7 συνεργάτες της LiFO γράφουν για την αγαπημένη τους παραλία (με κάποια δόση νοσταλγίας)

8 συνεργάτες της LiFO γράφουν για την αγαπημένη τους παραλία (με κάποια δόση νοσταλγίας) Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Γιώργος Γούσης/LIFO
0

Η παραλία δίχως όνομα στους Φούρνους Ικαρίας

Δεν ξέρω ποια είναι η αγαπημένη μου παραλία. Μάλλον δεν έχω. Όμως αυτό που με τα χρόνια έχω καταλάβει είναι πως απ' όλες τις καλοκαιρινές διακοπές η παραλία που θυμάμαι πάντα είναι εκείνη που για να τη βρω θα πάρω κάποιο μονοπάτι, φορώντας σαγιονάρες που γλιστράνε. Θα περάσω ανάμεσα από σκίνα και ξεραμένους θάμνους που γδέρνουν τα πόδια. Στον δρόμο θα σταματήσω άπειρες φορές για να χαζέψω το τοπίο, συνήθως το πέλαγος από ψηλά, δίπλα στον γκρεμό. Θα συναντήσω πολλές διασταυρώσεις και θα πάρω πάντα τον λάθος δρόμο – χωρίς να το καταλάβω, θα έχω βρεθεί στη μέση του πουθενά και θα χρειαστεί να πάω πάλι πίσω και φτου κι απ' την αρχή. Θα σιχτιρίσω την ώρα και τη στιγμή που ξεκίνησα. Θα πω «εγώ φταίω που σε άκουσα». Θα τσακωθούμε λίγο γιατί θα έχουμε ξεχάσει να πάρουμε νερό. Θα έχουμε ιδρώσει και θα έχουμε φτάσει στα πρόθυρα της ηλίασης. Θα βγάλουμε τα ρούχα και θα μείνουμε με τα μαγιό. Θα προχωρήσεις μπροστά και θα σε ακολουθώ. Θα σκέφτομαι ήδη τον δρόμο της επιστροφής, «πώς θα ξανακάνουμε όλον αυτόν τον δρόμο». Σε κάποιο σημείο θα δούμε κάτι μεγάλες πέτρες σημαδεμένες με μπογιά να μας δείχνουν το μονοπάτι. Θα αναθαρρήσω: «είμαστε στον σωστό δρόμο». Θα φυσήξει λίγο αεράκι – είμαστε ψηλά πια και είναι ωραία. Θα μυρίσουμε το θυμάρι και το φασκόμηλο στον αέρα. Στο βάθος κάποιο κρις κραφτ θα σκίζει τη θάλασσα, σχηματίζοντας μια λευκή γραμμή. Ξαφνικά, ο ήχος των τζιτζικιών θα γίνει εκκωφαντικός. Θα συνεχίσουμε το περπάτημα μέχρι τη στροφή στην πλαγιά απ' όπου θα μας αποκαλυφθεί H ΠΑΡΑΛΙΑ.

Πέρσι, την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου, πήραμε πάλι το μακρύ μονοπάτι. Αφήσαμε πίσω την ταβέρνα στο Καμάρι, έναν μικρό όρμο στην ανατολική πλευρά των Φούρνων, περάσαμε μέσα από την Παραλία της Γριάς, που στον βυθό της έχει αρχαία ναυάγια, και μετά από μισή ώρα περπάτημα, σκαρφάλωμα και μετά κουτρουβάλημα βρεθήκαμε στην παραλία δίχως όνομα. Άδεια κι έρημη και κάπως εχθρική. Κανένα δέντρο για ίσκιο και μια τεράστια αποικία αχινών –δεν είχα ξαναδεί τόσο πολλούς αχινούς στη ζωή μου– μέσα στα νερά της.
Όμως, κάπου εκεί, στην απόλυτη απουσία κάθε ίχνους ανθρώπινης ζωής, βρήκαμε και πάλι αυτό που ψάχνουμε πάντα: λίγη ησυχία. Το απόλυτο τίποτα.

Μερόπη Κοκκίνη

Πέταξα γρήγορα το παρεό, έπιασα τα μαλλιά κότσο, πήρα τη μάσκα, χαιρέτησα με ένα φιλί κι έτρεξα να μπω στο νερό. Για τέσσερις ώρες σερί δεν τον ξαναείδα. Βούταγα και ξαναβούταγα να σιγουρευτώ ότι ο βυθός υπάρχει και δεν είναι προϊόν της φαντασίας μου. Στην αρχή λευκός, ύστερα μοβ, τιρκουάζ και τέλος βαθύ, σκούρο μπλε. 

Σεϋχέλλες

Σεϋχέλλες, όχι οι mainstream, οι πάμε για τρέλες. Όχι, όχι. Εγώ μιλάω για τις εναλλακτικές, τις ντόπιες, τις ικαριώτικες. Την εξωτικότερη παραλία του Αιγαίου που προκαλεί διαταραχή κροταφογναθικής άρθρωσης σε όποιον την επισκεφτεί. Αυτό συνέβη με το που πάτησα τα υπέροχα, καμένα, ξυπόλυτα πόδια μου στα λεία, ανοιχτόχρωμα βότσαλά της. Μου έπεσε το σαγόνι. Και για 10 ώρες που έκατσα εκεί δεν ξανανέβηκε. Η ιστορία ξεκινάει μ' εμένα γαντζωμένη, εντελώς αδέξια, σε ζεματιστούς βράχους να κατεβαίνω με την όπισθεν και να φωνάζω απεγνωσμένα «Παναγιά μου, θα πεθάνουμε!», ενώ από δίπλα μου κατηφόριζαν μπαλετικά ψύχραιμοι τουρίστες με τα σανδαλάκια τους.

Κάποια στιγμή, μετά από αίμα, δάκρυα, ιδρώτα κι ένα κάψιμο στη δεξιά φτέρνα, έφτασα στην παραλία. Εκεί οι παρακλήσεις και τα τροπάρια αντικαταστάθηκαν από ένα επαναλαμβανόμενο ενθουσιώδες «τιναφτορε!». Κυριολεκτικά δεν πίστευα ό,τι έβλεπα. Χάζεψα! Κοίταξα τον φίλο μου, που είχε βρει ήδη ένα σημείο με σκιά πίσω από έναν επιβλητικό βράχο. «Τιναφτορε;» του είπα. «Δεν πιστεύω να θες να γυρίσουμε στο κάμπινγκ; Εδώ θα μείνουμε, όσο διαρκεί η άδεια και η ζωή μας». Δεν θυμάμαι τι μου απάντησε, είχα σταματήσει να ακούω, μόνο θαύμαζα με γουρλωμένα μάτια και ανοιχτό στόμα. Πέταξα γρήγορα το παρεό, έπιασα τα μαλλιά κότσο, πήρα τη μάσκα, χαιρέτησα με ένα φιλί κι έτρεξα να μπω στο νερό. Για τέσσερις ώρες σερί δεν τον ξαναείδα. Βούταγα και ξαναβούταγα να σιγουρευτώ ότι ο βυθός υπάρχει και δεν είναι προϊόν της φαντασίας μου. Στην αρχή λευκός, ύστερα μοβ, τιρκουάζ και τέλος βαθύ, σκούρο μπλε. Τριγύρω κρυμμένες μυστηριώδεις υποθαλάσσιες σπηλιές. Κολυμπώντας, έφτασα σε μία που βρισκόταν δίπλα στην παραλία. Μπήκα πατώντας διστακτικά πάνω στις πολύχρωμες πέτρες, σκαρφάλωσα με δέος σε ένα από τα πιο ψηλά σημεία και στάθηκα να κοιτάω μαγεμένη τους σταλακτίτες και τις αντανακλάσεις του φωτός μέσα στο σκοτάδι. Η παντελής έλλειψη θορύβου, η ανεκτίμητη απουσία ανθρώπινης ύπαρξης, διακόπτονταν από τον γλυκό παφλασμό του νερού πάνω στις πέτρες. Έκλεισα τα μάτια. Όταν ξύπνησα, είχε αρχίσει πια να σουρουπώνει.

Βγήκα νωχελικά από τη σπηλιά και κολύμπησα προς την ακτή. Ο κόσμος είχε αρχίσει να αραιώνει. Γυρνούσαν πίσω; Έψαχναν για τον επόμενο εξωτικό προορισμό; Δεν ξέρω. Όπως και δεν ξέρω τι είναι αυτό (ρε) που κάνει τις Σεϋχέλλες τόσο απερίγραπτα όμορφες και ιδανικές. Και δεν με νοιάζει να μάθω. Φτάνει να λιάζομαι ξαπλωμένη στους γρανιτένιους βράχους τους, να βουτάω στα τιρκουάζ νερά τους, να εξερευνώ τις μυστηριώδεις σπηλιές τους. Το ονειροπόλημά μου διεκόπη απότομα από την παρουσία ανθρώπινης ύπαρξης που πεινούσε και ήθελε να γυρίσουμε. Ακολούθησα, έβαλα αργά το παρεό, έλυσα τα μαλλιά, πήρα τα πράγματα, χαιρέτησα με ένα φιλί και ξεκίνησα να ανηφορίζω προς το ταξίδι –το λες και κτηνωδία– του γυρισμού. Την επόμενη χρονιά ξαναπήγα κι ας ήξερα τι θα περάσω για να φτάσω, γιατί αν κάτι μου δίδαξε αυτή η παραλία, είναι πως τελικά «σημασία δεν έχει το ταξίδι αλλά ο προορισμός».

Άννα Κόκορη

Ρούκουνας - Ανάφη

Ο Ρούκουνας δεν έχει σήμα. Ο Ρούκουνας είναι το μοναδικό μέρος στη γη όπου δεν έχω επαφή με τον έξω κόσμο. Ούτε κλήσεις, ούτε 4G, ούτε scroll down ανά πεντάλεπτο. Στον Ρούκουνα νιώθω τα μέλη μου να χαλαρώνουν, τα μάτια μου να καθαρίζουν, το πνεύμα μου να γαληνεύει. Κάποιες μέρες με βιβλίο, κάποιες χωρίς, πιάνω τον εαυτό μου να χαζεύει τις βραχονησίδες απέναντι, τα λεπτά, οι ώρες να περνούν, το μυαλό να φεύγει, κι εγώ να είμαι ακόμα εκεί. Εγώ, που τα τελευταία χρόνια το span της προσοχής μου δεν μπορεί να διαρκέσει πάνω από πεντάλεπτο – εκτός αν βλέπω θέατρο ή σινεμά. Δεν είναι όμως μόνο η τεχνολογική απομόνωση που προσφέρει αυτή η παραλία και καταφέρνει να με αλλάζει – αυτήν, εξάλλου, μπορείς να τη βρεις κι αλλού ή να την επιβάλεις στον εαυτό σου, αν την έχεις τόσο μεγάλη ανάγκη. Η χαλαρότητα, οι ελεύθεροι κατασκηνωτές, οι αργοί ρυθμοί (σωστότερα, η παντελής έλλειψη οποιουδήποτε ρυθμού), η ανθρώπινη γύμνια, συχνά σεξουαλικά φορτισμένη, ποτέ όμως αγοραία ή επί τούτου, στοιχεία που σε άλλες συνθήκες μπορούν να μου προκαλέσουν τον απόλυτο εκνευρισμό, εκεί λειτουργούν πάντα ως η μεγάλη κάθαρση από τη σεζόν που έχει προηγηθεί και η πιο ιδανική προετοιμασία για όσα έρχονται. Είτε στην τούρλα του Αυγούστου, με τις σκηνές να φτάνουν στο κύμα, είτε στην απόλυτη ηρεμία των αρχών του Ιουλίου που ανακάλυψα φέτος, με όλους κι όλους 20 ανθρώπους τριγύρω, τη σαγήνη που μου ασκεί αυτό το μέρος δεν μπορώ να τη βρω αλλού – και τον βαθμό καθαρότητας των νερών και της αμμουδιάς επίσης. Ακόμα και η μέλισσα που με γυρόφερνε τις προάλλες και, τελικά, σχεδόν με τσίμπησε δεν χρειάστηκε να θυσιαστεί. Συνέχισε την πτήση της, αρτιμελής, και το δικό μου τσούξιμο υποχώρησε μετά από πέντε λεπτά – ω του θαύματος!

Από πάνω, η Ταβέρνα του Παπά είναι το απάγκιο των campers, σταθερά, εδώ και χρόνια. Παραδίπλα μετακόμισε από τη χώρα και το αγαπημένο «Πού πας καραβάκι» και μετατράπηκε σε βραχώδες lounge – αλλά σε εντελώς αναφιώτικη βερσιόν, άνυδρη, άγρια, με γεννήτρια, μη φανταστείς κάτι που θα κλοτσήσει στο σκηνικό. Πλέον αρνούμαι να χαραμίσω έστω και μία μέρα από τις περιορισμένες που περνάω στην Ανάφη για να επισκεφθώ οποιαδήποτε άλλη παραλία του νησιού. Φέτος ακούστηκαν κάποια στιγμή και ρακέτες. Ήταν οριακά αστείος ο ήχος, εντελώς παράταιρος στη ρουκουνιώτικη πραγματικότητα και μάλλον το κατάλαβαν από μόνα τους τα κορίτσια που ευθύνονταν γι' αυτή την εγκληματική παραβίαση της συνθήκης, αφού μετά από λίγη ώρα σταμάτησαν.

«Και τι έκανες στην Ανάφη;». «Κυλιόμουνα στον Ρούκουνα». «Αυτό, μόνο;». «Αυτό, αρκεί!»

Aλέξανδρος Διακοσάββας

 

8 συνεργάτες της LiFO γράφουν για την αγαπημένη τους παραλία (με κάποια δόση νοσταλγίας) Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Γιώργος Γούσης/LIFO

Αϊ-Γιάννης, Γαύδος

Σε μια χώρα με ακτογραμμή 15.147 χλμ., 7 πελάγη, 6.000 νησιά και πλήθος, περισσότερο ή λιγότερο γνωστές, σούπερ παραλίες για κάθε γούστο, είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις κάποια, ειδικά αν έχεις υπάρξει ή είσαι ακόμα «μικρός εξερευνητής». Θα σταθώ, όμως, ιδιαίτερα στον Αϊ-Γιάννη της Γαύδου κι ας έχω πολλά χρόνια να τον επισκεφτώ.

Δεν είναι μόνο για το εξωτικό σκηνικό με τους κέδρους, την ξανθή άμμο, τις αμμοθίνες και τα πρασινογάλαζα νερά, για τη μοναδική αίσθηση αναχωρητισμού, απεραντοσύνης και ελευθερίας που δίνει γενικότερα αυτός ο βράχος στη μέση του Λιβυκού, απ' όπου ακόμα και η Κρήτη φαντάζει μια χώρα μακρινή – μιλάμε εξάλλου για το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης.

Είναι γιατί ήταν από τα ωραιότερα μέρη όπου έκανα ελεύθερη κατασκήνωση σε εποχές κιόλας –κάπου τρεις δεκαετίες πριν– που τα καλοκαίρια μου ήταν ακόμα «ινδιάνικα». Που μπορούσα να κυκλοφορώ καθημερινά ολόγυμνος χωρίς να νοιάζομαι γι' αυτό, αποκτώντας σταδιακά μια διαφορετική σχέση με το σώμα μου και τα σώματα των άλλων. Που είχα ξεχάσει σε τι χρειάζονται κλειδιά, πορτοφόλια, κάρτες και τα συναφή. Που συνέλεγα κάθε απόγευμα ξύλα και φρύγανα για τη βραδινή φωτιά, που φέρναμε προμήθειες με κλήρο κάθε τόσο και μαγειρεύαμε συλλογικά στο ύπαιθρο, κόντρα στα στοιχεία της φύσης (η πλησιέστερη ταβέρνα απείχε τότε αρκετά, όπως και οποιοδήποτε δείγμα πολιτισμού), τρίβοντας ύστερα τα πιατικά στην αμμουδιά να καθαρίσουν – και όχι προχειρότητες, μιλάμε για γκουρμέ γεύσεις!

Που χρειαζόταν κάποτε να βγάλω και να μεταφέρω νερό από το πηγάδι γειτονικής παραλίας, που ένεκα η σπάνη του έμαθα να πλένομαι (παρ' ότι σπάνια χρειαζόταν) με το ελάχιστο δυνατό νερό – όσο για την ανάγκη μας, ποιο χαρτί, μπουκαλάκι με θαλασσινό. Που περιφερόμασταν για χιλιόμετρα στη γύρω περιοχή, θαυμάζοντας μια σχεδόν παρθένα φύση –η περιοχή είναι ενταγμένη στο δίκτυο Natura–, ατενίζοντας κάθε που σουρούπωνε εκπληκτικά ηλιοβασιλέματα και ύστερα με τις ώρες τα άστρα στο διαυγέστερο ίσως νυχτερινό στερέωμα της Ελλάδας, διασκεδάζοντας, φιλοσοφώντας επί παντός επιστητού ή απλώς σιωπώντας και μετρώντας μετεωρίτες και ξωτικά. Που είχα την ευχέρεια να διαβάσω μια σωστή μικρή βιβλιοθήκη, από Νίτσε και καταστασιακούς μέχρι Άλαν Γουότς και Νόρμαν Σπίνραντ, ενώ στην αδηφάγα Αθήνα δεν καταφέρνω πια ούτε ένα βιβλίο τον μήνα. Που μπορούσα να κρατώ απενεργοποιημένο το νεοαποκτηθέν τότε κινητό μου για μέρες ή και βδομάδες ολόκληρες, που χαμπάρι δεν έπαιρνα, κοντά δυο μήνες, τι γινόταν στον κόσμο παραέξω, μήτε με ένοιαζε. Που όταν στον γυρισμό, κατίμαυροι και «αγριεμένοι», πιάναμε Παλιόχωρα –όχι καμιά μεγαλούπολη δηλαδή–, τρόμαζα σαν ιθαγενής με τη φασαρία και τα αυτοκίνητα!

Δυστυχώς, δεν έχω πια την πολυτέλεια για διακοπές μακράς διαρκείας, απομυθοποίησα κάπως στο μεταξύ και το τελείως χύμα, τουλάχιστον για τόσο μεγάλο διάστημα. Ίσως γιατί μεγάλωσα, ίσως γιατί απαιτεί μια άνεση χρόνου και μια ξενοιασιά δυσεύρετη σήμερα, ίσως γιατί άλλαξαν οι προτεραιότητες και οι ανάγκες. Στον πολυσύχναστο, πλέον, Αϊ-Γιάννη της Γαύδου οι χίπστερ και οι λοιπές mainstream δυνάμεις έχουν κάνει «κατάληψη» καιρό τώρα. Υπάρχουν, βέβαια, κι αλλού ομορφιές και ευκαιρίες για free camping, αν θελήσω. Όμως η συγκεκριμένη παραλία, όπως και τα βιώματα που έχω συνδέσει μαζί της εκεί, «στον ουρανό του τίποτα μ' ελάχιστα» (που όμως ήτανε ταυτόχρονα το παν), έχουν χαραχτεί βαθιά στη μνήμη.

Θοδωρής Αντωνόπουλος

Ο Βίβος

Η αγαπημένη μου παραλία δεν είναι μόνο ένα πανέμορφο μέρος πνιγμένο στα πεύκα που φτάνουν μέχρι τη θάλασσα –από τα λίγα που γλίτωσαν από τις πυρκαγιές στην περιοχή (όπου έχουν καεί κατά καιρούς τα πάντα)–, είναι και η παραλία της παιδικής μου ηλικίας, όπου έχω ζήσει τα πιο ανέμελα χρόνια της ζωής μου, λίγο πριν από την εφηβεία. Μόλις έκλειναν τα σχολεία, μετακομίζαμε οικογενειακώς στο ίδιο σημείο, κάτω από τα πεύκα και δίπλα ακριβώς στο κύμα, και μέναμε μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο, τρεις ολόκληρους μήνες. Για ένα παιδί ήταν κάτι σαν παράδεισος: μια ζούγκλα από πεύκα και σκίνους, αμμουδιά που, όταν άδειαζε η θάλασσα, γινόταν ένα τεράστιο νησί όπου μπορούσες να παίξεις μπάλα, ο ίδιος σχεδόν κόσμος κάθε καλοκαίρι δίπλα μας σε σκηνές, σε ένα καλοκαιρινό χωριό όπου ήξερες τους πάντες, πολλά παιδιά, παρέες, βράδια με το τρανζιστοράκι να ακούμε μουσική και να λέμε τρομακτικές ιστορίες πάνω στα βράχια μέχρι να έρθουν να μας μαζέψουν για ύπνο. Ο Βίβος, ακριβώς απέναντι από τον Θεολόγο, ήταν θέρετρο για τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής επί χρόνια, μέχρι να εμφανιστούν τα ιχθυοτροφεία και να καταστρέψουν την παραλία (τα οποία σήμερα έχουν κλείσει και το μέρος έχει επανέλθει στην παλιά του μορφή, ίσως και πιο όμορφο, μόνο που απαγορεύεται πια το κάμπινγκ). Το καλύτερο που είχε ο Βίβος για τους γονείς ήταν τα ρηχά νερά. Έπρεπε να περπατήσεις 200 μέτρα μέσα στο νερό για να μην πατώνεις, οπότε ήταν ένα ασφαλές μέρος όπου μπορούσαν να αφήνουν τα παιδιά να παίζουν για ώρες, επιβλέποντας από απόσταση.

Το καλύτερο που είχε για ένα παιδί ήταν οι παρέες του καλοκαιριού, παιδιά που έβλεπες μία φορά τον χρόνο, μόνο εκεί, και μετά πάλι το επόμενο καλοκαίρι, αλλά ήταν φίλοι σου, και όταν τα ξανασυναντούσες ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα. Βέβαια, ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερα, αλλαγμένα και με σημαντικές διαφορές, π.χ. είχαν βγάλει τρίχες παντού, που τις επιδείκνυαν περήφανα (ενώ εσύ δεν είχες ακόμα), ή είχαν αρχίσει να έχουν ερωτικές περιπέτειες (ενώ εσύ δεν είχες ακόμα), ή ήξεραν να χορεύουν όπως ο Τραβόλτα το «Grease Lightning» (ενώ εσύ δεν ήξερες ακόμα). Τέλος πάντων, ένα καλοκαίρι έμαθα να χορεύω το «Grease Lightning», χωρίς να έχω δει το Grease, πάνω σε μια χορογραφία στην οποία συμμετείχαν σχεδόν όλα τα παιδιά του Βίβου – η χορογραφία ήταν κάποιου Σπύρου, που ήταν πολύ μεγάλος (17) και μας δίδασκε πώς να τραγουδάμε και το «My Sharona» στα gibberish (χωρίς να έχουμε ιδέα τι λέμε). Από τον Σπύρο μάθαμε και τι είναι σεξ, όχι στα λόγια, στην πράξη: κάθε βράδυ έμπαινε στη σκηνή μιας Γιούλης (21) που παραθέριζε με την ξαδέρφη της και έκαναν κάτι που εμείς παρακολουθούσαμε από το παράθυρο της σκηνής. Κρυφά, φυσικά. Όταν τον ρωτήσαμε, κόντεψε να μας σκοτώσει. Θα μας σκότωνε έτσι κι αλλιώς αν το λέγαμε οπουδήποτε. Εκεί πρέπει να έδωσα και τον πρώτο μου όρκο σιωπής (με αίμα, όπως έκαναν στις ταινίες).

Κατά τ' άλλα, κάναμε εξερευνήσεις κάθε μέρα στη βίλα της Μαρινέλλας και στον «Παυλόπουλο», βουτιές στην πισίνα μέχρι να γίνουμε μοβ, πηγαίναμε ατελείωτες βόλτες τα μεσημέρια που οι μεγάλοι έπεφταν για ύπνο, μέχρι που κάποια Δέσπω έπεσε μέσα σε μια τρύπα στα βράχια κι έκαναν μισή μέρα να τη βγάλουν (και από τότε κομμένες οι βόλτες), μαζεύαμε «ντουλαπάκια» (το πιο νόστιμο όστρακο που έχω φάει ποτέ), ψαρεύαμε σπάρους και λέγαμε ιστορίες φαντασμάτων. Η τελευταία χρονιά που πέρασα εκεί το καλοκαίρι μου ήταν πριν τελειώσω το Δημοτικό, πριν από άπειρα χρόνια. Ξαναπήγα το φετινό καλοκαίρι με τα ανίψια μου και έκανα εκεί το πρώτο μου μπάνιο. Τίποτα δεν έχει αλλάξει, μόνο που η παραλία είναι έρημη πια...  

M. Hulot

Στη Μάνη

Πού ακριβώς στη Μάνη είναι η παραλία, ή πώς τη λένε, δεν ξέρω, θα σας γελάσω. Τίποτα συγκεκριμένο δεν θυμάμαι από εκείνο το ταξίδι πριν από 15 χρόνια στην άγνωστη για μένα τότε περιοχή της Μάνης. Θυμάμαι μόνο τα εξής: ήμασταν πέντε φίλοι, μέναμε σε ένα χωριό ψηλά στο βουνό, σε ένα σπίτι διακοπών με ξύλινα δοκάρια στην οροφή (τα θυμάμαι γιατί δεν με έπιανε ύπνος και τα μετρούσα το χάραμα, έτσι όπως τα χτυπούσε το φως) και με έναν κήπο που συνόρευε με το δάσος. Τα μεσημέρια μπαίναμε στο αυτοκίνητο και κατηφορίζαμε το βουνό. Ο προορισμός ήταν πάντα ο ίδιος. Μια παραλία που την έκρυβε από τον δρόμο ένα δάσος από καλαμιές. Για όσους ήξεραν (ένας φίλος ήξερε πολύ καλά), το στενό δρομάκι οδηγούσε σε έναν παράδεισο. Στο τέλος του δρόμου μια μικρή ταβέρνα, μπροστά η παραλία με το ψιλό χαλίκι. Μη φανταστείς κάτι πολύ γραφικό. Δεν ήταν, δηλαδή, η ομορφότερη παραλία που είχες δει, ήταν όμως αυτό που λέμε «στην άκρη του κόσμου» και ήσουν μόνος, εσύ κι οι φίλοι σου. Το νερό βαθύ και παγωμένο, όπως πρέπει να είναι τα νερά για τους τυχερούς τον Αύγουστο. Kάπου στη μέση του κόλπου (κόλπος ήταν, είμαι σίγουρος) κατέβαινε κι ένα μικρό ποτάμι με τη συνοδεία ενός διαδρόμου από καλαμιές. Καθόμασταν για σκιά κάτω από κάτι αρμυρίκια, κάναμε βόλτα στα λασπώδη νερά του ποταμιού (ακούς τον ήχο που κάνουν οι καλαμιές όταν φυσάει;) και μετά βουτιές μέχρι να δύσει ο ήλιος. Μετά, για φαγητό στον Τάκη στο Λιμένι, που τότε δεν ήταν ακόμα διάσημος (όπως ούτε και η Μάνη), σε ένα από τα τραπέζια που συνόρευαν με το τιρκουάζ νερό του κόλπου. Είναι κι άλλα που θυμάμαι από αυτό το ταξίδι. Μια βόλτα σε κάτι ξεχασμένα κάστρα ένα απόγευμα και μια εκδρομή σε ένα ορεινό χωριό όπου έκανε κρύο μέσα στο κατακαλόκαιρο. Αλλά αυτά νομίζω ότι είναι για άλλο κείμενο. Το θέμα είναι ότι αυτή η παραλία στη Μάνη έχει όλα όσα επιθυμώ από το καλοκαίρι. Δροσερά νερά, ησυχία, τον ήχο της καλαμιάς και τους φίλους μου. Ελπίζω να ξαναβρεθώ εκεί κάποια στιγμή, αν και καλό είναι οι όμορφες αναμνήσεις να μη διακινδυνεύουν ποτέ την αξία τους μπαίνοντας στη δοκιμασία του σήμερα.

Μιχάλης Μιχαήλ

Αστέρια Γλυφάδας

Τοστάκι τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο, φρούτα μέσα στη σακούλα και ένα ολοκόκκινο μαγιό –το πρώτο μου μπικίνι– άρτι αγορασμένο από το Μινιόν είναι η πρώτη και κάπως θολή εικόνα, σαν εκείνες τις παλιές φωτογραφίες με το πορτοκαλί χρώμα που έχω από την πλαζ των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων. Κάθε μέρα το ραντεβού με την αγαπημένη παραλία δινόταν συγκεκριμένη ώρα, καθώς όλο το καλοκαίρι τη βγάζαμε στην πόλη εξαιτίας επαγγελματικών υποχρεώσεων: το βιβλιοπωλείο της μητέρας στη Γλυφάδα ετοιμαζόταν πυρετωδώς για τη νέα σχολική χρονιά. Οφείλω να ομολογήσω πως η αναγκαστική παραμονή επί σειρά ετών στη Γλυφάδα καθόλου δεν με πείραζε, αφού σήμαινε ελεύθερα πρωινά και αντίστοιχα ελεύθερο διάβασμα, αμερικανικό χαμ –καλύτερο από το μπέργκερ– στο γειτονικό Κουίν και, φυσικά, βουτιές στα αγαπημένα Αστέρια.

Για χρόνια η συγκεκριμένη παραλία ήταν για μένα, αλλά και για τους περισσότερους από εμάς τους παλιούς Γλυφαδιώτες, ένα χαρούμενο λούνα παρκ. Πιο πολύχρωμη από τον σκληροπυρηνικό Αστέρα, που ποτέ δεν χώνεψα, και χωρίς τα λαϊκά τεκνά της παραλίας της Βούλας, διέθετε από τότε πολύχρωμες ομπρέλες, καμπάνες, ξύλινα επίπεδα –η χαρά του παιδιού– και το απαραίτητο μπαρ που μεταμόρφωνε τη βαρετή παραμονή σε αφορμή για διασκέδαση. Σε αντίθεση με τη σημερινή αγάπη μου για τις ερημικές αμμουδιές, η συνάθροιση στο μπαρ ήταν σχεδόν αποκαλυπτική, καθώς πιάναμε κουβέντα με φίλους και γνωστούς, παραγγέλναμε αρχικά φρουτ-παντς χωρίς αλκοόλ ή κόκα-κόλα και τα κατοπινά χρόνια μπατίντα ντε κόκο, ακούγοντας από τα μεγάφωνα στη διαπασών τους αγαπημένους μας Wham! – θάλασσα και ωραία hits, δύο σε ένα.

Επίσης, στα Αστέρια ήταν που σκαρφαλώσαμε στα πρώτα πλαστικά πορτοκαλί θαλάσσια ποδήλατα, κάνοντας τις γνωστές κόντρες και ρίχνοντας σύντομους ύπνους με όνειρα καλυμμένα με άρωμα Κόπερτον. Κάθε φορά που μου έρχεται αυτή η μυρωδιά θυμάμαι αυτά τα ανέμελα χρόνια με τις αμέτρητες ιστορίες, τις ατελείωτες συζητήσεις, με τον πατέρα μου να μου εξηγεί πρώτη φορά τι σημαίνει «αντικομφορμισμός» στον κυριλέ περίγυρο της πλαζ, τις μετέπειτα πλάκες με τα ξαδέλφια, τον Θανάση και τη Λίτσα, και τις μεγάλες παρέες. Όλες οι αντιθέσεις, άλλωστε, φύτρωσαν σ' εκείνη την παραλία που παρέμενε το μόνιμο καταφύγιό μου, ένα μέρος, όπως έλεγε και ο Καπότε για το Τiffany's, όπου ένιωθα πως δεν θα συμβεί ποτέ τίποτα κακό. Ακόμα κι αν τα χρόνια πέρασαν και σταμάτησα να τυλίγω πια τα τοστ σε αλουμινόχαρτο, πετώντας μακριά τις ρακέτες, τα Αστέρια παρέμειναν το μέρος όπου πάντοτε το σκάγαμε για ένα βιαστικό μπάνιο. Αργότερα, διαβάζοντας για τις Πανελλήνιες, έσερνα μαζί τους Πλατωνικούς Διαλόγους που ήταν πάντα γεμάτοι με άμμο και αναμνήσεις από πρώτους έρωτες. Ενίοτε, μάλιστα, μπέρδευα στο μυαλό μου τη μυρωδιά από τα πεύκα της παραλίας με αυτήν του αρώματος που φορούσε ο πατέρας μου, όπως και τη μυρωδιά βενζίνης από τα μηχανάκια που με χτυπούσε μόλις έβγαινα από την πλαζ με τη σκέψη του πρώτου έρωτα – όλα συνυφασμένα με τα γρήγορα μπάνια στα Αστέρια. Μας άρεσε, επίσης, που μέναμε με τα αλάτια και περιφερόμαστε στα μαγαζιά – στο τότε Όσκαρ ή στη Ροζίτα, που τώρα έχει γίνει Starbucks, στην πλατεία Εσπερίδων, ή στο μετέπειτα Applebee's, όπου πίναμε θεόρατες γρανίτες με αλκοόλ και χάρτινη ομπρελίτσα για διακόσμηση. Όταν αντέχαμε τη ζέστη, αγοράζαμε θεόρατα παγωτά από το Gelato και κατηφορίζαμε στα Αστέρια με τα πόδια. Δεν ξέρω, λοιπόν, αν καμιά κατοπινή παραλία, που μοιάζει μάλλον με περιστασιακή εμμονή, μπορεί να συγκριθεί με τα καλοκαίρια στα Αστέρια, που τώρα έμαθα πως ανακαινίζονται. Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο και, συγγνώμη που το λέω, αλλά το μούχρωμα στην παραλία της πόλης δεν συγκρίνεται με κανενός εξωτικού νησιού – εκεί όπου παραμονεύουν όλες οι εκπλήξεις και δεν υπάρχει ο κίνδυνος να πέσεις πάνω σε κανέναν ανέμελο τουρίστα. Άλλωστε, πάντα προτιμούσα το Blade Runner από τους πάσης φύσεως εξωτισμούς.

Τίνα Μανδηλαρά

 

Ταξίδια
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η καθημερινή ρουτίνα ενός πλοίου της γραμμής τον χειμώνα

Ταξίδια / Η καθημερινή ρουτίνα ενός πλοίου της γραμμής τον χειμώνα

Πήραμε το πλοίο της γραμμής για να κάνουμε το δρομολόγιο που κάνουν οι ναυτικοί μετ’ επιστροφής, χωρίς να κατέβουμε σε κάποιο λιμάνι. Η διαδρομή μας ήταν Πειραιάς – Κύθνος – Σέριφος – Σίφνος – Κίμωλος – Μήλος και πίσω, ενώ άλλες μέρες προστίθενται κάποιοι ακόμα προορισμοί, με τερματικό λιμάνι εκείνο της Σαντορίνης. Στις περίπου 17 ώρες προσπαθήσαμε να δούμε και να καταγράψουμε τη ζωή τον χειμώνα μέσα σε ένα από τα πολλά πλοία που ταξιδεύουν αδιάκοπα στις ελληνικές θάλασσες.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΛΑΣΑΚΗΣ
Adrère Amellal: Μια μέρα στο ξενοδοχείο που φωτίζεται με κεριά στην όαση της Σίβα

Ταξίδια / Adrère Amellal: Μια μέρα στο ξενοδοχείο που φωτίζεται με κεριά στην όαση της Σίβα

Σε έναν αλλόκοτο υπερμεγέθη όγκο που ορθώνεται στην έρημο θυμίζοντας σεληνιακό τοπίο λειτουργεί ένα οικολογικό και απόλυτα μίνιμαλ αισθητικής ξενοδοχείο χωρίς ίντερνετ, ούτε τηλέφωνο, ούτε καν ερ-κοντίσιον.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο τόπος μου, ο Κάμπος της Χίου

Γειτονιές της Ελλάδας / H ζωή μου στον Κάμπο της Χίου, εκεί που οι λαλάδες κοκκινίζουν τη γη

Η Μάρω Χατζελένη περιγράφει την καθημερινότητά της στον τόπο που μεγάλωσε και επέστρεψε, σε ένα μέρος όπου αρχοντικά, περιβόλια και στέρνες με πηγάδια συνυπάρχουν μαγικά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, η Καλοσκοπή

Γειτονιές της Ελλάδας / Mπορεί να ξαναζωντανέψει ένα χωριό είκοσι ατόμων στο βουνό της Γκιώνας;

Μια ομάδα κατοίκων φιλοδοξεί να αναζωογονήσει ένα ορεινό χωριό με άπλετο πράσινο, με άφθονα τρεχούμενα νερά και πηγές, την Καλοσκοπή Φωκίδας που βρίσκεται μόλις δυόμιση ώρες μακριά από την Αθήνα. Και δείχνει να τα καταφέρνει!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, οι Λειψοί

Γειτονιές της Ελλάδας / Η ζωή μου στους ακριτικούς Λειψούς, εκεί που σταματά ο χρόνος

Ο Κωνσταντίνος Μπουράκης μας μιλά για τη ζωή στο νησί που κερδίζει την υπογεννητικότητα και αποτελεί έναν από τους πιο ποιοτικούς οικολογικούς προορισμούς της Ελλάδας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, η Βίνιανη

Γειτονιές της Ελλάδας / Βίνιανη: Πώς ένας καθηγητής προσπαθεί να ξαναδώσει ζωή σ' ένα χωριό στα Άγραφα

Μια συζήτηση με τον Νίκο Μπελαβίλα, καθηγητή Πολεοδομίας και Ιστορίας της Πόλης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, που προσπαθεί να κάνει ακριβώς αυτό για το ιστορικό χωριό Βίνιανη των Αγράφων.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Αναζητώντας τα ορεινά καταφύγια της Ηπείρου

Radio Lifo / Το οδοιπορικό μου στα ορεινά καταφύγια της Ηπείρου

Ο Χρήστος Τζούτης, εκδότης του ταξιδιωτικού περιοδικού «Lamda 3», περιγράφει στη Μερόπη Κοκκίνη το οδοιπορικό που έκανε στα ορεινά καταφύγια της Ηπείρου και δίνει χρήσιμες συμβουλές σε όσους θελήσουν να τα επισκεφθούν.
ΜΕΡΟΠΗ ΚΟΚΚΙΝΗ