«ΘΕΛΕΤΕ ΛΟΙΠΟΝ να λάβετε μια ιδέα των φυλακών όλων των αιώνων;» ρωτάει, απευθυνόμενος στους αναγνώστες της εφημερίδας «Ακρόπολις», ο ρεπόρτερ Ευστάθιος Θωμόπουλος τον Οκτώβριο του 1933. «Δεν έχετε παρά να επισκεφθείτε το Γεντί-Κουλέ, το Κάστρο με τους επτά πύργους της Θεσσαλονίκης, και την έχετε λεπτομερειακή. Το αιωνόβιο φρούριο έχει τα θεμέλιά του από την ελληνιστική εποχή, όταν Αλέξανδρος ο Μέγας εξεκινούσε να κατατροπώσει λαούς και να ξημερώσει άγριους. Κρατά ως τη μέση του ντουβάρια από την ελληνιστική εποχή, τα διπλά τείχη έχουν ιδή Ταρτάρους και Σαρακηνούς. Και οι ατελείωτες πολεμίστρες του, οι πύλες του, τα σπαρμένα παντού ερείπια από τα υγρά του Χορτιάτη χώματα ως τον Λευκό Πύργο, με τον οποίο ηνώνοντο, αναθυμούνται πολεμιστές Αρχαιομακεδόνες, Αθηναίους, Ρωμαίους, Βυζαντινούς, και Βενετσιάνους, Σλάβους και Τούρκους. Το διάβα των αιώνων γκρέμισε τα δύο γιγαντιαία μπράτσα που αγκάλιαζαν τη Θεσσαλονίκη και την έκλειναν μέσα τους, στις επιδρομές. Ο κορμός του έγινε σπαράλια από τη μανία των ανθρώπων να αλληλοσφαγούν».
Πάνω από ογδόντα είναι οι ισοβίτες του Γεντί Κουλέ. Ακολουθούν οι υπόλοιποι εγκάθειρκτοι που έχουν καταδικαστεί για ληστείες και φόνους με ποινές όχι κάτω των πρόσκαιρων δεσμών, και κάποιοι σε ποινή ειρκτής.
Η κεφαλή του παλιού Κάστρου με τους επτά πύργους, συνεχίζει ο Ε. Θωμόπουλος, είναι οι φυλακές με τις οποίες τρομάζουν οι καταδικασμένοι όλης της Ελλάδας και τις τραγουδούν, είτε βρίσκονται εντός τους είτε όχι, ως κάτι φοβερό και απαίσιο. Καθώς η χοντρή σιδερένια πόρτα ανοίγεται από τον αρχιφύλακα, στο εσωτερικό της καθρεπτίζεται όλη η σκληρότητα των περασμένων εποχών. Υπόγεια που σκίζουν τα έγκατα του λόφου πάνω στον οποίο είναι το κάστρο, λάκκοι τρίσβαθοι στη γη, απομονωτήρια και τοιχώματα ανοιγμένα εγκάρσια ως είδος τάφων που παίρνουν ζωντανούς και περιμένουν να κλεισθούν και να τους χωνέψουν. Αλλά και θάλαμοι απέραντοι σε τέσσερις ακτίνες δέσμιας ζωής. Περιποιημένοι και φρεσκομπογιατισμένοι, μειώνουν κάπως την εφιαλτική εντύπωση που δίνει η εξωτερική όψη του Κάστρου, το σύνολό του και προπαντός ο σκοτεινός διάδρομος – μια σούδα, ένας λάκκος βαθύς και καγκελόφραχτος που οδηγεί από την κεντρική πύλη ως το κέντρο των διαμερισμάτων των εγκάθειρκτων. Στο τέρμα του διαδρόμου υψώνεται το παρατηρητήριο της υπηρεσίας των φυλακών. Ένα είδος φάρου που δεσπόζει στο απλωμένο πέλαγος της δέσμιας ζωής.
Οι κατάδικοι του Γεντί Κουλέ

Ο Θωμόπουλος ανέβηκε στο παρατηρητήριο. Πίσω από τα σπασμένα τζάμια των παραθύρων του κοίταζε τα τέσσερα μεγάλα τριγωνικά προαύλια με τους ψηλούς χοντρούς μαντρότοιχους που ήταν γεμάτα από κατάδικους. Βολτάριζαν εκεί αμέριμνοι, άλλοι σοβαροί και άλλοι γελαστοί, αλλά όλοι με πρόσχαρη εγκαρτέρηση. Μελλοθάνατοι, ισοβίτες, φονιάδες, αυτονομιστές και κομιτατζήδες δίχως διάκριση, δίχως περίσκεψη, απολαμβάνουν τον φθινοπωρινό ήλιο.
Ο υποδιευθυντής της φυλακής δίνει ένα έγγραφο στον δημοσιογράφο. Εκεί σημειώνεται ότι από τους πεντακόσιους που είναι κρατούμενοι, οι δεκαοκτώ είναι καταδικασμένοι σε θάνατο, όμως μόνο οι έξι πραγματικά μελλοθάνατοι. Οι υπόλοιποι γλίτωσαν από τον εφιάλτη του εκτελεστικού αποσπάσματος, γιατί πέρασε το πενταετές χρονικό διάστημα του νόμου και η ποινή τους μετατράπηκε.
Πάνω από ογδόντα είναι οι ισοβίτες. Ακολουθούν οι υπόλοιποι εγκάθειρκτοι που έχουν καταδικαστεί για ληστείες και φόνους με ποινές όχι κάτω των πρόσκαιρων δεσμών, και κάποιοι σε ποινή ειρκτής.

Οι μελλοθάνατοι
Η τραγικότερη ωστόσο μερίδα από τη δέσμια ζωή του Γεντί Κουλέ είναι τρεις φονιάδες.
«Αν όχι η μακρά εγκάθειρξίς τους στις σκοτεινές στοές, στα κελιά και τις ακτίνες του αιωνόβιου Κάστρου, τουλάχιστον η μεταμέλεια τους διασάλευσαν τη διάνοια. Παραδέρνουν τώρα σε ώρες ατελείωτες στον βαθύτερο μέσα στον λόφο κτιστό λάκκο με ψηλή καγκελωτή πόρτα. Στο απομονωτήριο των επικινδύνων, στον “αράπη” του Γεντί-Κουλέ, κατά τη λέξη της φυλακής. Εκεί μέσα έλεγαν άλλοτε ότι τις ώρες που η νύχτα είχε πνιγμένο τέλεια το φως της ημέρας, φαντάσματα ροφούσαν τη ζωή των απομονωμένων, “μώρες” έκοβαν την ανάσα! Πιστεύουν ακόμα και τώρα οι χωρικοί κατάδικοι τον πανάρχαιο αυτόν θρύλο και τρέμουν μήπως εγκλεισθούν εις το μέρος που τον ζωντανεύουν τα χειμωνιάτικα μπουρίνια, οι βοεροί αντίλαλοί τους μέσα στους θόλους και στις στοές του κάστρου και οι θυμοί του Βαρδάρη. Αλλά η πολιτεία δεν νιώθει από φαντάσματα. Εκεί κλείνει τους ατίθασους, τους απείθαρχους, εκεί έχει στρουγκιάσει τους τρεις τρελλούς: τον Ζάικο, τον Ιορδανίδη, τον Τσάμη».
Ο ένας έσπασε το κεφάλι του πατέρα του και τον έστειλε στα θαλερά γηρατειά να συναντήσει τον Χάρο. Ο άλλος κομμάτιασε την ίδια κοιλιά που τον είχε κρατήσει εννέα μήνες μέσα της, και ο τρίτος πετσόκοψε την αδελφή του ύστερα από μια κραιπάλη ανομολόγητης επιθυμίας.

Ο πρώτος αγαπούσε μια χωριατοπούλα νέα και μεστή από δύναμη και έρωτα, όπως αυτός. Ο πατέρας του όμως δεν ήθελε καθόλου να ακούσει για τέτοια ένωση. Όχι πώς εκείνη ήταν φτωχή και ο γιος του πλούσιος. Η άρνηση είχε τον λόγο της στο γεγονός ότι είχε ακουσθεί κάποτε πως την αγαπημένη του την είχαν δει στα φυλάκια σε μια αετοράχη της Ροδόπης να ερωτοτροπεί με Βούλγαρους και Έλληνες. Μια στιγμή που το ζευγάρι, νύχτα βαθιά και δαιμονική από τον μακεδονικό χειμώνα, έτρεχε να βρει τη φωλιά του, ο γέρος με τα θαλερά γεράματα βρέθηκε εμπρός τους. Ούτε τη στιγμή, ούτε την πρόθεση σεβάσθηκε ο γέρος. Άρχισε να βρίζει, είπε λέξεις βαριές σ' αυτόν και σ' εκείνη και σήκωσε και χέρι. Τότε σήκωσε και αυτός το δικό του με ένα στειλιάρι από τον διπλανό φράχτη. Και ενώ εκείνη τρομαγμένη ξαναγύριζε στο σπίτι της, ο Ζάικος αποτελείωσε τον άνθρωπο που του είχε δώσει τη ζωή. Κατόπιν πήρε τα βουνά και τα λαγκάδια, ώσπου τον έπιασαν και τον καταδίκασαν.
«Το πλήγμα που του κατέστρεψε τη λογική ενδεχομένως ήταν ο έλεγχος της συνειδήσεώς του. Αλλά το βαρύτερο ήταν ότι εκείνη πριν δικασθεί ακόμη, έκλεψε έναν άλλον και πήρε το δρόμο για τους νυκτερινούς εύκολους έρωτες των χαμόσπιτων του Βαρδαριού».
Δεύτερος ο Ιορδανίδης, «που η τρέλλα του δεν του παραλύει διαρκώς τη λειτουργία της διανοίας του, αλλά παροδικά, έβαλε μαχαίρι της μητέρας του, για τον απλούστατο λόγο, ότι επάνω στο ίδιο κρεββάτι που λίγους μήνες πριν είχε ξεψυχήσει ο πατέρας του, ευρέθηκε ένας άλλος άντρας. Της ξέσχισε με το μαχαίρι το στήθος που τον είχε βυζάξει και την στραγγάλισε. Κατόπιν πήγε και παρεδόθη κλαίγοντας».
Του τρίτου, του Τσάμη, η ιστορία είναι συνηθισμένη. Η τιμή του αδελφού… Ο Τσάμης δεν θα καταδικάζονταν σε πολυετή πρόσκαιρα δεσμά, αν κατά την ανάκριση και τη δίκη δεν του εξακόντιζαν συγγενείς και φίλοι σιχαμερή κατηγορία. Σκότωσε την αδελφή του μισόγυμνη, απαλλαγμένη από ορισμένα εσώρουχα. Και είχε αμυχές και σημάδια το σφαγμένο σώμα της από αφροδισιασμούς. Άδηλο ήταν λοιπόν αν διεκδικούσε την τιμή του ή τίποτε άλλο.

Έως ότου να λείψει από τον ρεπόρτερ της «Ακροπόλεως», Ευστάθιο Θωμόπουλο, η εντύπωση της τραγικής όψης των τριών αυτών ανθρώπων, άλλοι τρεις παρουσιάστηκαν: Ο Ξανθόπουλος, ο Ροκκάς και ο Τσερμπινόπουλος. Ισοϋψείς στο μπόι, στη δικαιοσύνη και στον θάνατο! Είχαν οι τρεις καταδικασθεί για ληστεία και φόνο και ξημεροβραδιάζονταν με την αγωνία μήπως αιφνιδιαστικά κανένα χάραμα μπουν στα κελιά τους ο παπάς με το δισκοπότηρο να τους μεταλάβει και ο αξιωματικός του εκτελεστικού αποσπάσματος. Η ζωή τους τώρα κρέμεται από μια λέξη του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ο Τσερμπινόπουλος με ένα ρόπαλο σκότωσε μια γυναίκα μέσα στην κάμαρά της για να της πάρει 315 μπαγκανότες και μερικές ομολογίες. Τον Οκτώβριο του 1932 είχε κάνει τον φόνο και συνελήφθη ύστερα από ενάμιση μήνα στο ίδιο μέρος του εγκλήματος, ψάχνοντας να βρει ένα-δύο χρυσαφικά που του είχαν ξεφύγει κατά τη νύχτα εκείνη.
Για πολύ λιγότερα χρήματα ο Ξανθόπουλος, τον Απρίλιο του 1932, είχε σκοτώσει έξω από τη Νιγρίτα τον κτηνοτρόφο Θεοδωρίδη. Ληστεία και φόνο έχει κάνει επίσης σε βάρος της γυναικαδέλφης του και ο Ροκκάς.
Τώρα είναι σοβαροί και επίσημοι. Ανησυχούν γιατί τους ζητάει ένας δημοσιογράφος.
«Τί συμβαίνει; Τί; Μήπως...». Πνίγονται με τις αναπνοές τους έως ότου ο Θωμόπουλος τους καθησυχάσει και έως ότου βεβαιωθούν από τη διεύθυνση των φυλακών ότι καμία σχέση δεν έχει η επίσκεψή του με τον απειλούμενο τυφεκισμό τους. Γίνονται τότε, όπως πάντοτε, σοβαροί και επίσημοι. Οι δικαιολογίες τους: «Τύφλα ήμουν! Κακή ώρα! Άδικα!»

Καταχραστές, λήσταρχοι και κομμουνιστές
Οι φυλακισμένοι φέρονται στους μελλοθάνατους με στοργή και σεβασμό και εκδηλώνουν απίστευτο μίσος και οργή κατά της κοινωνίας των ελευθέρων όταν φτάσει η ώρα του τουφεκισμού τους. Αυτήν τη στοργή έδειχναν και για τους τρεις μελλοθάνατους. Έγνεφαν στον Ε. Θωμόπουλο μην τυχόν και τους πει καμιά άστοχη φράση. Μόνο δύο πολύ φρέσκοι κύριοι περιγελούσαν. Ο ένας ήταν καταχραστής ομολογιών, ο άλλος ήταν ο πολύς Παύλου, «ο εγκαινιάσας δηλαδή τα κανόνια των Τραπεζών». Φρεσκοξυρισμένος, χαμογελούσε και απομακρυνόταν όσο μπορούσε περισσότερο, ενώ εκείνος που πλησίαζε και παρηγορούσε ήταν ο Ντούμας. Το πρωτοπαλίκαρο του πάλαι ποτέ λήσταρχου Γιαγκούλα.
«Άλλαξα από καιρό κεφάλι» λέει. «Από τότε που άφησα τα βουνά κι’ είδα κόσμο».
Είναι ένας άντρας γεμάτος, με μουστάκι μάλλον παχύ, ζωηρά μάτια και χαμόγελο ακράτητο. Όταν τυχαίνει κάποτε οι φυλακισμένοι από την εκνευριστική πλήξη της μακράς τους εγκάθειρξης να ερεθίζονται και να ετοιμάζονται να μαλώσουν, μπαίνει στη μέση. Έχει το επίγραμμά του, που επενεργεί αποτελεσματικά, και το επαναλαμβάνει σε κάθε κρίσιμη στιγμή:
«Είμαστε στον τάφο βρε παιδιά που είμαστε. Θέλετε να μπούμε ακόμη βαθύτερα;»

Και επειδή κανείς δεν το θέλει, δίνει τόπο στην οργή, κουλουριάζεται στα πόδια του και απολαμβάνει πώς περιπατούν ελεύθερα, ψηλά στις πανάρχαιες πολεμίστρες του κάστρου, οι φαντάροι σκοποί...
Η αμαρτωλή ομήγυρις κλείνει με 50 κομμουνιστές. «Είναι οι μάλλον ατίθασοι. Πιστεύοντας πως άδικα κρατούνται για τις πολιτικές ιδέες τους, δεν εννοούν να απαρνηθούν τις αρχές τους. Τις προπαγανδίζουν και εκεί μέσα εντείνουν το φρόνημα των ομοϊδεατών τους, έχουν με μια λέξη την κολλεκτίβα τους. Είναι αξιοθαύμαστοι γι' αυτό. Διότι παρ’ όλες τις ποινές και τις πειθαρχικές τιμωρίες, δεν εννοούν να το βάλουν κάτω!»
Όταν ο Θωμόπουλος ολοκλήρωσε την επίσκεψή του στο Γεντί Κουλέ είχε ήδη νυχτώσει. Ήταν έτσι ακόμα πιο έντονη η εντύπωση «της εποχής που πέθανε και της εποχής που εγγενήθη. Η ηλεκτρική φωτοχυσία κάτω της Θεσσαλονίκης περιγελούσε τα φτωχικά φαναράκια που έκαναν τα στενοσόκακα της συνοικίας του Γεντί-Κουλέ διάβες φαντασμάτων και το Κάστρο των φυλακών γίγαντα που μας πλάκωνε άσειστα την ψυχή».