Ένας ταλαντούχος ζωγράφος και μουσικός χάνεται σε ένα ναυάγιο και διασώζονται ελάχιστα έργα του, η πιο ακριβή οξυγραφία στον χώρο της αγοράς της τέχνης σήμερα, η παθιασμένη ερωτική ιστορία του Μοντιλιάνι με μια φεμινίστρια δημοσιογράφο, ο απόλυτος μετρ του παστέλ, μια σκηνή θεάτρου που κρύβει ένα δάσος, είναι μερικές μυθιστορηματικές ιστορίες πίσω από τα έργα της έκθεσης «Από τον Μονέ στον Πικάσο» στο μουσείο Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή.
Η έκθεση φιλοξενεί 84 έργα προερχόμενα από μια ιδιωτική συλλογή Ευρωπαίων συλλεκτών που εδώ και τρεις γενιές, με γνώση, απαράμιλλο γούστο και διορατικότητα έχουν συγκεντρώσει μεγάλα έργα όπως αυτά των Μονέ, Πικάσο, Σινιάκ, Ντεγκά, Σαγκάλ, Ματίς και Γουόρχολ ανάμεσα σε άλλα, καθώς και μικρά έργα ιδιαίτερης αξίας, σχέδια σε χαρτί, γκραβούρες και οξυγραφίες που συμπληρώνουν το πορτρέτο της συλλογής και των ιδιοκτητών της και περιγράφουν την ιστορία, τον πλούτο και την περιπλοκότητα των κινημάτων που διαμόρφωσαν την εξέλιξη της τέχνης από τον ιμπρεσιονισμό στον μεταϊμπρεσιονισμό και στη συνέχεια στην τέχνη του 20ού αιώνα.
Η επιμελήτρια της έκθεσης Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau μας φιλοδωρεί με άγνωστες και ωραίες ιστορίες για δώδεκα έργα της έκθεσης στα οποία αξίζει να στρέψουμε την προσοχή μας και να συγκροτήσουμε τη δική μας ανάγνωση και το προσωπικό μας αφήγημα σε αυτή την εξερεύνηση των κινημάτων όπως ξετυλίγονται τα τελευταία 130 χρόνια, μαζί με έργα και καλλιτέχνες που βλέπουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Μπερτ Μοριζό | Η κοπέλα με τη γάτα | Καλοκαίρι 1892
Η Μπερτ Μοριζό την περίοδο που δημιουργεί αυτό το έργο προχωρά από την ιμπρεσιονιστική αναπαράσταση της σύγχρονης ζωής προς μια ερμηνεία εμπνευσμένη από τη γαλλική ζωγραφική του 18ου αιώνα. Σε αυτό το συγκινητικό έργο η Μοριζό ζωγραφίζει το μοντέλο της Ζαν Φουρμανουάρ με γλύκα και χάρη, αναδεικνύει τη σιλουέτα και το λαμπερό, φωτεινό πρόσωπό της και κάνει, κατά κάποιο τρόπο, μια πρώτη αφηρημένη τέχνη, γιατί όλο το φόντο είναι σβησμένο σαν να είναι σκηνικό θέατρου. Η Μοριζό πέθανε πολύ νέα, σε ηλικία 54 ετών, και αυτό το έργο είχε μείνει στο ατελιέ της. Πέρασε στην κόρη της, Ζιλί Μανέ, που το λάτρευε και το είχε στο υπνοδωμάτιό της, πάνω από το κρεβάτι της, μέχρι τον θάνατό της, το 1966. Στη συνέχεια το έργο πέρασε στην οικογένεια για δεκαετίες, μέχρι να βρεθεί σε αυτήν τη συλλογή.
Ζορζ Σερά | Η μητέρα του καλλιτέχνη | 1882 περίπου
Η συλλογή της οποίας έργα φιλοξενούμε σε αυτή την έκθεση είναι η μεγαλύτερη συλλογή νεοϊμπρεσιονισμού που υπάρχει. Αυτό το έργο του Ζορζ Σερά είναι η αρχή του νεοϊμπρεσιονισμού ή πουαντιγισμού, όπως τον αποκαλούμε. Καταλαβαίνεις την αφετηρία αυτής της περιπέτειας, που παραδόξως ξεκινά από το ασπρόμαυρο, ξεκινά από το μολύβι. Ο Σερά από πολύ νέος καταλαβαίνει ότι θέλει να φέρει μια επανάσταση στην τέχνη κάνοντας το χρώμα να φανεί ακόμα πιο εντυπωσιακό· καταλαβαίνει ταυτόχρονα ότι για να το πετύχει αυτό, πρέπει πρώτα να δαμάσει το φως. Και γι’ αυτό, εντελώς συνειδητά, για τρία χρόνια διακόπτει κάθε επαφή με τη ζωγραφική και πιάνει το μολύβι, αφοσιώνεται στην τεχνική του κιαροσκούρο και κάνει αυτά τα απίθανα σχέδια, που αν τα κοιτάξει κάποιος προσεκτικά, αναρωτιέται πώς αναδύεται αυτή η μορφή από το πουθενά. Ο Σερά πέθανε στα 31 του χρόνια και δεν έχει αφήσει πολλά έργα. Τα περισσότερα βρίσκονται σε μουσεία, αυτά που υπάρχουν σε ιδιωτικές συλλογές είναι ελάχιστα και είναι συναρπαστικό το ότι μπορούμε να φέρουμε έναν Σερά στην Ελλάδα.
Μαξιμιλιάν Λους | Quai de l'École, Παρίσι, βράδυ | 1889
Ο Λους είναι ένας νεοϊμπρεσιονιστής άγνωστος σχετικά στην Ελλάδα, ένας καλλιτέχνης απρόσμενος, μια ωραία φιγούρα που, σε αντίθεση με το γκρουπ των νεοϊμπρεσιονιστών, δεν είναι από πλούσια οικογένεια, δεν μπορεί να ζήσει παρά μόνο με τη δουλειά του και τη ζωγραφική του και τον ενδιαφέρει πολύ να βάλει την καθημερινότητα στα έργα του, είτε με αστικά τοπία είτε με τη ζωή των απλών ανθρώπων. Εδώ, του αρέσει η νυχτερινή ατμόσφαιρα, μπορεί να παίξει με τα φώτα, και μας παραδίδει μια απίθανη θέα του Παρισιού, με πολύ κόσμο να περπατά στην Pont Neuf, δίνοντας την αίσθηση μιας πόλης που ζει πραγματικά. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι το αστικό τοπίο που βλέπουμε εδώ δεν υπάρχει πια, γιατί στη θέση αυτών των κτιρίων στη μέση του πίνακα είναι σήμερα το εμπορικό κέντρο της Σαμαριτέν. Και αυτό που έχει επίσης πολύ ενδιαφέρον είναι ότι ο πρώτος ιδιοκτήτης του έργου ήταν ο αρχιτέκτονας του Σαμαριτέν, Φραντς Ζουρντέν, ο οποίος αγόρασε αυτό το έργο προφανώς γιατί ήξερε ότι αυτό το τοπίο θα εξαφανιζόταν.
Λεόν Πουρτό | Σκηνή στην παραλία | 1890-1893
Ο Λεόν Πουρτό είναι εντελώς άγνωστος στην Ελλάδα, αλλά αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Πέθανε στα 30 του χρόνια σε ναυάγιο. Είναι συγκινητικό ότι αυτό είναι ένα από τα ελάχιστα έργα που μας έχουν μείνει από αυτόν τον ζωγράφο, μάλλον γιατί τα περισσότερα χάθηκαν μαζί του. Εκτός από ζωγράφος, ο Πουρτό ήταν και πολύ ταλαντούχος κλαρινετίστας, τον είχαν καλέσει στις Ηνωμένες Πολιτείες για να παίξει σε ορχήστρα. Και ένα καλοκαίρι που μπόρεσε να πάρει άδεια για να γυρίσει για λίγους μήνες στη Γαλλία, χάθηκαν με τη γυναίκα του στο ναυάγιο. Αυτό το έργο έχει και μια άλλη ιστορία πίσω του, ο Πουρτό ήταν πολύ φίλος με τον Ζορζ Σερά στον οποίο αποτίνει φόρο τιμής με αυτό το έργο, που, αν το κοιτάξει κάποιος προσεκτικά, είναι η απάντησή του στο έργο-μανιφέστο του Σερά «Ένα κυριακάτικο απόγευμα στην Γκραντ Ζατ» και αξίζει να δούμε πόσο μοιάζουν οι συνθέσεις. Κατά κάποιο τρόπο ο Λεόν Πουρτό μεταφέρει τη σύνθεση του Σερά στη Νορμανδία, πιθανότατα στο λιμάνι του Τρεπόρ, και δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο να ξαναφέρει όλα αυτά τα πρόσωπα που υπάρχουν στο έργο του Σερά στη δική του σύνθεση.
Πιερ Μπονάρ | Οι ιπποδρομίες στο Λονσάν | 1897
Σε αυτό το έργο βρίσκουμε πολλά σημαντικά στοιχεία. Πρώτα απ’ όλα αποτυπώνει, όπως έχουν κάνει και νωρίτερα από εκείνον ο Μανέ, ο Λοτρέκ, ο Ντεγκά, τον ιππόδρομο, που είναι για τους καλλιτέχνες εκείνη την εποχή κάτι το ασύλληπτο, γιατί τους αρέσει να δείχνουν την κίνηση των αλόγων και την κίνηση των ανθρώπων που παρακολουθούν τους αγώνες. Καταρχάς, αυτό το έργο είναι πολύ ενδιαφέρον γιατί είναι επηρεασμένο από την τέχνη της γιαπωνέζικης λιθογραφίας, με την έννοια ότι είναι μεν τρίπτυχο, αλλά και δεν είναι. Οι διαστάσεις όλων των πανό διαφέρουν και επίσης ο Μπονάρ έχει φροντίσει και έχει υπογράψει ξεχωριστά το καθένα και έτσι οι συνθέσεις μπορούν να παρουσιαστούν και ξεχωριστά και ως σύνολο. Κι αυτό είναι καθαρά η φιλοσοφία του ουκίγιο-ε. Ο πρώτος του ιδιοκτήτης ήταν ο πολύ γνωστός συλλέκτης Χάρι Κέσλερ, αυτός που έφερε τη μοντέρνα τέχνη στη Γερμανία, ένας πρωτοπόρος. Όταν πουλήθηκε η συλλογή του, αυτά τα έργα πουλήθηκαν μεμονωμένα κι ήταν ο συλλέκτης που μας τα δάνεισε τώρα αυτός που έκανε την έρευνα, τα βρήκε, τα αγόρασε όλα και τα επανασυνέδεσε.
Πολ Ρανσόν | Τίγρη στις ζούγκλες | 1893
Σε αυτό το έργο με σινική μελάνη και γραφίτη σε χαρτί καταφέρνει να δείξει ο Ρανσόν όλη την επιρροή της Ιαπωνίας αλλά και όλα τα στοιχεία της γαλλικής αρ ντεκό της εποχής, που βλέπουμε να εξελίσσεται και στην αρχιτεκτονική και στη διακόσμηση με τα λουλούδια και τις κούρμπες. Είναι η εποχή που το Παρίσι μεταμορφώνεται εντελώς χάρη στον αρχιτέκτονα Εκτόρ Γκιμάρ και ο Ρανσόν κάνει αυτή την απίθανη σύνθεση. Όταν κυκλοφόρησε αυτή η λιθογραφία είχε τόση επιτυχία που ο Ρανσόν επανέλαβε τη σύνθεσή του για μια ταπετσαρία σε συνεργασία με το εργοστάσιο Γκομπλέν. Και η δική του ιστορία είναι δύσκολη, πέθανε νέος και άρρωστος και τα τελευταία χρόνια της ζωής του που δυσκολεύεται οικονομικά, οι φίλοι του από την ομάδα των Ναμπί ιδρύουν την Ακαδημία Ρανσόν για να μπορούν να δίνουν μαθήματα αρχιτεκτονικής και διακόσμησης και τα χρήματα να πηγαίνουν στην οικογένεια του ζωγράφου. Ο Ρανσόν είναι ένας καλλιτέχνης που πολύ άδικα δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός.
Έντβαρτ Μουνκ | Η καρδιά | 1898-1899
Το ότι φέρνουμε Μουνκ στην Αθήνα είναι ένα γεγονός που μας δίνει μεγάλη χαρά. Αυτό το έργο είναι πολύ σημαντικό, ο Μουνκ έφερε επανάσταση στην ξυλογραφία γιατί δεν ακολούθησε καθόλου την κλασική τεχνική. Έκανε τις δικές του μήτρες, μόνος του και εφηύρε και νέα τεχνική. Έκανε κάτι σαν παζλ, εδώ, σε αυτό το έργο κάθε χρώμα είναι ένα κομμάτι από την ίδια μήτρα για να μπορέσει να περάσει το χρώμα συγχρόνως σε όλα τα μέρη. Η καρδιά για τον Μουνκ είναι ένα σύμβολο που διατρέχει όλο του το έργο. Εδώ υπάρχει μια τρυφερότητα σε αυτή τη φιγούρα, με τα μαλλιά της να αγκαλιάζουν αυτήν την καρδιά και καταλαβαίνει κάποιος ότι πρόκειται για την πρώτη φάση της αγάπης, την αρχή της. Πολύ γρήγορα στο έργο του Μουνκ η καρδιά θα φανεί με πολύ σκοτεινό τρόπο, δυο χρόνια μετά έχουμε μια άλλη ξυλογραφία με μια γυναίκα που κρατάει μια καρδιά που ματώνει, ενώ στο έργο του «Χωρισμός», ο άντρας κρατά την καρδιά έξω από το σώμα του.
Πάμπλο Πικάσο | Το λιτό γεύμα |1904
Συνειδητά, ανάμεσα στα έργα του Πικάσο έχουμε διαλέξει μια γκραβούρα, μια οξυγραφία, γιατί αυτή τη συλλογή την χαρακτηρίζει το ότι δεν συλλέγουν μόνο λάδια και εμβληματικά έργα, αλλά τους ενδιαφέρει να έχουν και έργα σε χαρτί με πολύ διαφορετικές τεχνικές.
Αυτή η οξυγραφία, βέβαια, είναι η ακριβότερη που υπάρχει σήμερα στην αγορά της τέχνης, είναι η εμβληματικότερη της μπλε περιόδου του Πικάσο, παρόλο που δεν έχει χρώμα. Είναι ένα αριστούργημα από ένα παιδί 23 ετών που έχει μάθει να ασχολείται με την γκραβούρα μόλις μερικούς μήνες νωρίτερα και καταφέρνει και κάνει τέτοιες συνθέσεις. Εδώ απεικονίζει τη σύντροφό του εκείνης της εποχής, τη Μαντλέν, με έναν άντρα που δεν γνωρίζουμε ποιος είναι αλλά τον έχει ζωγραφίσει και στο παρελθόν. Αυτή η οξυγραφία είναι η σημαντικότερη ενός πορτφόλιο που έκανε ο Αμπρουάζ Βολάρ μια δεκαετία αργότερα, σε μια περίοδο που ο Πικάσο ήταν κυβιστής. Ο διορατικός έμπορος τέχνης που δεν καταλάβαινε τον κυβισμό θεωρούσε ότι αυτή η συγκεκριμένη περίοδος από το 1903-1905 είναι η καλύτερη της δουλειάς του Πικάσο.
Αμεντέο Μοντιλιάνι | Πορτρέτο της Μπεατρίς Χάστινγκς | 1915
Αυτό το έργο αγοράστηκε το 1966 από την πρώτη γενιά των συλλεκτών, σε μια εποχή που τα πορτρέτα του Μοντιλιάνι δεν ήταν τόσο δημοφιλή όσο τα γυμνά του, σε πολύ καλή τιμή. Ποζάρει η Μπεατρίς Χάστινγκς, με την οποία ο Μοντιλιάνι έζησε μια απόλυτη ιστορία πάθους από το 1914 έως το 1916. Ο Μοντιλιάνι έχει ζωγραφίσει το έργο πάνω σε ένα κομμάτι ταπετσαρίας και σε μια άκρη διακρίνεται και το χρώμα του χαρτιού, που το χρησιμοποιεί για τα πλαίσια του προσώπου. Η Χάστινγκς ήταν μια γυναίκα με πολύ δυνατό χαρακτήρα, συγγραφέας, αλλά έκανε πολύ διαφορετικά πράγματα, ήταν και δημοσιογράφος, έγραφε κριτικές τέχνης και ο Μοντιλιάνι μοιάζει να θέλει μέσα από τα πορτρέτα της που φιλοτέχνησε να δείξει τα διαφορετικά της πρόσωπα. Εδώ έχουμε μια καθαρή Καρυάτιδα, σχεδόν ένα γλυπτό. Και έχει ενδιαφέρον αυτό το έργο που δημιουργήθηκε σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τον Μοντιλιάνι, που έχει εγκαταλείψει τη γλυπτική και το όνειρό του να είναι γλύπτης επειδή δεν του επέτρεπε η υγεία του να συνεχίσει να δουλεύει με την πέτρα, και έχει επιστρέψει κάπως στενάχωρα στη ζωγραφική, αλλά επειδή εισάγει σε αυτήν ό,τι έχει μάθει από τη γλυπτική, κάνει αυτά τα υπέροχα πορτρέτα.
Ρενέ Μαγκρίτ | Το σπίτι | 1947
O Μαγκρίτ με το χαρτί κάνει θαύματα. Είναι η εποχή που παίρνει το ρίσκο να μην αρέσει στους Γάλλους σουρεαλιστές και αυτό τον απελευθερώνει εντελώς. Ως Ελβετός και στη δεκαετία του ’20 και του ’30, ζει με την ελπίδα ότι θα τον αναγνωρίσουν ο Μπρετόν, ο Αραγκόν και ο Ελιάρ, οι σουρεαλιστές που έχουν έναν ελιτισμό απέναντι στους ξένους και ειδικά τους Βέλγους και ο Μαγκρίτ προσπαθεί για χρόνια να τους ευχαριστήσει. Και ακολουθεί τις οδηγίες του Μπρετόν για έναν πιο σκοτεινό σουρεαλισμό που υποδεικνύει και τα πάθη και τα όνειρα, αλλά στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν αντέχει άλλο, θέλει να κάνει φωτεινή, χαρούμενη ζωγραφική πλέον. Επιστρέφει σε αυτήν και εμπνέεται πολύ από τον Ρενουάρ, κάτι που δεν αρέσει καθόλου στον Μπρετόν, ο οποίος θεωρεί ότι προδίδει το κίνημα, όπως έκανε ο Ντε Κίρικο όταν γύρισε στην κλασική ζωγραφική, μετά τη μεταφυσική του περίοδο. Αλλά ο Μαγκρίτ έχει πάρει πλέον την απόφαση ότι δεν χρωστά τίποτα σε κανέναν και κάνει αυτές τις πολύ μικρές γκουάς, στις οποίες πάντα εισάγει κάτι πολύ αισιόδοξο. Φτιάχνει μέσα στο σπίτι μια σκηνή θεάτρου που βλέποντάς την θέλεις να βρεθείς σε αυτό το φωτεινό δάσος ή πάρκο στο φόντο της. Αν και κάνει το έργο σε μια δύσκολη μεταπολεμική περίοδο, το 1947, θέλει να δείξει κάτι αισιόδοξο, ότι στο τέλος υπάρχει φως στο τούνελ.
Ρόι Λιχτενστάιν | Τρίπτυχο Πορτρέτων (Σπουδές) | 1974
Το τρίπτυχο πορτρέτων του Λιχτενστάιν είναι ένα αριστούργημα, ένας φόρος τιμής απέναντι στα τεράστια κινήματα του κυβισμού και της αφαίρεσης αλλά και ένα δικό του μανιφέστο για το πώς μετατρέπει τη στερεοτυπικά όμορφη Αμερικανίδα γυναίκα της εποχής του, με τρόπο συγκινητικό, με χιούμορ και σεβασμό, σε φιγούρα που παραπέμπει στον Πικάσο και τον Μοντριάν. Όταν ο Λιχτενστάιν δέχτηκε μεγάλη κριτική για το ότι κοροϊδεύει όσα έγιναν πριν από εκείνον, έλεγε: «Εγώ δεν κοροϊδεύω κανέναν, θαυμάζω και θέλω να αναδείξω αυτό που μου προσέφεραν οι προηγούμενοι υπό το δικό μου βλέμμα. Εγώ κάνω τη δική μου τέχνη, η οποία όμως πηγάζει μέσα από τέχνες άλλων. Είναι ένα έργο με τρυφερότητα, γιατί βλέπεις ότι η ζωγραφική αλλά και η τέχνη είναι μια διαρκής εξέλιξη, δημιουργείς γιατί άλλοι δημιούργησαν πριν από εσένα και εσύ το πας ένα βήμα παραπέρα».
Σαμ Σαφράν | Τυπογραφείο Bellini (το πιεστήριο του ατελιέ Bellini) | 1974
Η ιστορία του Σαμ Σαφράν είναι μυθιστορηματική. Γεννιέται σε εβραϊκή οικογένεια Πολωνών μεταναστών που φτάνει στο Παρίσι τη δεκαετία του ’20, ο ίδιος μεγαλώνει στη φτωχική και κακόφημη συνοικία του Παρισιού Les Halles και ζει τραυματικά παιδικά χρόνια με πατέρα απόντα, μητέρα που εργάζεται πολύ και έναν θείο που τον κακοποιεί, τον χτυπάει και τον τρομοκρατεί διαρκώς. Στην αρχή της Κατοχής, όταν η Γαλλική Αστυνομία άρχισε να μαζεύει χιλιάδες Εβραίους, ο μικρός Σαφράν σώζεται γιατί η θεία του τον προτρέπει να πει ότι είναι το παιδί του θυρωρού και να κρυφτεί στην εξοχή και αργότερα στην Ελβετία. Το 1944, σε ηλικία 10 ετών επανενώνεται με τη μητέρα και την αδερφή του που γλίτωσαν από το Ολοκαύτωμα, αλλά στέλνεται στο στρατόπεδο του Ντρανσί και από εκεί, όταν απελευθερώνεται, στην Αυστραλία. Επιστρέφει στο Παρίσι το 1951 και όταν αποφασίζει να γίνει καλλιτέχνης δεν έχει τη στήριξη κανενός. Γι’ αυτό και είναι εντελώς αυτοδίδακτος. Θα ζήσει πολύ δύσκολα χρόνια, με φίλους να τον φιλοξενούν στις αποθήκες τους για να έχει ένα μέρος να κοιμηθεί. Είναι πεισματάρης και ασχολείται με πολύ δύσκολες τεχνικές όπως το παστέλ. Όπως μπορούμε να δούμε, αυτό το έργο, που είναι ένα παστέλ, μοιάζει με φωτογραφία. Ο Σαφράν θα γίνει ο απόλυτος μετρ του παστέλ μετά τον Ντεγκά.