Εταίρες, ιερόδουλες και πόρνες»: Με αυτόν τον τίτλο και υπότιτλο «Η ιστορία του αγοραίου έρωτα» κυκλοφορεί στις 4 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Καπόν το βιβλίο της Κέιτ Λίστερ σε μετάφραση Ηλία Μαγκλίνη, ένας τόμος με πεντακόσιες εικονογραφήσεις και μια χρονολογικά δομημένη αναδρομή σε αυτό που αποκαλούμε μάλλον εσφαλμένα «το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου».  

 

Η συγγραφέας διδάσκει στη Σχολή Τεχνών και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Leeds Trinity, ερευνά τη σεξουαλική εργασία και επιμελείται το πρότζεκτ διαδικτυακής έρευνας «Whores of Yore», ένα διεπιστημονικό ψηφιακό αρχείο για τη μελέτη της ιστορίας της σεξουαλικότητας.

 

Η Λίστερ καταφέρνει να ρίξει φως στις εργάτριες και στους εργάτες του σεξ με τρόπο δίκαιο και τρυφερό, τους φέρνει στο προσκήνιο, αντιμετωπίζοντάς τους, ως εργαζόμενους, ισότιμα με κάθε άλλο, σαφώς πιο αξιοσέβαστο επάγγελμα. Όταν σηκώνει το πέπλο για να αποκαλύψει τη δύσκολη ζωή, την ανύπαρκτη αξιοπρέπεια, τους λασπωμένους δρόμους, την ένδεια, την πείνα, τις καταδίκες και τις ασθένειες, τη μηδενική ανοχή της πολιτείας και της κοινωνίας, τους αποκαθιστά μέσα από μια αφήγηση πνευματώδη που τολμά να σχολιάσει τις κοινωνίες και τις προκαταλήψεις.

 

Είναι σαν να αφηγείται ένα μαύρο παραμύθι με πολλά κεφάλαια, που ξεκινά από τον αρχαίο και τον κλασικό κόσμο, διατρέχει το μεσαιωνικό Λονδίνο, την Ευρώπη της αναγέννησης, την Ιαπωνία της περιόδου Έντο, τα πορνεία του δέκατου ένατου αιώνα, το ανδρικό σεξ την εποχή της Αντιβασιλείας και φτάνει μέχρι το σεξ στα ένδοξα πορνεία της μπελ επόκ και στα μπορντέλα των στρατιωτών των δύο παγκοσμίων πολέμων. Η ιστορίες της Λίστερ είναι ένα πολιτισμικό πανόραμα που μας δείχνει την εξέλιξη των κοινωνιών μέσα από τον αγοραίο έρωτα. 

 

«Το πώς γράφουμε για τη σεξουαλική εργασία, στην πραγματικότητα πώς σκεφτόμαστε και μιλάμε γι’ αυτήν, έχει σημασία» γράφει η Λίστερ στον πρόλογό της. «Μπορεί να μην είναι το “αρχαιότερο”, αλλά, όπως δείχνει αυτό το βιβλίο, και πολλά άλλα, είναι πράγματι ένα πολύ παλιό επάγγελμα. Όσοι εργάζονται σε αυτό αξίζουν δικαιωμάτων και σεβασμού, οφείλουμε να τους ακούμε και να τους βλέπουμε ως αυτό που είναι και όχι να γίνονται στερεότυπα και να φιμώνονται. Είναι καιρός να υπερβούμε αυτήν τη φαντασίωση. Είναι καιρός να ακούσουμε, να κοιτάξουμε και να μάθουμε».

 

Η συγγραφέας εξηγεί ότι σε κουλτούρες χωρίς χρήματα δεν υπήρχαν καθόλου επαγγέλματα και ελάχιστες ενδείξεις πορνείας, παρότι ισχύει το σκεπτικό πως το σεξ υπήρξε ανέκαθεν ένα χρήσιμο αγαθό με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ ήταν ο πρώτος που επινόησε τη φράση «το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου» στο διήγημά του «Στα τείχη της πόλης» (1898).

 

Η ιστορία ξεκινά με την αθάνατη φράση «Η Λαλούν είναι μέλος του αρχαιότερου επαγγέλματος στον κόσμο». Η έκφραση έκτοτε έχει περάσει στην καθομιλουμένη ως ιστορική αλήθεια. Ίσως όμως αυτό που ακολουθεί το συγκεκριμένο απόσπασμα του Κίπλινγκ να λέει ακόμα περισσότερα αναφορικά με το τι σημαίνει το ότι ένα επάγγελμα είναι όντως αρχαίο: «Στη Δύση οι άνθρωποι μιλούν αγενώς για το επάγγελμα της Λαλούν, γράφουν διαλέξεις γι’ αυτό, τις οποίες διανέμουν σε νέους ανθρώπους ούτως ώστε να προστατευθεί η Ηθική».

 

Αυτό το βιβλίο μάς δείχνει πως μέσα από την κρυφή ιστορία της πώλησης του σεξ πολύ συχνά οι επαγγελματίες της οδηγούνται στο περιθώριο της Ιστορίας. Αποκαλύπτοντας την ιστορία του σεξουαλικού εμπορίου μέσα από τα μάτια των εργαζομένων στο σεξ, από τους μεσαιωνικούς δρόμους μέχρι τα σαλόνια της Άγριας Δύσης και από τους οίκους ανοχής μέχρι τα υπνοδωμάτια του κράτους, μας δείχνει τον προβληματισμό κάθε εξουσίας σχετικά με το πώς να χειριστεί καλύτερα αυτούς που θέλουν να πουλήσουν ή να αγοράσουν σεξ, μετατοπιζόμενη σε διαφορετικά επίπεδα καταστολής, ανοχής νομιμοποίησης, ελέγχου, ηθικής κατακραυγής και απαγόρευσης. Ο αγοραίος έρωτας ως θεμελιώδης πτυχή των κοινωνιών από τις απαρχές του πολιτισμού παραμένει μέχρι σήμερα παρεξηγημένος, αποσιωπημένος και διαστρεβλωμένος.

 

Η Ιστορία βρίθει διαφόρων προσπαθειών να πάψει η σεξουαλική εκμετάλλευση μέσα από την απαγόρευση της σεξουαλικής εργασίας. Καμία δεν λειτούργησε, γράφει η Λίστερ.

 

«Βασανισμοί, ακρωτηριασμοί, πρόστιμα, φυλακή, εξορία, αφορισμός, ακόμα και θανατική ποινή, όλα εφαρμόστηκαν κάποια στιγμή, αλλά τίποτα δεν πέτυχε την κατάργηση του εμπορίου του σεξ. Ούτε κατάφεραν αυτά τα τιμωρητικά μέτρα να εξαλείψουν τη σεξουαλική κακοποίηση. Το μόνο που συμβαίνει πάντα είναι όσοι και όσες προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες να αναγκάζονται να εργάζονται κάτω από επικίνδυνες συνθήκες και να στιγματίζονται ακόμα περισσότερο γι’ αυτό που κάνουν, ενώ, όσοι πέφτουν θύματα κακοποίησης, γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να εντοπιστούν. 

 

Η Λίστερ γράφει ότι αυτό το βιβλίο μάς προσκαλεί να κινηθούμε πέρα και πίσω από τις επικεφαλίδες, τον εύκολο εντυπωσιασμό και τα στερεότυπα της εργασίας και να γνωρίσουμε τους ανθρώπους που έχουν βγάλει τα προς το ζην, προσφέροντας σεξουαλικές υπηρεσίες. Ονόματα, φωτογραφίες και ιστορικά ντοκουμέντα έχουν τοποθετηθεί δίπλα στις ιστορίες κάθε «πόρνης, εταίρας, καριόλας» απ’ όλο τον κόσμο, για να φέρουν κοντά ξεχασμένα πρόσωπα και ζωές που βιώθηκαν στη σκιά. Η σεξουαλική είναι ‒ανέκαθεν ήταν‒ μια εξαιρετικά σύνθετη εμπειρία που ανθίσταται σε εύκολους ορισμούς.

 

Από τις πόρνες στους ναούς της Βαβυλώνας, από τις θρυλικές εταίρες της αρχαίας Ελλάδας μέχρι τα αγόρια που συνευρίσκονται στα Μόλι Χάουζ του Λονδίνου, τις Χήνες του Ουίντσεστερ στην Γκρόουπκαντ Λέιν του μεσαιωνικού Λονδίνου και τα νεαρά κορίτσια της Καντόνα στην Κίνα, δεν υπάρχει μόνο μία εκδοχή εργασίας στο σεξ, είναι μυριάδες. 

 

Όλοι έχουν ανταλλάξει φαντασιώσεις και σεξουαλικές χάρες, αλλά η φαντασίωση είναι προϊόν λιγότερο ή περισσότερο ολοκληρωμένο, δεν είναι ποτέ ολόκληρη η ιστορία.

 

Το «Liber Albus» είναι ένα βιβλίο με λονδρέζικες νομοθεσίες το οποίο καταρτίστηκε το 1419 και αποτελεί έναν θησαυρό πληροφοριών για τη δικαιοσύνη στο μεσαιωνικό Λονδίνο. Περιγράφει τις διάφορες τιμωρίες για την πορνεία, τη μαστροπεία και την υπόθαλψη των γυναικών που έκαναν κακή ζωή με πολλές λεπτομέρειες.

 

Στους άνδρες που βρέθηκαν ένοχοι για μαστροπεία (νταβατζιλίκι) ξύριζαν τα κεφάλια και τα γένια και τους καταδίκαζαν σε διαπόμπευση για χρονικό διάστημα που καθοριζόταν από το δικαστήριο. Η διαπόμπευση ήταν μια παραλλαγή του κύφωνα, στον οποίο το θύμα ήταν υποχρεωμένο να στέκεται σκυμμένο, με το κεφάλι και τα χέρια του κλειδωμένα σε ένα ξύλινο πλαίσιο. Αυτό συνέβαινε δημοσίως, ενώ χτυπούσαν τα τύμπανα, τραγουδούσαν οι πλανόδιοι μουσικοί και τα εγκλήματά τους ανακοινώνονταν σε έναν όχλο που αλυχτούσε. («Σεξουαλική εργασία στο Λονδίνο»).

 

Το 1589 ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, ένας από τους πιο ισχυρούς ηγέτες της Ιαπωνίας, εκχώρησε σε μία από τις αγαπημένες του, τη Χάρα Σαμπουροεμόν, άδεια να ανοίξει μπορντέλο στην πόλη του Κιότο. Με τις ευλογίες του αφέντη της η Σαμπουροεμόν άνοιξε πολλά μπορντέλα και τεϊοποτεία σε μια συνοικία κοντά στο παλάτι του Αυτοκράτορα, την οποία περιέφραξε με τείχη, αφήνοντας μόνο μια πύλη για είσοδο και έξοδο. Προσέλαβε όμορφες, μορφωμένες και εξαιρετικά εκπαιδευμένες πόρνες και ονόμασε την περιοχή Γιαναγκιμάτσι (Πόλη της Ιτιάς).

 

Ήταν η πρώτη Γιουκάκου (περιοχή με πορνεία) και εξαιρετικά επιτυχημένη. Το 1640 η Γιαναγκιμάτσι είχε γίνει τόσο δημοφιλής στους αποχαλινωμένους κυνηγούς των ηδονών, που χρειάστηκε να μεταφερθεί μακριά από το αυτοκρατορικό παλάτι, στη δυτική συνοικία Σουζακούνο, όπου μετονομάστηκε σε Σιμαμπάρα. («Ο κόσμος που επιπλέει στην Ιαπωνία της περιόδου Έντο»)

 

Το καυστικό «Αρσενικές πόρνες: Μια σάτιρα της Λέσχης των Σοδομιτών» του Τζον Ντάντον (1707-10) σαρκάζει τις «άσεμνες σχισμές» (εργάτες του σεξ), των οποίων «τα οπίσθια έχουν κάψει τόσα αγόρια / τώρα που οι αρσενικές πόρνες γίνονται χρήσιμες», σχολιάζοντας πως «τώρα τα ανδρικά οπίσθια έχουν σαρώσει στην πιάτσα». Ελάχιστους μήνες προτού ο Ντάντον σκαρώσει τη σάτιρά του για τους άνδρες που πουλούσαν σεξ στο Λονδίνο, η πόλη είχε σκανδαλιστεί από τη μαζική σύλληψη σαράντα ομοφυλοφίλων ή Μολίζ, οι οποίοι είχαν συλληφθεί να προτείνουν σεξ σε άλλους άνδρες σε μέρη όπου «πρόστυχα και σκανδαλιστικά άτομα συναντιούνται για να απολαύσουν παράνομες συνευρέσεις και αισχρές συζητήσεις».

 

Τα μέρη αυτά ήταν το Βασιλικό Εμπορικό Κέντρο, η Αγορά του Λίντενχολ, το Μούρφιλντς και το Γουάιτσαπελ. Η τραγωδία είναι ότι τρεις απ’ τους άντρες που συνελήφθησαν, αυτοκτόνησαν, ενώ περίμεναν να δικαστούν, ένας άνδρας γνωστός μόνο ως «Τζόουνς» κρεμάστηκε, όπως και ο Αυγουστίνος Γκραντ, ένας ράφτης, ενώ ένας νεωκόρος με το όνομα Ζερμέν έκοψε τον λαιμό του με ξυράφι. Αντί να αισθανθεί κάποια συμπάθεια, ο Ντάντον εξέλαβε την πράξη τους ως απτή απόδειξη της ενοχής τους. («Οι άνδρες πουλούν σεξ στη Βρετανία της Αντιβασιλείας»).

 

Στα αρχεία του Ολντ Μπέιλι η μεγαλύτερη ομάδα, συγκεκριμένα το 64% των γυναικών που καταδικάστηκαν για κλοπή και τιμωρήθηκαν με εκπατρισμό αποτελούνταν από οικιακές βοηθούς που έκλεβαν τους εργοδότες τους. «Πόρνες» ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη επαγγελματική κατηγορία που αποδόθηκε στις γυναίκες που μεταφέρθηκαν στην Αμερική μεταξύ του 1718 και του 1775, λίγο περισσότερο από 14%.

 

Αυτό το 14% αποτελούνταν από επαγγελματίες εργάτριες του σεξ και δεν υπολογίζονται σε αυτό όσες περιστασιακά πουλούσαν σεξ για να ενισχύσουν το εισόδημά τους (Dollymopping) ή απλώς δεν αποκάλυψαν στο δικαστήριο πώς βγάζουν χρήματα. Ανεξάρτητα από το επάγγελμά τους, οι γυναίκες που κρίνονταν ένοχες για κλοπή μεταφέρονταν στην Αμερική. Αυτές που κρίνονταν ένοχες για την κλοπή αντικειμένων μεγάλης αξίας τις περίμενε η αγχόνη. («Σεξ προς πώληση στη Χώρα της Ελευθερίας»)

 

Όταν ο Αλβέρτος, ο πρίγκιπας της Ουαλίας και μελλοντικός βασιλιάς Εδουάρδος Ζ’, ήταν στο Παρίσι και ήθελε να ικανοποιήσει την αχαλίνωτη σεξουαλική του όρεξη υπήρχε μόνο ένα μέρος που ήταν πραγματικά κατάλληλο για έναν βασιλιά, το Σαμπανέ, μπορντέλο τόσο πολυτελές, που το ίδιο του το όνομα έγινε συνώνυμο της ακολασίας και της χλιδής που χαρακτήρισαν την περίοδο της γαλλικής μπελ επόκ. Η επονομαζόμενη και «όμορφη εποχή», που τοποθετείται χρονικά μεταξύ του τέλους του Γαλλοπρωσικού Πολέμου το 1871 και της αρχής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, ήταν μια περίοδος ειρήνης, ευημερίας, καλλιτεχνικής δημιουργίας και σεξ.

 

Αφότου η γαλλική κυβέρνηση εισήγαγε ένα σύστημα ελεγχόμενης πορνείας το 1802, τα μπορντέλα, ή οίκοι ανοχής, ήταν συχνό θέαμα στο Παρίσι, αλλά κανένας δεν είχε δει ποτέ ξανά κάτι παρόμοιο με το Σαμπανέ. Έχοντας ως έδρα μια τοποθεσία κοντά στο Λούβρο, πρωτοάνοιξε τις πόρτες του το 1878. Λίγα είναι γνωστά για την ιρλανδικής καταγωγής ιδιοκτήτριά του, τη μαντάμ «Κέλι», αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο, ήξερε την αγορά και δεν λογάριαζε έξοδα. («Σεξ και μπελ επόκ»)

 

Ο τρόπος που οι ναζί αντιμετώπιζαν τις εργάτριες του σεξ ήταν ασύλληπτα σκληρός, αλλά το βασανιστήριό τους δεν τελείωσε με τον πόλεμο. Οι γυναίκες που είχαν εξαναγκαστεί να δουλέψουν στα μπορντέλα δεν μπόρεσαν να αποτινάξουν το στίγμα της πορνείας και πολλές παραγκωνίστηκαν κοινωνικά μετά το τέλος του πολέμου. Ήταν τέτοια η ντροπή των επιζώντων, που μόνο τη δεκαετία του 1990 οι ερευνητές μπόρεσαν να φέρουν στο φως την ιστορία της σεξουαλικής σκλαβιάς και των στρατιωτικών μπορντέλων.

 

Στη Γαλλία η κοινή γνώμη όσον αφορά τις εργάτριες του σεξ και τα μπορντέλα άλλαξε δραματικά κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν οι ναζί κατέλαβαν το Παρίσι επιτάξαν πολλά μπορντέλα για αποκλειστική χρήση από Γερμανούς αξιωματούχους, ανάμεσα σε αυτά και το Σαμπανέ, τη Σφίγγα, το Ένα Δυο Δυο και το Λευκό Λουλούδι.

 

Υπό γερμανική διοίκηση αυτοί οι χώροι άνθησαν. Αλλά μόλις έληξε ο πόλεμος οι Γάλλοι εξαπέλυσαν ένα κύμα εκδίκησης εναντίον οποιουδήποτε υποπτεύονταν ότι είχε συνεργαστεί με τους ναζί. Έγινε γνωστό ότι περίπου 6.000 άτομα δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτού που έμεινε γνωστό ως «άγρια εξυγίανση». («Σεξ σε καιρό πολέμου»).

 

Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου