ΠOIOΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΞΑΛΛΟΣ άνδρας με το ελληνοπρεπέστατο ονοματεπώνυμο Αντώνιος Γεώργιος Κυρίτσης, γόνος μιας σκληροτράχηλης πολυμελούς εργατικής οικογένειας από την Ιντιάνα, που το 1977 αναστάτωσε τις αρχές και την κοινή γνώμη, μπαίνοντας σε μια ιδιωτική εταιρεία υποθηκοδανείων για να απαγάγει τον γιo του ιδιοκτήτη με την απειλή όπλου, και κρατώντας τον όμηρο στο σπίτι του;
Τα τοπικά κανάλια έσπευσαν να καλύψουν τις περισσότερες από τις 63 ώρες που συνολικά διήρκεσε το θρίλερ, σε ζωντανή αναμετάδοση, την ίδια στιγμή που ο Τόνι Κυρίτσης έβριζε θεούς και δαίμονες, από την έξοδο του κτιρίου μέχρι τα ερτζιανά κύματα του αγαπημένου του ραδιοσταθμού. Για πρώτη φορά, η Αμερική συμμετείχε live στον προσωπικό αγώνα ενός φτωχού εναντίον ενός συστήματος απάτης, όπως ισχυριζόταν ασταμάτητα ο πρώτος, που τον κορόιδεψε με δόλο, του έκλεψε τη γη, του στέρησε την περιουσία, το βιος που λέμε κι εμείς, και ενώ επέμενε πως τον είχε σαν παιδί του, δεν είχε το φιλότιμο και την τσίπα, για να επιμείνουμε ελληνικά, να του ζητήσει συγγνώμη!
Το «Dead Man’s Wire» έκανε πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού στο 82ο Φεστιβάλ Βενετίας και ανήκει στις αφηγηματικές του ταινίες του Γκας βαν Σαντ, αν και ο ίδιος έχει δηλώσει πως το σενάριο και το θέμα υπαγορεύουν το στυλ κάθε φορά.
Η δημόσια απολογία από το μεγάλο και κυνικό αφεντικό, που υποδύεται ο Αλ Πατσίνο με συγκρατημένη παραλλαγή των σαιξπηρισμών του, ήταν η κύρια προτεραιότητα, και η πηγή του αρχαιοελληνικού του θυμού, και ο Μπιλ Σκάρσγκαρντ ως Τόνι υποδηλώνει έναν τίμιο προλετάριο που στριμώχτηκε στα ψεύτικα λόγια και πιάστηκε στη φάκα σαν αφελής. Ωστόσο, το κόλπο του για να μείνει στην κουβέντα και να πετύχει τον σκοπό του ήταν να συνδέσει με ένα σύρμα τον λαιμό του απαχθέντος με την καραμπίνα που κρατούσε ή στερέωνε σε σταθερή επιφάνεια όταν έφτασε στο σπίτι, έτσι ώστε να αποκλείσει την πιθανότητα παρέμβασης ενός μυστικού αστυνομικού ή ενός ελεύθερου σκοπευτή – αν και η εικόνα ενός υποψήφιου δολοφόνου με το τσιγκελωμένο θύμα του και σύσσωμη την αστυνομική δύναμη της Ιντιανάπολις σε απόσταση αναπνοής, κυριολεκτικά, αλλά ανήμπορη να αναλάβει δράση, παραπέμπει στα αναλογικά, ερασιτεχνικά ’70s, τότε που σχεδόν κανείς δεν είχε διανοηθεί να αποπειραθεί παρόμοιο ανδραγάθημα.

Το πώς αντιμετώπισαν οι απλοί θεατές, από το τηλεοπτικό κοινό μέχρι τους ενόρκους σε μια δίκη με ενδιαφέρουσα έκβαση, το ντέρμπι μεταξύ του Ρομπέν και των άπληστων ιντριγκάρει τον Γκας βαν Σαντ, ο οποίος επιστρέφει μετά από δύο συναπτές αποτυχίες, καλλιτεχνικές και εμπορικές, που τον έβγαλαν εκτός κυκλωμάτων για περισσότερο από μια πενταετία. Το «Dead Man’s Wire» (ωραίος τίτλος, που αφορά εξίσου θύμα και θύτη) έκανε πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού στο 82ο Φεστιβάλ Βενετίας και ανήκει στις αφηγηματικές του ταινίες, αν και ο Αμερικανός σκηνοθέτης, που κυμαίνεται από τον «Γουίλ Χάντινγκ» ως τον «Ελέφαντα» με πολλούς ενδιάμεσους –ποιητικούς ή συμβατικούς– σταθμούς, έχει δηλώσει πως το σενάριο και το θέμα υπαγορεύουν το στυλ κάθε φορά. Είναι μια βιογραφία με νόημα, ένα πορτρέτο με σκοπό, μια παραβολή στρωτή και προφανής. Ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα του Βαν Σαντ σε μια ταινία που δεν προσθέτει απολύτως τίποτε στο γράμμα και στο πνεύμα της φιλμογραφίας του είναι ότι ανέσυρε την απίστευτη ιστορία ενός ανθρώπου που θα μπορούσε να είναι διαβόητα παραδειγματικός αλλά λησμονήθηκε ακόμη και από το πάνθεον των αρνητικών πρωταγωνιστών της αμερικανικής κοινωνίας.