*Η Αρχή της Μνήμης/
(ή: Γιατί -Με- Σώζει η νέα ΟΑΣΗ)
Από σήμερα η ΟΑΣΗ αλλάζει μορφή. Δεν είναι πια blog. Είναι επιδερμίδα με μνήμη. Ένα σημείο πάνω στον ψηφιακό χάρτη όπου η queer φωνή δεν λογοκρίνεται, δεν περνάει από φίλτρο, και δεν χρειάζεται να αποδείξει πως υπάρχει. Γίνεται πιο υβριδική. Θα ενσωματώνει αρχεία επιθυμίας, queer footnotes, ghost posts, άτυπες γεωγραφίες αποτυχίας, μνήμης και σαγήνης. Σώματα που έχουν ακόμη σημασία.
Υπάρχει κάτι απειλητικά ήσυχο στα σημερινά σώματα: δεν τρέμουν πια όταν μιλούν. Έχουν μάθει να εξηγούν τα πάντα, να συμμορφώνονται, να κάνουν react στη βία τους με gifs. Η ΟΑΣΗ δεν τους ζητάει κάτι. Τα παρατηρεί. Τα φιλάει. Τα διασώζει. Τα σπάει. Για να τα ενώσει ξανά.
Δεν χτίζουμε φαντασιώσεις εγώ κι εσύ. Αρχειοθετούμε αποσπάσματα. Δεν είμαστε κοινότητα. Είμαστε θραύσματα κοινότητας που δημιουργούν δικούς τους κώδικες συνεννόησης.
Η ΟΑΣΗ δεν είναι αρχείο για να θυμάσαι. Είναι αρχείο για να συνεχίζεις να επιθυμείς. Γιατί αυτό είναι η queer στιγμή. Σήμερα. Τώρα.
*Μις Εθνική GreekGayLolita – το Ερωτοδικείο ως queer τραύμα/
Δεν πήγα ποτέ στο Ερωτοδικείο. Αλλά με πήγε αυτό. Σαν αρχειοθέτηση στο δέρμα. Σαν ερωτική προσβολή που παρίστανε την τηλεόραση. Σαν queer κάλεσμα χωρίς πρόσκληση.

Αν πήγαινα, θα δήλωνα Μίστερ Εθνική GreekGayLolita. Θα φορούσα το φαντασιακό μου πιο ψηλά απ’ το φρύδι. Θα έβγαινα στο πλατό χωρίς το αληθινό μου όνομα, μόνο με λάμψη. Και θα καθόμουν απέναντί της — όχι για να δικαστώ, αλλά για να επιβεβαιωθώ.

Αλλά δεν πήγα. Κι όμως ήμουν πάντα εκεί. Σε κάθε ακαθόριστο σώμα που μιλούσε μπερδεμένα για αγάπη. Σε κάθε πρόσωπο που χόρευε όχι για το κοινό, αλλά για να ξεχάσει τη φτώχεια. Σε κάθε φράση που άφηνε τον αέρα να μιλήσει, όταν τα μικρόφωνα έσβηναν.
Το Ερωτοδικείο δεν ήταν τηλεόραση. Ήταν μια παραίσθηση που ξέφυγε από τον έλεγχο. Η Μιχαλονάκου δεν παρουσίαζε — υποδυόταν. Έκανε drag περφόρμανς πάνω σε έναν ρόλο που τη ρούφηξε. Δεν ήλεγχε. Δεν αγκάλιασε. Δεν πρόλαβε. Αλλά την έπνιξε κάτι από τα μέσα: η υπερβολή της παλαιάς δημοσιογραφίας και η νέα ζωή των έκκεντρων πλασμάτων που την διάλεξαν.

Όλα ήταν προσυμφωνημένα, μα τίποτα δεν έμεινε στη θέση του. Τα πλάσματα έσπαγαν τον γύψο. Το κοινό δεν γελούσε, εκστασιαζόταν. Κι εκείνη — η Βίκυ — σταματούσε να κρατά το σφυρί και άρχιζε να χάνει τα λόγια της. Κι έτσι δημιουργήθηκε κάτι που δεν είχε πρόθεση: ένα queer εικονοστάσι, φτιαγμένο από αφέλεια, υπερβολή και τηλεοπτικό ιδρώτα.

Κράτησε δύο χρόνια. Μετά ήρθαν όσοι έρχονται πάντα ύστερα από έναν ακούσιο queer θρίαμβο. Όσοι έπαιξαν με το τραύμα ως αφορμή για κράξιμο. Όσοι το σκότωσαν με γέλιο, για να μην τους σκοτώσει πρώτα. Όσοι κορόιδευαν γιατί δεν άντεχαν να συγκινηθούν.

Κι όμως, όσοι το άντεξαν, κάτι κράτησαν. Σε κάθε ακαθόριστο σώμα που μιλούσε μπερδεμένα για αγάπη. Σε κάθε πρόσωπο που χόρευε όχι για το κοινό αλλά για να ξεχάσει τη φτώχεια. Σε κάθε φράση που άφηνε τον αέρα να μιλήσει όταν τα μικρόφωνα έσβηναν. Το Ερωτοδικείο ήταν μια λαϊκή τελετουργία τηλεοπτικής επιθυμίας. Ένα queer πεδίο πριν μάθουμε να το λέμε queer. Και τώρα που είμαστε εδώ; Τώρα που οι καλτ ανάμνησεις γίνονται κάθε μέρα ποστ;
Εγώ ξέρω. Το κουβαλάω. Το Ερωτοδικείο είναι κομμάτι μου, όπως η ντροπή που δεν μου ανήκει αλλά με διαπέρασε. Όπως τα σώματα των άλλων που δεν μπόρεσα να υπερασπιστώ.
Όπως η φαντασίωση να με δείξει η κάμερα και να πω: εδώ είμαι, έτσι όπως είμαι.
Αν το Ερωτοδικείο ήταν το τηλεοπτικό τραύμα μιας εποχής, τότε η Devin Halbal είναι η σημερινή απάντηση: ένα σώμα που περπατά αντί να παγώνει. Ένα viral που δεν υποχωρεί αλλά επιμένει.
*Devin Halbal – η επιμονή του queer περπατήματος/
Την είδα να λέει «σουβλάκι παρακαλώ» και γέλασα στην αρχή. Ακόμα μια viral TikTok μαλακία, σκέφτηκα. Μετά είδα πιο προσεκτικά το feed της και έμαθα για το transness της. Ύστερα την είδα να περπατά στην Αθήνα με αυτό που θα χαρακτήριζα τη σημαντικότητα της ανάλαφρης επιμονής του trans σώματος — και συγκινήθηκα.
Η Devin Halbal, trans περφόρμερ του δρόμου και ψηφιακή ποιήτρια της ελπίδας, έγινε στιγμιαία φολκλόρ στη χώρα που δεν έχει ακόμη λέξεις ικανές να φιλοξενήσουν την παρουσία της. Ή, για να είμαι πιο ακριβής, μάζεψε τις λέξεις που χρησιμοποιούμε σχεδόν στιγματιστικά και μας τις επέστρεψε ως δοξολογημένη TikTok performance.
Περπατούσε με δικό της ρυθμό. Χαμογελούσε σαν να καίγεται από μέσα της ένα φως που δεν ζητά άδεια. Έλεγε «hydrated queen» όχι σαν αστείο — αλλά σαν επιβίωση σε μορφή σλόγκαν.

Μέσα στη βιασύνη μας την ανεβάσαμε, τη γελοιοποιήσαμε τρυφερά, της κάναμε tag χωρίς context. Όμως εκείνη έχει ήδη ορίσει τον εαυτό της — όπως κάθε queer ύπαρξη οφείλει να κάνει, αν δε θέλει να την καταπιεί ο ετεροκανονικός ετεροκαθορισμός και η ομοφοβική μας wasteland:
"I’m not just a content creator. I’m a dreamer, an archivist of hope, and a walking revolution.”
Το TIME την κατέταξε την περασμένη βδομάδα στις 100 πιο επιδραστικές δημιουργούς του 2025. Το ελληνικό TikTok την έκανε τοπική ατραξιόν. Εμείς την κοιτάξαμε — αλλά την είδαμε στ’ αλήθεια; Την καταλάβαμε;

Αυτό το σώμα δεν περπατά μόνο. Επιμένει.
Αυτό το βλέμμα δεν ποζάρει μόνο. Αρνείται τη συνθηκολόγηση.
Αυτή η viral στιγμή είναι ένα queer τελετουργικό.
Που μάς μαθαίνει πως το όντως τολμηρό και υπέροχο μπορεί να κατατροπώσει την αλαζονική υστερία της ετεροκανονικότητας.
Κι αν η Halbal μας δείχνει την αντοχή του queer σώματος απέναντι στην κανονικότητα, ας μιλήσουμε τώρα για την άλλη πλευρά. Για την επιθυμία που φτιάχνει μνήμη – και για τη μνήμη που φτιάχνει επιθυμία.
*Η Νοημοσύνη της Επιθυμίας του Κώλου/
(Μια queer φαντασιακή λαϊκή ανθρωπολογία)
Μου έχει λείψει η λαϊκότητα στο ελληνικό queerness. Όχι το φολκλόρ, ούτε το καταπιεσμένο ενοχικό styling των προγόνων. Αλλά η νοημοσύνη της, εκείνη που αναδύεται όταν το σώμα ξέρει κάτι που δεν στο έμαθε το Grindr και το Instagram. Μια φαντασίωση που πάλλεται σε αντιστοιχία με το βίωμα, κι όχι πάνω σε ένα καλοσχεδιασμένο καμβά επιθυμίας. Ένα manual καύλας γραμμένο με σάλιο, ιδρώτα και σπέρμα.

Η queer επιθυμία, για να υπάρξει, χρειάζεται να λερωθεί. Χρειάζεται να γδυθεί από τον καθρέφτη της αισθητικής και να μπει σε χώρους που δεν σχεδιάστηκαν για εκείνη. Ένα locker room που μύριζε πουτσίλα. Ένα μπάνιο Αλβανών εργατών στα τέλη των ‘90s. Ένα πεζούλι έξω από το στρατόπεδο. Αυτή ήταν κάποτε η λαϊκή επιθυμία: άμεση, ταξική, βρώμικη.

Η δική μου γενιά, οι 40something, εκπαιδεύτηκε σεξουαλικά μέσα και από το σώμα των Ρωσοπόντιων. Η ταινία του Γιάνναρη Η Άκρη της Πόλης είναι μια σχετικά ακριβής μετάφραση εκείνης της επιθυμίας. Τα επόμενα δύο κύματα —millennials και γενιά των 00s— καύλωσαν και επιβεβαιώθηκαν σεξουαλικά μέσα και από το αλβανικό σώμα. Ήταν εκεί, στις ρωγμές του κυρίαρχου λόγου, που φτιαχνόταν μια ελληνική λαϊκή queer σεξουαλικότητα: με δικούς της μύθους, οσμές, κανόνες, καύλες.

Μετά το 2009, με το Grindr και τα sex apps, αυτό το βίωμα υποχώρησε. Καθιερώθηκε μια νέα εποχή ψηφιακού dopamine role playing. Χάθηκε η πρώτη ύλη της καύλας, το σώμα ως παρουσία και ο παραδομός του. Έμειναν οι ρόλοι, τα settings, το interface της επιθυμίας. Οι ψηφιακές, ναρκισσιστικές αντανακλάσεις του Dorian Gay που κουβαλάμε όλοι.

Αν με ρωτήσεις τι μας καυλώνει στ’ αλήθεια πια δεν θα σου μιλήσω για leather bars και Instagram kinkboards. Θα σου μιλήσω για εκείνο το ελάχιστο άγγιγμα σε μια ουρά του ΟΑΣΑ. Για τον ιδρώτα στα bunkers που δεν ήταν ποτέ curated. Για το heteroflexible athleisure των μεταναστών — το πιο ειλικρινές, ακατέργαστο φλερτ.

Από το βερολινέζικο leather kink-τυφλοπόντικα στο Berghain που φόρεσαμε οι περισσότεροι από το 2010 και μετά, μέχρι το pornstache chic, κάτι χάθηκε στη μετάφραση. Η σημερινή queer επιθυμία μετεωρίζεται ανάμεσα στην ψηφιακή ομοιογένεια μιας φαινομενικά ανομοιογενούς μήτρας, στον ψόφιο φαλλό της manosphere, και στην έλλειψη βιωματικού manual επιθυμίας.

Κι όμως, κάτι επιμένει. Αυτό που έσωζε πάντα την κατάσταση: η νοημοσύνη της επιθυμίας του κώλου. Η σοφία του να καυλώνεις με τρόπο που δεν εξηγείται αλλά αναγνωρίζεται. Κι όπως πάντα, αυτή η σοφία ρωτά με τον πιο λαϊκό, αφοπλιστικό τρόπο. Τον τρόπο του σπαραγμού της καύλας:
«Πότε θα χύσω, ρε μαλάκα;»

Κι εκεί τελειώνουν όλα και αρχίζουν ξανά. Γιατί η μνήμη δεν είναι ποτέ αθώα. Αλλά είναι το μόνο που μας έμεινε.
*Υ.Γ.
Η ΟΑΣΗ είναι το σώμα που θυμάται όταν όλα γύρω ξεχνούν.
*Στο ποστ χρησιμοποιηθηκαν εικόνες των George Platt Lynes, Ferry van der Nat, Sharna Osborne, Σπύρου Στάβερη, Daniel Zuchnik, Luis Fratino, Elys Berroteran, Άγγελου Μπράτη