ΌΤΑΝ Η ΤΕΪΛΟΡ ΣΟΥΙΦΤ κυκλοφορεί νέο άλμπουμ, οι θαυμαστές της –οι λεγόμενοι Swifties– είναι έτοιμοι να την υπερασπιστούν με κάθε τρόπο. Ο 12ος δίσκος της, με τίτλο «The Life of a Showgirl», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, έγινε δεκτός με ανάμεικτες αντιδράσεις, όμως οι αρνητικές κριτικές προκάλεσαν ένα κύμα παρενόχλησης εναντίον των δημοσιογράφων που τις έγραψαν. Μερικά από τα μηνύματα που έλαβαν περιλάμβαναν απειλές όπως «δεν θα είσαι τόσο θαρραλέος όταν μάθουμε τη διεύθυνσή σου» ή «εύχομαι να απολυθείς για την προκατειλημμένη κριτική σου».
Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Τα τελευταία χρόνια, καλλιτέχνες και θαυμαστές έχουν γίνει πιο επιθετικοί απέναντι στους μουσικούς συντάκτες που τολμούν να γράψουν οποιαδήποτε αρνητική ή έστω μη ενθουσιώδη κριτική. Δημοσιογράφοι που έγραψαν για καλλιτέχνες όπως οι Τέιλορ Σουίφτ, Νίκι Μινάζ, Ντρέικ και BTS έχουν δεχθεί απειλές, εκφοβισμό και έχουν δει τα προσωπικά τους δεδομένα, όπως τη διεύθυνση του σπιτιού τους, να δημοσιοποιούνται στο διαδίκτυο, μια πρακτική που είναι γνωστή ως doxxing. Ακόμη και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, όπως η Λάνα Ντελ Ρέι και η Lizzo, έχουν κατονομάσει δημοσίως δημοσιογράφους που έγραψαν αρνητικά γι’ αυτούς.
Η ένταση είναι τόσο μεγάλη που ορισμένα περιοδικά επιλέγουν να μη δημοσιοποιούν τα ονόματα των κριτικών τους. Το αμερικανικό «Paste» δεν αποκάλυψε ποιος υπέγραψε την περσινή κριτική για το τότε καινούργιο άλμπουμ της Σουίφτ, ενώ το καναδικό «Exclaim!» κράτησε την ανωνυμία του συντάκτη που έγραψε για τη διαμάχη της Νίκι Μινάζ με τη Megan Thee Stallion, για να τον προστατέψει από τους φανατικούς.
Οι δισκογραφικές γνωρίζουν πολύ καλά το πρόβλημα της παρενόχλησης από τους «σούπερ φαν», αλλά το αγνοούν επειδή οι φανατικοί αυτοί οπαδοί αποτελούν πηγή τεράστιων εσόδων. Επωφελούνται από το σύστημα που οι ίδιοι συντηρούν.
Η Γκρέις Ρόμπινς-Σόμερβιλ, ανεξάρτητη μουσική δημοσιογράφος στις ΗΠΑ, λέει ότι δεν έχει φοβηθεί ποτέ ιδιαίτερα τις αντιδράσεις, αλλά αν της ζητούσαν να γράψει κριτική για την Τέιλορ Σουίφτ, θα έκανε όλους τους λογαριασμούς της στα social media ιδιωτικούς. Όπως εξηγεί, «οτιδήποτε λιγότερο από την τέλεια βαθμολογία θεωρείται επίθεση».
Η Ελ Χαντ, freelance δημοσιογράφος στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχει δεχθεί προσβολές, ομοφοβικά σχόλια και διαδικτυακή στοχοποίηση. Προκειμένου να προστατευτεί, έχει περιορίσει την παρουσία της στα κοινωνικά δίκτυα. «Προσπαθώ να το αγνοώ πια», λέει. «Κάθε απάντηση προκαλεί περισσότερη τοξικότητα».
Ο Νοτιοκορεάτης κριτικός Μιντζέ Τζανγκ περιγράφει ότι δέχθηκε χιλιάδες μηνύματα, απειλές και απόπειρες παραβίασης των λογαριασμών του, όταν έγραψε για τα προβλήματα με τον νόμο που αντιμετώπιζε ένα είδωλο της K-pop. Ακόμη και η σύζυγός του έλαβε απειλητικά μηνύματα. Παρ’ όλα αυτά, θεωρεί ότι οι αντιδράσεις αποδεικνύουν τη σημασία της μουσικής δημοσιογραφίας. «Αν πιστεύεις σε αυτό που γράφεις, οι επιθέσεις δεν μπορούν να σε βλάψουν», λέει.
Ο Ραφαέλ Ρασίντ, επίσης δημοσιογράφος στην Κορέα, περιγράφει ότι μετά από άρθρο του για μια συναυλία K-pop δέχτηκε βροχή αρνητικών μηνυμάτων και απειλές για τη ζωή του, ενώ ο εργοδότης του δεχόταν πιέσεις να τον απολύσει. Παρότι δηλώνει ότι έχει γίνει πιο ανθεκτικός, αποφεύγει πλέον να καλύπτει τη συγκεκριμένη βιομηχανία.
Η Μέγκαν ΛαΠιερ, συντάκτρια του «Exclaim!», αν και δεν έχει δεχθεί απειλές, ανησυχεί ότι η επιθετικότητα καλλιτεχνών και θαυμαστών οδηγεί στην αυτολογοκρισία. «Έχει δημιουργηθεί μια κουλτούρα φόβου, και οι δημοσιογράφοι δεν εκφράζονται ελεύθερα», λέει.
Οι χαμηλές αμοιβές κάνουν την κατάσταση ακόμη δυσκολότερη. Η Χαντ τονίζει ότι οι αμοιβές των ελεύθερων επαγγελματιών δεν έχουν αυξηθεί εδώ και πάνω από δέκα χρόνια. «Πολλοί πληρώνονται με τον κατώτατο μισθό», αναφέρει. Έτσι, πολλοί επιλέγουν να αποφύγουν τη σύγκρουση με φανατικούς οπαδούς για ένα άρθρο που δεν τους αποφέρει σχεδόν τίποτα οικονομικά. Η Ρόμπινς-Σόμερβιλ συμπληρώνει ότι οι περισσότεροι δημοσιογράφοι γράφουν από αγάπη για τη μουσική, όχι για τα χρήματα.
Ταυτόχρονα, πολλά μεγάλα μέσα ενημέρωσης περιορίζουν τη μουσική κριτική. Τα μεγάλα αμερικανικά μέσα «The New York Times», «Vanity Fair» και «The Washington Post» έχουν συρρικνώσει το πολιτιστικό τους τμήμα, γεγονός που, σύμφωνα με πολλούς, αντικατοπτρίζει τη γενικότερη απαξίωση της πολιτιστικής δημοσιογραφίας. Στην εποχή του streaming, οι ακροατές μπορούν να ακούσουν άμεσα οι ίδιοι τη μουσική, χωρίς να βασίζονται στις κριτικές.
Όταν κυκλοφόρησε το νέο της άλμπουμ, η Τέιλορ Σουίφτ προώθησε μόνο μία κριτική – εκείνη του «Rolling Stone», που ήταν σχεδόν αποθεωτική. Αυτό προκάλεσε φήμες ότι η θετική παρουσίαση ήταν πληρωμένη. Η Χαντ εξηγεί ότι οι εκδόσεις φοβούνται να δημοσιεύσουν αρνητικές κριτικές, γιατί μπορεί να χάσουν πρόσβαση όχι μόνο στη Σουίφτ, αλλά και σε άλλους καλλιτέχνες της ίδιας δισκογραφικής. Επιπλέον, οι διαφημίσεις των εταιρειών αποτελούν κρίσιμη πηγή εσόδων, πράγμα που δημιουργεί οικονομική εξάρτηση.
Ο Ρασίντ υποστηρίζει ότι οι δισκογραφικές γνωρίζουν πολύ καλά το πρόβλημα της παρενόχλησης από τους «σούπερ φαν», αλλά το αγνοούν επειδή οι φανατικοί αυτοί οπαδοί αποτελούν πηγή τεράστιων εσόδων. «Επωφελούνται από το σύστημα που οι ίδιοι συντηρούν», λέει.
Το διαδίκτυο, ωστόσο, έχει «εκδημοκρατίσει» την κριτική: οποιοσδήποτε μπορεί να γράψει τη γνώμη του στο Twitter ή στο TikTok. Έτσι, τίθεται το ερώτημα: ποιος ο ρόλος του επαγγελματία κριτικού όταν όλοι μπορούν να εκφέρουν άποψη;
Η ΛαΠιερ απαντά ότι σκοπός της κριτικής είναι να ανοίγει διάλογο και να εξηγεί γιατί ένα έργο μας αγγίζει. «Η κριτική είναι σαν έναν ειλικρινή φίλο που σου λέει την αλήθεια, ακόμα κι αν δεν σου αρέσει», λέει. Ο Τζανγκ προσθέτει ότι το γεγονός πως οι θαυμαστές αντιδρούν τόσο έντονα δείχνει ότι η μουσική δημοσιογραφία εξακολουθεί να έχει δύναμη. «Κάνεις κριτική γιατί αγαπάς τη μουσική και θέλεις να γίνει καλύτερη», καταλήγει.
Με στοιχεία από Reuters Institute.