Χώρα, Τζανάκι, Βάτσες: Η Αστυπάλαια είναι ακόμα μαγική

Χώρα, Τζανάκι, Βάτσες: Η Αστυπάλαια είναι ακόμα μαγική Facebook Twitter
0

Την Αστυπάλαια είχα να την επισκεφτώ πάνω από είκοσι χρόνια. Την είχα συνδυάσει με έναν μεγάλο έρωτα. Πήγαινα εκεί με ευλάβεια πέντε συνεχόμενα καλοκαίρια. Και όταν ο έρωτας τελείωσε, «καπούτ» και η Αστυπάλαια. Σαν αυτές οι δυο αγάπες να πήγαιναν χέρι χέρι. Και ενώ συνέχιζα να τη βάζω στην ιερή τριάδα των πολύ «ζετέμ» νησιών, έριξα τελικά μαύρη πέτρα.

Να ’μαι, όμως, φέτος στο κατάστρωμα, στο πλοίο για Αστυπάλαια – για δυο μέρες μόνο, έτσι, γιατί το ’φερε η παρέα, οι μουσικές και τα αγαπάκια, τα «Καλογεράκια», που ήθελα διακαώς να τα ακούσω να τραγουδούν το «Προσωπικό» του Μιχάλη Γκανά με φόντο το κάστρο. Πήγαινα μεν με λαχτάρα, αλλά υπήρχε και ένα «οχ, τι μπορεί να αντικρίσω».

Ευτυχώς, με το που πάτησα το πόδι μου στο νησί, διαλύθηκαν φόβοι και αμφιβολίες, σαν η Αστυπάλαια όλα αυτά τα χρόνια να είχε μείνει στο σελοφάν, σε χρόνο αιωνίως ενεστώτα: όπως τη θυμόμουν, και καλύτερη – δεν την έχει μαγαρίσει ο τουρισμός.

Συνεχίζουν να έρχονται οι ψαγμένοι. Παραμένει αγριορομαντική, ενεργειακή, αταξινόμητη. Η Αστυπάλαια δεν είναι Κυκλάδες, δεν είναι όμως και ακριβώς Δωδεκάνησα, και ας ανήκει σε αυτά. Αν τη δεις στον χάρτη, βρίσκεται στο ενδιάμεσο, σαν να αποτελεί ένα δικό της αυτόνομο σύμπαν, «αστυπαλιώτικο» και αταξινόμητο.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι νιώθεις μερικές φορές ένα κάψιμο στις παλάμες, άλλοι πάλι λένε ότι υπάρχει μια παράξενη δυναμική ειδικά στην παραλία Καμινάκια και ότι το κάστρο σού παίρνει όλα τα βάρη. Από ντόπιους, επίσης, έχω ακούσει ότι το νησί δεν τους κρατάει όλους. Διώχνει τους παράξενους και τους γκρινιάρηδες, κρατά τους καλοπροαίρετους και τους ερωτικούς.

Πηγαίνω βόλτα λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Μυρίζει ο τόπος θυμάρι, λεβάντα και άγρια βότανα και νιώθω κι εγώ πιο ανάλαφρη. «Αχ, άγιο καλοκαιράκι», αναφωνώ.

Λένε ότι το όνομά της το πήρε από τη μυθική κόρη του Φοίνικα, την Αστυπάλαια. Ήταν τόσο όμορφη που την ερωτεύτηκε ο Ποσειδώνας, την άρπαξε και την έφερε σε αυτό το νησί με το σχήμα πεταλούδας.

Την Αστυπάλαια την κατοίκησαν άπαντες: Αχαιοί, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί. Ήρθαν ιππότες, ήρθαν Τούρκοι, ήρθαν και Ιταλοί, το κάστρο της όμως, που το έχτισε η οικογένεια Quirini τον 15 αιώνα και το κατοίκησε για αιώνες, στέκει αγέρωχο. Εκεί κοντά στο κάστρο πάντα νιώθω ότι φορτίζω μπαταρίες, σαν να μπαίνω στην πρίζα και να γεμίζω ενέργεια.

Δεν είναι τυχαίος ο ισχυρισμός ότι υπάρχουν εκεί μυστήριες ενεργειακές ακτίνες. Ορισμένοι μιλούν για ley lines και για γεωδυναμικά ρεύματα, για μια βαθύτερη σύνδεση με τη γη, όμως δεν υπάρχει επιστημονική τεκμηρίωση. Αν το ψάξεις, βέβαια, έχουν γραφτεί πολλά.

Λένε επίσης ότι το σχήμα πεταλούδας είναι μυστικιστικής προέλευσης, και ότι δίνει ισορροπία και αρμονία. Πάντως, και πριν τα γκουγκλάρω όλα αυτά, πάντα ένιωθα λες και ο τόπος μου έλεγε: «Χαλάρωσε, αποσυμπιέσου, αφέσου».

Από συζητήσεις με ηλικιωμένους στο νησί καταλαβαίνω ότι υπάρχουν και ένα σωρό άλλες λαϊκές δοξασίες. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι νιώθεις μερικές φορές ένα κάψιμο στις παλάμες, άλλοι πάλι λένε ότι υπάρχει μια παράξενη δυναμική ειδικά στην παραλία Καμινάκια και ότι το κάστρο σού παίρνει όλα τα βάρη. Από ντόπιους, επίσης, έχω ακούσει ότι το νησί δεν τους κρατάει όλους. Διώχνει τους παράξενους και τους γκρινιάρηδες, κρατά τους καλοπροαίρετους και τους ερωτικούς.

«Όταν κάτι το κάνεις ξανά και ξανά, παύει να είναι νόστιμο» Facebook Twitter
Την Αστυπάλαια την κατοίκησαν άπαντες: Αχαιοί, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί. Ήρθαν ιππότες, ήρθαν Τούρκοι, ήρθαν και Ιταλοί, το κάστρο της όμως, που το έχτισε η οικογένεια Quirini τον 15 αιώνα και το κατοίκησε για αιώνες, στέκει αγέρωχο. Φωτ.: Johnny Africa/ Unsplash

Το κερασάκι στην τούρτα για μένα ήταν το 1995, όταν πρωτοήρθα στο νησί, που σε stand στο σούπερ-μάρκετ στη Χώρα έβρισκα βιβλία των εκδόσεων Άγρα – το λες και αναπάντεχο, μαζί με τα γιαούρτια και τις ντομάτες να αγοράζεις το «Ρόδο του κανενός» του Τσέλαν και να απαγγέλλεις στη Μαλτεζάνα στίχους από τη «Φούγκα του θανάτου»: «Μαύρο γάλα της αυγής, σε πίνουμε τη μέρα, σε πίνουμε τη νύχτα...».

Όμως η μεγαλύτερη ανακάλυψη στο νησί ήταν η Μαρία Καμπούρη, που ποτέ δεν ξέχασα το όνομά της. Ένα κορίτσι λίγο νεότερο από μένα, γέννημα-θρέμμα Αστυπαλιώτισσα, που σπούδαζε εκείνα τα χρόνια στη Φιλοσοφική στο Ρέθυμνο και ήταν «γάτα με πέταλα» και η προσωποποίηση της φιλοξενίας.

Πώς πάμε στα Καμινάκια τη ρωτήσαμε κι εκείνη μας άνοιξε το σπίτι της, μας φίλεψε και άρχισε να μιλάει με πάθος για το νησί: «Πού να πας, πού να φας, πού να κοιμηθείς».

Δεν είχα το κινητό της αυτήν τη φορά για να τη ρωτήσω, αλλά στάθηκα τυχερή. Το πρώτο βράδυ στο νησί η παρέα μου, που έρχεται σταθερά τα τελευταία χρόνια, με πηγαίνει για «ποιητικό αρνάκι» πάνω, στη Χώρα, στο εστιατόριο Ducato di Astypalaia. Τρώμε βγάζοντας μουγκρητά απόλαυσης και αίφνης μπαίνει ο ξανθός σίφουνας Μαρία Καμπούρη που με αναγνωρίζει και την αναγνωρίζω με το πρώτο βλέμμα· είναι σαν να τα λέγαμε κάθε μέρα τόσα χρόνια, σαν να ήταν απόλυτα φυσικό που με είδε. Κάθεται μαζί μου και το πιάνουμε από εκεί που το ’χαμε αφήσει.

cover
Μαρία Καμπούρη

Καλύπτουμε μια ζωή σε δυο αράδες: δίδαξε για πολλά χρόνια, διετέλεσε αντιδήμαρχος, άνοιξε και ένα μαγαζί, την Κatsika Βoutique, γιατί η Αστυπάλαια έχει, άκουσον άκουσον, 17.000 κατσίκια και ήθελε να φτιάξει κάτι όμορφο που να μπορείς να παίρνεις μαζί σου ως σουβενίρ, αλλά να μην είναι αυτά τα κιτς μαγνητάκια ή οι κονκάρδες. Έτσι έστησε αυτό το μαγαζί με τα καλόγουστα ρούχα με την αστυπαλιώτικη κατσίκα. Άνοιξε εστιατόρια, ξενώνα, έχει δωμάτια και ένα μωρό ενός χρόνου, φυσικά δεν τη φτάνουν οι 24 ώρες, αλλά δεν παραπονιέται. «Κοίτα πού ζω», μου λέει και δείχνει προς το κάστρο.

Τη ρωτάω για πλάκα αν υπάρχει απόγονος της οικογένειας Quirini σήμερα, κι εκείνη μού απαντάει σοβαρά ότι ναι, και ζει στη Βενετία· μάλιστα ήρθε, τη βρήκε και έβγαλαν και φωτογραφία πριν από χρόνια.

Τον χειμώνα μαθαίνω πως το νησί έχει μόνο 1.450 κατοίκους, αλλά περιγράφει τη ζωή εδώ ως σκέτη απόλαυση, γιατί οι χειμώνες είναι απαλοί, υπάρχει μια ηρεμία.

Μου λέει ότι όλα τα νησιά θέλουν ενίσχυση σε παιδεία και υγεία. «Δοξάζουμε, όμως, τον Θεό, που έχουμε παιδίατρο, καρδιολόγο, γενικό γιατρό. Παλιά είχε μόνο αγροτικό. Βέβαια, είναι άγριο να έχει απαγορευτικό και να μην ξέρεις τι σου ξημερώνει». Τη ρωτάω και για την πράσινη ανάπτυξη, και μου λέει ότι η Αστυπάλαια έγινε το πρώτο ελληνικό νησί με ηλεκτρικά οχήματα, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και έξυπνες μετακινήσεις – ο ήλιος και ο άνεμος τροφοδοτούν πλέον την καθημερινότητα.

Τη ρωτάω πού να πάω για μπάνιο. «Μα τι ρωτάς; Πρώτη φορά έρχεσαι στο νησί;» μου λέει με το ύφος δασκάλας που μαλώνει τον αδιάβαστο μαθητή. Βάτσες, Άγιος Κωνσταντίνος, Κουνούπες, Κουτσομύτης – στις δύο τελευταίες παραλίες πας με βαρκάκι.

«Η διαδρομή για τις Βάτσες είναι μυσταγωγική», μου λέει. «Δεν τη θυμάσαι;» Εκείνη χρησιμοποίει το ρήμα «βατσάρω», που σημαίνει «διαδρομή προς την κάθαρση». «Κατεβαίνεις το φαράγγι και δεν υπάρχει τίποτε άλλο, κανένας. Μόνο ο Τρικαλινός με την καντίνα τη θεϊκή, όπου μπορείς να πιεις τα ποτά σου και να σβήσουν όλα», λέει.

«Όταν κάτι το κάνεις ξανά και ξανά, παύει να είναι νόστιμο» Facebook Twitter
Η Αστυπάλαια δεν είναι Κυκλάδες, δεν είναι όμως και ακριβώς Δωδεκάνησα, και ας ανήκει σε αυτά. Φωτ.: Johnny Africa/ Unsplash

«Πού θα φάω καλά;» «Πήγαινε στο Γεράνι, στο Λιβάδι, και δοκίμασε οπωσδήποτε τους κολοκυθοανθούς της κυρίας Μαρίας, στο Μελτέμι για γλυκά, για τα πουγκιά της κυρίας Φρόσως, που δεν παίζονται. Και, φυσικά, για ούζο, τσίπουρα και τα συναφή στον Μουγγό». Και συνεχίζει ανασηκώνοντας το φρύδι: «Αυτό όμως που δεν πρέπει να χάσεις με τίποτα– σ’ το έλεγα και τότε, σ’ το ξαναλέω και τώρα–, είναι η ταβέρνα της Μαρίας στο Βαθύ. Τότε ήταν για την εμπειρία, τώρα το ’χεις ανάγκη», λέει σαν να με μετράει. «Θα πας και θα καταλάβεις». Κι έτσι, η μία Μαρία με έστειλε στην άλλη.

Η ταβέρνα της κυρίας Μαρίας στο Βαθύ

Πάμε στο Τζανάκι, την παραλία γυμνιστών με τα τιρκουάζ νερά. Γαλλικές, ’70s μουσικές παίζουν στα ακουστικά μας, κάνουμε βουτιές φωνάζοντας «soleil». Μια κυρία μάς είπε να αποφύγουμε την παραλία γιατί εκεί ο ήλιος είναι αφόρητος – είναι ψέμα. Εδώ ο ήλιος είναι φίλος, θέλει μόνο να χρυσοροδίσει τα κορμιά μας και να κάψει τα σκουπίδια της μνήμης.

Μετά το μπάνιο και τις μουσικές, πεινάσαμε. Η ταβέρνα της κυρίας Μαρίας δεν είναι ακριβώς ταβέρνα, είναι «κατάσταση», από αυτές τις εμπειρίες που δεν περιγράφονται. Σαν να πρέπει να περιγράψεις σε κάποιον που δεν έχει φάει ποτέ γλυκό πώς μοιάζει η ζάχαρη. Για να βρείτε το ταβερνάκι, πρέπει να πάτε στην άλλη άκρη του νησιού. Αρκετοί είναι αυτοί που λένε «πού να τρέχω τώρα» και δεν πηγαίνουν –ήμουν κι εγώ μία απ’ αυτούς–, κι αυτό πια το βρίσκω εξαιρετικά θετικό, γιατί το μέρος δεν σηκώνει ορδές κόσμου.

«Όταν κάτι το κάνεις ξανά και ξανά, παύει να είναι νόστιμο» Facebook Twitter
Από ντόπιους έχω ακούσει ότι το νησί δεν τους κρατάει όλους. Διώχνει τους παράξενους και τους γκρινιάρηδες, κρατά τους καλοπροαίρετους και τους ερωτικούς. Φωτ.: Αλέξανδρος Μιχαηλίδης/ SOOC

Έτσι κι αλλιώς, η «ταβερνιάρισσα», που θα μπορούσε να ’ναι και καπετάνισσα γιατί έχει τσαγανό, δεν δέχεται πάνω από δυο παρέες μαζί. Μας είχε προειδοποιήσει η Μαρία ότι μπορεί να μας κρατούσε, μπορεί και όχι. Είναι αρχηγός στην κουζίνα της και δεν σηκώνει πολλά. Στον δρόμο έπεφταν στοιχήματα: πόσο ηλικιωμένη θα είναι; Από το ένα μέχρι το δέκα, πόσο δύστροπη; Θα είναι πάνω από ογδόντα; Η κουζίνα θα ’ναι καθαρή;

Η διαδρομή είναι απίθανη. Φτάνουμε στη Μαλτεζάνα, στο ανατολικό κομμάτι του νησιού, που είναι σαν άλλος τόπος, σαν διαφορετικό νησί, ωδή σε μια άλλη Ελλάδα, του ’80 και της αθωότητας, χωρίς τουριστικά μαγαζιά· με ταβέρνες που δεν ξέρουν από ωμά και σεβίτσε· χωρίς πολυτελή δωμάτια· όλα χύμα και αυθεντικά, όπως ήταν κάποτε τα νησιά.

Ακολουθούμε την ακτογραμμή και βλέπουμε μια ταμπέλα που λέει «Έξω Βαθύ». Θέλουμε άραγε το έξω; Να υπάρχει και μέσα; Διασχίζουμε χωράφια, περνάμε από βοσκοτόπια και τελικά βρίσκουμε μια ταμπέλα που γράφει «Μέσα Βαθύ». «Καλύτερα το μέσα από το έξω», σκέφτομαι. Προχωράμε, προχωράμε, φτάνουμε κάπου όπου δεν υπάρχει ψυχή ζώσα, είμαστε σίγουροι ότι πήραμε λάθος δρόμο και κλείνουμε τη μουσική για να συγκεντρωθούμε.

Σε ένα εγκαταλελειμμένο μαντρί πιο πέρα σταματάμε τον οδηγό ενός τρακτέρ που εμφανίστηκε από το πουθενά. Τον ρωτάμε αν ξέρει την ταβέρνα της κυρίας Μαρίας, απαντάει «εδώ να» και δείχνει κάτω στη θάλασσα. Αν δεν βρίσκαμε τον οδηγό, δεν θα βλέπαμε την ταβέρνα – δεν υπάρχει ταμπέλα.

Κατηφορίζουμε και φτάνουμε σε μια μπλε όαση σε ένα ήσυχο λιμανάκι, με μια ταμπέλα που γράφει «Γαλήνη» και την κυρία Μαρία που δεν είναι ούτε ιδιαίτερα ηλικιωμένη και δεν είναι και δύστροπη. Έχει γαλανά μάτια, ευγενική φυσιογνωμία, γλυκούς και απαλούς τρόπους. «Ελάτε μέσα, κοπιάστε», λέει, «κάνατε τόσο δρόμο».

«Όταν κάτι το κάνεις ξανά και ξανά, παύει να είναι νόστιμο» Facebook Twitter
Τα Τζανάκια είναι η παραλία γυμνιστών με τα τιρκουάζ νερά. Φωτ.: Γιάννης Πανταζόπουλος/ LIFO
«Όταν κάτι το κάνεις ξανά και ξανά, παύει να είναι νόστιμο» Facebook Twitter
Η ταβέρνα της κυρίας Μαρίας δεν είναι ακριβώς ταβέρνα, είναι «κατάσταση».

Μπαίνουμε στην ταβέρνα-χρονοντούλαπο και επιστρέφουμε σε ένα αθώο συγκινητικό χθες, ο καθένας στο δικό του. Δεν με λες επ’ ουδενί θρήσκα, αλλά έκανα τον σταυρό μου με ευλάβεια, γιατί αν κάπου κατοικεί ο Θεός, σίγουρα κατοικεί εδώ. Παλιά τραπεζομάντιλα από μουσαμά, όλα πεντακάθαρα και νοικοκυρεμένα.

«Εδώ τελειώνουν τα βεβιασμένα καλοκαίρια με τις κρατήσεις και τις λίστες κρασιών», λεει ο Ρ. «Εδώ αρχίζουν τα γεύματα με το χέρι», λέει ο Κ. Η Τ. παρατηρεί: «Εδώ γράφει καλαμαράκια, αλλά είναι σαν να λέει “φάε και όλα θα πάνε καλά”». Είναι σαν να κάνουμε όλοι από ένα ποιητικό μανιφέστο, γιατί το μέρος το σηκώνει αυτό· έχει και μια ησυχία απόλυτη.

Η κυρία Μαρία μας δείχνει τους κανόνες της που είναι γραμμένοι σε ένα πινακάκι. «Είμαι κουρασμένη», λέει. «Όλοι εδώ βοηθάμε για να φάμε. Εσείς καθαρίζετε το τραπέζι, φέρνετε πιάτα - ποτήρια, διαλέγετε τα ποτά σας». Στους τοίχους φωτογραφίες και αναμνήσεις της από άλλες εποχές. Στο βάθος κάθεται σιωπηλή η μητέρα της Μαρίας, η κυρία Σταυρούλα, η ψυχή του μαγαζιού, που τώρα είναι πάνω από 90 χρονών. Ατενίζει τη θάλασσα απλώς και δεν μιλάει σε κανέναν χρόνια τώρα. Έχει άνοια.

Δίνουμε την παραγγελία. Ό,τι έρχεται δεν είναι απλώς νόστιμο, είναι σαν να τρως αγάπη, και δεν υπερβάλλω. Τρώγεται η αγάπη; Ναι, τρώγεται, και ελπίζεις να μην τη χωνέψεις.

«Όταν κάτι το κάνεις ξανά και ξανά, παύει να είναι νόστιμο» Facebook Twitter
Παλιά τραπεζομάντιλα από μουσαμά, όλα πεντακάθαρα και νοικοκυρεμένα.

Η κυρία Μαρία είναι σαν αυτούς τους μύστες που συναντάς σπάνια σε μέρη αναπάντεχα. Την έχει φιλοσοφήσει τη ζωή της τριάντα χρόνια εδώ, στην ερημιά. Μας λέει ότι μέσα στη σιωπή μαλακώνει η ψυχή, το να κοιτάς τη θάλασσα και να ζεις με απλότητα είναι ιαματικό. Το εστιατόριο δεν το είπαν «Γαλήνη» τυχαία. Αυτό γύρευαν. Ήρθαν εδώ το ’72, άφησαν πίσω τον Πειραιά. Όλα τα ξεκίνησε η μητέρα της. «Στον μικρό χώρο εδώ», λέει και δείχνει πώς ήταν το μέρος πριν από την επέκταση. Ούτε ρεύμα δεν υπήρχε, τα έφερναν όλα με τη βάρκα. Σιγά σιγά έγιναν όλα.

Όταν μαγειρεύει, στην κουζίνα της δεν θέλει κανέναν, μας το ξεκαθαρίζει. «Δεν μπορώ να μαγειρεύω και να μου μιλάνε ούτε να μιλάω. Θέλει η μαγειρική σιωπή, να συγκεντρώνεσαι σε αυτό που κάνεις με όλο σου το είναι. Αν το σκορπάς, σκορπίζει και η νοστιμιά».

Τρώμε τις τηγανητές της πατάτες και ζητάμε «συγγνώμη» απ’ όσους πικράναμε. Της λέμε ότι δεν έχουμε ξαναφάει πιο νόστιμα καλαμαράκια. Γελάει με τρόπο σεμνό. Η ντομάτα της, χάδι, το κρεμμύδι γλυκό. Μια σαλάτα από τον κήπο της που είναι και μποστάνι, που σε κάνει να καταλαβαίνεις την άριστη πρώτη ύλη. Τρώμε κι εμείς σιωπηλοί. Οι πατάτες της, πάντα ζουμερές και τραγανές. Μόνο η Χ. σπάει τη σιωπή. «Κοιτάξτε που πέφτει ο ήλιος», λέει και έξω η θάλασσα μοιάζει σαν να ’χει πάρει φωτιά. «Παιδιά, ζούμε την πιο ωραία μέρα του καλοκαιριού», αναφωνεί ο Μ. και συμφωνούμε όλοι.

Στις τρίτες πατάτες που φέρνει η κυρία Μαρία σκύβω αυθόρμητα και της φιλώ το χέρι, σαν να είναι ιερέας. Δεν ξαφνιάζεται, ρωτάει μόνο: «Σ’ άρεσαν κορίτσι μου;».

«Όταν κάτι το κάνεις ξανά και ξανά, παύει να είναι νόστιμο» Facebook Twitter
Η κυρία Μαρία είναι σαν αυτούς τους μύστες που συναντάς σπάνια σε μέρη αναπάντεχα. Την έχει φιλοσοφήσει τη ζωή της τριάντα χρόνια εδώ, στην ερημιά.
«Όταν κάτι το κάνεις ξανά και ξανά, παύει να είναι νόστιμο» Facebook Twitter
Οι κανόνες της «Γαλήνης» είναι γραμμένοι σε ένα πινακάκι.

Το Βαθύ δεν έχει WiFi ούτε σήμα. «Κάντε ότι είστε στο 1992», λέει εκείνη με χιούμορ.

Στο τέλος μάς φέρνει σοκοφρέτες Serenata, μικρούλες, από άλλη εποχή.

Φεύγουμε συγκινημένοι. Εκείνη μάς δίνει ευχές, στον καθένα αλλιώτικη, σαν να μας διάβασε. Της λέμε «θα έρθουμε πάλι αύριο». Γνέφει όχι. «Όταν κάτι το κάνεις ξανά και ξανά, παύει να είναι νόστιμο. Να έρθετε του χρόνου, αν σας φέρει ο δρόμος». Την αποχαιρετάμε σαν να ’χουμε πια μια καλή θεία στο νησί.

Φεύγουμε εξημερωμένοι και ήσυχοι. Η συναυλία έχει ξεκινήσει ήδη. Τα Καλογεράκια, ο Μιχάλης και ο Παντελής, τραγουδούν τα μελοποιημένα ποιήματα με πάθος και ψυχή. Είμαστε απ’ το πρωί με τα παρεό και τα μαγιό, με τα κορμιά αλατισμένα και το στομάχι σκασμένο από αγάπη.

Οι αισθαντικές φωνές των αγοριών μέσα στην αστυπαλιώτικη νύχτα είναι σαν να δημιουργούν μια ρωγμή στον χρόνο απ’ όπου περνάει η ευτυχία και σε βρίσκει, κάτι σαν μια μυστική προσευχή.

«Φτάνει μόνο μια γαμάτη μέρα να γεμίσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι;» ρωτάει η φίλη μου. Της γνέφω καταφατικά. Με τη σωστή παρέα, τις σωστές συντεταγμένες και αυτά τα ενεργειακά κύματα που διαπερνούν την Αστυπάλαια μπορείς μέσα σε ώρες να νιώσεις καινούργιος. Έφυγα και ήμουν κάτι παραπάνω από κομπλέ. Τελικά, οι έρωτες πάνε κι έρχονται, ευτυχώς η Αστυπάλαια μένει. Ήμουν κουτή που έκανα να πάω τόσα χρόνια. Θα επανορθώσω.

Γεύση
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Tsoula Festival

Μουσική / Tsoula Festival: Το πιο φρέσκο νησιώτικο φεστιβάλ στήνεται στην Αστυπάλαια

Με όνομα εμπνευσμένο από το παραδοσιακό φυλαχτό του νησιού, το φεστιβάλ που οραματίστηκαν τρεις δημοσιογράφοι στρέφει τα βλέμματα στην «πεταλούδα του Αιγαίου» – και έχουμε αποκλειστικά το πλήρες πρόγραμμά του.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Τα μεγάλα πανηγύρια του Αυγούστου

Ελλάδα / Τα μεγάλα πανηγύρια του καλοκαιριού

Κάτω από ψηλά πλατάνια ή δίπλα στη θάλασσα, πάνω σε τάβλες ή στο πλακόστρωτο μιας πλατείας, τα παιδιά της πόλης πιάνουν τα χέρια των παππούδων κι αναζητούν στους κυκλικούς χορούς των πανηγυριών το διονυσιακό πνεύμα που ίσως δεν έφυγε ποτέ από το αίμα τους
ΑΠΟ ΤΗ ΣΟΦΙΑ ΙΓΝΑΤΙΔΟΥ
«Η παλιά Ελλάδα που νομίζαμε πως χάθηκε ζει ακόμα σε τόπους σαν τη Νίσυρο»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Στη Νίσυρο οι άνθρωποι δουλεύουν - αλλά υπάρχει χρόνος και για την ψυχή»

Τη στιγμή που η Καλαμάτα άρχισε να του θυμίζει την Αθήνα, ο Σταύρος Παναγιωτόπουλος μετακόμισε σε έναν τόπο όπου δεν χρειάζεται να περιμένει τις διακοπές, μια και έχει το καλοκαίρι έξω από την πόρτα του.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ιεροτελεστία του πανηγυρικού πιλαφιού του Δεκαπενταύγουστου στο Καρπάθιο

Γεύση / Tα πιλάφια του Δεκαπενταύγουστου: Έτσι τιμούν τη μεγάλη γιορτή σε Κάσο και Κάρπαθο

Ακολουθώντας τελετουργικό χρόνων, στήνουν καζάνια πάνω σε φωτιές και φτιάχνουν πιλάφι, κρέας κοκκινιστό και τηγανητές πατάτες για να τιμήσουν τη μεγαλύτερη γιορτή του καλοκαιριού.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Agora symi

Γεύση / Agora: Η πιο γραφική ανηφόρα της Σύμης οδηγεί σε μια κουζίνα με χαρακτήρα

Σε ένα μικρό μπαλκόνι με θέα τα παστέλ αρχοντικά της Σύμης, ο Χρήστος Σιδηρόπουλος σερβίρει μια ελληνική κουζίνα που συνομιλεί με το παρελθόν χωρίς να το αντιγράφει – μιλάει χαμηλόφωνα, αλλά ακούγεται καθαρά.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Οι ανθοί της cucina povera

Γεύση / Κολοκυθανθοί: Τα λουλούδια της φτωχής αλλά σοφής κουζίνας

Τα άνθη που είτε βουτιούνται στο κουρκούτι είτε γίνονται τροφαντός ντολμάς κρύβουν φθαρτή ομορφιά και μεγάλη γευστική παράδοση — πολύ πριν ο οδηγός Michelin αναδείξει τάσεις σαν το zero waste και το «από το χωράφι στο τραπέζι».
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Αμπέλι, άστρα και συναίσθημα: Ο Θοδωρής Κοντογιάννης και η βιοδυναμική οινοποίηση

Το κρασί με απλά λόγια / Αμπέλι, άστρα και συναίσθημα: Ο Θοδωρής Κοντογιάννης και η βιοδυναμική οινοποίηση

Πώς επηρεάζει η αστρονομία τις καλλιεργητικές πρακτικές στο αμπέλι; Η Υρώ Κολιακουδάκη και ο Παναγιώτης Ορφανίδης σε μια συζήτηση με τον Θοδωρή Κοντογιάννη για τη σχέση του ανθρώπου με τη γη, την τεχνολογία και το κρασί, έξω από τα συνηθισμένα.
ΥΡΩ ΚΟΛΙΑΚΟΥΔΑΚΗ
Οι ιδιαίτερες γεύσεις του καλοκαιριού στο Αιγαίο

Γεύση / Σαρδέλες Καλλονής, Φούσκες, Σκίζα. Αυτή είναι η γεύση του Αιγαίου

Οι μένουλες Καρπάθου, το σπινιάλο Καλύμνου, η σκίζα της Μήλου και η μόστρα της Μυκόνου: Από τον ιωδιούχο αφρό του Αιγαίου ως τα μητάτα των Κυκλάδων, η γεύση του καλοκαιριού αποτυπώνεται σε προϊόντα που φέρουν την ιστορία και το φως των νησιών.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Ελένη Σαράντη

Γεύση / Ελένη Σαράντη: «Κυνήγησα πράγματα που τελικά δεν είχαν σημασία»

Μετά από μια δύσκολη στιγμή, κατάλαβε πως η μόνη επιβράβευση που μετρά δεν είναι τα αστέρια, αλλά το “φάγαμε καταπληκτικά”. Όταν την αποκαλούν σεφ, απαντά απλά: «Εγώ μαγειρεύω». Η υπερήφανη μαγείρισσα που προκαλεί ουρές στην οδό Σαλαμίνος, στον Κεραμεικό, είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Από τη γαλλική bistronomie στο σαμιώτικο αμπέλι: Η συναρπαστική διαδρομή του Βασίλη Αλεξίου

Το κρασί με απλά λόγια / Από τη γαλλική bistronomie στο σαμιώτικο αμπέλι: Η συναρπαστική διαδρομή του Βασίλη Αλεξίου

Ο σεφ και οινοποιός μας ταξιδεύει από τη Σαντορίνη στο Παρίσι, στο Μarais, όπου είχε μια πολύ επιτυχημένη μακρόχρονη πορεία ως ένας από τους δημιουργούς του ρεύματος του bistronomie. Τώρα βρίσκεται στη Σάμο όπου φτιάχνει κρασιά τα οποία εκφράζουν την προσωπικότητά του και τον χαρακτήρα του, με σκοπό να τα απολαμβάνει ο κόσμος με το φαγητό του, μαζί με άλλους ανθρώπους.
THE LIFO TEAM
Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Nothing Days / Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Ένα «ανοιξιάτικο» τριήμερο σε μία πόλη που ξέρει από φυσικές καταστροφές αλλά ξέρει και να υμνεί τη ζωή, και μία μεγάλη βόλτα στην Πομπηία και στο Ερκολάνο. Από το αρχαίο «fast food» στις σύγχρονες γεύσεις της ναπολιτάνικης κουζίνας.
M. HULOT