Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου στάθηκε η αφορμή για να επισκεφθώ το Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας. Πενήντα χρόνια μετά την ίδρυσή του, ο χώρος εξακολουθεί να αποτελεί ένα σταθερό σημείο αναφοράς για τη συλλογική μας μνήμη. Ανάμεσα σε στολές, όπλα, σημαντικά εκθέματα, τεκμήρια, σημαίες και προσωπικά αντικείμενα των ανθρώπων που έγραψαν τις πιο σκληρές αλλά και γενναίες σελίδες του έπους του ’40 ανασυντίθεται η εικόνα μιας χώρας που δεν κάμφθηκε από τον φασισμό και την Κατοχή. Κάθε αίθουσα λειτουργεί ως μικρός τόπος μνήμης, ένας διάλογος μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, ιστορικού γεγονότος και ανθρώπινυ βιώματος.
Κάθε αίθουσα του μουσείου αφηγείται ένα κομμάτι της εθνικής μας πορείας, από τις μάχες στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου έως την Αντίσταση και την Απελευθέρωση. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, είχαμε την ευκαιρία να δούμε το πολύτιμο φωτογραφικό αρχείο του μουσείου και να επιλέξουμε σπάνιες φωτογραφίες από τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, στιγμές που πάγωσαν στον χρόνο, με το βλέμμα των στρατιωτών να αποκαλύπτει όχι μόνο τη σκληρότητα του μετώπου αλλά και την αθόρυβη αξιοπρέπεια ενός λαού που πίστεψε στο αδύνατο.
Οι πρώτες επιτυχίες του πολέμου προκάλεσαν ξάφνιασμα και ενθουσιασμό και υπήρξαν αρκετές εκδηλώσεις θαυμασμού σε πολλές χώρες από πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες, καθώς και από επιφανείς ανθρώπους του πνεύματος. Με τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού το 1940 έσπασε η πεποίθηση που επικρατούσε εκείνη την περίοδο σχετικά με το αήττητο του Άξονα και το ανώφελο της όποιας αντίστασης.
«Φέτος συμπληρώνονται 85 χρόνια από την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου και, με αφορμή την επέτειο, το Πολεμικό Μουσείο έχει προγραμματίσει μια σειρά από δράσεις στους χώρους του, οι οποίες απευθύνονται σε όλες τις ηλικίες. Παράλληλα, στη μόνιμη έκθεσή του υπάρχει μεγάλο αφιέρωμα στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να δουν από κοντά έργα τέχνης καλλιτεχνών οι οποίοι μετέβησαν οι ίδιοι στο μέτωπο και είδαν από κοντά τα γεγονότα, προσωπικά αντικείμενα συμμετεχόντων στον πόλεμο, οπλισμό που χρησιμοποιήθηκε, καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό», δηλώνει στη LiFO o αντιπτέραρχος ε.α. και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Πολεμικού Μουσείου, Κωνσταντίνος Καραμεσίνης.
Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου δεν είναι απλώς μια ημερομηνία στο εθνικό ημερολόγιο. Αποτελεί μια υπενθύμιση για το πώς ένα «όχι» μπορεί να αλλάξει την πορεία της Ιστορίας: η Ελλάδα αρνήθηκε να υποταχθεί και βρέθηκε στη δίνη ενός παγκόσμιου πολέμου. Το έπος της Πίνδου, οι μάχες στα χιονισμένα βουνά αλλά και οι άγνωστες ανθρώπινες ιστορίες πίσω από τα γεγονότα εξακολουθούν να συγκινούν και να εμπνέουν.
Μέσα σε αυτήν τη διαδρομή μνήμης, ο ιστορικός και επιμελητής του Ιστορικού Αρχείου του Πολεμικού Μουσείου, Θεοφάνης Βλάχος, υποψήφιος διδάκτορας Στρατιωτικής Iστορίας, αφηγείται με ακρίβεια τα γεγονότα εκείνης της εποχής, φωτίζοντας όχι μόνο τις μάχες και τις στρατηγικές αλλά και τις μικρές ανθρώπινες στιγμές που καθόρισαν το έπος του ’40.
Μέχρι τον Μάρτιο του 1939, όπως εξηγεί, η Ελλάδα θεωρούσε ως κύριο πιθανό αντίπαλο τη Βουλγαρία. Όλα τα στρατιωτικά σχέδια, οι οχυρώσεις και η προπαρασκευή είχαν στραφεί προς εκείνη την κατεύθυνση. Όμως, τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, η Ιταλία εισέβαλε στην Αλβανία και μέσα σε λίγες ώρες ο ιταλικός στρατός είχε καταλάβει τα Τίρανα. Από εκείνη τη στιγμή, η ισορροπία στην περιοχή άλλαξε ριζικά. Η Ελλάδα βρέθηκε με έναν νέο, άμεσο αντίπαλο στα βορειοδυτικά της σύνορα. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού αντέδρασε αμέσως. Άρχισε η ενίσχυση των μεθοριακών δυνάμεων στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία, η οργάνωση των αμυντικών έργων και η αναθεώρηση των σχεδίων επιχειρήσεων. Η στρατηγική έμεινε κατ’ ουσίαν αμυντική, αλλά πλέον λάμβανε υπόψη τη δυνατότητα επίθεσης όχι μόνο από τη Βουλγαρία αλλά και από την Ιταλία.
«Όταν τον Ιούνιο του 1940 η Ιταλία μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Ο ιταλικός Τύπος επιδόθηκε σε μια εκστρατεία προπαγάνδας, ενώ ιταλικά στρατεύματα συγκεντρώθηκαν στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Τον Αύγουστο του 1940, η Ελλάδα προχώρησε σε μερική επιστράτευση και εκπαίδευση εφέδρων. Οι ενδείξεις μιας επικείμενης σύγκρουσης ήταν πια σαφείς», προσθέτει ο κ. Βλάχος.
Και συνεχίζει: «Η Ιταλία εισήλθε επίσημα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο τον Ιούνιο του 1940, μετά την κήρυξη πολέμου εναντίον της Βρετανίας και της Γαλλίας. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα άρχισε να δείχνει τις απειλητικές διαθέσεις της εναντίον της Ελλάδας με συνεχείς κατηγορίες για δήθεν ελληνική βοήθεια στους εχθρούς της και προπαγανδιστικά δημοσιεύματα εναντίον της Ελλάδας που προετοίμαζαν την ιταλική κοινή γνώμη. Σε συνδυασμό με όλα τα παραπάνω, η ιταλική ηγεσία μετακίνησε στα μέσα Αυγούστου ισχυρές ιταλικές δυνάμεις προς τα ελληνικά σύνορα, δείχνοντας τις προθέσεις της. Η στάση της Ιταλίας ανησύχησε την ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, η οποία προχώρησε άμεσα στη μετεκπαίδευση εφέδρων αξιωματικών και οπλιτών, στην ενίσχυση με επιπρόσθετες μονάδες των σχηματισμών που βρίσκονταν προς την Αλβανία, καθώς και στην επιστράτευση και συγκρότηση κυρίως μονάδων πεζικού και πυροβολικού στο εσωτερικό της χώρας, με σκοπό να προωθηθούν στην Ήπειρο και στη Δυτική Μακεδονία».
Μέσα από την περιήγησή μας στο Πολεμικό Μουσείο και το πολύτιμο φωτογραφικό του αρχείο, γίνεται φανερό πως πίσω από κάθε ασπρόμαυρη φωτογραφία υπάρχει μια ιστορία αντίστασης και προσωπικής υπέρβασης. «Ο αγώνας του ελληνικού στρατού εναντίον των δυνάμεων του Άξονα διήρκεσε επτά μήνες και αποτελεί μία από τις ενδοξότερες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Η απόφαση των Ελλήνων για αντίσταση στην απόπειρα κατάληψης της Ελλάδας δεν ήταν εύκολη, αφού τους ενέτασσε στο πλευρό των ηττημένων εκείνης της περιόδου, εναντίον αντιπάλων που υπερτερούσαν συντριπτικά σε εξοπλισμό, ανθρώπινο δυναμικό και πολεμικά αποθέματα. Επίσης, οι δυνάμεις του Άξονα και οι χώρες που πρόσκεινταν φιλικά προς αυτές κυριαρχούσαν στην Ευρώπη. Η μοναδική χώρα που θα μπορούσε να βοηθήσει την Ελλάδα ήταν η Βρετανία, η οποία όμως αντιμετώπιζε επίσης προβλήματα. Οι πρώτες επιτυχίες του πολέμου προκάλεσαν ξάφνιασμα και ενθουσιασμό και υπήρξαν αρκετές εκδηλώσεις θαυμασμού σε πολλές χώρες από πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες, καθώς και από επιφανείς ανθρώπους του πνεύματος. Με τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού το 1940 έσπασε η πεποίθηση που επικρατούσε εκείνη την περίοδο σχετικά το αήττητο του Άξονα και το ανώφελο της όποιας αντίστασης. Οι Ιταλοί αρχικά διέθεσαν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις, την περίοδο που τις χρειάζονταν στο μέτωπο της Αφρικής, και όταν ακόμη και αυτές αποδείχτηκαν ανεπαρκείς, αναγκάστηκε η Γερμανία να επέμβει, σπαταλώντας δυνάμεις, εξοπλισμό αλλά και πολύτιμο χρόνο την ώρα που προετοιμαζόταν για την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση», επισημαίνει ο κ. Βλάχος στη συζήτησή μας.
Οι εικόνες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου έμειναν βαθιά χαραγμένες στη συλλογική μνήμη του ελληνικού λαού. Οι επιχειρήσεις εκτυλίχθηκαν κυρίως σε ορεινά εδάφη, κατά τη διάρκεια ενός από τους πιο σκληρούς χειμώνες της εποχής. Έτσι, οι αναμνήσεις του πολέμου έχουν συνδεθεί άρρηκτα με τα χιονισμένα βουνά, το πολικό ψύχος και τις κακουχίες των στρατιωτών που πολέμησαν κάτω από ακραίες συνθήκες. «Ενδεικτικό είναι ότι οι παγόπληκτοι άνδρες έφτασαν τους 25.000, πολλοί από τους οποίους πέθαναν αργότερα ή έμειναν ανάπηροι», επισημαίνει ο κ. Βλάχος, καθώς παρατηρεί τα στιγμιότυπα από τις πολεμικές επιχειρήσεις των Ελλήνων. «Παράλληλα, στη μνήμη έμεινε ανεξίτηλη και η γυναικεία συνδρομή. Εκτός από τις γυναίκες που βρέθηκαν κοντά στα πεδία των μαχών στην Ήπειρο και στην Κρήτη ή τις εκατοντάδες νοσηλεύτριες που φρόντιζαν τραυματίες στο μέτωπο, υπήρξαν δεκάδες γυναικείες οργανώσεις στα μετόπισθεν. Με εράνους, με συλλογή μάλλινων ενδυμάτων και κάθε δυνατό τρόπο προσπάθησαν να στηρίξουν τους μαχόμενους στρατιώτες».
Πόσοι χάθηκαν στους ορεινούς όγκους του ελληνοαλβανικού μετώπου; «Οι συνολικές απώλειες του ελληνικού στρατού ανήλθαν σε περίπου 14.000 νεκρούς και 65.000 τραυματίες. Στα ίδια επίπεδα κινήθηκαν και οι απώλειες των Ιταλών, στις οποίες όμως θα πρέπει να προστεθούν και 21.500 στρατιώτες που αιχμαλωτίστηκαν από τις ελληνικές δυνάμεις. Περίπου 8.000 άνδρες του ελληνικού στρατού έπεσαν σε εδάφη της Αλβανίας, χωρίς να καταστεί δυνατή η ανεύρεση και η πρέπουσα ταφή τους, λόγω του καθεστώτος που επικράτησε στη γειτονική χώρα μετά τον πόλεμο. Η Ελλάδα, μετά από πολυετείς προσπάθειες και διαπραγματεύσεις, κατάφερε να έρθει σε συμφωνία με την Αλβανία και οι εργασίες για την ανεύρεση, ταυτοποίηση και μεταφορά των οστών των πεσόντων Ελλήνων στρατιωτών στα δύο ιστορικά στρατιωτικά κοιμητήρια στη Βόρειο Ήπειρο ξεκίνησαν στις 22 Ιανουαρίου 2018», απαντά.
Ο κ. Βλάχος στέκεται ιδιαίτερα στη συμβολή των γυναικών της Πίνδου. Αυτές οι γυναίκες, λέει, δεν πολέμησαν με όπλα αλλά με απίστευτη ψυχική δύναμη. Μέσα στο χιόνι και στην παγωνιά κουβαλούσαν τρόφιμα, πυρομαχικά και τραυματίες στα βουνά, συχνά κάτω από τα πυρά του εχθρού. Ήταν μια αυθόρμητη, λαϊκή κινητοποίηση, χωρίς εντολές, χωρίς οργανωμένο σχέδιο. Οι γυναίκες αυτές έδιναν κουράγιο στους στρατιώτες με την παρουσία τους και κράτησαν ζωντανό το μέτωπο όταν όλα φαίνονταν αδύνατα.
Η καθημερινότητα των στρατιωτών στο βουνό ήταν απάνθρωπα δύσκολη. Ο χειμώνας του ’40 ήταν ένας από τους πιο ψυχρούς εκείνων των χρόνων. Το χιόνι σκέπαζε τα πάντα, τα ρούχα ήταν ελάχιστα και το φαγητό λιγοστό. Κι όμως, οι άνδρες έβρισκαν τρόπους να κρατούν το ηθικό τους. Τραγουδούσαν, έκαναν αστεία, μοιράζονταν γράμματα και ελπίδες. Το ταχυδρομείο ήταν το πολυτιμότερο αγαθό: κάθε επιστολή από το σπίτι γινόταν φυλαχτό. Σε στιγμές ανάπαυλας, οργανώνονταν αυτοσχέδιες γιορτές ή θρησκευτικές λειτουργίες, ακόμη και μέσα στο χιόνι. Αυτές οι μικρές ανθρώπινες στιγμές έδιναν νόημα σε έναν πόλεμο που ξεπερνούσε τις δυνάμεις τους.
Στον απολογισμό του, ο κ. Θεοφάνης Βλάχος είναι ξεκάθαρος: ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ήταν μια από τις λαμπρότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Μια στιγμή όπου ένα μικρό έθνος αντιστάθηκε στον φασισμό με απαράμιλλο θάρρος. Οι επιτυχίες του ελληνικού στρατού το 1940 δεν είχαν μόνο στρατιωτική σημασία. Άλλαξαν το κλίμα της Ευρώπης από πλευράς ηθικού. Η νίκη της Ελλάδας έδειξε ότι ο Άξονας δεν ήταν ανίκητος και καθυστέρησε τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, με απρόβλεπτες συνέπειες για την πορεία του πολέμου.
Οι φωτογραφίες δημοσιεύονται για αποκλειστική χρήση στη LiFO.