Ποιοι πηγαίνουν στα μουσεία και στα θέατρα τελικά;

Ποιοι πηγαίνουν στα μουσεία και στα θέατρα τελικά; Facebook Twitter
Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου,θεατρική παράσταση Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη,σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, Κυριακή 29 ιουλίου 2018 (EUROKINISSI/ΕΥΗ ΦΥΛΑΚΤΟΥ)
4

Σε μια χώρα όπου τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται ιδιαίτερη έξαρση σε επίπεδο καλλιτεχνικής παραγωγής είναι τουλάχιστον παράδοξο να μην υπάρχει μια καθολικής εμβέλειας καταγραφή του τι συμβαίνει όσον αφορά την κουλτούρα: ποιοι είναι αυτοί που επισκέπτονται τα μουσεία, τα σινεμά και τα θέατρα, ποια είναι η καταγωγή τους, το μορφωτικό και πολιτιστικό τους κεφάλαιο και τι σημαίνει αυτό για τους όρους της κοινωνικής αναπαραγωγής; Τι ακριβώς μπορεί να συμβαίνει στο πεδίο της καλλιτεχνικής παραγωγής σε σχέση με αυτήν των όρων παραγωγής της καλλιτεχνικής ζήτησης και τι συμπεράσματα εξάγονται;

Και όμως, το βιβλίο που ο καθηγητής Κοινωνιολογίας και αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Bourdieu στην Ελβετία Νίκος Παναγιωτόπουλος συνέγραψε με τη διδάσκουσα στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Μαρία Βιδάλη κι έχει τον τίτλο Libido Artistica (μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια) έρχεται να απαντήσει σε αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα, προσφέροντάς μας μια πολύτιμη κοινωνική καταγραφή και κριτική της καλλιτεχνικής ζήτησης και αποκαλύπτοντάς μας σημαντικές λεπτομέρειες για το ελληνικό πολιτιστικό τοπίο.

Το βιβλίο βασίζεται σε έρευνες και συνεντεύξεις που έγιναν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα αναφορικά με τα μουσεία, τα θέατρα και τον χορό. Τα συμπεράσματα είναι πολλές φορές απρόβλεπτα.

Μεταξύ άλλων, για παράδειγμα, παρατηρούμε πως τα στελέχη επιχειρήσεων δεν παρακολουθούν καθόλου ή σχεδόν καθόλου θέατρο ή ότι οι μικροεπιχειρηματίες, που αγγίζουν το 10% του πληθυσμού, επισκέπτονται ελάχιστα τις θεατρικές σκηνές, σε επίπεδο 2,7%.

Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ζητήθηκε από άτομα που ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα να αναφέρουν τα ονόματα των αγαπημένων τους ζωγράφων, είχαν την τάση να επιμένουν σε αυτούς που είχαν μάθει στο σχολείο, όπως ο Τσαρούχης, ο Πικάσο και ο Φασιανός.

Το παράδοξο είναι ότι, ενώ με το πέρας του χρόνου, παρατηρείται φαινομενικά ένας εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης με την αύξηση των ευκαιριών πρόσβασης στα ανώτατα ιδρύματα, δεν συμβαίνει το ίδιο αναφορικά με την προσέλευση στα θέατρα ή στα μουσεία.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι μόνοι που δείχνουν να ωφελήθηκαν από αυτό, βελτιώνοντας το μορφωτικό τους επίπεδο, είναι οι υπάλληλοι γραφείου, αλλά σε συγκεκριμένο πλαίσιο περιχαρακωμένης γνώσης, κάτι που προφανώς έχει να κάνει, όπως υποστηρίζουν και οι συγγραφείς του βιβλίου, με την ιδιαίτερα παραδοσιακή σχέση με τον πολιτισμό που προωθεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα.


Εν προκειμένω, για μια ακόμα φορά η αντίφαση και η αντίθεση δείχνουν να είναι κατεξοχήν ελληνικά φαινόμενα: δηλαδή, ενώ από τη μια το πολιτιστικό κεφάλαιο φαίνεται άμεσα εξαρτημένο από το σχολικό, από την άλλη η καλλιτεχνική ζήτηση αυξάνει όσο απομακρυνόμαστε από τους σχολικά νομιμότερους πολιτιστικούς τομείς.

Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ζητήθηκε από άτομα που ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα να αναφέρουν τα ονόματα των αγαπημένων τους ζωγράφων, είχαν την τάση να επιμένουν σε αυτούς που είχαν μάθει στο σχολείο, όπως ο Τσαρούχης, ο Πικάσο και ο Φασιανός.

Τον Κεσσανλή ή τον Ακριθάκη, για παράδειγμα, αναφέρει μόνο το 5,5 % των ερωτηθέντων, ενώ, ακόμα και σε επίπεδο ανώτερης εκπαίδευσης, ονόματα που δεν περιλαμβάνονται στην επίσημη σχολική ύλη, όπως ο Ιακωβίδης, βρίσκονται μόλις στο 1%!

Φαίνεται, δηλαδή, πως η καλλιεργημένη εμπειρία είναι κατεξοχήν παραδοσιακή, την ίδια στιγμή που απουσιάζει μια τέτοιου είδους ανοιχτή προσέγγιση σε επίπεδο καλλιτεχνικού γεγονότος.

Αντίθετα, το μόνο που καλλιεργείται στο σχολείο είναι η λογική της αποτελεσματικότητας μέσω της απόκτησης των τίτλων-πτυχίων, διπλωμάτων κ.λπ., με στόχο τη διεκδίκηση καλύτερης κοινωνικής θέσης.

Αυτό σημαίνει ότι το σχολείο αφήνει στην οικογένεια την πολιτισμική διάχυση, διαμορφώνοντας ανάλογες πολιτιστικές ανάγκες και έξεις. Γεγονός που, με τη σειρά του, αποδεικνύει ότι η κουλτούρα δεν είναι κάτι έμφυτο, ένα θείο δώρο, αλλά εξαρτάται από όρους καθαρά κοινωνικούς. Δεν είναι ούτε δοσμένη εκ των προτέρων ούτε μεταφέρεται ως μια άγραφη επιταγή ή ένα υψηλό γεγονός, συνώνυμο της φιλοτεχνίας.

Ποιοι πηγαίνουν στα μουσεία και στα θέατρα τελικά; Facebook Twitter
Αλέξης Ακριθάκης, Le Bateau, τέμπερα και μελάνι σε χαρτί, 1973.


Ωστόσο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το κοινό που επισκέπτεται μαζί με την οικογένεια συχνότερα το θέατρο, ειδικά τις επιθεωρήσεις ή το λυρικό θέατρο που δείχνουν να προτιμούν οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις, δεν είναι εκείνο που θα πάει σε μια συναυλία ή θα επισκεφτεί ένα μουσείο.

Είναι παράδοξο, αλλά κάποιος που έχει επισκεφθεί αρκετές φορές το θέατρο, έστω βλέποντας έργα επιθεώρησης, φαίνεται ότι δεν έχει πάει ούτε μία φορά σε συναυλία!

Επίσης, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η ενδεχόμενη μείωση του κόστους του εισιτηρίου, ειδικά στα μουσεία, δεν αναμένεται να αυξήσει τη συχνότητα των επισκέψεων των κατώτερων τάξεων στους συγκεκριμένους χώρους.

Βέβαια, και εδώ υπάρχει μία διαφορά: ενώ το θέατρο, ειδικά τα πιο δημοφιλή έργα που οι κατώτερες τάξεις παρακολουθούν με κριτήριο τους ηθοποιούς που συμμετέχουν σε αυτά, το μουσείο δημιουργεί μια γενικότερη αμηχανία, όπως και τα σύγχρονα έργα τέχνης.

Τα μουσεία, μάλιστα, αποκαλούνται από τους συγγραφείς, κατά τον όρο που χρησιμοποίησε ο Φουκώ, ετεροτοπίες, δηλαδή χώροι μεταβατικοί, εκτός χρόνου, που οργανώνονται με τέτοιον τρόπο ώστε να θυμίζουν διαρκώς πόσο διαφέρει ο κόσμος της τέχνης από τον καθημερινό ή, όπως έλεγε ο Ντιρκέμ, «πόσο ξεχωρίζουν το ιερό από το ανίερο».

Όλα αυτά καταδεικνύουν πως δεν υπάρχει «οντογένεση» όταν αναλύεται ένα πολύπτυχο κοινωνιολογικό γεγονός, ειδικά αυτό που αφορά τη σχέση με τον χώρο της τέχνης, καθώς εξαρτάται από ετερόκλητους παράγοντες.

Προβληματική είναι, ειδικά στη χώρα μας, η σχέση της μικροαστικής τάξης με την κουλτούρα, αφού οι εκπρόσωποι της ενίοτε καθίστανται θύματα μιας πολιτιστικής «αλλοδοξίας», προκρίνοντας ως καλλιτεχνικό οτιδήποτε ψευδεπίγραφο επιβάλλει η κυρίαρχη τάξη, ενώ την ίδια στιγμή διέπονται από μια βαθιά αισθητική μισαλλοδοξία αναφορικά με το δικαίωμα στην αισθητική απόλαυση μέσω ενός έργου τέχνης.

Ο ίδιος ο καθηγητής Νίκος Παναγιωτόπουλος, καταθέτοντας μια βιωματική διάσταση στα προλεγόμενα της έκδοσης, σε συνδυασμό με την επιστημονική του προσέγγιση, διαπιστώνει τελικά ότι «δεν υπάρχει πάλη με αφορμή την τέχνη όπου να μη διακυβεύεται η επιβολή μιας τέχνης του ζην, δηλαδή η μετουσίωση ενός αυθαίρετου, ιστορικά παραγόμενου τρόπου ζωής σε νόμιμο τρόπο ύπαρξης, η οποία ρίχνει στην επικράτεια της αυθαιρεσίας κάθε διαφορετικό τρόπο ζωής».

Με λίγα λόγια, οτιδήποτε δεν εμπίπτει στα εργαλεία κατανόησης ή κωδικοποίησης θεωρείται αυθαίρετο ή ξένο.

Ο ίδιος ομολογεί πως συνειδητοποίησε στο πετσί του την άκρως προβληματική σχέση της μικροαστικής τάξης με την κουλτούρα, που μπορεί να αναχθεί στο «χάσμα ανάμεσα στη γνώση και στην αναγνώριση», κατά τη ρήση του Μπουρντιέ.


Το ουσιαστικό και το πιο καίριο είναι ότι και οι δύο συγγραφείς του παρόντος τόμου δεν εμμένουν στις θεωρητικές διαπιστώσεις αλλά προβάλλουν με αγωνία την ανάγκη μετασχηματισμού του εκπαιδευτικού μας συστήματος μέσω της μείωσης των κοινωνικών ανισότητων που παράγει η κυρίαρχη παιδαγωγική σχέση.

Επιζητούν μια πιο βελτιωμένη, πιο ανοιχτή καλλιτεχνική εκπαίδευση και βαθιά παιδεία, όχι απλώς στο πλαίσιο ενός σχολικού curriculum αλλά στη βάση μιας πιο ανοιχτής σχέσης, ώστε να δημιουργηθεί η αισθητική διάθεση που θα κινητοποιήσει τον κόσμο να δει μια παράσταση ή να επισκεφθεί ένα μουσείο.

Με άλλα λόγια, οι συγγραφείς προσπαθούν με κάθε τρόπο, προσφέροντας τα στοιχεία και τα συμπεράσματα, να μιλήσουν για την ανάγκη καθολικής πρόσβασης στα πολιτιστικά έργα.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

 

Βιβλίο
4

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αφιέρωμα: Νίκος Κεσσανλής, 11 χρόνια από το θάνατό του

Εικαστικά / Νίκος Κεσσανλής: Ένας ακτιβιστής, σχολιαστής, ακαταπόνητος πρεσβευτής της καλλιτεχνικής δημιουργίας

«Καλλιτέχνης ανήσυχος, που δεν έπαψε να πειραματίζεται με τεχνικές και μεθόδους, κατόρθωσε να υπερβεί τα παραδοσιακά ζωγραφικά μέσα και να βρίσκεται στο προσκήνιο της πρωτοπορίας καθ' όλη την πορεία του, από το informel και τη mec art έως τα φωτομηχανικά του έργα σε ευαισθητοποιημένο πανί ή τσιμέντο»
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η πρώτη αγάπη: Ένας τόπος όπου ζεις πραγματικά

Βιβλίο / Αρρώστια είναι ν’ αγαπάς, αρρώστια που σε λιώνει*

«Ανοίξτε, ουρανοί»: Το queer μυθιστόρημα ενηλικίωσης του Βρετανοϊρλανδού ποιητή Σον Χιούιτ αποτελεί το εντυπωσιακό ντεμπούτο του στην πεζογραφία, προσφέροντας μια πιστή, ποιητική και βαθιά συγκινητική απεικόνιση του πρώτου έρωτα.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Είναι το «Singapore Sling» η πιο παρεξηγημένη ταινία του ελληνικού σινεμά;

Βιβλίο / Είναι το «Singapore Sling» η πιο παρεξηγημένη ταινία του ελληνικού σινεμά;

Μια συζήτηση με τη Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου Νικολαΐδου για την ταινία που αδικήθηκε στην εποχή της, αλλά σήμερα προκαλεί εκ νέου το ενδιαφέρον, και για την «επιστροφή» της μέσα από ένα βιβλίο.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

Βιβλίο / Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

Το πρώτο βιβλίο του Αυστραλού συγγραφέα Ντόμινικ Αμερένα, με τίτλο «Τα θέλω όλα», που πήρε διθυραμβικές κριτικές, κυκλοφορεί στα ελληνικά. Βασικό του θέμα είναι πόσο μπορείς να προσποιηθείς ότι είσαι κάποιος άλλος για να καταφέρεις τους στόχους σου.
M. HULOT
ΕΠΕΞ Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

Βιβλίο / Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

«Ένας δρόμος που μοιάζει με κοίτη ποταμού και παρασύρει τους πάντες χωρίς περιορισμούς και απαγορεύσεις», όπως γράφουν οι συγγραφείς του βιβλίου «Οδός Πανεπιστημίου (19ος-20ός αιώνας) - Ιστορία και ιστορίες», Θανάσης Γιοχάλας και Ζωή Βαΐου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Γιάννης Σολδάτος: «Ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι ο μικροαστισμός» ή «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Βιβλίο / Γιάννης Σολδάτος: «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη, εκδότη και συγγραφέα της συνοπτικής «Ιστορίας του Ελληνικού Κινηματογράφου» που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε εμπλουτισμένη και σε ενιαία μορφή από τις εκδόσεις Αιγόκερως.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Βιβλίο / Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Ο σπουδαίος σκηνογράφος συγκέντρωσε την πολύτιμη σαραντάχρονη εμπειρία του σε ένα δίτομο λεξικό για τη σκηνογραφία, αναδεικνύοντάς την ως αυτόνομη τέχνη και καταγράφοντας την εξέλιξή της στο ελληνικό θέατρο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μ. Αναγνωστάκης «Η χαμηλή φωνή»

Το πίσω ράφι / Μανόλης Αναγνωστάκης: «Τι μένει λοιπόν από τον ποιητή, αν μένει τίποτα;»

Τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη της δημοσίευση, η προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη «Χαμηλή Φωνή» παρουσιάζεται στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, υπενθυμίζοντας τους θεωρούμενους ήσσονες ποιητές μας, όσους έμειναν έξω από κάθε μορφής υψηλή ποίηση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες…

Βιβλίο / Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες

Προδημοσίευση από τα «Αδημοσίευτα», το νέο βιβλίο του Νίκου Χασαπόπουλου, όπου ο έμπειρος πολιτικός συντάκτης αποκαλύπτει ιστορίες και παρασκήνια που διαμόρφωσαν την πολιτική ζωή της χώρας.
THE LIFO TEAM
Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Βιβλίο / Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Ένας από τους ελάχιστους διανοούμενους στη χώρα, που υπήρξε προνομιακός συνομιλητής του Παπαγιώργη και του Λορεντζάτου. Το τελευταίο του βιβλίο «Το πνεύμα και το τέρας» συνιστά μια ανανέωση του δοκιμιακού λόγου στην Ελλάδα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Για τον Ομάρ Καγιάμ

Ποίηση / «Πίνε, και μη θαρρείς κουτέ, και συ πως είσαι κάτι»: Τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Πεθαίνει σαν σήμερα το 1131 ο μεγάλος Ιρανός ποιητής που έγραψε αριστουργηματικά ποιήματα για τη ματαιότητα των πραγμάτων, τη μεγαλοσύνη της στιγμής και το νόμο του εφήμερου.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΤΑΜΟΝ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Το πίσω ράφι/ Μαρία Πάουελ «Δεσμά αίματος»

Το πίσω ράφι / «Η ευλογία αλλά και η κατάρα που είναι η οικογένεια»

Η Μαρία Πάουελ, με τη νουβέλα της «Δεσμά αίματος», ζωντάνεψε μια βυθισμένη στη μοναξιά και κυριευμένη από πάθος γυναίκα χωρίς να μαρτυρήσει ούτε ένα από τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, κι εξερεύνησε ένα θέμα που ίσως δεν θα πάψει ποτέ να μας ταλανίζει, την οικογένεια.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Βιβλίο / «Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Το πρωτότυπο science fiction μυθιστόρημα «Οι υπάλληλοι» της Δανής Όλγκα Ράουν κερδίζει υποψηφιότητα για Booker, προβλέποντας εικόνες από τη ζωή αλλόκοτων υπαλλήλων στο μέλλον, βγαλμένες από το πιο ζοφερό παρόν.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ

σχόλια

2 σχόλια
Αναρωτιέμαι αν αναρωτήθηκαν οι ερευνητές γιατί θα έπρεπε κάποιος που παρακολουθεί θέατρο να παρακολουθεί συναυλίες ή να επισκέπτεται μουσεία.Αναρωτιέμαι κατά πόσο μπορεί να συγκριθεί σαν καλλιτέχνης ο Ακριθάκης με τον Πικάσο σε επίπεδο επίδρασης στο ευρύ κοινό άρα και αναγνωρισιμότητας.Αναρωτιέμαι αν έχουν συνειδητοποιήσει μερικοί πως το περιεχόμενο ενός μουσείου δεν ανανεώνεται με τους ρυθμούς που ανανεώνεται το πρόγραμμα ενός θεάτρου.Ό,τι παρουσιάζεται σαν Σύγχρονη (contemporary) Τέχνη, παγκοσμίως, στο συντριπτικό του εύρος, δεν θεωρείται Τέχνη από την πλειονότητα των ατόμων, παρά τις (ευτυχώς) αποτυχημένες προσπάθειες μιας δράκας (δήθεν) ειδικών που προωθούν για οικονομικούς λόγους (διαπλεκόμενους δήθεν) καλλιτέχνες.Και για ακόμη μια φορά κατηγορείται το σχολείο σαν υπεύθυνος για την όποια (κακή- ;-) κατάσταση της επικοινωνίας της …Τέχνης με το ευρύ κοινό.Προφανώς αν ο γονιός διασκεδάζει σε χασαποταβέρνες, προποτζίδικα, καφετερίες, με ρεμπέτικα, Σεφερλή κι Αρκά και δεν διαβάζει ποτέ ούτε εφημερίδα, ενώ το ραδιόφωνο παίζει Cardi B και Drake, το YouTube προβάλλει video της Shakira και της Beyonce, η τηλεόραση δείχνει Πέπα το γουρουνάκι, Messi και Ronaldo, το σχολείο πρέπει να καλλιεργήσει αισθητικά τους απογόνους έτσι ώστε να απολαμβάνουν με την παρέα τους στον ελεύθερο χρόνο τους επισκέψεις σε μουσεία, γκαλερί, Λυρική σκηνή, Όπερα, χοροθέατρα, διαλέξεις γράφοντας ποίηση με το κινητό τους.
Σίγουρα ισχύει αυτό που λες.Ομως, το σοβαρότερο είναι το "σύστημα" έχει κάνει πολύ κόσμο των λαϊκών τάξεων να εσωτερικεύσει την "κατωτερότητά" του και να θεωρεί ότι η τέχνη δεν είναι κάτι που αρμόζει σε αυτόν.Αυτό είχε εξάλλου αποδειχθεί από μια ομάδα Γάλλων κοινωνιολόγων (με επικεφαλής τον Μπουρντιέ αν δεν κάνω λάθος) στην οποία είχε ανατεθεί από την κυβέρνηση να μελετήσει εάν η χορήγηση δωρεάν εισιτηρίων, τα χαμηλότερα εισιτήρια ή και η απολύτως δωρεάν πρόσβαση σε ορισμένες πολιτιστικές δραστηριότητες (όπερα, κλασική μουσική, ποιοτικό θέατρο, κλπ) θα προσέλκυαν περισσότερο λαϊκό κόσμο.