ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

TO BLOG ΤΟΥ M.HULOT
Facebook Twitter

Kώστας Νούρος: Η ιστορία ενός ρεμπέτη που αγάπησε άντρες

Ποιος έχει μαύρη την καρδιά: Η ιστορία ενός ρεμπέτη που αγάπησε άντρες

Τραγούδια απελπισίας ή αμανέδες ενός ανομολόγητου έρωτα; Τα αριστουργηματικά τραγούδια του Κώστα Νούρου σε μια νέα συλλογή με υλικό από την περίοδο 1928-1932. 

Ποιος έχει μαύρη την καρδιά Facebook Twitter
Από αριστερά: Νίκος Συρίγος ο Σαντορινιός (βιολί), ο Μιχάλης Σκουλούδης (μαντολίνο), ο Γιώργος Πετρίδης (τσίμπαλο), ο τότε διάσημος Κώστας Νούρος (με το περίφημο υποπόδιό του) κι ο Στελλάκης ο Περπινιάδης (τραγούδι-κιθάρα), σε φωτογραφία του 1928. ©Αρχείο Ηλία Πετρόπουλου, Γεννάδιος Βιβλιοθήκη.

Για τον Κώστα Νούρο, όπως και για πολλούς σύγχρονούς του τραγουδιστές που ήρθαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία με την Καταστροφή και έδρασαν πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι δύσκολο να βρεις στοιχεία για την προσωπική του ζωή. Η συγκλονιστική (με όλη τη σημασία της λέξης) συλλογή «Whoever Has Blackness in His Heart (1928​-​1932)» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την αυστραλέζικη Amnesiac Archive, όπου συγκεντρώνονται 14 από τους αμανέδες του, ήταν μια καλή ευκαιρία να ξαναψάξω για τη ζωή και το έργο του, το οποίο μέσα από τους στίχους του αποκτάει ακόμα πιο δραματικές διαστάσεις. Ο Νούρος ήταν ένας τραγουδιστής που ήταν «ξένος δυο φορές», μία λόγω της καταγωγής του από τη Σμύρνη και μία λόγω της ιδιαιτερότητάς του, να αγαπάει άντρες (σύμφωνα με μία έρευνα του Michael Alexandratos που δημοσιεύτηκε σε ένα άρθρο με τίτλο «The dispora queers back: reflections on rebetology and zine-making»). Στα 45 του επέλεξε να ζήσει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και σχεδόν να αποσυρθεί από το τραγούδι (δεν ηχογράφησε ξανά), για να είναι μαζί με τον άνθρωπο που αγάπησε, ελεύθερος, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει όσο έμενε στον χώρο. Δεν περιθωριοποιήθηκε ποτέ, έκανε σποραδικές εμφανίσεις σε μικρά μαγαζιά, αλλά έζησε φτωχικά και δύσκολα μέχρι τα 80 του, με μόνη βοήθεια μια πενιχρή σύνταξη. 

Οι στίχοι απ’ τους αμανέδες του (που είναι παιγμένοι μόνο με σαντούρι και βιολί) μοιάζουν με χαϊκού απελπισίας ή κραυγές ενός ανθρώπου που μια ζωή αναζητάει τον απαγορευμένο έρωτα.

Στο πιο ψηλότερο βουνό θέλω να βγει η ψυχή µου, και άνθρωπος να µη βρεθεί να θάψει το κορμί µου [Σερφ Μανές (Στο πιο ψηλότερο βουνό)]

Σαν περπατείς τρελαίνομαι και τρέχω στη σκιά σου και γνώμη δεν αλλάζει πια αυτή η σκληρή καρδιά σου. [Μπουρνοβαλιός Μανές (Σαν περπατείς τρελαίνομαι)]

Πες µου, βρε Χάρε, να χαρείς το µαύρο σου σκοτάδι, σαν αποθάνω, ο πόνος µου, θα γιατρευτεί στον Άδη; [Σαμπάχ Μανές (Πες µου, βρε Χάρε, να χαρείς)]

Εμένα πρέπει µια σπηλιά σ’ αραχνιασµένο χώµα, εκεί ν’ αφήσω κόκκαλα, ζωή, ψυχή και σώμα. [Πειραιώτικος Μανές (Εμένα πρέπει µια σπηλιά)]

Άραγε ’γώ δεν έκλαψα, ξενύχτησα για σένα; Ο πόθος κι η αγάπη µας γιατί να παν’ χαμένα; [Ματζόρε Μανές (Άραγε ’γώ δεν έκλαψα)]

Όταν σκεφθώ πως βρέθηκα στον κόσμο απελπισμένος, σαν περπατώ, πού βρίσκομαι δεν ξεύρω ο καημένος. [Νεβά Μανές (Όταν σκεφθώ πως βρέθηκα)]

Σαν ευτυχεί ο άνθρωπος, όλοι τον αγαπούνε. Σε µια του όμως συμφορά δεν θε να τον ιδούνε. [Σαμπάχ Μανές (Σαν ευτυχεί ο άνθρωπος)]

Κλαίγω κρυφά και σκέπτομαι ότι πως θ’ αποθάνω και η αιτία θα ’σαι συ, όπου τον κόσµο χάνω. [Νιχαβέντ Μανές (Κλαίγω κρυφά και σκέπτομαι)]

Τα βάσανα µε τρέφουνε και οι καημοί µε ζούνε. Ως πότε πια θα περπατώ και θα παραπονούμαι; [Πειραιώτικος Μανές (Τα βάσανα µε τρέφουνε)]

Αν ήξευρες τον πόνο µου και µέσα την καρδιά µου, θα κλαίγανε τα µάτια σου πιότερ’ απ' τα δικά µου [Μινόρε Μανές (Αν ήξευρες τον πόνο µου)]

Τη συλλογή έχει επιμεληθεί ο Michael Alexandratos, ενώ το transfer των κομματιών από τους δίσκους 78 στροφών είναι του αείμνηστου Charles Howard, του Σταύρου Κουρούση και του Michael  Alexandratos.

«Ο Κώστας Νούρος είναι ο μόνος ενεργός εκφραστής της εποχής του ρεμπέτικου του μεσοπολέμου, τον οποίο μπορούμε με βεβαιότητα να χαρακτηρίσουμε ως “gay” ή “queer”, αναφέρει ο Michael Alexandratos στο βιβλίο του Queerbetika. «Μέρος μιας γενιάς τραγουδιστών και μουσικών που μετανάστευσαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ο Νούρος διέπρεψε στις ηχογραφημένες ερμηνείες του με αμανέδες (φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς βασισμένους σε οθωμανικές μουσικές “κλίμακες”), καθώς και παραδοσιακά και δημοφιλή τραγούδια που ανήκουν στη γενική κατηγορία του ρεμπέτικου τραγουδιού. Από το 1926 μέχρι το 1934 ηχογράφησε πάνω από 75 τραγούδια που κυκλοφόρησαν σε δίσκους 78 στροφών. Τα 28 από αυτά αμανέδες».

«Ο Κώστας Νούρος είναι ο μόνος ενεργός εκφραστής της εποχής του ρεμπέτικου του μεσοπολέμου, τον οποίο μπορούμε με βεβαιότητα να χαρακτηρίσουμε ως “gay” ή “queer”, αναφέρει ο Michael Alexandratos στο βιβλίο του Queerbetika.

«Ο Κώστας Νούρος (Κωνσταντίνος Μασσέλος) βλέπει για πρώτη φορά το φως του ήλιου το 1892 στην ενορία της Σμύρνης, Νταραγάτσι, που ξεκινούσε από την Πούντα κι έφτανε ως το Χαλκά Μπουνάρ» γράφει ο Κώστας Λαδόπουλος στο blog του elkibra-nouros.blogspot.com -που είχε αφιερώσει στον Κώστα Νούρο και τον Ογδοντάκη, επίσης μεγάλη μορφή της προπολεμικής μουσικής που ήρθε από τη Σμύρνη, βιρτουόζο βιολιστή. Το ψευδώνυμο «Νούρος» προέρχεται από την κουρδική λέξη που σημαίνει «φωτιά».

«H μάνα του, Ευαγγελία Γαβριηλίδη, κρατούσε καταγωγή από τη Σύρο. Πατέρας του ήταν ο Γιαννακός Μασσέλος (πιο γνωστός με τα ψευδώνυμα Τρίγωνης και Νούρος), που γεννήθηκε στο Τσιρίγο των Κυθήρων και εγκαταστάθηκε με τους γονείς του από μωρό στη Σμύρνη. Υπήρχε κι ένας αδερφός, που τον αναφέρει η Αγγέλα Παπάζογλου. Το 1894, όταν ήταν δύο μόλις χρονών, πεθαίνει η μητέρα του, ίσως από τύφο που μάστιζε τους φτωχούς εργάτες της περιοχής Πούντα εκείνα τα χρόνια. Τον αναλαμβάνει η Χατζη-Αθανασώ, η νεοκόρισσα του νεκροταφείου απέναντι απ’ το σπίτι τους. Ο πατέρας του δεν ξαναπαντρεύτηκε. Από μικρός αρχίζει να ψέλνει στην εκκλησία των Ταξιαρχών και στην Αγ. Φωτεινή.

Τελειώνει το δημοτικό και βγαίνει στην βιοπάλη. Δουλεύει εργάτης σε διάφορα εργοστάσια, μέχρι τα δεκαοχτώ του. Σύμφωνα με την Αγγέλα Παπάζογλου, είχε δουλέψει σε κλωστήριο. Αναφέρει, επίσης, ότι και ο αδερφός του Νούρου δούλευε στο πιο μεγάλο κλωστήριο της Σμύρνης.

Το 1910 με τη βοήθεια και τις συστάσεις του Αρχιμανδρίτη Αγάπιου φεύγει στο Άγιο Όρος, στη Μονή Βατοπεδίου, για να μονάσει. Αυτό δίνει κάποια σήματα για την, ως τότε, ψυχοσύνθεσή του. Άντεξε εκεί μόνο μερικές μέρες και επιστρέφει στη Σμύρνη.

Το 1911, όταν είναι 19 χρονών, αρχίζει να τραγουδάει στο κέντρο-ταβέρνα του Γεραλέξη στην Πούντα (σήμερα Αλσαντζάκ), πλάι στον Παναγιώτη Φούντα ή Τάταρη. Υπάρχει κάποια αναφορά για την τραγουδίστρια Γκιουζέλ Κατίνα από τη Σύρα που ήταν δασκάλα του Νούρου, χωρίς περισσότερα στοιχεία.

Μετά την επιτυχία του εκεί, τραγούδησε στα καλύτερα μαγαζιά της Σμύρνης, στην «Τερψιθέα», δίπλα στου Χατζηφράγκου, στο «Ασανσέρ», στο Καρατάσι, στον «Νικόλα» του Τζίτζικα έξω απ’ τη Σμύρνη, στου «Μιχάλη του Χαβούτη» και αλλού.

Σε περιοδεία στο Αϊδίνι το 1911 παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα, την Καλλιόπη Σιντιρλάλα, η οποία πέθανε μετά από τρία χρόνια, μόλις στα 21 της. Στις 15 Οκτωβρίου του 1915 παντρεύεται τη δεύτερη γυναίκα του, τη Μαρία Καστανά από το Κερατοχώρι.

Από το 1910 ήταν φημισμένος τραγουδιστής στη Σμύρνη. Στην Ελλάδα άφησε εποχή. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς τραγουδιστές. Έχει τραγουδήσει σε μεγάλο αριθμό δίσκων».

Το 1937, η κόρη που απέκτησε με την δεύτερη σύζυγό του, και μοναχοπαίδι του, πέθανε σε ηλικία δεκαεπτά ετών.

Ποιος έχει μαύρη την καρδιά Facebook Twitter
Ο Νούρος με μαύρα γυαλιά, τη δεκαετία του '60. Φωτο: Amnesiac Archive, https://amnesiac-archive.com
Ποιος έχει μαύρη την καρδιά Facebook Twitter
Ο Νούρος την δεκαετία του 1960. Φωτο: Amnesiac Archive, https://amnesiac-archive.com

Οι πληροφορίες για τον βίο του Κώστα Νούρου προέρχονται από τις ελάχιστες μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν:

«O Κώστας Μαρσέλος ή Νούρος ήταν φημισμένος τραγουδιστής, πριν έρθει εδώ, από τη Σμύρνη. Ήταν παλικάρι και καλό παιδί, παρά το ελάττωμά του. Πριν το 1914 τον κυνήγησαν γιατί πούλαγε λαχεία του στόλου στη Σμύρνη. Τότε πήγε και κρύφτηκε στο Κερατοχώρι, -εκεί δεν τόλμαγε να πλησιάσει Τούρκος γιατί θα γινότανε μάχη. Οι τρατάρηδες, βλέπεις, ήταν νταήδες. Οι Τούρκοι δεν πάτησαν ποτέ το χωριό τους. Τον κρύψανε λοιπόν και τον φευγάτησαν στην Ελλάδα. Όταν έφτασε εδώ πήγε στο Άγιο Όρος για καλόγερος, αλλά μετά από λίγο έφυγε. Όπως στη Σμύρνη, έτσι κι εδώ, άφησε εποχή. Μαζί του ο Βαγγέλης (σσ. εννοεί τον Βαγγέλη Παπάζογλου, σύζυγό της) δούλεψε μαζί του πολλές φορές...».
Τάσος Σχορέλης, Ρεμπέτικη Ανθολογία, Τόμος Γ, σελ. 55 (συζήτηση με την Αγγελική Παπάζογλου)

«Πριν να λευτερωθούμε στη Σμύρνη, που ήτανε το δεκατέσσερω, ο Νούρος, λέει, ο τραγουδιστής, πούλαγε λαχεία του στόλου, δικά μας, κρυφά. Εσύ, εγώ, τα πουλάγαμε για να βοηθιούμαστε οι Έλληνες ο ένας με τον άλλονε. Και τόνε προδώσανε στσί Τούρκοι κι ήφυγε απ’ το Κερατοχώρι. Είχανε καΐκια τση γυναίκας του τ’ αδέρφια και ψαρεύανε. Ψαράδικα. Δεν ήτανε όμως ακόμα γυναίκα του. Ήτανε φίλοι, να πούμε, οικογενειακοί. Κι αυτοί τόνε μπαρκάρανε. Τόνε ντύσανε γυναίκα, και τόνε μπαρκάρανε και τόνε στείλανε στον Πειραιά, ειδεμή θα τόνε σκοτώνανε οι Τούρκοι όπως και τον Αλέκο με τσι μανσέτες, τα κουμπιά. Άμα ήτανε το φταίξιμο ελληνικό, με κουρματσιές σε σκοτώνανε. Μόλις όμως λευτερωθήκαμε κι ήρθανε οι Έλληνες στη Σμύρνη κι ανοίξανε τα πόρτα, ξανάρθε το παλικάρι πίσω. Κι ύστερα πάλι, πριν γίνει το εικοσιδύο, είχε φύγει απ’ τη Σμύρνη κι είχε έρθει εδώ πιο μπροστά. Ο Νούρος καθούντανε οδός Θεάτρου στον Πειραιά. Πάροδος λεωφόρος Γεωργίου. Εγώ τον έφταξα παντρεμένο εδώ, κι είχε κι ένα κοριτσάκι, που ερχούντανε στο σπίτι μας. Πέθανε το τριανταέξι με καλπάζουσα... Χωρίσανε όμως με τη γυναίκα του. Δεν τον υπόφερνε... Ήτανε καλή μοδίστρα η καημένη... Ερχόταν εδώ και μ’ έραβε η Μαρία και φάγαμε και ήπιαμε μαζί. Ύστερα παντρεύτηκε έναν χηρεμένο, πού ’χε αγελάδες στη Βέροια. Νοικοκυράαααα... Νοικοκυρά».
«Τα χαϊρια μας εδώ», Γιώργης Παπάζογλου, (διηγήσεις της Αγγελίτσας Παπάζογλου-Μαρονίτου)

«Υπήρχαν μεγάλοι τραγουδιστές, με πρώτο και καλύτερο τον Κώστα Νούρο που πούλαγε τραγούδι με το δελτίο. Δηλαδή έπρεπε να έχεις πολλά λεφτά για να ακούσεις τον Νούρο. Όταν δουλεύαμε στου “Μπουκουβάλα”, στο Πασαλιμάνι, το 1930, επειδή το μαγαζί ήταν γεμάτο από κόσμο, έφταναν με τις άμαξες και καθόντουσαν έξω και κει τους σερβίριζαν τα γκαρσόνια. Και αυτά, μόνο και μόνο για να ακούσουνε το Νούρο. Ήταν μεγάλος καλλιτέχνης, υπέροχος τραγουδιστής και ανεπανάληπτος άνθρωπος».
«Ρεμπέτικη ιστορία. 1», Κώστα Χατζηδουλή, σελ. 14 (αφήγηση Στελλάκη Περπινιάδη)

«Με την πρώτη του εμφάνιση σε κέντρο της Σμύρνης καταπλήσσει και συγκινεί τους πάντες γύρω του. Πολύ σύντομα η φήμη του ξεπερνά τις γειτονιές και ξαπλώνεται σ’ όλη τη Μικρά Ασία, όπου υπήρχε Ελληνισμός. Ήταν το αηδόνι που τους μάγευε, το “αηδόνι της Σμύρνης”. Όταν η Τουρκία μπήκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και επειδή κλείναν τα κέντρα της Σμύρνης, αποφάσισε να πάει στην Θεσσαλονίκη όπου και βρίσκει αμέσως δουλειά στο “Λούνα Παρκ” και στου “Θανάση του Κατσαρού”. Το 1918, μετά την ανακωχή, επιστρέφει στη Σμύρνη και δουλεύει με τον Δραγάτση (Ογδοντάκη). Η Καταστροφή του ’22 τον βρίσκει να τραγουδάει στην Τερψιθέα. Οι θαυμαστές του τού βγάζουν γαλλικό διαβατήριο κι έτσι φεύγει για Μυτιλήνη, Θεσσαλονίκη, και τέλος Πειραιά, στο Πασαλιμάνι. Τραγουδάει σε μαγαζιά και καμπαρέ, και το 1926 γραμμοφωνεί μια σειρά αμανέδες που αναδεικνύουν όλες τις εκφραστικές και φωνητικές του δυνατότητες. Αυτό ήταν μόνο η αρχή, γιατί συνεχίζει με τραγούδια Μικρασιατών, όπως του Παναγιώτη Τούντα, του Σκαρβέλη, του Μαρίνου, του Ασίκη, του παλιού του φίλου Ογδοντάκη κ.ά. Γύρω στα εκατό γραμμοφωνημένα τραγούδια ίσαμε το 1935, και κάθε νύχτα πάλκο στις γειτονιές του Πειραιά ως το πρωί. Το 1934 (1933;) είναι κι αυτός ανάμεσα στους κορυφαίους ενός σμυρνέικου πάλκου στη μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά (Δραπετσώνα). Μυθικό σχήμα, όπου εκτός από τον Στελλάκη, τον Κάβουρα, τον Ογδοντάκη και άλλους, συμμετέχει και ο Σπύρος Περιστέρης, που γίνεται την ίδια χρονιά διευθυντής της Οντεόν, και προφανώς τους εγκαταλείπει. Είναι κι αυτό ίσως ένα κλειδί, για να καταλάβουμε πώς ήρθαν τα μπουζούκια, να καλύψουν την έλλειψη του μαντολίνου που ’φυγε μαζί με τον Περιστέρη, να συνυπάρξουν για μια βδομάδα με τους Σμυρνιούς, κι ύστερα να τους αντικαταστήσουν πλήρως. Είναι σίγουρα η σημαντικότερη ιστορική στιγμή του ρεμπέτικου, που σημαδεύει την αλληλεπίδραση των δύο μεγάλων ποταμιών του τραγουδιού αυτού (Σμυρνέικο-Πειραιώτικο), αλλά και τη μεταβίβαση της εξουσίας στους πειραιώτικους μπουζουκομπαγλαμάδες που ακολούθησε. Το 1917 χάνει τη μονάκριβη κόρη του και φεύγει για τη Σάμο. Ο πόλεμος του ’40 τον βρίσκει στην Κοκκινιά, σε ηλικία 48 χρονών. Βρίσκει το κουράγιο και στρατεύεται για την “ψυχαγωγία” των στρατιωτών. Το 1943 πάει ξανά στη Σάμο, και στους βομβαρδισμούς περνά με τις βάρκες στο Κουσάντασι, πρόσφυγας και μόνος ξανά στη ζωή του. Κατεβαίνει στην Παλαιστίνη και από εκεί στη Γάζα, όπου αρχίζει να τραγουδάει σε διάφορες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις του Στρατού. Το τέλος του πολέμου το 1945 τον βρίσκει στο Κάιρο, όπου μένει τραγουδώντας. Επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεχίζει μεροδούλι μεροφάι πάνω στα πάλκα μέχρι τα εβδομήντα του χρόνια, που αποσύρεται κουρασμένος και πικραμένος, μόνος και ξεχασμένος από γνωστούς και φίλους. Το “αηδόνι της Σμύρνης” σωπαίνει για πάντα στις 26 Μαΐου1972, σε ηλικία ογδόντα χρονών. Είναι περίεργο πως ο Σχορέλης δεν τον θυμήθηκε στην πρώτη εκείνη προσπάθεια αναβίωσης στη δεκαετία του ’60. Ο Ηλίας Πετρόπουλος όμως βρέθηκε στο προσκεφάλι του τις τελευταίες στιγμές, όταν ο Νούρος ήταν πια σε κώμα».
Από το (ανέκδοτο) βιβλίο «Ρεμπέτικο, Το Τραγούδι των Ελλήνων» (Θέσια Παναγιώτου-Κώστας Φέρρης)

Από το 1946 που Νούρος επέστρεψε στην Ελλάδα συνέχισε να παίζει σε διάφορους μουσικούς χώρους στον Πειραιά μέχρι το 1962, όταν αποφάσισε να σταματήσει το τραγούδι και να ζήσει από μια πενιχρή σύνταξη. Έζησε τα τελευταία του χρόνια σε ένα εξαθλιωμένο σπίτι στην οδό Γρεβενών 33, στην παλιά Κοκκινιά. Ο Στάθης Gauntlett θυμάται ότι επισκέφτηκε το Νούρο σε ένα άθλιο γηροκομείο στην Καλλιθέα λίγες εβδομάδες πριν πεθάνει. Πονούσε πολύ και πιθανόν πέθανε στο ίδιο ίδρυμα.

Ποιος έχει μαύρη την καρδιά Facebook Twitter
1959, Αστέρας Κοκκινιάς. Ο Νούρος (πάνω, τέρμα δεξιά) συμμετέχει σε λαϊκή ορχήστρα, όπου παίζει και τραγουδάει ο νεαρός, τότε, Στράτος Διονυσίου με την Καίτη Γκρέυ.

Η ομοφυλοφιλική πλευρά του Νούρου αμφισβητείται από πολλούς μελετητές του ρεμπέτικου, κι αυτό επισημαίνει ο Αλεξανδράτος στην έρευνά του, ότι υπάρχει γενικά μυστικότητα γύρω από το queer κομμάτι των εκφραστών του είδους. «Αυτή η ατμόσφαιρα μυστικότητας γύρω από τις ιδιωτικές ζωές των εκφραστών του ρεμπέτικου –και το πώς τα φύλα και οι σεξουαλικότητες που δεν υπόκειται στις κανονιστικές νόρμες επηρέασαν το είδος σε όλες του τις πτυχές– καθιστά δύσκολη την πρόοδο σε αυτόν τον τομέα έρευνας» γράφει. «Μέρος αυτού έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο τα ρεμπέτικα και οι περιθωριακοί τύποι του “υπόκοσμου” που συνδέονται με την υποκουλτούρα του (οι ρεμπέτες και οι μάγκες) έχουν εξωραϊστεί στις δημόσιες συζητήσεις για να ενταχθούν στα εθνικά ιδεώδη της αρρενωπότητας, της ετεροκανονικότητας και της οικογενειακής ενότητας. Όταν κοιτάξουμε μέσα από αυτή την πορεία, οι ερωτοτροπίες του Νούρου με τους άντρες θεωρούνται μυθεύματα ή απίθανες, επειδή ήταν αρκετά ανδροπρεπής ώστε να έχει μια κόρη και δύο συζύγους.

Αναφερόμενος σε αυτό το προπέτασμα καπνού της σεξουαλικής ασάφειας, ο Πετρόπουλος παρατήρησε ότι «στην πράξη, δείχνει πώς οι ρεμπέτες γνωρίζουν πολύ περισσότερα από όσα υπονοούν τα τραγούδια τους για ερωτικές συμπεριφορές και απολαύσεις». Αλλά ακόμα και ένας φημισμένος προβοκάτορας όπως ο Πετρόπουλος φαινόταν να αποφεύγει να ανοίξει πλήρως αυτό το κουτί της Πανδώρας. Αργότερα έγραψε ότι «Καταγράφω στο βιβλίο μου “Το άγιο χασισάκι” ό,τι μπορεί να δημοσιευτεί. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν μπορώ, υπό την απειλή νομικής αγωγής, να μιλήσω για το πόσοι και ποιοι μπουζουξήδες ήταν σοδομιστές ή αμφιφυλόφιλοι».

«Έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι μεταξύ των φωτογραφιών που συνέλεξε ο Πετρόπουλος από τον Νούρο, δεν υπήρχαν φωτογραφίες της πρώτης ή της δεύτερης συζύγου του, ούτε της κόρης του που είχε πεθάνει εδώ και καιρό», αναφέρει στο Queerbetika. «Το ότι οι φωτογραφίες του Νούρου δεν δημοσιεύτηκαν στην πρώτη έκδοση των “Ρεμπέτικων τραγουδιών” του Πετρόπουλου (1968) υποδηλώνει ότι συλλέχθηκαν κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια των ετών 1968-1972. Τότε ο Νούρος ήταν άνω των 75 και μπορεί να υποτεθεί ότι ήταν πρόθυμος να αποχωριστεί τις προσωπικές του φωτογραφίες ή τουλάχιστον επέτρεψε στον Πετρόπουλο να τις δανειστεί. Ανεξάρτητα από το πώς αποκτήθηκαν, οι 10 από τις 12 σωζόμενες φωτογραφίες του Νούρου τον απεικονίζουν είτε μόνο του, είτε παρέα με νεότερους άνδρες. Ως σύνολο “ζωγραφίζουν” τον Νούρο ως έναν άνθρωπο μελαγχολικό, μυστηριώδη και αποτραβηγμένο, ένα πορτρέτο που ταιριάζει οδυνηρά στη φωνή που ακούγεται στις ηχογραφήσεις του. Είναι ένας άνθρωπος από μολύβι, με πόνο και πάθος. Με βάση την έρευνα της Kathleen Dixon για τη Σωτηρία Μπέλλου, και παραθέτοντας τη θεωρία της Sara Ahmed (σσ. Βρετανο-Αυστραλή συγγραφέας και ακαδημαϊκός, ο τομέας σπουδών της οποίας περιλαμβάνει τη διασταύρωση της φεμινιστικής θεωρίας, του λεσβιακού φεμινισμού, της queer θεωρίας, της θεωρίας των επιδράσεων, της κριτικής φυλετικής θεωρίας και της μετα-αποικιοκρατίας), ο Νούρος μπορεί πολύ εύκολα να μπει στην κατηγορία των «δυστυχισμένων queers, των φεμινιστών/τριών χωρίς χαρά και των μελαγχολικών μεταναστών/τριών, άτομα τα οποία θεωρούν την άρνηση να αναπαράγουν την γραμμή της οικογένειας ως αιτία της δυστυχίας τους».

Μια φωτογραφία του Νούρου ως «δυστυχισμένου queer», τραβήχτηκε σε στούντιο της Αθήνας το 1938. Ο Νούρος είναι καθιστός, σοβαρός και συγκρατημένος. Στα αριστερά του ένας νεαρός άνδρας, πιθανώς εραστής και όχι μεγαλύτερος των 20 ετών, στέκεται όρθιος με το αριστερό του χέρι ακουμπισμένο στον ώμο του Νούρου, το άλλο κρυμμένο μέσα σε μια τσέπη του σακακιού. Μια δεύτερη φωτογραφία, προφανώς τραβηγμένη στην Κωνσταντινούπολη το 1950, απεικονίζει τον Νούρο να περπατά δίπλα σε έναν πολύ νεότερο Τούρκο αεροπόρο. Τα μαύρα γυαλιά ηλίου του κρύβουν τα μάτια του, και στο στόμα του έχει τσιγάρο».

Ποιος έχει μαύρη την καρδιά Facebook Twitter
Ο Νούρος στα δεξιά, με νεαρό άνδρα (πιθανόν τον εραστή του), φωτογραφημένοι σε στούντιο της Αθήνας το 1938. Φωτο: Amnesiac Archive, https://amnesiac-archive.com
Ποιος έχει μαύρη την καρδιά Facebook Twitter
Ο Νούρος με Τούρκο φαντάρο της αεροπορίας στην Κωνσταντινούπολη, αρχές της δεκαετίας του '50.

«H έρευνα για το ρεμπέτικο χρειάζεται διάφορες ομάδες ανθρώπων» γράφει στο elkibra-nouros.blogspot.com ο Κώστας Λαδόπουλος. «Ένα μεγάλο κομμάτι της δουλειάς είναι να βρεθούν όλα αυτά που μας έκρυψαν, όλοι/ες αυτοί/ές που ξεχάστηκαν/αποσύρθηκαν. Χρειάζονται οι νέοι άνθρωποι που έχουν μεράκι, κουράγιο και όρεξη. Tρανή απόδειξη, η τεράστια εργασία που έχει γίνει μέσα στο www.rebetiko.sealabs.net. Χρειάζονται οι γυναίκες που έχουν μια άλλη ματιά στα πράγματα, χρειάζονται οι ομοφυλόφιλοι που, επίσης, έχουν μια άλλη ματιά και ευαισθησία. Για να γίνω σαφής, μεταφράζω παρακάτω ένα κείμενο ενός πολύ σοβαρού Έλληνα που ζει στη Βοστόνη (amanyala.blogspot.com). Δείτε με πόση αγάπη και ευαισθησία γράφει και εικάζει για τα ρεμπέτικα:

“Ξέρουμε πολύ λιγότερα για το Νούρο απ’ ό,τι για τους άλλους. Οπωσδήποτε δε θα ’ταν δίκαιο να πούμε ότι ήταν άσημος. Στις μέρες του ήταν ένας καταξιωμένος και παραγωγικός τραγουδιστής μανέδων.

Ο Νούρος άρχισε να γράφει δίσκους το 1926, μόλις τέσσερα χρόνια αφότου έφτασε στην Ελλάδα από τη Σμύρνη, όπου είχε μεγαλώσει. Εκεί τραγουδούσε στα φημισμένα καφέ-αμάν του λιμανιού, από την ηλικία των 18. Έχει ειπωθεί ότι το στιλ του Νούρου μοιάζει με των ψαλτών ή των πρωτοψαλτών της Βυζαντινής μουσικής παράδοσης. Η γνώμη μου είναι ότι η φωνή του Νούρου ήταν πιο ντελικάτη και λιγότερο γήινη από των αρσενικών τραγουδιστών του ρεμπέτικου και των μανέδων. Ήταν γνωστό ότι ο Νούρος ήταν λάτρης της Βυζαντινής μουσικής και έμεινε για ένα διάστημα στη μονή Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος. Αγόρασα πρόσφατα ένα CD με μερικές πρώιμες φωνοληψίες του Νούρου γιά να τον νιώσω καλύτερα.

Ο Νούρος χτύπησε διάφορες εκδόσεις του ‘Ταμπαχανιώτικου’, όπως και άλλοι, συμπεριλαμβανομένης και της Ρόζας Εσκενάζι. Εκείνο που κάνει την έκδοση του 1928 με το Νούρο ενδιαφέρουσα είναι ο Στελλάκης Περπινιάδης με το ‘να πεθάνεις, πούστη!’ που λέει στο τέλος του τραγουδιού.

Επιπλέον, με ενδιέφερε πολύ η άποψη του εξαδέλφου μου, ότι ο Νούρος ήταν ομοφυλόφιλος. Μου έστρεψε την προσοχή σε μια φωτογραφία που τον δείχνει συντροφιά με νέους άντρες (ένα παράδειγμα είναι η φωτογραφία που τον δείχνει μ’ έναν άγνωστο Τούρκο στρατιώτη, στη Κωνσταντινούπολη το 1950). Oι φωτογραφίες όμως δεν μπορούσαν να είναι αποδεικτικές. Πολύ πιo ενδιαφέρουσα είναι η έκδοση του ‘Ταμπαχανιώτικου μανέ’ με το Νούρο (δίσκος Columbia, γύρω στο 1928). Ο Νούρος χτύπησε διάφορες εκδόσεις του ‘Ταμπαχανιώτικου’, όπως και άλλοι, συμπεριλαμβανομένης και της Ρόζας Εσκενάζι. Εκείνο που κάνει την έκδοση του 1928 με το Νούρο ενδιαφέρουσα είναι ο Στελλάκης Περπινιάδης με το ‘να πεθάνεις, πούστη!’ που λέει στο τέλος του τραγουδιού.

Πνοή πλέον δεν µ’ άφησες και στήθος για ν’ αντέξω, γιατί εσύ µε τυραννείς, δίχως εγώ να φταίξω. [Ταμπαχανιώτικος Μανές (Πνοή πλέον δεν µ' άφησες)]

Η λέξη πούστης είναι περιγελαστική στα ελληνικά. Όμως, θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι ο Περπινιάδης είχε σκοπό να εκφράσει εχθρικότητα απέναντι στο Νούρο. Νομίζω ότι είναι ένας παιχνιδιάρικος χαιρετισμός, μ’ εκείνον τον σεξουαλικό και κοφτερό τρόπο που χαρακτήριζε τους ρεμπέτες. Απ’ την άλλη, έχω δυσκολία να πιστέψω ότι ο Περπινιάδης θα το τραβούσε τόσο, αστειευόμενος με κάποιον που δεν τον θεωρούσαν ομοφυλόφιλο. Η λέξη πούστης πετιέται συχνά με μορφή αστείου, αλλά δεν είναι κάτι που συναντιέται μέσα στις φωνοληψίες των ρεμπέτικων. Απ’ ό,τι ξέρω, η φωνοληψία του Νούρου στα 1928, είναι το μοναδικό παράδειγμα αυτού του είδους.

Η χρήση της λέξης, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι περιπαικτική μόνο αν ήταν γνωστό στους κύκλους των φίλων και συναδέλφων ότι ο Νούρος είχε ρομαντικά και σεξουαλικά φλερταρίσματα με άντρες και ότι δεχόταν καλοπροαίρετα σχόλια γι’ αυτό. Αν και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι, είναι λογική η σκέψη ότι ο Νούρος ήταν, αναπόδεικτα, ομοφυλόφιλος. Όπως και να ’χει, το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν πάει πέρα απ’ όλα αυτά και, τελικά, δε νομίζω ότι μπορεί κανείς να αποφανθεί με βεβαιότητα για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις.

Πάντως, οι στίχοι μερικών μανέδων του Νούρου έχουν μια αποφασιστική queer ευαισθησία και ηχούν ξεκάθαροι στην queer ακοή μου. Κύρια στο ‘Χουζάμ μανέ (Ποιός έχει μαύρη την καρδιά)’ και στο ‘Χετζάζ μανέ (Ο κόσμος με κατηγορεί)’ -και οι δύο γραμοφωνημένοι στις αρχές του ’30, βγάζουν την αίσθηση της ‘αγάπης που δεν τολμάει να φανερωθεί’.

Ποιος έχει μαύρη την καρδιά, να γίνουμε συντρόφοι να περπατούμε σ’ ερημιές να μη θωρούμε ανθρώποι.

Ο κόσμος με κατηγορεί, δίχως να ξεύρει λέει, αν ήξευρε τον πόνο μου, μαζί μου θε να κλαίει.

Αν ο Νούρος ήταν ομοφυλόφιλος, οι στίχοι αυτοί θα του μετέφεραν μια αίσθηση μελαγχολίας. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, οι μανέδες του μιλάνε στους σύγχρονους queers (τουλάχιστον σ’ εμάς που ακούμε ρεμπέτικα) για τις εμπειρίες της περιθωριοποίησης και της καταδίκης γι’ αυτόν που αγαπάμε».

«Η τρίτη φωτογραφία του Νούρου που απεικονίζεται με νεότερο άνδρα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε άρθρο του Πάνου Σαββόπουλου, στο περιοδικό Οδός Πανός, το 2008» αναφέρει ο Αλεξανδράτος. «Η φωτογραφία προέρχεται από την εγγονή του Δημήτρη Βλάχου, η σχέση του οποίου με τον Νούρο είναι ασαφής. Ο Νούρος είναι τότε 57 ετών και ζει στο σπίτι του στη Νίκαια με τον 39χρονο Βλάχο και τον 15χρονο γιο του, Κυριάκο. Σε ένα έγγραφο που σώζεται στο αρχείο του Πετρόπουλου με ημερομηνία 11/5/1949 ο Δημήτρης Βλάχος αναφέρεται ως «αγρότης», ενώ ο γιος του ως «φοιτητής». Οι προτιμήσεις του Νούρου γίνονται ακόμη πιο εμφανείς στις παρακάτω μαρτυρίες.

Ποιος έχει μαύρη την καρδιά Facebook Twitter
Ο Νούρος με τον Δημήτρη Βλάχο, στο τέλος της δεκαετίας του '30, από το αρχείο της εγγονής του Βλάχου, Ευαγγελίας ©Queerbetika.
Ποιος έχει μαύρη την καρδιά Facebook Twitter
1946. Επιστροφή στην Ελλάδα από το Κάιρο. Στο Λιμάνι του Πειραιά. Από τα αρχεία του Ηλία Πετρόπουλου, Γεννάδιος Βιβλιοθήκη. ©Queerbetika.

Στον διάλογο του Κώστα Λαδόπουλου με έναν στενό φίλο του Νούρου που μεγάλωσε στην Κοκκινιά, ο ερωτώμενος λέει ότι συνάντησε για πρώτη φορά τον Νούρο το 1953, όταν εκείνος ήταν 61 ετών, και τον έβλεπε συχνά να κάθεται σε ένα καφενείο της Νίκαιας παρέα με νεότερους άνδρες.

-ΕΡ. Μου είχες πει κάποτε ότι είχες συναντήσει το Νούρο. Πόσων χρονών ήσουνα τότε; Ήξερες ποιος ήτανε; Είχες ήδη μια εικόνα γι’ αυτόν;

-ΑΠ. Ναι. Είχα μια εικόνα φτιαγμένη απ’ τον πατέρα μου, που τον αγαπούσε πολύ. Τον έβλεπα στο καφενείο των φιλάθλων της ΑΕΝ (Αθλητική Ένωση Νικαίας) που το είχε ο Μάκης Παπαδόπουλος. Το καφενείο βρισκόταν στον Άγιο Νικόλαο. Εγώ έκανα διανομές εκεί και συνήθιζα να κάθομαι κιόλα. Εκεί τον είδα πολλές φορές. Ήμουνα τότε 17-18 χρονώ (1953). Ώριμος όμως και μπασμένος στο ρεμπέτικο.

-ΕΡ. Θυμάσαι αν τον έβλεπες να κάθεται με άλλους ή παράμερα;

-ΑΠ. Όσες φορές τον είδα καθόντανε παράμερα. Όχι μόνος του, όμως. Είχε συνήθως μαζί του ένα-δυο άτομα πολύ νεότερης ηλικίας απ’ αυτόν. Ήταν λιγνός, πολύ σοβαρός, πολύ αρρενωπός. Ξέραμε όμως...

-ΕΡ. Μπορείς να θυμηθείς αν υπήρχε κάποιο σούσουρο γύρω του;

-ΑΠ. Όχι, δεν υπήρχε. Θα το ’χα καταλάβει, θα ’χα ακούσει. Δεν ήταν η περίπτωση να τον κοροϊδέψεις το Νούρο. Σκόρπιζε σεβασμό γύρω του. Δούλευε, τραγουδούσε στου Κεφάλα τότε, κοντά στη σημερινό Δημαρχείο της Νίκαιας, στο σημερινό Γεφυράκι και απέναντι ήταν το μαγαζί του Περιβόλα.

-ΕΡ. Αν σε ρωτούσα, απ’ το λίγο που είχες παρατηρήσει, όταν καθόταν με νεότερα άτομα που μου είπες, μπορείς να θυμηθείς αν σού ’δινε την εντύπωση ενός πλακατζή ανθρώπου ή ήσυχου;

-ΑΠ. Δύσκολο να σου απαντήσω. Θυμάμαι έναν άνθρωπο που κάθονταν ήσυχα και μιλούσε χαμηλόφωνα. Δεν ήταν μια και δυο οι φορές που τον είδα, ήταν αρκετές. Θυμάμαι έναν άνθρωπο καλοντυμένο, με προσεγμένη εμφάνιση, σοβαρό. Κι αυτό που πρόσεξες εσύ στις φωτογραφίες του, το θυμάμαι κι εγώ τώρα. Ένα αποτραβηγμένο βλέμμα, σοβαρό και μελαγχολικό. Κι όπως σου είπα, τραγούδαγε ο Νούρος ακόμα τότε. Και λεφτά πρέπει να ’βγαζε. Κρατούσε ακόμα η μπογιά του. Α, τον θυμάμαι μια φορά να φεύγει και, πρόσεξα το περπάτημά του. Ε, κάτι υπήρχε...

Ποιος έχει μαύρη την καρδιά Facebook Twitter
Το εξώφυλλο της συλλογής «Whoever Has Blackness in His Heart (1928-1932)» με τον Νούρο στην Κωνσταντινούπολη τη δεκαετία του 1950.

Μια δεύτερη μαρτυρία που κατέγραψα στις 24 Σεπτεμβρίου 2018 είναι του μουσικού και συλλέκτη δίσκων Χρήστο Φαναρίτη, με έδρα την Αθήνα. Τη δεκαετία του 1990 ο Φαναρίτης έπαιζε σε μια μπάντα με έναν πιανίστα ονόματι Σωτήρη. Στη συνέχεια ο Φαναρίτης κάλεσε στο σπίτι του τον Σωτήρη, ο οποίος ήθελε να ακούσει δίσκους γραμμοφώνου από τη συλλογή του. Όταν ο Φαναρίτης τού έπαιξε τραγούδια του Νούρου, ο Σωτήρης είπε ότι τον γνώρισε όταν δούλευε στα λαϊκά μαγαζιά, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στην Κοκκινιά. Τότε, ο Νούρος, στα 60 του, και δεν είχε άλλη πηγή εισοδήματος, εκτός από τις παραστάσεις που έδινε σε τοπικά μαγαζιά, κυρίως με τη συνοδεία του Βαγγέλη Περπινιάδη του νεότερου (1927-2003). Ένα βράδυ ο Σωτήρης έπαιζε πιάνο σε μια κομπανία, ενώ ο Νούρος τραγουδούσε τους αμανέδες του. Η παράσταση ξεκίνησε και ενώ ο Σωτήρης ήταν κρυμμένος στο σκοτάδι, πίσω από τους άλλους μουσικούς, ο Νούρος άπλωσε το χέρι του και άρπαξε τον καβάλο του. Σύμφωνα με τον Φαναρίτη, ο Σωτήρης ήταν περίπου 18 ετών και δεν διαμαρτυρήθηκε για την παρενόχλησή του, επειδή εκείνη την εποχή ο Νούρος ήταν σεβαστός και είχε ακόμα κάποια δύναμη και κύρος. Ο Στάθης Gauntlett με ενημέρωσε, επίσης, μέσω email (10/12/2018) ότι ένας μουσικός τού είπε πως “του είχε κάνει επανειλημμένα πρόταση ο Νούρος, κατά τη διάρκεια μιας συνεργασίας, και ότι αυτό σταμάτησε μόνο όταν απείλησε να τον σπάσει στο ξύλο”».

Υπάρχει και μία διαπίστωση του Κώστα Λαδόπουλου που είναι ενδεικτική του περιφρονητικού τρόπου που του φέρονταν οι άλλοι μουσικοί, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονταν στους χαιρετισμούς του κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων.  

Συνεχίζοντας την έρευνά του στα αρχεία του Ηλία Πετρόπουλου για το ρεμπέτικο που υπάρχουν στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη, ο Αλεξανδράτος ανακάλυψε ότι τη δεκαετία του ’50 ο Νούρος έπασχε από σύφιλη. Μελετώντας τα βιβλιάρια ασθενείας του -τα οποία βρέθηκαν στα χέρια του Πετρόπουλου και τα διέσωσε- με τη βοήθεια ενός ειδικού στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, του Dr. Bradford από τη Μελβούρνη, και παρατηρώντας τις θεραπείες που του χορηγούσαν για χρόνια, διαπίστωσαν ότι την είχε κολλήσει τη δεκαετία του ’40 και υπέφερε από χρόνια μόλυνση στα μάτια (γι’ αυτό, ίσως, στις φωτογραφίες από τη δεκαετία του ’50 και του ’60 φοράει μαύρα γυαλιά).

Ποιος έχει μαύρη την καρδιά Facebook Twitter
Ο Ηλίας Πετρόπουλος έξω από το σπίτι του Νούρου στην Κοκκινιά, στις 9 Αυγούστου 1972, λίγους μήνες μετά τον θάνατο του τραγουδιστή (πέθανε στις 25 Μαΐου). Φωτο: Amnesiac Archive, https://amnesiac-archive.com
Ποιος έχει μαύρη την καρδιά Facebook Twitter
Το βιβλιάριο ασθενείας του Νούρου. Φωτο: Amnesiac Archive, https://amnesiac-archive.com

«Η σύφιλη είναι πολύ μολυσματική εάν τύχει να κάνεις σεξ χωρίς προστασία με ένα άτομο που την έχει αποκτήσει μέχρι και πριν από ένα χρόνο (μερικές φορές και δύο)» λέει ο Dr. Bradford. «Μπορεί να αποκτηθεί μέσω του κολπικού σεξ, του πρωκτικού σεξ, του στοματικού σεξ, ακόμη και μέσω ενός παρατεταμένου φιλιού. Ήταν πάντα τουλάχιστον το ίδιο συχνή και γενικά πολύ πιο συχνή μεταξύ των ανδρών που κάνουν σεξ με άνδρες (ναι, καταλαβαίνω όλα τα σχετικά με την περίπλοκη κοινωνική φύση του ανδρικού φύλου στις περισσότερες μεσογειακές χώρες, καθώς και στην Ελλάδα – σε αντίθεση με στους κλασικούς χρόνους!), παρά μεταξύ των ετεροφυλόφιλων. Αυτήν τη στιγμή, στο μεγαλύτερο μέρος του Δυτικού Κόσμου υπάρχει μεγάλη αναζωπύρωση της σύφιλης στους ομοφυλόφιλους άνδρες και ξέρω ότι στη δεκαετία του ’50, οι αφροδισιολόγοι στο Λονδίνο, για παράδειγμα, είχαν ήδη συνειδητοποιήσει πόσο συχνή είχε γίνει η σύφιλη σε άνδρες που είχαν “ομοφυλοφιλικές σχέσεις”. Οπότε, ο καημένος τραγουδιστής σου δεν ήταν ο μόνος.

Η σύφιλη στο μάτι είναι μεταγενέστερη εκδήλωση της λοίμωξης. Η σύφιλη ξεκινά ως τοπική πληγή – συνήθως στα γεννητικά όργανα, ή γύρω από τον πρωκτό ή μέσα στον κόλπο – η οποία μπορεί να είναι αρκετά ασήμαντη και στη συνέχεια εξαφανίζεται μόνη της – αυτό είναι το αρχικό στάδιο. Στη συνέχεια, η λοίμωξη γενικεύεται και εβδομάδες έως μήνες αργότερα, ξεκινά το δεύτερο στάδιο, με πυρετό, πρησμένους αδένες, εξάνθημα και μερικές φορές πιο δυσάρεστες επιπλοκές όπως νευρολογικές ή οφθαλμικές εκδηλώσεις – ραγοειδίτιδα, αμφιβληστροειδίτιδα, αν και αυτά τα πράγματα είναι σχετικά σπάνια. Όταν περνάει στο δεύτερο στάδιο γίνεται λανθάνουσα (αν και ανιχνεύεται με εξέταση αίματος). Τελικά περίπου το ένα τρίτο των ατόμων με σύφιλη που δεν έχει υποβληθεί σε θεραπεία θα εμφανίσει τριτογενή σύφιλη πολλά χρόνια αργότερα – 5, 10, ακόμη και 20 χρόνια, η οποία μπορεί να επηρεάσει σχεδόν οποιοδήποτε όργανο του σώματος – καρδιά, αορτή, εγκέφαλο, νωτιαίο μυελό, δέρμα, στόμα και μάτια (κερατοδερμία, όπου ο κερατοειδής μπορεί να υποστεί σοβαρή βλάβη).

Οπότε ο τραγουδιστής σου στάθηκε άτυχος, νομίζω. Ήταν γύρω στα εξήντα στις αρχές της δεκαετίας του 1950; Επομένως, εκτός κι αν ήταν ακόμα σεξουαλικά ενεργός σε αυτή την ηλικία με άλλα αγόρια, οπότε η κατάσταση των ματιών του θα ήταν πιθανότατα εκδήλωση δευτερογενούς σύφιλης, μπορεί να είχε αποκτήσει την πρωτογενή του λοίμωξη δέκα ή περισσότερα χρόνια πριν και να είχε αναπτύξει μια τριτογενή εκδήλωση της σύφιλης. Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αυτό το στάδιο. Εάν αντιμετωπιστεί έγκαιρα με πενικιλίνη, το δευτερογενές στάδιο ανταποκρίνεται καλά και λογικά γρήγορα στη θεραπεία, αλλά στο τριτογενές στάδιο (σύφιλη πολλών ετών) η ανταπόκριση είναι λιγότερο βέβαιη και πολύ πιο αργή…

Πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο να έλκεσαι από το ίδιο φύλο στην εποχή του – καλά, ήταν αρκετά άσχημο και το 1969, όταν πρωτοπήγα στο Λονδίνο. Αλλά πρέπει επίσης να τον θαυμάζετε για όλα όσα πέρασε – ήταν πρόσφυγας, έχασε δύο συζύγους και μια κόρη, υπηρέτησε στο στρατό ως διασκεδαστής (δεν είναι περίεργο που ήταν ρυτιδιασμένος και αγέλαστος!) – την αγάπη του για το τραγούδι και τη λαχτάρα του να ζήσει και να πάρει ό,τι μπορούσε παρά το δύσκολο κλίμα στο οποίο ζούσε».

Ο Νούρος έζησε μέχρι τα 80, οπότε το πιο πιθανό είναι να θεραπεύτηκε από τη σύφιλη. Η queer πλευρά του ρεμπέτικου παραμένει ταμπού και κανείς δεν έχει μιλήσει ξεκάθαρα γι' αυτή.   

Εδώ είναι ολόκληρο το άλμπουμ:

Nothing Days

ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ