Τα ασημένια πουλιά του Αλέκου Φασιανού αστράφτουν στο βελούδινο καλοκαιρινό φως που πέφτει στις βιτρίνες του Svenskt Tenn (σημαίνει «σουηδικός κασσίτερος», από τα πρώτα προϊόντα που παρήχθησαν από τη φίρμα), ενός brand που οι σύγχρονοι interior designers και επαγγελματίες του χώρου θεωρούν ως μια ιδιαίτερα επιδραστική και διαχρονική πηγή σκανδιναβικής αισθητικής – όχι με την περίφημη minimal προσέγγιση που γνωρίζουμε αλλά με έναν ζωηρό, πολύχρωμο και αφηγηματικά πλούσιο, «maximalist» χαρακτήρα.
Στο κέντρο της Στοκχόλμης, στη δενδρόφυτη παραλιακή λεωφόρο με τα πέτρινα σπίτια των αρχών του 20ού αιώνα, στην οδό Strandvägen 5, όπου βρίσκεται εδώ και έναν αιώνα το Svenskt Tenn, η καλοκαιρινή του έκθεση με τίτλο «Κάτω από τον ίδιο ουρανό» («Beneath the same sky») αποτίνει φόρο τιμής στον Αλέκο Φασιανό∙ τα έργα του παρουσιάζονται δίπλα σε αυτά του Γιόζεφ Φρανκ, φέρνοντας στους ίδιους χώρους δύο δημιουργούς των οποίων τα καλλιτεχνικά οράματα εμφορούνται από ισχυρές ιδέες για την ανθρωπότητα, το σπίτι ως χώρο λειτουργίας και ανάπαυσης και τη δύναμη της δημιουργικότητας.
Το σύμπαν του Φασιανού ήταν εξ ολοκλήρου δικό του, ένας εσωτερικός κόσμος φτιαγμένος από την προσωπική του μυθολογία, παιδικές αναμνήσεις και συναντήσεις με τους ανθρώπους και τους δρόμους της Αθήνας.
Ο πολύχρωμος, τολμηρός, ποιητικός, μυθολογικός κόσμος του Έλληνα καλλιτέχνη και η απόλυτα ξεχωριστή και προσωπική γλώσσα του ανοίγει έναν ευφάνταστο διάλογο με μια επιλογή από μοναδικά έπιπλα, φωτιστικά και βάζα τα οποία διατίθενται σε περιορισμένες εκδόσεις, με το καλλιτεχνικό σύμπαν του μεγάλου Σουηδού σχεδιαστή.

Ξεπερνώντας τα όρια της γεωγραφίας, του χρόνου και της παράδοσης που τους χωρίζουν, οι δυο καλλιτέχνες μοιράζονταν την πίστη στη δύναμη της δημιουργικότητας να μεταμορφώνει την καθημερινή ζωή και στο σπίτι ως καταφύγιο για τις αισθήσεις. Ζώντας και δουλεύοντας μεταξύ Αθήνας και Παρισιού, ο Αλέκος Φασιανός καλλιέργησε έναν κόσμο ιδεών με λυρικές απεικονίσεις μυθολογικών θεμάτων και αρχετυπικών μορφών, ένα έργο βαθιά ριζωμένο στην ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, που δεν ήταν ποτέ τοπικιστικό, αλλά μπορούσε να έχει παγκόσμια απήχηση.
Η επίσκεψη σε αυτή την έκθεση, στους δαιδαλώδεις, φωτεινούς, φιλόξενους χώρους του Svenskt Tenn, όπου το χρώμα της Μεσογείου στα αντικείμενα του Φασιανού αλλά και στα έργα που βρίσκονται στους τοίχους συναντιέται με τα μοναδικά σχέδια του Γιόζεφ Φρανκ, φανερώνει μια συναρπαστική συνάντηση μυαλών που δημιουργεί ένα απίστευτα αρμονικό και ισορροπημένο περιβάλλον. Σε ένα άλλο σύμπαν, οι δύο καλλιτέχνες θα μπορούσαν να είχαν συναντηθεί και συζητήσει τι σημαίνει μια εμπειρία γεμάτη χρώμα και χαρακτήρα στην καθημερινότητα, την οπτική απόλαυση που μεταμορφώνει όχι μόνο τη διάθεση αλλά και τον τρόπο ζωής μας. Αυτή η σχεδιαστική γλώσσα που χρησιμοποιούν και οι δυο δημιουργοί καταφέρνει να δημιουργεί μια αισθητική οικειότητα που δεν γίνεται ποτέ υπερβολική.


Η Βικτώρια Φασιανού λέει στη LiFO ότι η πρόταση γι’ αυτή την έκθεση ήρθε σχεδόν αναπάντεχα όταν ένας παθιασμένος συλλέκτης του Φασιανού που ζει στη Σουηδία πρότεινε να έρθει σε επαφή το Estate Alekos Fassianos με το Svenskt Tenn, πιστεύοντας ότι αυτή η συνάντηση θα απέφερε μια δημιουργική συνομιλία, κάτι που τελικά επιτεύχθηκε. «Έτσι ήρθαμε σε επαφή με αυτή την ομάδα των καταπληκτικών ανθρώπων που διαχειρίζονται με απίστευτο σεβασμό και αγάπη την κληρονομιά του Γιόζεφ Φρανκ και των οραματικών σχεδιαστών που άφησαν εκεί το αποτύπωμά τους. Aυτοί μελέτησαν τα αρχεία του Αλέκου Φασιανού, τις σημειώσεις, τα σχέδια, και μετέφεραν στην έκθεση την ατμόσφαιρα του εργαστηρίου του με φωτογραφίες και αντικείμενα που δημιουργούν έναν προσωπικό χώρο, ώστε οι επισκέπτες να έχουν εικόνα του καλλιτέχνη αλλά και του τρόπου με τον οποίο δούλευε», εξηγεί.
«Αν μιλήσω σήμερα για τον πατέρα μου», συνεχίζει, «θα πω ότι ήταν ένας παραγωγικός και αφοσιωμένος δημιουργός που ό,τι άγγιζε γινόταν μέρος του καλλιτεχνικού του κόσμου, από τους πίνακες ζωγραφικής και τα γλυπτά μέχρι τα ρούχα του, τα έπιπλα, ακόμη και τους διακόπτες στο σπίτι του. Πίστευε στη δημιουργία, όχι στην αγορά. Η απλότητα ήταν αρετή και το χειροποίητο ήταν ιερό. Υπάρχει ένας παγκόσμιος ήρωας στο έργο του Φασιανού, κάποιος που ζει στους μύθους μας και στο μυαλό μας. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι σήμερα λαχταρούν αυτό το είδος μορφής που είναι ποιητική, ανθρώπινη, αιώνια».
Πράγματι, το σύμπαν του Φασιανού ήταν εξ ολοκλήρου δικό του, ένας εσωτερικός κόσμος φτιαγμένος από την προσωπική του μυθολογία, παιδικές αναμνήσεις και συναντήσεις με τους ανθρώπους και τους δρόμους της Αθήνας. Η έμπνευσή του προήλθε από την περιπλάνηση στην πόλη, τις συνομιλίες με ποιητές, τεχνίτες και καλλιτέχνες, και από την εμβάθυνση στην εικονογραφία της αρχαίας Ελλάδας και των βυζαντινών εκκλησιών. Ανέπτυξε τη δική του χρωματική παλέτα, την οποία εμπνεύστηκε από τις γυναίκες των ελληνικών νησιών που ασβέστωναν τα σπίτια τους, και την εφάρμοσε με διάφορα μέσα: λάδια, ακουαρέλες, πηλό, ψηφιδωτά, ξύλο και μάρμαρο.



Η έκθεση, που θα διαρκέσει μέχρι τις 27 Αυγούστου 2025, σφύζει από κόσμο που ανακαλύπτει με περιέργεια και θαυμασμό τα έπιπλα που σχεδίασε ο Φασιανός, τα διακοσμητικά αντικείμενα και τα υφάσματα με τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα του, τα οποία εκπροσωπούν μεγάλο μέρος του έργου του ‒περιλαμβάνουν πουλιά, μέλισσες, στάχυα σιταριού και κασκόλ, και έχουν την ελευθερία ως κυρίαρχο θέμα‒, δίπλα στα μοτίβα του Γιόζεφ Φρανκ, αποδεικνύοντας ότι αυτή η απρόσμενη συνάντηση είναι ένας ύμνος στη χαρά της ζωής. «Μπορεί να υπάρχουν λίγα κοινά μεταξύ Σουηδίας και Ελλάδας όσον αφορά το κλίμα ή το τοπίο», λέει η Βικτώρια, «αλλά στις καλλιτεχνικές τους φιλοσοφίες ο Γιόζεφ Φρανκ και ο Αλέκος Φασιανός είναι αξιοσημείωτα ευθυγραμμισμένοι. Και οι δύο εργάστηκαν με βάση τη φύση. Και οι δύο αγκάλιασαν το χρώμα, τη διακόσμηση και τη ζεστασιά. Και οι δύο πίστευαν ότι το σπίτι πρέπει να είναι γεμάτο ζωή».
Οι δυο καλλιτέχνες φαίνεται να ονειρεύονται κάτω από τον ίδιο ουρανό. Η συνεργασία του Svenskt Tenn με το Fassianos Estate αντικατοπτρίζει τη διαρκή δέσμευση για τη διατήρηση της καλλιτεχνικής κληρονομιάς των δημιουργών, τιμώντας τους με εκθέσεις και θέλοντας με το ίδιο πάθος να τους συστήσουν σε νέες γενιές.


Η μυθική ιστορία του Svenskt Tenn
Περνώντας το κατώφλι του Svenskt Tenn με υποδέχεται εγκάρδια η Tora Grape, Marketing and Brand Communication Director, και με ξεναγεί στο κατάστημα που μοιάζει περισσότερο με έκθεση design, χωρίς να χάνει τη ζεστασιά και τον χαρακτήρα ενός σπιτιού. Σε αυτό το «μαγαζί» εργάζονται 150 άτομα και αν το μετρήσουμε με ελληνικά μεγέθη, καταλαμβάνει το ισόγειο και τον πρώτο όροφο ενός αθηναϊκού τετραγώνου.
Η Tora μου εξηγεί ότι το Svenskt Tenn σήμερα ανήκει στο Ίδρυμα Kjell and Märta Beijer και όλα τα κέρδη που προκύπτουν δωρίζονται στην έρευνα σε τομείς όπως η περιβαλλοντική βιωσιμότητα, η γενετική, η βιοϊατρική και η φαρμακευτική. Επίσης, είναι αξιοσημείωτο ότι βρίσκεται στην ίδια θέση, λειτουργώντας ως κατάστημα εσωτερικής διακόσμησης, από το 1927, οπότε βρήκε τον χώρο η ιδρύτριά του Έστριντ Έρικσον, καθηγήτρια τέχνης και καλλιτέχνιδα κασσίτερου, τρία χρόνια αφότου το δημιούργησε με όραμα να κάνει τα αντικείμενα σύγχρονης τέχνης από κασσίτερο προσιτά στο κοινό.

Δείχνοντάς μου μια ψάθινη καρέκλα, η Tora μου εξηγεί ότι ακόμα και σήμερα αυτή η χειροποίητη καρέκλα φτιάχνεται σε ένα εργαστήριο που υπάρχει εδώ και πέντε γενιές στην παλιά πόλη, ότι τα υφάσματα από βαμβάκι και λινό τυπώνονται σε ειδικούς τεχνίτες στη Γαλλία και στο Λάνκαστερ, ένα μεγάλο μέρος των επίπλων του Γιόζεφ Φρανκ κατασκευάζεται στα ίδια ξυλουργεία στο Småland και το Södermanland που τα παράγουν από τη δεκαετία του 1950, τα αντικείμενα από γυαλί κατασκευάζονται, μεταξύ άλλων, και στο περίφημο εργοστάσιο υαλουργίας Reijmyre στο Östergötland, ενώ τα εργαστήρια κασσίτερου στο δυτικό Götaland στη Σουηδία συγκαταλέγονται στους σταθερούς προμηθευτές τους.
Η ιδέα της οραματίστριας Έστριντ Έρικσον που, εμπνευσμένη από τον Βρετανό σχεδιαστή Γουίλιαμ Μόρις, έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στην τέχνη της χειροτεχνίας, στο χειροποίητο και στην επιδεξιότητα των τεχνιτών, συνεχίζεται και σήμερα στον ίδιο χώρο, με το Svenskt Tenn να φέρνει σε σύγχρονη μορφή τόσο το δικό της πνεύμα όσο και του Γιόζεφ Φρανκ, τηρώντας παράλληλα, αυστηρά, τους δικούς τους κανόνες.
Σήμερα, το ογδόντα τοις εκατό της γκάμας του Svenskt Tenn αποτελείται από προϊόντα δικού του σχεδιασμού. Μόνο ο Γιόζεφ Φρανκ άφησε πίσω του 3.000 σχέδια και σκίτσα, καθώς και 250 εκτυπώσεις και σχέδια υφασμάτων που αποτελούν πηγή έμπνευσης για πολλούς σύγχρονους σχεδιαστές σε όλο τον κόσμο και βρίσκονται στις συλλογές του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη (MoMA) και του Εθνικού Μουσείου της Στοκχόλμης.
Γνωρίζοντας δυο θρύλους του design


Επιχειρηματίας, οραματίστρια, καλλιτέχνης, σχεδιάστρια, παραγωγός και σκηνογράφος είναι κάποιοι από τους πολλούς τίτλους που θα μπορούσαν να αποδοθούν στην Έστριντ Έρικσον, μια γυναίκα πολύ μπροστά από την εποχή της. Γεννημένη το 1894, ήταν 30 ετών όταν ίδρυσε το Firma Svenskt Tenn το 1924. Το εργαστήριό της, ένα cabinet des curiosités στο οποίο με ξεναγεί η Tora, δείχνει το ελεύθερο, δημιουργικό πνεύμα της που αντλούσε από κάθε παράδοση και στυλ, από πολύτιμα και ασήμαντης αξίας αντικείμενα με τα οποία συνέθετε αβίαστα έναν κόσμο μοναδικής αισθητικής και πνευματικότητας.
Ήταν καθηγήτρια σχεδίου στο Tekniska Skolan (σημερινό Konstfack, Πανεπιστήμιο Τεχνών, Χειροτεχνίας και Σχεδιασμού) στη Στοκχόλμη όταν οραματίστηκε την προσφορά αντικειμένων σύγχρονης τέχνης από κασσίτερο σε ένα ευρύτερο κοινό. Αξιοποιώντας την κληρονομιά του πατέρα της, ξεκίνησε τη δική της επιχείρηση που σύντομα έγινε ένα δημιουργικό κέντρο, το οποίο ανέδειξε το ταλέντο της να ανακαλύπτει πολλά υποσχόμενους νέους σχεδιαστές της εποχής∙ συνεργάστηκε με καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες και σχεδιαστές όπως οι Nils Fougstedt, Anna Petrus Lyttkens, Uno Åhrén, Björn Trägårdh και Tyra Lundgren. Το 1927 η επιχείρηση μεταφέρθηκε στη σημερινή της τοποθεσία στο Strandvägen. Η ίδια μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα στο ίδιο κτίριο, κάτι που πυροδότησε το ενδιαφέρον για την εσωτερική διακόσμηση. Η γκάμα του καταστήματος διευρύνθηκε ώστε να περιλαμβάνει έπιπλα, διακόσμηση σπιτιού και υφάσματα. Η ίδια εργάστηκε ως σκηνογράφος, δημιουργική διευθύντρια και επιμελήτρια εκθέσεων και η ικανότητά της να δημιουργεί ατμοσφαιρικούς χώρους και να συνδυάζει αντικείμενα με όμορφους και απροσδόκητους τρόπους ήταν μοναδική.


Τα πρώτα χρόνια πίστευε σε μια αισθητική μνιμαλιστική και συγκρατημένη, στη λειτουργικότητα, σε ένα ύφος απλό και ελκυστικό. Αργότερα, άρχισε να σκηνογραφεί το κατάστημα με μοντερνιστικά έπιπλα με χρώματα που δημιουργούσαν αντίθεση, και τα τοποθετούσε σε φωτεινούς εσωτερικούς χώρους. Στο κατάστημα έστηνε τραπέζια και νεκρές φύσεις με διακοσμητικά κουτιά, κοράλλια και μοντέρνα τέχνη από κασσίτερο. Ήταν από τους πρώτους καλλιτέχνες που αγκάλιασαν το κίνημα του μοντερνισμού και έδειξε λειτουργικά έπιπλα στη Σουηδία. Σχεδίαζε καθρέφτες, κουτιά, εκτυπώσεις, κοσμήματα και λεπτομέρειες των εσωτερικών χώρων. Άντλησε έμπνευση από τα πολλά ταξίδια της, από ιστορικά αντικείμενα και σύγχρονους καλλιτέχνες. Ο συνδυασμός είχε ως αποτέλεσμα ένα μείγμα υψηλού και χαμηλού, κλασικού και μοντέρνου∙ τελικά, έγινε μία από τις πιο γνωστές προσωπικότητες στη σκηνή σχεδιασμού της Στοκχόλμης του 20ού αιώνα.
«Δεν πρέπει να ξεχνάμε να αγαπάμε την ελευθερία μέσα στα σπίτια μας, να μην απορρίπτουμε κομμάτια μόνο και μόνο επειδή θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τον αισθητικό μας φορμαλισμό. Δεν είναι ποτέ ένα κατασκευασμένο χρωματικό διάγραμμα που δίνει σε ένα σπίτι την προσωπικότητά του, αλλά όλα τα πράγματα που συλλέγει κανείς στη ζωή του. Όλα τα πράγματα που κάποτε αγαπούσαμε, μαζί με όλα τα πράγματα που αγαπάμε σήμερα ‒ τα σπίτια μας δεν ολοκληρώνονται ποτέ, σε όλη μας τη ζωή συνεχίζουμε να χτίζουμε πάνω σε αυτά», έλεγε.

Δέκα χρόνια μετά την ίδρυση του Svenskt Tenn, η Έρικσον προσλαμβάνει ως καλλιτεχνικό συνεργάτη τον αρχιτέκτονα και σχεδιαστή Γιόζεφ Φρανκ, έναν από τους πρωτοπόρους του κινήματος του βιεννέζικου μοντερνισμού ‒είχε πάρει αποστάσεις απ’ αυτόν ήδη από τη δεκαετία του ’20‒, ο οποίος είχε τραβήξει την προσοχή της με το Haus & Garten, μια εταιρεία εσωτερικής διακόσμησης που είχε ιδρύσει στη Βιέννη και παρήγε έπιπλα, φωτιστικά, υφάσματα και χαλιά.
Το 1932, ο Γιόζεφ Φρανκ ήταν 50 χρονών και με τη σύζυγό του εγκατέλειψαν την Αυστρία λόγω του αντισημιτισμού που επικρατούσε. Η Έρικσον του πρόσφερε ένα δημιουργικό καταφύγιο. Εκείνος σχεδίαζε έπιπλα και σχέδια εκτυπώσεων, ενώ εκείνη είχε ένα αλάνθαστο μάτι για το τρόπο παρουσίασής τους.
Η συνεργασία τους άλλαξε την προσέγγιση της Έρικσον για τους εσωτερικούς χώρους, φέρνοντας μια νέα προοπτική και μετατρέποντας τη λειτουργικότητα και την αυστηρή νηφαλιότητα του κινήματος σε κάτι πιο μαλακό και πιο φιλόξενο. Η φιλοσοφία τους βασιζόταν στην ανάμειξη πολύτιμων και φθηνών αντικειμένων, τα οποία δεν ήταν απαραίτητο να συνδυάζονται. Η ανθρώπινη εμπειρία των εσωτερικών χώρων ήταν κεντρική, πράγμα που σήμαινε ότι η άνεση ήταν η πιο σημαντική πτυχή. Αναμνήσεις και αντικείμενα που βρέθηκαν από ταξίδια και άλλους πολιτισμούς τοποθετήθηκαν σε ένα μοντέρνο εσωτερικό, ώστε να αντικατοπτρίζουν την προσωπικότητα των κατοίκων.


Ο Αυστριακός αρχιτέκτονας και σχεδιαστής που πλέον αναγνωρίζεται ευρέως ως ένας από τους σημαντικότερους σχεδιαστές της Σουηδίας, έλεγε πώς «για να δημιουργήσεις κάτι που να σου δίνει την αίσθηση του ζωντανού, πρέπει πάντα να ξεκινάς με κάτι που είναι ζωντανό». Ο Φρανκ, σε αντίθεση με τον Λε Κορμπιζιέ, που πίστευε ότι το σπίτι είναι «μια μηχανή για να ζει κανείς μέσα σε αυτήν», απέρριπτε τις πουριτανικές αρχές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, φοβούμενος ότι οι τυποποιημένοι εσωτερικοί χώροι των σπιτιών θα κατέληγαν να κάνουν τους ανθρώπους ομοιογενείς και βαρετούς.
Ο μοντερνισμός, σύμφωνα με τον Γιόζεφ Φρανκ, έδινε έμφαση στο υλικό και όχι στο πνευματικό. Αντ’ αυτού, εκείνος εμπνεύστηκε από πιο ελεύθερα, πιο καλλιτεχνικά ιδανικά και ανέπτυξε το δικό του είδος μοντερνισμού όπου το άτομο, η άνεση, η οικειότητα και η έντονη χρήση χρωμάτων ήταν κεντρικά. Αρνήθηκε να περιοριστεί από τις συμβάσεις της εποχής, αντίθετα αναζήτησε έμπνευση για τα έπιπλα και τα σχέδια των μοτίβων του σε πηγές που δεν υφίσταντο περιορισμούς από τον χώρο και τον χρόνο.
Από την παιδική του ηλικία, είχε έντονο ενδιαφέρον για τη βοτανική και μέχρι τη δεκαετία του 1920 είχε δημιουργήσει μια ολόκληρη συλλογή χλωρίδας στα σχέδιά του. Ανακάτευε τα αγαπημένα του άνθη, π.χ. μαργαρίτες, τουλίπες, τριαντάφυλλα, λουλουδάτες πρωινές δόξες, μη με λησμόνει, βιολέτες, κρίνα της κοιλάδας και κρόκους με φανταστικά είδη, συχνά σχεδιασμένα σε εξπρεσιονιστικό ύφος.

Μένοντας μακριά από τις απειλητικές, όπως τις θεωρούσε, φόρμες των μεταλλικών επίπλων, ήθελε να ενσωματώσει χρώματα και σχήματα της φύσης στα σχέδιά του, τα οποία θα δημιουργούσαν ηρεμία και ελευθερία ακόμη και σε κλειστούς χώρους. Για τον ίδιο λόγο, προτιμούσε έπιπλα που θα μπορούσαν να είναι «διαφανή». Μια καρέκλα έπρεπε να έχει ανοιχτή πλάτη και ένα ντουλάπι έπρεπε να τοποθετείται σε πόδια αρκετά ψηλά, ώστε να επιτρέπει στον θεατή να βλέπει τη γραμμή μεταξύ δαπέδου και τοίχου. Ακόμα και τα σχέδιά του με τα υφάσματα βασίζονταν στην ίδια φιλοσοφία. «Η απλή επιφάνεια δίνει μια αίσθηση ανησυχίας, μια με σχέδια δίνει μια αίσθηση ηρεμίας ‒ καθώς επηρεάζεσαι υποσυνείδητα από την αργή διαδικασία. Οι διακοσμημένες επιφάνειες απαιτούν χρόνο για παρατήρηση, ενώ μια απλή επιφάνεια γίνεται γρήγορα αντιληπτή και εξίσου γρήγορα χάνεις το ενδιαφέρον σου γι’ αυτήν», έλεγε.
Λίγα χρόνια μετά τη μετανάστευσή του ο Φρανκ με την Έρικσον σημείωσαν την πρώτη τους διεθνή επιτυχία, εκθέτοντας στις παγκόσμιες εκθέσεις στο Παρίσι το 1937, στο Σαν Φρανσίσκο και στη Νέα Υόρκη το 1939. Εκεί τα σχέδιά τους ξεχώρισαν, αντιβαίνοντας κατάφωρα στα ιδανικά της εποχής. Σύντομα θα ενσάρκωναν με παράδοξο τρόπο το «σουηδικό μοντέρνο».
Ο Φρανκ, μετά την εισβολή των Γερμανών στη Δανία και τη Νορβηγία το 1940, μετανάστευσε για άλλη μια φορά στη Νέα Υόρκη, δημιουργώντας πολλά από τα σχέδια εκτυπώσεων που εξακολουθούν να αποτελούν μέρος της γκάμας του Svenskt Tenn μέχρι σήμερα. Διατήρησε την επαφή με την Έρικσον και όταν ο πόλεμος τελείωσε επέστρεψε στη Σουηδία και στο Svenskt Tenn.


Τα επόμενα χρόνια δημιούργησαν επίσης από κοινού εσωτερικούς χώρους για μεγάλο αριθμό ιδιωτικών κατοικιών και δημόσιων χώρων. Μέσω της δημιουργικής του συνεργασίας, η οποία διήρκεσε μέχρι τον θάνατο του Φρανκ το 1967, το δίδυμο δημιούργησε τη μοναδική, πολύχρωμη, με έντονα σχέδια και προσωπική αισθητική που παραμένει θεμελιώδης για το Svenskt Tenn, όπου διατηρείται το έργο ζωής του στο έπακρο μέσα από μια εκπληκτική συλλογή από διαχρονικά έπιπλα και εσωτερικούς χώρους. Συνολικά 3.000 σχέδια και σκίτσα, καθώς και 250 εκτυπώσεις υπογεγραμμένες από τον Φρανκ, φυλάσσονται στο αρχείο του Svenskt Tenn.
Το θάρρος ήταν το χαρακτηριστικό της Έστριντ Έρικσον σε όλη της τη ζωή. Ίδρυσε την εταιρεία της από πάθος και παρέμεινε πιστή στα ιδανικά και στις αξίες της ανεξαρτήτως κοινωνικών αλλαγών και παγκόσμιων πολέμων. Την επέβλεπε καθημερινά μέχρι το 1975, όταν σε ηλικία 81 ετών την πούλησε στο Ίδρυμα Kjell and Märta Beijer. Ακόμα και μετά την πώληση, παρέμεινε στην εταιρεία ως καλλιτεχνική διευθύντρια για αρκετά χρόνια. Απεβίωσε το 1981, αλλά το έργο και η κληρονομιά της ζωής της συνεχίζουν να αναπτύσσονται, να εμπνέουν και να εκπλήσσουν.
«Beneath the same sky»
Μια συνομιλία των έργων του Αλέκου Φασιανού και του Γιόζεφ Φρανκ
Έως τις 27 Αυγούστου 2025
Svenskt Tenn, Strandvägen 5, Στοκχόλμη