ΟΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ «No other choice» είναι ήδη αποθεωτικές στη Βενετία. Η κατάμαυρα κωμική διασκευή του κλασικού πλέον μυθιστορήματος του Ντόναλντ Γουέστλεϊκ «The Ax» με θέμα ένα στέλεχος επιχείρησης που απολύεται και βρίσκει τρόπους να αποδεκατίσει τους υποψήφιους ανταγωνιστές του για τη θέση προηγείται άνετα στα προγνωστικά της Βενετίας και είναι σίγουρο πως θα διασκεδάσει και θα εντυπωσιάσει τον πρόεδρο της κριτικής επιτροπής (κάτι ξέρει ο Αλεξάντερ Πέιν από downsizing…), ενώ τα δικαιώματα για την Αμερική αγόρασε η Neon, που δεν χάνει στα μεγάλα βραβεία· για πρώτη φορά ο Παρκ Τσαν-γουκ προωθείται ολοταχώς και ενορχηστρωμένα για Όσκαρ όχι μόνο ξενόγλωσσο αλλά και «κανονικό», ειδικά αυτό της σκηνοθεσίας, με τον ίδιο τρόπο που είχε σαρώσει ο συμπατριώτης του Μπονγκ Τζουν-χο, πάντα με την αιγίδα της Neon.
Παρών σε σημαντικά φεστιβαλικά ραντεβού, ο Παρκ δεν έχει αποσπάσει ποτέ κορυφαίο έπαθλο, τουλάχιστον όχι κάτι πιο χτυπητό από το Βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες για το θεσπέσιο «Decision to leave», το Βραβείο της Επιτροπής για το αξέχαστο «Thirst» και τη δεύτερη τη τάξει διάκριση για το αξεπέραστο «Oldboy», που αν και άξιζε τον Φοίνικα, παρά τις εκκλήσεις του Ταραντίνο, αυτός κατέληξε στον Μάικλ Μουρ. Το επιμύθιο επιβεβαιώνει το συχνό φαινόμενο της εγκωμιαστικής επισήμανσης μιας ταινίας φορτισμένης με τον ρόλο της αναδρομικής αναγνώρισης του προσώπου και του έργου ενός σπουδαίου δημιουργού – η συγκυρία παραμένει κρίσιμος παράγοντας που δεν πρέπει ποτέ να παραγνωρίζεται.
Το «No other choice» επαναλαβάνεται στο μεγάλο μεσαίο κομμάτι του, καταλήγοντας ωστόσο σε ένα θριαμβευτικό φινάλε που δεν μας αφήνει άλλη επιλογή από το να αγκαλιάσουμε και να παραδοθούμε στη μεθυστική τέχνη ενός από τους μεγάλους του σύγχρονου σινεμά.
Ο Παρκ Τσαν-γουκ φαίνεται πως θα χαμογελάσει πολύ φέτος, θα ραφτεί, που λένε, και θα προετοιμαστεί για πολλά speeches στα κορεατικά, όπως και ο Μπονγκ προ πενταετίας (αν και μια χαρά τα καταλαβαίνει τα «εγγλέζικα»). Εν τέλει, δεν είναι καθόλου κρίμα, γιατί θα τιμηθεί ένας μονάκριβος τεχνίτης και σπάνιας ευαισθησίας δημιουργός: με την αφορμή μίας από τις λιγότερο σημαντικές δουλειές του, που ωστόσο είναι καλύτερη από το 90% όσων κυκλοφορούν εκεί έξω, όσοι δεν τον έχουν ακούσει θα τον γνωρίσουν και, είμαι σίγουρος, θα θαυμάσουν τη δουλειά του.

Το «Τσεκούρι» το έχουμε ξαναδεί μεταφερμένο από τον δικό μας Κώστα Γαβρά, είναι μάλιστα μία από τις πληρέστερες ταινίες της τελευταίας φάσης της καριέρας του. Ο Παρκ, φυσικά, το έχει δει, όπως είπε σε συνάντησή μας στο Lido και του αρέσει πολύ, και ήθελε εδώ και είκοσι χρόνια να γυρίσει τη δική του εκδοχή. Άλλωστε, το θέμα προσφέρεται για μετασκευή και πολλαπλή ερμηνεία: ο τόνος μπορεί να αλλάξει και το γενικότερο ζήτημα που θίγει παραμένει πάντα επίκαιρο. Ο λόγος που ο Κορεάτης σκηνοθέτης άργησε τόσο πολύ ήταν –τι άλλο;– οικονομικός. Του πήρε είκοσι χρόνια να υλοποιήσει το πρότζεκτ από τη στιγμή που ανήγγειλε πρώτη φορά επίσημα την πρόθεσή του να το γυρίσει.
Προσάρμοσε τη δράση στον τόπο του, μίλησε στο δικό του πνεύμα, τήρησε τους ιδιωματικούς του χρόνους και ισορρόπησε την τραγωδία ενός ανθρώπου που στο πρώτο πλάνο σφιχταγκαλιάζει την οικογένειά του στο σπίτι των ονείρων του αναφωνώντας «τα έχω όλα», με το περιπετειώδες, ειρωνικό χιούμορ που κρύβει το δόλιο όσο και απελπισμένο σχέδιό του να ελέγξει την ενδεχόμενη πρόσληψη του αντικαστάτη του, για να μην προλάβει κάποιος άλλος να του φάει τη θέση του επιτηρητή σε ένα εργοστάσιο παραγωγής χαρτιού – πού να ήξερε πως το πλάνο της ηγεσίας ενδιαφέρεται ελάχιστα για την ανθρώπινη παρέμβαση στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης…
Με τον πρωταγωνιστή του «Squid Game» να κυριαρχεί στο κάδρο και τις συνήθεις περίτεχνες σεκάνς του να σπινθηρίζουν από ενέργεια και ακρίβεια, ο Παρκ κολακεύει το κοινό και τις προσδοκίες του σαν μαέστρος που γνωρίζει απέξω και ανακατωτά την παρτιτούρα και τους μουσικούς του. Ο ρεαλισμός του δεν μοιάζει πάντα πιστευτός και συχνά ο στόχος απομακρύνεται για χάρη του στυλ. Ενίοτε τραβηγμένο και φλύαρο, το «No other choice» επαναλαβάνεται στο μεγάλο μεσαίο κομμάτι του, καταλήγοντας ωστόσο σε ένα θριαμβευτικό φινάλε που δεν μας αφήνει άλλη επιλογή από το να αγκαλιάσουμε και να παραδοθούμε στη μεθυστική τέχνη ενός από τους μεγάλους του σύγχρονου σινεμά.