Ποιοι πηγαίνουν στα μουσεία και στα θέατρα τελικά;

Ποιοι πηγαίνουν στα μουσεία και στα θέατρα τελικά; Facebook Twitter
Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου,θεατρική παράσταση Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη,σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, Κυριακή 29 ιουλίου 2018 (EUROKINISSI/ΕΥΗ ΦΥΛΑΚΤΟΥ)
4

Σε μια χώρα όπου τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται ιδιαίτερη έξαρση σε επίπεδο καλλιτεχνικής παραγωγής είναι τουλάχιστον παράδοξο να μην υπάρχει μια καθολικής εμβέλειας καταγραφή του τι συμβαίνει όσον αφορά την κουλτούρα: ποιοι είναι αυτοί που επισκέπτονται τα μουσεία, τα σινεμά και τα θέατρα, ποια είναι η καταγωγή τους, το μορφωτικό και πολιτιστικό τους κεφάλαιο και τι σημαίνει αυτό για τους όρους της κοινωνικής αναπαραγωγής; Τι ακριβώς μπορεί να συμβαίνει στο πεδίο της καλλιτεχνικής παραγωγής σε σχέση με αυτήν των όρων παραγωγής της καλλιτεχνικής ζήτησης και τι συμπεράσματα εξάγονται;

Και όμως, το βιβλίο που ο καθηγητής Κοινωνιολογίας και αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Bourdieu στην Ελβετία Νίκος Παναγιωτόπουλος συνέγραψε με τη διδάσκουσα στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Μαρία Βιδάλη κι έχει τον τίτλο Libido Artistica (μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια) έρχεται να απαντήσει σε αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα, προσφέροντάς μας μια πολύτιμη κοινωνική καταγραφή και κριτική της καλλιτεχνικής ζήτησης και αποκαλύπτοντάς μας σημαντικές λεπτομέρειες για το ελληνικό πολιτιστικό τοπίο.

Το βιβλίο βασίζεται σε έρευνες και συνεντεύξεις που έγιναν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα αναφορικά με τα μουσεία, τα θέατρα και τον χορό. Τα συμπεράσματα είναι πολλές φορές απρόβλεπτα.

Μεταξύ άλλων, για παράδειγμα, παρατηρούμε πως τα στελέχη επιχειρήσεων δεν παρακολουθούν καθόλου ή σχεδόν καθόλου θέατρο ή ότι οι μικροεπιχειρηματίες, που αγγίζουν το 10% του πληθυσμού, επισκέπτονται ελάχιστα τις θεατρικές σκηνές, σε επίπεδο 2,7%.

Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ζητήθηκε από άτομα που ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα να αναφέρουν τα ονόματα των αγαπημένων τους ζωγράφων, είχαν την τάση να επιμένουν σε αυτούς που είχαν μάθει στο σχολείο, όπως ο Τσαρούχης, ο Πικάσο και ο Φασιανός.

Το παράδοξο είναι ότι, ενώ με το πέρας του χρόνου, παρατηρείται φαινομενικά ένας εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης με την αύξηση των ευκαιριών πρόσβασης στα ανώτατα ιδρύματα, δεν συμβαίνει το ίδιο αναφορικά με την προσέλευση στα θέατρα ή στα μουσεία.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι μόνοι που δείχνουν να ωφελήθηκαν από αυτό, βελτιώνοντας το μορφωτικό τους επίπεδο, είναι οι υπάλληλοι γραφείου, αλλά σε συγκεκριμένο πλαίσιο περιχαρακωμένης γνώσης, κάτι που προφανώς έχει να κάνει, όπως υποστηρίζουν και οι συγγραφείς του βιβλίου, με την ιδιαίτερα παραδοσιακή σχέση με τον πολιτισμό που προωθεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα.


Εν προκειμένω, για μια ακόμα φορά η αντίφαση και η αντίθεση δείχνουν να είναι κατεξοχήν ελληνικά φαινόμενα: δηλαδή, ενώ από τη μια το πολιτιστικό κεφάλαιο φαίνεται άμεσα εξαρτημένο από το σχολικό, από την άλλη η καλλιτεχνική ζήτηση αυξάνει όσο απομακρυνόμαστε από τους σχολικά νομιμότερους πολιτιστικούς τομείς.

Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ζητήθηκε από άτομα που ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα να αναφέρουν τα ονόματα των αγαπημένων τους ζωγράφων, είχαν την τάση να επιμένουν σε αυτούς που είχαν μάθει στο σχολείο, όπως ο Τσαρούχης, ο Πικάσο και ο Φασιανός.

Τον Κεσσανλή ή τον Ακριθάκη, για παράδειγμα, αναφέρει μόνο το 5,5 % των ερωτηθέντων, ενώ, ακόμα και σε επίπεδο ανώτερης εκπαίδευσης, ονόματα που δεν περιλαμβάνονται στην επίσημη σχολική ύλη, όπως ο Ιακωβίδης, βρίσκονται μόλις στο 1%!

Φαίνεται, δηλαδή, πως η καλλιεργημένη εμπειρία είναι κατεξοχήν παραδοσιακή, την ίδια στιγμή που απουσιάζει μια τέτοιου είδους ανοιχτή προσέγγιση σε επίπεδο καλλιτεχνικού γεγονότος.

Αντίθετα, το μόνο που καλλιεργείται στο σχολείο είναι η λογική της αποτελεσματικότητας μέσω της απόκτησης των τίτλων-πτυχίων, διπλωμάτων κ.λπ., με στόχο τη διεκδίκηση καλύτερης κοινωνικής θέσης.

Αυτό σημαίνει ότι το σχολείο αφήνει στην οικογένεια την πολιτισμική διάχυση, διαμορφώνοντας ανάλογες πολιτιστικές ανάγκες και έξεις. Γεγονός που, με τη σειρά του, αποδεικνύει ότι η κουλτούρα δεν είναι κάτι έμφυτο, ένα θείο δώρο, αλλά εξαρτάται από όρους καθαρά κοινωνικούς. Δεν είναι ούτε δοσμένη εκ των προτέρων ούτε μεταφέρεται ως μια άγραφη επιταγή ή ένα υψηλό γεγονός, συνώνυμο της φιλοτεχνίας.

Ποιοι πηγαίνουν στα μουσεία και στα θέατρα τελικά; Facebook Twitter
Αλέξης Ακριθάκης, Le Bateau, τέμπερα και μελάνι σε χαρτί, 1973.


Ωστόσο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το κοινό που επισκέπτεται μαζί με την οικογένεια συχνότερα το θέατρο, ειδικά τις επιθεωρήσεις ή το λυρικό θέατρο που δείχνουν να προτιμούν οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις, δεν είναι εκείνο που θα πάει σε μια συναυλία ή θα επισκεφτεί ένα μουσείο.

Είναι παράδοξο, αλλά κάποιος που έχει επισκεφθεί αρκετές φορές το θέατρο, έστω βλέποντας έργα επιθεώρησης, φαίνεται ότι δεν έχει πάει ούτε μία φορά σε συναυλία!

Επίσης, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η ενδεχόμενη μείωση του κόστους του εισιτηρίου, ειδικά στα μουσεία, δεν αναμένεται να αυξήσει τη συχνότητα των επισκέψεων των κατώτερων τάξεων στους συγκεκριμένους χώρους.

Βέβαια, και εδώ υπάρχει μία διαφορά: ενώ το θέατρο, ειδικά τα πιο δημοφιλή έργα που οι κατώτερες τάξεις παρακολουθούν με κριτήριο τους ηθοποιούς που συμμετέχουν σε αυτά, το μουσείο δημιουργεί μια γενικότερη αμηχανία, όπως και τα σύγχρονα έργα τέχνης.

Τα μουσεία, μάλιστα, αποκαλούνται από τους συγγραφείς, κατά τον όρο που χρησιμοποίησε ο Φουκώ, ετεροτοπίες, δηλαδή χώροι μεταβατικοί, εκτός χρόνου, που οργανώνονται με τέτοιον τρόπο ώστε να θυμίζουν διαρκώς πόσο διαφέρει ο κόσμος της τέχνης από τον καθημερινό ή, όπως έλεγε ο Ντιρκέμ, «πόσο ξεχωρίζουν το ιερό από το ανίερο».

Όλα αυτά καταδεικνύουν πως δεν υπάρχει «οντογένεση» όταν αναλύεται ένα πολύπτυχο κοινωνιολογικό γεγονός, ειδικά αυτό που αφορά τη σχέση με τον χώρο της τέχνης, καθώς εξαρτάται από ετερόκλητους παράγοντες.

Προβληματική είναι, ειδικά στη χώρα μας, η σχέση της μικροαστικής τάξης με την κουλτούρα, αφού οι εκπρόσωποι της ενίοτε καθίστανται θύματα μιας πολιτιστικής «αλλοδοξίας», προκρίνοντας ως καλλιτεχνικό οτιδήποτε ψευδεπίγραφο επιβάλλει η κυρίαρχη τάξη, ενώ την ίδια στιγμή διέπονται από μια βαθιά αισθητική μισαλλοδοξία αναφορικά με το δικαίωμα στην αισθητική απόλαυση μέσω ενός έργου τέχνης.

Ο ίδιος ο καθηγητής Νίκος Παναγιωτόπουλος, καταθέτοντας μια βιωματική διάσταση στα προλεγόμενα της έκδοσης, σε συνδυασμό με την επιστημονική του προσέγγιση, διαπιστώνει τελικά ότι «δεν υπάρχει πάλη με αφορμή την τέχνη όπου να μη διακυβεύεται η επιβολή μιας τέχνης του ζην, δηλαδή η μετουσίωση ενός αυθαίρετου, ιστορικά παραγόμενου τρόπου ζωής σε νόμιμο τρόπο ύπαρξης, η οποία ρίχνει στην επικράτεια της αυθαιρεσίας κάθε διαφορετικό τρόπο ζωής».

Με λίγα λόγια, οτιδήποτε δεν εμπίπτει στα εργαλεία κατανόησης ή κωδικοποίησης θεωρείται αυθαίρετο ή ξένο.

Ο ίδιος ομολογεί πως συνειδητοποίησε στο πετσί του την άκρως προβληματική σχέση της μικροαστικής τάξης με την κουλτούρα, που μπορεί να αναχθεί στο «χάσμα ανάμεσα στη γνώση και στην αναγνώριση», κατά τη ρήση του Μπουρντιέ.


Το ουσιαστικό και το πιο καίριο είναι ότι και οι δύο συγγραφείς του παρόντος τόμου δεν εμμένουν στις θεωρητικές διαπιστώσεις αλλά προβάλλουν με αγωνία την ανάγκη μετασχηματισμού του εκπαιδευτικού μας συστήματος μέσω της μείωσης των κοινωνικών ανισότητων που παράγει η κυρίαρχη παιδαγωγική σχέση.

Επιζητούν μια πιο βελτιωμένη, πιο ανοιχτή καλλιτεχνική εκπαίδευση και βαθιά παιδεία, όχι απλώς στο πλαίσιο ενός σχολικού curriculum αλλά στη βάση μιας πιο ανοιχτής σχέσης, ώστε να δημιουργηθεί η αισθητική διάθεση που θα κινητοποιήσει τον κόσμο να δει μια παράσταση ή να επισκεφθεί ένα μουσείο.

Με άλλα λόγια, οι συγγραφείς προσπαθούν με κάθε τρόπο, προσφέροντας τα στοιχεία και τα συμπεράσματα, να μιλήσουν για την ανάγκη καθολικής πρόσβασης στα πολιτιστικά έργα.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

 

Βιβλίο
4

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αφιέρωμα: Νίκος Κεσσανλής, 11 χρόνια από το θάνατό του

Εικαστικά / Νίκος Κεσσανλής: Ένας ακτιβιστής, σχολιαστής, ακαταπόνητος πρεσβευτής της καλλιτεχνικής δημιουργίας

«Καλλιτέχνης ανήσυχος, που δεν έπαψε να πειραματίζεται με τεχνικές και μεθόδους, κατόρθωσε να υπερβεί τα παραδοσιακά ζωγραφικά μέσα και να βρίσκεται στο προσκήνιο της πρωτοπορίας καθ' όλη την πορεία του, από το informel και τη mec art έως τα φωτομηχανικά του έργα σε ευαισθητοποιημένο πανί ή τσιμέντο»
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Ένας μύθος λέει πως αν χάσεις κάτι στην Αθήνα, θα το βρεις στον Ελαιώνα»

Βιβλίο / «Ένας μύθος λέει πως αν χάσεις κάτι στην Αθήνα, θα το βρεις στον Ελαιώνα»

Στο νέο του βιβλίο, «Lost Things Found», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Hyper Hypo, ο εικαστικός φωτογράφος Αντώνης Θεοδωρίδης εξερευνά τον μαγικό κόσμο της υπαίθριας αγοράς του Ελαιώνα.
ΙΩΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗΣ
Ντιντιέ Εριμπόν: «Καιρός για ένα κίνημα των ηλικιωμένων!»

Ντιντιέ Εριμπόν / Ντιντιέ Εριμπόν: «Να πάψουμε να βλέπουμε τους ηλικιωμένους ως κοινωνικούς παρίες»

Από τους σημαντικότερους και πιο επιδραστικούς σύγχρονους Γάλλους στοχαστές, ο Ντιντιέ Εριμπόν συνδύασε στα βιβλία του τα δύσκολα βιώματα της νεότητάς του με μια εμπεριστατωμένη, αλλά και εικονοκλαστική, κοινωνικοπολιτική «ακτινογραφία» της γαλλικής κοινωνίας. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κεχαγιάς

Βιβλίο / «Το να εκδίδεις βιβλία στην Ελλάδα είναι σαν να παίζεις στο καζίνο»

Η Γεννήτρια είναι ένας νέος εκδοτικός οίκος αφιερωμένος στη σύγχρονη λογοτεχνία. Ο εκδότης της, συγγραφέας και μεταφραστής, Παναγιώτης Κεχαγιάς, μιλά για τις δυσκολίες και τις χαρές του εγχειρήματος, για το πώς σκοπεύει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας ιδιαίτερα ανταγωνιστικής αγοράς, καθώς και για τους πρώτους τίτλους που ετοιμάζεται να εκδώσει.
M. HULOT
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Ακούμε συνεχώς για ανάπτυξη, χωρίς να διερευνάται τι είναι το "καλό"»

Οι Αθηναίοι / Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Ακούμε συνεχώς για ανάπτυξη, χωρίς να διερευνάται τι είναι το "καλό"»

Η εκτέλεση του Μπελογιάννη τον έκανε αριστερό. Η αυτοκτονία του Νίκου Πουλαντζά, μπροστά στα μάτια του, τον καθόρισε. Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, αφηγείται το προσωπικό του ταξίδι και την πνευματική περιπέτεια μιας ολόκληρης εποχής, από τη διανόηση του Παρισιού μέχρι τους δρόμους της πολιτικής και τις αίθουσες των πανεπιστημίων.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Έλλη Σκοπετέα: Tο ανατρεπτικό έργο μιας ιστορικού που έφυγε νωρίς

Βιβλίο / Έλλη Σκοπετέα: Tο ανατρεπτικό έργο μιας ιστορικού που έφυγε νωρίς

Δεν υπάρχει μελέτη για τον ελληνικό εθνικισμό που να μην έχει αναφορές στο έργο της. Η επανακυκλοφορία του βιβλίου της «Το “Πρότυπο Βασίλειο” και η Μεγάλη Ιδέα» από τις εκδόσεις Νήσος συνιστά αναμφίβολα εκδοτικό γεγονός.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Νίκος Μπακουνάκης: «Αυτή τη θέση δεν την παντρεύεσαι, ούτε είσαι θεός» ΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Νίκος Μπακουνάκης / Νίκος Μπακουνάκης: «Αυτή τη θέση δεν την παντρεύεσαι, ούτε είσαι θεός»

Ο πρόεδρος του ΕΛΙΒΙΠ, στην πρώτη του συνέντευξη, μιλά στη LIFO για τους στόχους και τις δράσεις του ιδρύματος και για το προσωπικό του όραμα για το βιβλίο. Ποιος ο ρόλος των μεταφράσεων στην πολιτιστική διπλωματία και πώς θα αυξηθεί η φιλαναγνωσία; 
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τζόναθαν Κόου

I was there / Τζόναθαν Κόου: «Το να είσαι κυνικός δείχνει τεμπελιά στη σκέψη»

Ο διάσημος Βρετανός συγγραφέας βρέθηκε στην Αθήνα και μίλησε για τη συγγραφή ως «πολυτέλεια για λίγους», την εκλογή Τραμπ ως «έκφραση απόγνωσης» και τη «woke» κουλτούρα ως πράξη ενσυναίσθησης.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Πολ Όστερ (1947-2024): Ο Mr. Vertigo των ονειρικών μας κόσμων

Σαν σήμερα  / Πολ Όστερ: «Οι χαμένες ευκαιρίες αποτελούν μέρος της ζωής στον ίδιο βαθμό με τις κερδισμένες»

Σαν σήμερα 30 Απριλίου, το 2024 πεθαίνει ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας και μετρ της σύμπτωσης, που κατάφερε να συνδυάσει την προοπτική των άπειρων φανταστικών κόσμων με το ατελείωτο κυνήγι των ευκαιριών και τη νουάρ ατμόσφαιρα με τα πιο ανήκουστα αυτοβιογραφικά περιστατικά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ηλίας Μαγκλίνης: «Η ανάκριση»

Το Πίσω Ράφι / «Γιατί δεν μου μιλάς ποτέ για τον εφιάλτη σου, μπαμπά;»

Η «Ανάκριση» του Ηλία Μαγκλίνη, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πεζά των τελευταίων χρόνων, φέρνει σε αντιπαράθεση έναν πατέρα που βασανίστηκε στη Χούντα με την κόρη του που «βασανίζεται» ως περφόρμερ στα χνάρια της Μαρίνα Αμπράμοβιτς.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Πέντε κλασικά έργα που πρέπει κανείς να διαβάσει

Βιβλίο / 5 κλασικά βιβλία που κυκλοφόρησαν ξανά σε νέες μεταφράσεις

Η κλασική λογοτεχνία παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη, κι αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς ανατρέχοντας στους τίτλους της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής και σε έργα των Τζόις, Κουτσί, Κάφκα, Αντρέγεφ και Τσβάιχ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Τάσος Θεοφίλου: «Η φυλακή είναι το LinkedΙn των παρανόμων» ή «Το πορνό και το Κανάλι της Βουλής είναι από τα πιο δημοφιλή θεάματα στη φυλακή»

Βιβλίο / Τάσος Θεοφίλου: «Όταν μυρίζω μακαρόνια με κιμά θυμάμαι τη φυλακή»

Με αφορμή το βιβλίο-ντοκουμέντο «Η φυλακή», ο Τάσος Θεοφίλου μιλά για την εμπειρία του εγκλεισμού, για τον αθέατο μικρόκοσμο των σωφρονιστικών ιδρυμάτων –μακριά απ’ τις εικόνες που αναπαράγουν σειρές και ταινίες– και για το πώς η φυλακή λειτουργεί σαν το LinkedIn των παρανόμων.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Michel Gaubert: Ο dj που βάζει μουσικές στα σημαντικότερα catwalks

Βιβλίο / Michel Gaubert: Ο dj που βάζει μουσικές στα σημαντικότερα catwalks

Chanel, Dior και πολλοί ακόμα οίκοι υψηλής ραπτικής «ντύνουν» τα shows τους με τη μουσική του. Στο «Remixed», την αυτοβιογραφία-παλίμψηστο των επιρροών και των εμμονών του, ο ενορχηστρωτής της σύγχρονης catwalk κουλτούρας μας ξεναγεί σε έναν κόσμο όπου μουσική και εικόνα γίνονται ένα.
ΣΤΕΛΛΑ ΛΙΖΑΡΔΗ
Ρωμανός ο Μελωδός: Ο ουρανόθρεφτος ποιητής του Θείου Δράματος

Βιβλίο / Ρωμανός ο Μελωδός: Ο ουρανόθρεφτος ποιητής του Θείου Δράματος

Λίγοι είναι οι ποιητικά γραμμένοι εκκλησιαστικοί στίχοι που δεν φέρουν τη σφραγίδα αυτού του ξεχωριστού υμνωδού και εκφραστή της βυζαντινής ποιητικής παράδοσης που τίμησαν οι σύγχρονοί μας ποιητές, από τον Οδυσσέα Ελύτη μέχρι τον Νίκο Καρούζο.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Τα 5 πιο σημαντικά βιβλία του Μάριο Βάργκας Λιόσα

Βιβλίο / Τα 5 πιο σημαντικά βιβλία του Μάριο Βάργκας Λιόσα

Η τελευταία μεγάλη μορφή της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας που πίστευε πως «η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα» έφυγε την Κυριακή σε ηλικία 89 ετών. Ξεχωρίσαμε πέντε από τα πιο αξιόλογα μυθιστορήματά του.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ

σχόλια

2 σχόλια
Αναρωτιέμαι αν αναρωτήθηκαν οι ερευνητές γιατί θα έπρεπε κάποιος που παρακολουθεί θέατρο να παρακολουθεί συναυλίες ή να επισκέπτεται μουσεία.Αναρωτιέμαι κατά πόσο μπορεί να συγκριθεί σαν καλλιτέχνης ο Ακριθάκης με τον Πικάσο σε επίπεδο επίδρασης στο ευρύ κοινό άρα και αναγνωρισιμότητας.Αναρωτιέμαι αν έχουν συνειδητοποιήσει μερικοί πως το περιεχόμενο ενός μουσείου δεν ανανεώνεται με τους ρυθμούς που ανανεώνεται το πρόγραμμα ενός θεάτρου.Ό,τι παρουσιάζεται σαν Σύγχρονη (contemporary) Τέχνη, παγκοσμίως, στο συντριπτικό του εύρος, δεν θεωρείται Τέχνη από την πλειονότητα των ατόμων, παρά τις (ευτυχώς) αποτυχημένες προσπάθειες μιας δράκας (δήθεν) ειδικών που προωθούν για οικονομικούς λόγους (διαπλεκόμενους δήθεν) καλλιτέχνες.Και για ακόμη μια φορά κατηγορείται το σχολείο σαν υπεύθυνος για την όποια (κακή- ;-) κατάσταση της επικοινωνίας της …Τέχνης με το ευρύ κοινό.Προφανώς αν ο γονιός διασκεδάζει σε χασαποταβέρνες, προποτζίδικα, καφετερίες, με ρεμπέτικα, Σεφερλή κι Αρκά και δεν διαβάζει ποτέ ούτε εφημερίδα, ενώ το ραδιόφωνο παίζει Cardi B και Drake, το YouTube προβάλλει video της Shakira και της Beyonce, η τηλεόραση δείχνει Πέπα το γουρουνάκι, Messi και Ronaldo, το σχολείο πρέπει να καλλιεργήσει αισθητικά τους απογόνους έτσι ώστε να απολαμβάνουν με την παρέα τους στον ελεύθερο χρόνο τους επισκέψεις σε μουσεία, γκαλερί, Λυρική σκηνή, Όπερα, χοροθέατρα, διαλέξεις γράφοντας ποίηση με το κινητό τους.
Σίγουρα ισχύει αυτό που λες.Ομως, το σοβαρότερο είναι το "σύστημα" έχει κάνει πολύ κόσμο των λαϊκών τάξεων να εσωτερικεύσει την "κατωτερότητά" του και να θεωρεί ότι η τέχνη δεν είναι κάτι που αρμόζει σε αυτόν.Αυτό είχε εξάλλου αποδειχθεί από μια ομάδα Γάλλων κοινωνιολόγων (με επικεφαλής τον Μπουρντιέ αν δεν κάνω λάθος) στην οποία είχε ανατεθεί από την κυβέρνηση να μελετήσει εάν η χορήγηση δωρεάν εισιτηρίων, τα χαμηλότερα εισιτήρια ή και η απολύτως δωρεάν πρόσβαση σε ορισμένες πολιτιστικές δραστηριότητες (όπερα, κλασική μουσική, ποιοτικό θέατρο, κλπ) θα προσέλκυαν περισσότερο λαϊκό κόσμο.