Σε έναν κόσμο που μοιάζει ολοένα πιο προβλέψιμος και αποστειρωμένος, η ανάγκη για το φαντασιακό, το ανοίκειο και το παράδοξο που ξυπνά τις αισθήσεις μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Τα Plāsmata 3, η μεγάλη έκθεση της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση στο Πεδίον του Άρεως, σε προσκαλούν σε έναν κόσμο όπου τα όρια πραγματικότητας και ψευδαίσθησης χάνονται και το καθημερινό μεταμορφώνεται σε κάτι μαγικό.
Στο εμβληματικό πάρκο αυτές τις μέρες τα δέντρα φωτίζονται αλλιώς. Αν κοιτάξεις προσεκτικά, μπορεί να δεις ανθρωπόμορφες φιγούρες κοντά στο άγαλμα της Αθηνάς, ένα μάτι αλόγου να ξεπροβάλλει ανάμεσα στις φυλλωσιές ή κοχύλια με νερό που περιστρέφονται αέναα. Τα Plāsmata 3 δεν σου ζητούν να τα καταλάβεις. Επιδιώκουν να γίνεις συμμέτοχος σε «μια γιορτή-εγκώμιο στην τέχνη, να γίνεις μέρος μιας απραξίας», όπως σημειώνει στο εισαγωγικό της κείμενο η καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Ωνάση, Αφροδίτη Παναγιωτάκου. Να κοιτάξεις τον κόσμο ξανά, χωρίς βεβαιότητες. Συγχρόνως, η τεχνολογία δεν είναι κάτι που ξεχωρίζει από την καθημερινότητα. Δεν είναι θέαμα, δεν είναι gadget. Είναι μια παρουσία που σχεδόν εξαφανίζεται μέσα στο οικείο. Στη σκιά, στο χώμα, στα παρτέρια.
«Κάποια έργα που θα θέλαμε πολύ να συμπεριληφθούν στην έκθεση δεν μπόρεσαν να βρουν μια σωστή θέση στο πάρκο, ενώ άλλα ρίζωσαν το σημείο τους από την πρώτη στιγμή που προτάθηκαν».
Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται η προσέγγιση του Λουκά Μπάκα, αρχιτέκτονα και σχεδιαστή της έκθεσης που θα μπορούμε να επισκεπτόμαστε στο Πεδίον του Άρεως έως τις 15 Ιουνίου 2025. Αποτελεί μια υπαίθρια εικαστική εμπειρία με έργα διεθνών και Ελλήνων καλλιτεχνών. Από την αρχή αντιλαμβάνεσαι ότι οι εγκαταστάσεις δεν επιβάλλονται, αντίθετα απλώνονται διακριτικά, σαν να έχουν γεννηθεί μέσα από το ίδιο το φυσικό τοπίο του πάρκου. Ο σχεδιασμός σέβεται τη μοναδικότητα του Πεδίου του Άρεως, χωρίς να το σκηνοθετεί με βαρύγδουπο τρόπο. Το πάρκο μετατρέπεται σε σκηνή κατάλληλη όχι για παράσταση αλλά για μια περιπλάνηση. Μια αναγκαία στάση στον χρόνο.

Η ψευδαίσθηση εδώ δεν είναι τέχνασμα αλλά γίνεται ένα εργαλείο κατανόησης. Στη σχεδιαστική του προσέγγιση ο Λουκάς Μπάκας χτίζει τόπους όπου το πραγματικό και το εικονικό συνυπάρχουν, αντανακλώντας τον σύγχρονο κόσμο, αυτόν που βομβαρδίζεται από πληροφορία, ταχύτητα και λογική, αλλά διψά για το μαγικό. Έτσι, δεν σχεδιάζει απλώς σκηνικά ή αρχιτεκτονικές συνθέσεις. Κατασκευάζει κόσμους που μας κάνουν να νιώθουμε ωραία. Στα Plāsmata 3, που απλώνονται σαν μια υπόγεια τελετουργία στο Πεδίον του Άρεως, ο σκηνικός σχεδιασμός δεν είναι φόντο αλλά πρωταγωνιστής, ένας χώρος που μεταμορφώνεται καθώς τον διασχίζεις, που σβήνει τα όρια μεταξύ πραγματικού και παραίσθησης.
Με τον Λουκά Μπάκα συναντηθήκαμε λίγο πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης. Με προέτρεψε να ξεναγηθούμε στην έκθεση με ποδήλατα, για να έχουμε μια διαφορετική και πρωτότυπη εμπειρία περιήγησης. Κατά τη διάρκειά της, μιλήσαμε για την αρχιτεκτονική που αφηγείται, για τη φαντασία που αντιστέκεται στην κανονικότητα και δεν υποτάσσεται στις καθιερωμένες νόρμες, για το σκηνικό που διαρκώς μεταμορφώνεται αλλά και για το δικαίωμα να χαθείς σ’ έναν χώρο χωρίς να ζητάς καμία απάντηση.
Από την αρχή της συνομιλίας μας μου είπε ότι η ατμόσφαιρα της έκθεσης είναι βαθιά επηρεασμένη από το σύμπαν του David Lynch, μια αισθητική που με τη σειρά της είναι επηρεασμένη από τον σουρεαλισμό, το φιλμ νουάρ, τη ζωγραφική του Francis Bacon, τη βιομηχανική παρακμή, ακόμα και τα αμερικανικά diners. «Όπως στο σινεμά του David Lynch, το αλλόκοτο ξεπηδά από το γνώριμο και το ονειρικό μοιάζει με ανάμνηση», υποστηρίζει. «Ο Lynch δεν βλέπει τον κόσμο ως μια σταθερή, απόλυτη πραγματικότητα. Με γοητεύει η ατμόσφαιρα που δημιουργεί, οι σκοτεινές και παράξενες πλευρές της ανθρώπινης φύσης και του υποσυνείδητου, η αμφισημία και η ομορφιά στο επίκεντρο του μυστηρίου. Όπως και στους πίνακες του Hopper, στον Lynch η ανθρώπινη παρουσία δεν είναι απαραίτητη για τη δράση. Είναι κομβικό να βλέπεις έναν σπινθήρα να ξεπετάγεται από ένα καλώδιο, ένα φως να τρεμοπαίζει ή μια κλειστή κουρτίνα που χωρίς να κάνει καμία κίνηση μπορεί να κρύβει πίσω της το πιο βαθύ, απόκοσμο κενό», συμπληρώνει.
Πώς είναι, άραγε, να στήνει και να σχεδιάζει κανείς αυτή την έκθεση; «Καταρχάς, πρόκειται για μια έκθεση που έχει παρουσιαστεί ξανά. Προηγήθηκαν τα Plāsmata II στα Ιωάννινα (όπου για πρώτη φορά ανέλαβα τον σχεδιασμό) και πιο πριν στο Πεδίον του Άρεως. Άρα η βάση προϋπήρχε, περισσότερο όμως ως εμπειρία παρά με την έννοια στοιχείων που επαναλαμβάνονται αυτούσια. Έπειτα, τον πρώτο λόγο είχε η επιμελητική ομάδα, καθώς τα βασικά στοιχεία που διαμορφώνουν την ατμόσφαιρα της έκθεσης προέρχονται από την προσεκτική επιλογή των έργων και, φυσικά, από την επιμελητική προσέγγιση», επισημαίνει.
Την ίδια στιγμή αναφέρει: «Ακολούθησε η συνεργασία μας για να τοποθετηθούν τα έργα στον χώρο με άξονα την ομοιότητα ή την αντίστιξη μεταξύ τους ή με τα διαφορετικά σημεία του πάρκου. Κάποια έργα που θα θέλαμε πολύ να συμπεριληφθούν στην έκθεση δεν μπόρεσαν να βρουν μια σωστή θέση στο πάρκο, ενώ άλλα ρίζωσαν το σημείο τους από την πρώτη στιγμή που προτάθηκαν».
Και προσθέτει: «Είναι χρήσιμη μια κριτική προσέγγιση όταν κάνουμε κάτι ξανά, δηλαδή είναι χρήσιμο να διερωτάται κανείς “πώς αλλιώς θα μπορούσα το κάνω αυτήν τη φορά;”, “τι άλλαξε σε σχέση με τα Ιωάννινα;”, “πώς άλλαξε στο μεταξύ το Πεδίον του Άρεως;”. Η βασική διαφορά σε σχέση με τις προηγούμενες εκθέσεις έγκειται στο γεγονός ότι φέτος τα έργα αναπτύσσονται σε ευρύτερη έκταση, ενώ παράλληλα τοποθετούνται με πιο διακριτικό τρόπο. Δεν καταλαμβάνουν μεγάλο όγκο ούτε βρίσκονται σε κεντρικά σημεία του πάρκου, προσφέροντας έτσι μια εμπειρία που περιστρέφεται γύρω από τον κύριο άξονα του πάρκου, χωρίς να τον καταλαμβάνει. Ο σχεδιασμός, πέρα από τη χωροθέτηση των έργων και τη δημιουργία μιας διαδρομής, λειτουργεί σαν ένα πλέγμα –άλλοτε πυκνό και άλλοτε σχεδόν αόρατο– που επιτρέπει στην έκθεση να γίνεται αντιληπτή ως ένα σύνολο».
Καθώς περπατάμε ανάμεσα στα έργα εξηγεί: «Για παράδειγμα, το Infopoint, το Stegi.Radio και οι κολόνες είναι νέες δημιουργίες που προστέθηκαν ειδικά γι’ αυτήν την έκθεση. Αυτά τα έργα έχουν αναφορές στους σταθμούς της Ομόνοιας και της Βικτώριας, στη μεσοπολεμική αρχιτεκτονική της Αθήνας που συγγενεύει με τη streamline αρχιτεκτονική και αυτή των diners. Τέτοια στοιχεία όμως θα βρει κανείς ακόμα και στις λυόμενες δημόσιες τουαλέτες που θα συναντήσει στο πάρκο Αργεντινής χαμηλά στην Αλεξάνδρας ή έξω από τον σταθμό του μετρό των Αμπελοκήπων. Αυτές οι τουαλέτες-κάψουλες ήταν βασική αναφορά για τον σχεδιασμό του Ιnfopoint της έκθεσης, λειτουργικοί χώροι στους οποίους αποτυπώνονται πτυχές της αστικής ταυτότητας. Μέσα από αυτές τις αναφορές η έκθεση επιχειρεί να δημιουργήσει έναν διάλογο μεταξύ της τέχνης και του δημόσιου χώρου, αναδεικνύοντας τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στη χρήση, την αισθητική, την κοινωνική και πολιτισμική εμπειρία».

Η τέχνη στον δημόσιο χώρο δημιουργεί αφορμές για διάλογο και προβληματισμό. «Κατά τον σχεδιασμό, επιδιώκω να δημιουργώ κάτι που δεν θα φαίνεται σχεδιασμένο. Να μην είναι εύκολα διακριτό τι είναι ή δεν είναι μέρος της έκθεσης. Στόχος είναι να δει κανείς την έκθεση επειδή πραγματικά θέλει να την ανακαλύψει και όχι επειδή τού επιβάλλεται», εξηγεί απαντώντας στο ερώτημα ποιο είναι το αποτύπωμα της έκθεσης στον δημόσιο χώρο. Την οπτική του έχει επηρεάσει επίσης το γεγονός πως το συγκεκριμένο πάρκο είναι ταυτόχρονα και γειτονιά του. Γνωρίζει πολύ καλά κάθε γωνιά του και αυτή η οικειότητα τού επιτρέπει να ενσωματώνει τα έργα σε αυτό αρμονικά, δημιουργώντας μια γέφυρα μεταξύ του δημόσιου χώρου και της προσωπικής του σχέσης με αυτόν.

Έχει αγαπημένα έργα; «Κάθε μέρα επιλέγω κάτι διαφορετικό, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις μουσικές επιλογές. Σίγουρα θα ξαπλώσω στις πουφοκολόνες, την «Αναρχαιολογική Αναπαράσταση» του Ανδρέα Αγγελιδάκη που φαντάζεται κίονες που δίπλα τους μπορείς να ξαποστάσεις, σε ένα ξέφωτο που δεν έχεις προσέξει ποτέ πριν, προτείνοντας μια αντι-ιεραρχική queer αρχαιολογία. Θα σταθώ και θα κοιτάξω τα βίντεο της Κομιανού μελαγχολικά, σαν να στέκομαι απέναντι στις δικές μου μνήμες από την περιπλάνηση στην πόλη. Το Ρunkthenon μού αρέσει που έγινε λίγο Stonehenge και είναι σαν να ήταν πάντα εκεί, προσφέροντας μια θέα περιζήτητη, ανάλογη της Ακρόπολης, στον ραδιοφωνικό σταθμό Stegi.Radio. Επίσης, μου αρέσει να βρίσκομαι ανάμεσα στα κοχύλια στο πλάι της σπείρας. Είναι ένα έργο “απλό”, τόσο απλό όσο το να ξαπλώνεις δίπλα στη θάλασσα», υπογραμμίζει.
Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω, τον ρωτώ ποιες λέξεις θα έβαζε δίπλα από τη λέξη «πλάσματα». «Μέχρι σήμερα, που δουλεύουμε εντατικά για την έκθεση, δίπλα σε αυτήν τη λέξη βάζω τους αγαπημένους μου ανθρώπους, τους συνεργάτες μου στην ομάδα σχεδιασμού (Δημήτρη Μοδόπουλο, Βαγγέλη Ξενοδοχίδη και Παναγιώτη Χατζηγρηγορίου), όλους τους ανθρώπους με τους οποίους δουλεύουμε μαζί γι’ αυτή την έκθεση, τους επισκέπτες του πάρκου, τη χλωρίδα και την πανίδα του. Από αύριο που θα βλέπω τα έργα ως επισκέπτης νομίζω ότι θα είναι κάτι άλλο. Μάλλον δίπλα στη λέξη “πλάσματα” θα βάζω την ερώτηση “πώς μπορώ να επαναπροσεγγίσω τον κόσμο, μπαίνοντας για λίγο στο σώμα άλλων πλασμάτων”».
Αφήνοντας πίσω μου το πάρκο, συνειδητοποιώ ότι η ψευδαίσθηση εδώ δεν λειτουργεί ως οφθαλμαπάτη αλλά ως κλειδί για να περάσουμε από το επιφανειακό στο υπαρξιακό, από την πληροφορία στο συναίσθημα, από τη λογική στο μυστήριο. Η έκθεση αυτή μοιάζει με επεισόδιο του «Twin Peaks» που διαδραματίζεται στο κέντρο της Αθήνας και μας υπενθυμίζει ότι το μαγικό δεν έχει χαθεί. Είναι απλώς καλά κρυμμένο μέσα στο αστικό τοπίο, μέσα στον χώρο, μέσα στο πάρκο, μέσα μας.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την εικαστική έκθεση εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.