντάρτικα, ενώ και η ανάλογη δισκογραφία έχει πάρει την κατιούσα, σε σχέση με τα πρώτα χρόνια των σέβεντις.
Εντάξει κάποιες εστίες, κάποιες σπίθες παραμένουν, που θα πάρουν σιγά-σιγά ξανά φωτιά, μετά το 1977, αλλά το «άκρα του τάφου σιωπή» είναι γενικώς σωστό. Το ροκ θεωρείται ξενόφερτο, αμερικάνικο, και σε μια εποχή έντονου «αντι-αμερικανισμού» το να βγαίνεις να τραγουδάς, με μπάσα και ηλεκτρικές κιθάρες, για «αγάπες και λουλούδια» δεν σε βγάζει πουθενά. Έπρεπε ο στίχος σου να γίνει πιο αγωνιστικός, επενδύοντας, ταυτοχρόνως, στην «εντεχνίλα». Οι ρόκερ δεν ήταν γι’ αυτά τα πράματα. Δεν μπορούσαν να γίνουν ούτε «Σαββόπουλοι», γράφοντας καίριο κοινωνικοπολιτικό στίχο, αλλά ούτε είχαν (και) καμιά διάθεση να πετάξουν τις κιθάρες και τα χάμοντ (οι πιο δοσμένοι τουλάχιστον) αντικαθιστώντας τα με τα μπουζούκια. Περίμεναν, απλώς, για μια... καινούργια μέρα (το πιάσανε οι fans το υπονοούμενο), που να τους φέρει ξανά στο προσκήνιο.
Παρά ταύτα, μέσα σ’ αυτό το ολότελα απογοητευτικό, για το ελληνικό ροκ, σκηνικό, θα βγουν κάποιοι δίσκοι (λέμε πάντα για τη διετία 1975-76), που γενικώς θα ακουστούν από λίγο έως καθόλου, περνώντας γενικότερα απαρατήρητοι – για να τους ανακαλύψουν οι συλλέκτες και όποιοι άλλοι μουσικόφιλοι δεκαετίες αργότερα. Τέτοιοι δίσκοι ήταν εκείνοι του Ηλία Ασβεστόπουλου και των 2002, τους οποίους θα τύπωνε η Pan-Vox το 1975.
Αν τύχαινε τώρα οι εν λόγω δίσκοι να περάσουν, για κριτικές, στα περιοδικά, τους έτρωγε το μαύρο φίδι. Δεν υπήρχε περίπτωση κανένας να γράψει καλά λόγια για άλμπουμ τέτοιου τύπου. Θυμάμαι τον Δημήτρη Πουλικάκο, την εποχή που εκτελούσε χρέη μουσικοκριτικού στο περιοδικό Τέχνης «Σήμα» [τεύχος #5, Ιούνιος ’75], να γράφει για ένα ποπ LP της Pan-Vox, το «Ρυθμός και Νειάτα», που συμπεριλάμβανε ανάμεσα και το τραγούδι των Ηλία Ασβεστόπουλου / 2002 «Έλα πιο κοντά» από την «Πόλα»:
«Μόνο ως δυσφήμιση και του ρυθμού και των νειάτων νοείται η παρουσία του δίσκου αυτού. Σπάνια (ή μάλλον όχι και τόσο) συλλογή ατάλαντων γενικώς. Ανύπαρκτες εκτελέσεις, στιχοπλοκίες και ενορχηστρώσεις. Το γλυφιτζούρι το κερδίζει ο Ασβεστόπουλος με το “Έλα πιο κοντά”. Πώς είναι δυνατό παιδί μου να ’ρθει κανένας πιο κοντά; Προς θεού, πότε θα πάψουνε πια οι εταιρείες να μας τυραννάνε κατ’ αυτόν τον τρόπο τ’ αυτιά; Μόνο με μείον 3 ή 4 αστεράκια μπορεί να το αξιολογήσουμε κι αυτό το LP. Φτάνει πια. Έλεος».
Και ο Αργύρης Ζήλος, από τον «Ήχο» [τεύχος #26, Μάιος 1975], πάλι για την «Πόλα»:
«Αν είχατε την απορία, αν θα μπορούσε ποτέ να κατασκευαστεί ένας τόσο άσχημος δίσκος, τώρα ξέρετε... Υπάρχει και μπορείτε κι εσείς να τον ακούσετε. Δυστυχώς».
Και τι προτεινόταν τότε, από το μοναδικό μουσικό περιοδικό της εποχής (τον «Ήχο» εννοώ); Βασικά τα δεινοσαυρικά συγκροτήματα του art-rock τύπου Yes, Genesis κτλ., που και αυτά, σιγά-σιγά, είτε αποσύρονταν είτε μετασχηματίζονταν. Προσωπικά, δεν πιστεύω να υπήρξε χειρότερη χρονιά για την ξένη μουσική, εκείνη τη δεκαετία, από το 1975.
Προφανώς και για τον «Σιδερένιο Άνθρωπο» τα ίδια πάνω-κάτω θα γράφονταν, γιατί τέτοιο ήταν το κλίμα τότε. Υπήρχε μία εκτός ορίων ξενομανία και βεβαίως μια τεράστια καχυποψία σε σχέση με οτιδήποτε ελληνικό – και δεν αναφέρομαι μόνο στο ελληνικό ροκ, αφού ακόμη και αριστουργηματικοί δίσκοι όπως το «Νυν και Αεί» των Ξαρχάκου / Γκάτσου δεν ξέφευγαν από τα τρία «αστέρια» (στον «Ήχο») ή και θάβονταν (στο «Σήμα»), όπως συμβαίνει με το αρκετά ενδιαφέρον «Απλά Μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας» των Κηλαηδόνη / Νεγρεπόντη.
Οι 2002 σχηματίστηκαν όταν ο Ηλίας Ασβεστόπουλος –στο δεύτερο μισό των 60s, ήταν στους Πειραιώτες Persons, μαζί με τους Σπάθα-Τουρκογιώργη– θα τακιμιάσει με μέλη του πολύ καλού συγκροτήματος Σκορπιός, που είχε συμμετάσχει στο Pop Festival ’73. Μέλη των Σκορπιός ήταν ο οργανίστας Γιάννης Γιοκαρίνης, ο κιθαρίστας Γιάννης Χατζησόγλου και ο ντράμερ Αντρέας Τσαντάς. Αυτοί, με την προσθήκη του μπασίστα Γιώργου Καλαϊτζόγλου θα σχημάτιζαν τους 2002, που θα ηχογραφούσαν, μαζί με τον Ασβεστόπουλο, την «Πόλα». Λίγο αργότερα οι Καλαϊτζόγλου και Τσαντάς θα αποχωρούσαν από το σχήμα, για να τους αντικαταστήσουν ο Σωτήρης Καραούλιας μπάσο και ο Στέλιος Καραΐνδρος ντραμς, κρουστά, που θα έφευγε από τη ζωή το 2023. Με την τετράδα Χατζησόγλου-Γιοκαρίνης-Καραούλιας-Καραΐνδρος, συν τον Ασβεστόπουλο, θα ηχογραφηθεί, το 1975, «Ο Σιδερένιος Άνθρωπος».
Το άλμπουμ περιλαμβάνει, κατά τα συνηθισμένα της εποχής, δώδεκα τραγούδια, δηλαδή έξι ανά βινυλιακή πλευρά. Τα εννέα από τα δώδεκα τραγούδια είναι συνθέσεις των μελών του συγκροτήματος, δηλαδή τρία είναι του Γιοκαρίνη, πέντε του Χατζησόγλου και ένα του Καραούλια, ενώ δύο είχε γράψει ο Άκης Σκαμάγκας και ένα ο άγνωστος Μ. Μπαχαρούδης. Οι στίχοι στα οκτώ τραγούδια είναι του Ηλία Ασβεστόπουλου, σε τρία έχει γράψει στίχους η Σάσα Μανέτα και σε ένα ο άγνωστος Π. Διαμαντόπουλος. Τα τραγούδια των μελών του συγκροτήματος είναι και τα ωραιότερα του δίσκου.
Αυτό που κάνει τον «Σιδερένιο Άνθρωπο» να ξεχωρίζει είναι κατά πρώτον οι συνθέσεις και τα παιξίματα των μουσικών, που είναι από τα καλύτερα που μπορείς ν’ ακούσεις διαχρονικά σε όλη την ιστορία του ελληνικού ροκ. Το άλμπουμ πετάει φωτιές σ’ αυτούς τους τομείς, ενώ από συμπαθητικοί έως καλοί ή και πολύ καλοί ορισμένες φορές είναι και οι στίχοι του Ασβεστόπουλου, για να μην πω για τις ερμηνείες του, που είναι αυτές που είναι – και το λέω, γιατί δεν νοούνται 2002 ή 2002 GR (αργότερα), χωρίς τα δικά του τραγουδίσματα, που είναι κάτι σαν trademark.
Ωραίο είναι και το ασπρόμαυρο εξώφυλλο του Θόδωρου Μωραΐτη (αργότερα μπήκαν και λίγα αχρείαστα κόκκινα, στις επανεκδόσεις των CD), με τα κειμενάκια που εμφανίζονται στη δεξιά σελίδα της εφημερίδας (όπως τη βλέπουμε κοιτώντας το εξώφυλλο), να επεξηγούν ελαφρώς και τα λόγια των τραγουδιών.
Έτσι, διαβάζουμε για το «Εσύ χορεύεις κι εγώ πεθαίνω» πως «ενώ γνωρίζης ότι προσπαθώ να σου δώσω ό,τι καλλίτερο υπάρχει για ’μένα, τη ζωή μου, εσύ συνεχίζεις να χορεύης, να χορεύης...».
Ηλίας Ασβεστόπουλος - 2002 GR - Εσύ Χορεύεις Και Εγώ Πεθαίνω
Για τον «Ποιητή» διαβάζουμε: «Προσπαθεί με την πέννα του να επικοινωνήση μαζί σου δείχνοντάς σου τον εσωτερικό του κόσμο, τα προβλήματα του χθες, του σήμερα και του αύριο».
Ηλίας Ασβεστόπουλος - 2002 GR - Ο ποιητής
“Riitta”... «είναι απλώς ένα γυναικείο όνομα, τίποτα άλλο». Φινλανδικό θα προσέθετα, με το τραγούδι, που είναι ένα από τα ωραιότερα του άλμπουμ, να φέρνει στη μνήμη την εποχή των Poll.
Ηλίας Ασβεστόπουλος - 2002 GR - Riitta
«Ο τρελλός»... «έχει πάντα μία απορία: εάν πράγματι αυτοί που τον ονόμασαν έτσι ξέρουν τι νόημα έχει αυτή η λέξη». Θεματικά το τραγούδι εντάσσεται σε μια ειδική στιχουργική κατηγορία του ελληνικού ροκ, που έχει να κάνει με τους απόκληρους της κοινωνίας (τραγούδια με τον ίδιο ή παρεμφερή τίτλο είχαν γράψει οι Daltons, οι Blue Birds, οι Σταμάτης-Αλέξης και οι Whites κ.ά.).
Ηλίας Ασβεστόπουλος - 2002 GR - Ο Τρελός
«Διαστημόπλοιο»... «Σήμερα ζούμε στην προκαταρκτική του εποχή και δεν γνωρίζουμε εάν το 2002 το διαστημόπλοιο θα είναι ένα μέσον που θα μας σώσει ή που θα μας καταστρέψει». Πέρασε το 2002 και ακόμη δεν το μάθαμε... Απλώς, το κορυφαίο τραγούδι του δίσκου, σαν σύνολο.
Ηλίας Ασβεστόπουλος - 2002 GR - Διαστημόπλοιο
«Ο σιδερένιος άνθρωπος»... «Εάν πράγματι θέλεις να μάθης τι είναι για μένα ο σιδερένιος άνθρωπος ψάξε στο στίχο του και θα διδαχθής πολλά. Πρόσεξε όμως γιατί μπορεί να σε καταστρέψη». Ακούμε «Σιδερένιο άνθρωπο» λοιπόν και άσε να σαπίζουν στις δισκοθήκες μας το “Relayer” και το “The Lamb Lies Down on Broadway”...
Ηλίας Ασβεστόπουλος - 2002 GR - Ο Σιδερένιος Άνθρωπος