Ερπύστριες από τα άρματα μάχης και οι σφαίρες των Ισραηλινών επιδρομέων κατακλύζουν την καταγεγραμμένη συνομιλία της μικρής Χιντ Ρατζάμπ με τους εθελοντές στο κέντρο της Ερυθράς Ημισελήνου, παραρτήματος του Ερυθρού Σταυρού για τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Ούτε 6 χρονών ακόμη, η μικρή κατάφερε να τηλεφωνήσει μέσα από το διάτρητο από σφαίρες αυτοκίνητο της οικογένειάς της, λίγα λεπτά μετά τη δολοφονία των εξάδελφων, όλοι ανήλικοι, και των θείων της, άμαχοι στη Γάζα, στο έλεος μιας σωτηρίας που αποδείχθηκε αδύνατη τον Ιανουάριο του 2024.
Στη μέση της καμπάνιας της προηγούμενης ταινίας της, η Κάουθερ Μπεν Χάνια έμαθε για το γεγονός και παράτησε κάθε προδιαγεγραμμένο σχέδιο που είχε, αποφασίζοντας να ασχοληθεί άμεσα με το ζήτημα, να βρει το υλικό, να βρει πόρους και να σκεφτεί με ποιον τρόπο θα το γυρίσει. Ένα χρόνο αργότερα, η σκηνοθέτις δήλωσε ευγνώμων στη συνέντευξη τύπου του Φεστιβάλ Βενετίας, και παράλληλα υπερήφανη και έκπληκτη, για την ανταπόκριση από τους πιο απροσδόκητους συμμάχους- ανάμεσά τους ο Μπραντ Πιτ, ο Χοακίν Φίνιξ και ο Αλφόνσο Κουαρόν, οι οποίοι ανέλαβαν χρέη εκτελεστικού παραγωγού.
Η Μπεν Χανία, αν και δεν έχει πολλά όπλα στα χέρια της, δε χάνει ούτε στιγμή την εμπιστοσύνη της στην καθαρότητα αυτής της παιδικής φωνής, που προσωρινά βρίσκει παρηγοριά μιλώντας για την τάξη της στο νηπιαγωγείο, και αμέσως μετά κοιτάζει αν όντως κάποιος θα βρεθεί να τη βγάλει από τον τάφο της.
«Η Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ» είναι ο τέλειος συνδυασμός ενός μεγάλου φαβορί για το κορυφαίο βραβείο, πολιτικά επιτακτικό και συγκινητικό στον πυρήνα του, μια ιστορία σπαρακτική και επίκαιρη, κάτι παραπάνω από ειρηνική χειρονομία, στη σφαίρα της οικουμενικής δήλωσης.
Η μυθοπλασία και η τεκμηρίωση πάντα συγχέονταν δημιουργικά στο σινεμά της Κάουτερ Μπεν Χάνια. Είτε πρόκειται για το χρονικό ενός κακοποιού της Τύνιδας στο «The Challat of Tunis», ή την ριζοσπαστικοποίηση μιας νέας γυναίκας και τη συνδρομή ηθοποιών στην αναπαράσταση των γεγονότων στις «4 Κόρες», ή την παράξενη υπόθεση του «Ανθρώπου που Πούλησε το Δέρμα του», σε μια από τις δυο υποψηφιότητες της για Όσκαρ, οι ιστορίες της σφύζουν από ένταση και δεν νοιάζονται πολύ για την αυστηρή φορμαλιστική ταξινόμηση.
Ευτυχώς, η «Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ» δεν έχει ανάγκη από στιλ και περιπλοκάδες, γιατί το υλικό που την στερεώνει αφηγηματικά είναι αληθινό και συγκλονιστικό. Τα 70 ανατριχιαστικά λεπτά που διαρκεί το τηλεφώνημα, με διακοπές και συχνά κακή λήψη, ένα θαύμα αν αναλογιστεί κάποιος πως ένα νήπιο έπαιρνε τηλέφωνο από κινητό μέσα σε βομβαρδισμένη ζώνη, ανάμεσα στα αίματα και τους νεκρούς, φοβισμένη και ψύχραιμη μαζί, ζητώντας να έρθει κάποιος να τη σώσει.
Η ταινία διαδραματίζεται στο τηλεφωνικό κέντρο, και η αγωνία της Χιντ αποτυπώνεται στα τρομαγμένα μάτια των ενδιάμεσων εθελοντών, με τις αγαθές προθέσεις και τις περιορισμένες δυνατότητες που μειώνονται όσο περνά η ώρα. Το θρίλερ συνεχίζεται, και η Μπεν Χανία, αν και δεν έχει πολλά όπλα στα χέρια της, δε χάνει ούτε στιγμή την εμπιστοσύνη της στην καθαρότητα αυτής της παιδικής φωνής, που προσωρινά βρίσκει παρηγοριά μιλώντας για την τάξη της στο νηπιαγωγείο, και αμέσως μετά κοιτάζει αν όντως κάποιος θα βρεθεί να τη βγάλει από τον τάφο της.
Χωρίς να είναι αριστούργημα, η ταινία ζωντανεύει ένα τραγικό και σημαίνον περιστατικό που κινδύνεψε να χαθεί στην μακάβρια επικαιρότητα στη Γάζα, και το αναδεικνύει απλά και αποτελεσματικά, αναγκαστικά και λίγο εκβιαστικά στο συναίσθημα, φέρνοντας δάκρυα σε όσα μάτια κάνουν εικόνα ένα κορίτσι να επικοινωνεί από την κόλαση.