Στο νέο graphic novel του Θανάση Πέτρου με τίτλο 1941 - Αυστηρά συσκότισις ο ήρωάς του Γιώργος Αμπατζής φτάνει στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχοντας περάσει πλήθος κακουχιών που έχουν σημαδέψει τη ζωή του, σε μια προσπάθεια να την ξαναφτιάξει από την αρχή. Παντρεύεται την Παναγιώτα που είναι χήρα με δύο παιδιά και πιάνει δουλειά σε ένα καρεκλάδικο στην Άθωνος, λίγο πριν οι Ιταλοί και μετά οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Ελλάδα, ξεκινώντας έναν κύκλο βίας που συνεχίστηκε και μετά την ήττα τους, στον Εμφύλιο που ακολούθησε.
Το πέμπτο μέρος της πολύ πετυχημένης ιστορικής σειράς του, που ξεκίνησε με τους Ομήρους του Γκαίρλιτς, συνεχίστηκε με το 1922 - Το τέλος ενός ονείρου, το 1923 - Εχθρική πατρίδα και το 1936 - Ετοιμόρροπη Δημοκρατία, μεταφέρει τη δράση σε μια Μακεδονία που υποφέρει από την τριπλή κατοχή (και από τους Βούλγαρους), από τους πολέμους, από τοπικές και οικογενειακές έριδες αλλά και από τη γενοκτονία των Ελλήνων Εβραίων κατοίκων της πόλης που οδήγησε στη σχεδόν ολοκληρωτική εξόντωσή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (εκεί χάθηκε του 95% του εβραϊκού πληθυσμού).
«Η Κατοχή αυτή καθαυτή ήταν μια πράξη βίας, όλοι οι περιορισμοί, οι απαγορεύσεις, οι στερήσεις, η πείνα, η αρρώστια, η ανέχεια, ήταν πράξεις βίας».
Το graphic novel κυκλοφορεί στις 10 Μαρτίου από τις εκδόσεις Ίκαρος. Στο μεταξύ, σήμερα, 20/2, θα ξεκινήσει μια έκθεση (που θα διαρκέσει μέχρι τις 20/3) με 15 έργα του Πέτρου φτιαγμένα με μια πρωτότυπη, ιδιόχειρη τεχνική, μόνο με χρωματιστά στιλό, στο Bartesera (Κολοκοτρώνη 25), με τίτλο «Ανύπαρκτοι Υπερήρωες με Στιλ(ό)».

Ένα από τα έργα αυτά είναι το επίσημο εικαστικό που σχεδίασε για το Comicdom CON Athens 2025, το φεστιβάλ κόμικς της Αθήνας που θα γίνει στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων στις 16, 17 και 18/5, όπου φέτος ο Θανάσης Πέτρου είναι ο τιμώμενος καλλιτέχνης.
«Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το σημαντικότερο στοιχείο που διακρίνει την περίοδο της τριπλής Κατοχής της Ελλάδας από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους την περίοδο 1941-1944 είναι η βία», γράφεις στον επίλογο του βιβλίου. Μίλησέ μου γι’ αυτήν τη φρικτή βία που έζησαν όλοι οι Έλληνες, και πολύ αγριότερα οι Βορειοελλαδίτες, λόγω θέσης.
Πάρα πολλά γεγονότα και ζητήματα της Κατοχής, ακόμα και μένοντας περιορισμένος στη Θεσσαλονίκη, δεν μπορούσαν να ενταχθούν στην αφήγηση και την ιστορία μου, ούτε είχα χώρο να τα συμπεριλάβω στο κείμενο του επιλόγου, οπότε αναφέρω ότι η λέξη που συνοψίζει, κατ’ εμέ, τα χρόνια της Κατοχής είναι η λέξη «βία».


Η Κατοχή αυτή καθαυτή ήταν μια πράξη βίας, όλοι οι περιορισμοί, οι απαγορεύσεις, οι στερήσεις, η πείνα, η αρρώστια, η ανέχεια, ήταν πράξεις βίας.
Ακόμα περισσότερο στην περίπτωση της καταστροφής ολόκληρων χωριών και των μαζικών εκτελέσεων από τις δυνάμεις Κατοχής. Σε όλο τον ελλαδικό χώρο η βία των κατακτητών ήταν έκδηλη, απλώς στην ανατολική Μακεδονία ο κόσμος δυστύχησε ακόμα περισσότερο λόγω της ιδιαίτερης αγριότητας των Βουλγάρων.
— Η ιστορία του Γιώργου Αμπατζή είναι η ιστορία της Ελλάδας από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Τι έμαθες μέσα από την έρευνά σου για τη δημιουργία αυτής της σειράς, που δεν ήξερες;
Όντως στη σειρά των βιβλίων μου παρακολουθούμε την ιστορία της Ελλάδας της συγκεκριμένης περιόδου μέσα από τα μάτια των πρωταγωνιστών μου και τα δικά τους βιώματα. Πολλά από αυτά τα γεγονότα μού ήταν γνωστά, αλλά κάνοντας στοχευμένη έρευνα σε πολύ συγκεκριμένα ζητήματα έμαθα λεπτομέρειες που μέχρι τότε αγνοούσα ή δεν τους είχα δώσει σημασία. Όσον αφορά το 1941 - Αυστηρά συσκότισις, πράγματι, ανακάλυψα πολλά δεδομένα που μου ήταν άγνωστα, γιατί τα τελευταία χρόνια η βιβλιογραφία σχετικά με θέματα της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη έχει εμπλουτιστεί με αρκετές νέες εκδόσεις.

— Υπάρχουν πράγματα που τα έχουμε διδαχθεί λάθος;
Τι σημαίνει «τα έχουμε διδαχθεί λάθος;». Υπάρχει άραγε η απόλυτη, διάφανη, ορθή ιστορική αλήθεια για οτιδήποτε; Προφανώς η απάντηση είναι όχι. Οι ιστορικές μελέτες, πόσο μάλλον τα σχολικά εγχειρίδια, έχουν γραφτεί από ανθρώπους που έχουν βιώματα, ιδεολογία, πεποιθήσεις, οπτική, προθέσεις, στόχους. Και οι ίδιοι οι ιστορικοί ερευνητές είναι εγκλωβισμένοι στην υποκειμενικότητά τους, στην ιστορική περίοδο κατά την οποία ζουν και στις πηγές απ’ όπου αντλούν τα στοιχεία τους. Άρα δεν μπορώ να απαντήσω αν έχουμε διδαχθεί «λάθος» πράγματα, γιατί ποιος είμαι εγώ για να σας υπαγορεύσω τα σωστά; Σαφώς δεν αναφέρομαι στο αν μάθαμε στο σχολείο τις σωστές ημερομηνίες που συνέβησαν κάποια γεγονότα, το ζήτημα είναι ο τρόπος που ερμηνεύονται αυτά τα γεγονότα.
— Ο Γιώργος φτάνει στη Θεσσαλονίκη μετά την αποφυλάκισή του και γίνεται επαγγελματίας και οικογενειάρχης, επειδή διστάζει να πάρει μέρος στον αγώνα κατά των Γερμανών; Τον έχουν κάνει συγκρατημένο οι κακουχίες που έχει βιώσει ή η συνθήκη στην οικογένεια είναι τέτοια που πρέπει να κρατάει ισορροπίες;
Δεν του έχω φερθεί και πολύ καλά του βασικού μου πρωταγωνιστή. Φαντάρος στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας, φαντάρος στο μικρασιατικό μέτωπο, κατατρεγμένος πρόσφυγας στον Πειραιά και μετά βαρυποινίτης στις φυλακές Τρικάλων – δεν έχει ζήσει στα πούπουλα. Έχοντας εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη πια, έχοντας μόλις στρώσει κάπως την προσωπική του ζωή και προσπαθώντας να ορθοποδήσει, να δει άσπρη μέρα, ξεσπάει ο πόλεμος.
Έχει ζήσει ήδη τη φτώχεια, την πείνα, την αρρώστια και τον θάνατο, είναι και πρώην κατάδικος, οπότε είναι μαγκωμένος, φοβισμένος. Η προσπάθειά του να ζήσει σαν «κανονικός» άνθρωπος πάει περίπατο, γιατί η ίδια η πραγματικότητα τον ξεπερνάει, παγιδεύοντάς τον. Μπορεί στα χρόνια της Κατοχής το ΕΑΜ και η ΕΠΟΝ να βρήκαν χιλιάδες υποστηρικτές στον ελληνικό λαό, αλλά υπήρχαν και αυτοί που δεν οργανώθηκαν πουθενά, που δεν αντιστάθηκαν, που φοβόντουσαν, που λούφαξαν και προσπάθησαν απλώς να επιβιώσουν. Ένας από αυτούς είναι κι ο Αμπατζής, ένας καθημερινός, καθόλου ηρωικός πρωταγωνιστής.




— Θα δούμε την ιστορία του Αμπατζή μέχρι και το τέλος της ζωής του, μετά τον πόλεμο;
Δεν έχω αποφασίσει ακόμα μέχρι πού θα φτάσω τη σειρά. Δεν ξέρω ακόμα πότε θα «πεθάνει» ο πρωταγωνιστής, σίγουρα πάντως θα υπάρξει συνέχεια. Να το μαρτυρήσω; Ας, το μαρτυρήσω. Έχω γράψει ήδη το σενάριο του επόμενου βιβλίου.
— Στο 1941 βλέπουμε τους δωσίλογους, τις εμφύλιες συρράξεις, τη γενοκτονία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Πες μου περισσότερα πράγματα γι’ αυτά.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου γράφω: «Κάποιοι θα βρουν την ευκαιρία να πλουτίσουν και άλλοι θα ξεπουλήσουν τα πάντα για να επιβιώσουν». Δυστυχώς, έτσι είχε η κατάσταση. Υπήρχε στυγνή εκμετάλλευση στη μαύρη αγορά όπου οι άνθρωποι ξεπουλούσαν και το βρακί τους για να βρουν κάτι φαγώσιμο, αλλά ξεπουλιόντουσαν στους συμπατριώτες τους. Οι μαυραγορίτες δεν ήταν κάποιοι «άλλοι», ήταν οι γείτονές τους, οι συμπολίτες τους.
Τα αγροτικά ή κτηνοτροφικά προϊόντα της μαύρης αγοράς προέρχονταν από συμπατριώτες τους αγρότες παραγωγούς, ας το συνειδητοποιήσουμε αυτό το γεγονός. Οι δωσίλογοι, οι συνεργάτες των Γερμανών, αυτοί που κατέλαβαν τις εβραϊκές περιουσίες, αυτοί που μπήκαν μεσεγγυούχοι στις επιχειρήσεις και στα σπίτια των Εβραίων, αυτοί που σκύλεψαν τις περιουσίες των Εβραίων ήταν οι ίδιοι οι συμπολίτες τους. Όσο δυσάρεστο και αν ακούγεται, δεν ήταν κάποιοι «άλλοι», ήταν οι γείτονές τους.

Η Βόρεια Ελλάδα εκείνη την εποχή είχε κάποιες ιδιαιτερότητες που δεν υπήρχαν αλλού: ντόπιους πληθυσμούς, μεγάλους προσφυγικούς πληθυσμούς, εθνοτικές, θρησκευτικές, γλωσσικές μειονότητες (σλαβόφωνοι, ρουμανίζοντες Βλάχοι, τουρκόφωνοι Πόντιοι, μουσουλμάνοι Τσάμηδες κ.ά.). Όλες αυτές οι ιδιαιτερότητες και ετερότητες αυτού του γεωγραφικού χώρου στάθηκαν αφορμή για να δημιουργηθεί ένα έντονα συγκρουσιακό και βίαιο κλίμα.
Αν προσθέσουμε και το πολιτικό στοιχείο, το ζήτημα της αντίστασης στους κατακτητές, αφενός, και της συνεργασίας μαζί τους, αφετέρου, καταλαβαίνουμε την εκρηκτική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Δυστυχώς, στην Κατοχή η Θεσσαλονίκη έγινε ο τόπος όπου έδρασαν όλες αυτές οι αλληλοσυγκρουόμενες δυνάμεις, αφήνοντας πίσω τους μόνο πτώματα και καταστροφή.
Για τους Εβραίους νομίζω πως είναι πιο γνωστά, σε γενικές γραμμές, τα γεγονότα. Στις 30 Οκτωβρίου 1944 η απελευθερωμένη Θεσσαλονίκη ήταν μια άλλη πόλη, μια πόλη που είχε χάσει διά παντός ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της, γιατί μια πόλη δεν τη διαμορφώνουν μόνο τα κτίρια και τα ιστορικά της μνημεία αλλά και οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτή.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.