Η «Αχνή θέα των λόφων» του Καζούο Ισιγκούρο, είναι ένα λεπτοδουλεμένο αίνιγμα

Η «Αχνή θέα των λόφων» του Καζούο Ισιγκούρο, είναι ένα λεπτοδουλεμένο αίνιγμα Facebook Twitter
Ο Καζούο Ισιγκούρο χρίστηκε Νομπελίστας επειδή με «τα μεγάλης δύναμης μυθιστορήματά του αποκάλυψε την άβυσσο κάτω από την ψευδαίσθησή μας ότι είμαστε συνδεδεμένοι με τον κόσμο».
0

Ο Καζούο Ισιγκούρο με τις ιαπωνικές ρίζες και την άψογη βρετανική πρόζα, αυτός που χρίστηκε Νομπελίστας επειδή με «τα μεγάλης δύναμης μυθιστορήματά του αποκάλυψε την άβυσσο κάτω από την ψευδαίσθησή μας ότι είμαστε συνδεδεμένοι με τον κόσμο», δεν φιλοδοξούσε από μικρός να γίνει συγγραφέας.

Στα χρόνια του '60 και του '70, την εποχή της βασιλείας της ροκ, τ' όνειρό του ήταν να γίνει μουσικός. Πράγματι, ως τις αρχές της δεκαετίας του '80, έχοντας για πρότυπό του τροβαδούρους σαν τον Ντίλαν, τον Κοέν, τον Νιλ Γιανγκ, τον Τζάκσον Μπράουν, είχε συνθέσει πάνω από εκατό τραγούδια, στους στίχους των οποίων διοχέτευσε τις όποιες αυτοβιογραφικές του καταθέσεις μια και καλή, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια.

Η μεγάλη στροφή για τον Ισιγκούρο συνέβη όσο παρακολουθούσε το φημισμένο τμήμα δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Αγγλίας. Μέχρι τότε ο κόσμος που τον περιέβαλε δεν τον ενέπνεε. Καθώς, όμως, δούλευε το μυθιστόρημα που θα παρουσίαζε εν είδει διατριβής στο East Anglia, καθώς έγραφε για τη χώρα απ' την οποία είχε αποκοπεί το 1959, στα πέντε του –μια Ιαπωνία «φτιαγμένη από τις αναμνήσεις, τα συναισθήματα και τις εικασίες ενός παιδιού»– διαπίστωσε έκπληκτος πως η φαντασία του ξεκλειδωνόταν.

«Κατά βάθος», θα δήλωνε αργότερα, «οι συγγραφείς νιώθουν σαν να έχουν χάσει για πάντα την εσωτερική τους ισορροπία. Το γράψιμο είναι γι' αυτούς παρηγοριά και ανταμοιβή. Χάρη στη λογοτεχνία ανασυνθέτουν ό,τι έχει ραγίσει μέσα τους και δίνουν υπόσταση στην αντίληψη που έχουν για τον κόσμο».

Κατά βάθος οι συγγραφείς νιώθουν σαν να έχουν χάσει για πάντα την εσωτερική τους ισορροπία. Το γράψιμο είναι γι' αυτούς παρηγοριά και ανταμοιβή. Χάρη στη λογοτεχνία ανασυνθέτουν ό,τι έχει ραγίσει μέσα τους και δίνουν υπόσταση στην αντίληψη που έχουν για τον κόσμο.

Το ίδιο εκείνο μυθιστόρημα, το «Α pale view of hills», εκδόθηκε μετ' επαίνων στη Βρετανία το 1982 και κυκλοφόρησε σχεδόν αμέσως στα ελληνικά ως «Χλωμή θέα των λόφων» (εκδ. Νέα Σύνορα-Λιβάνη, μετ. Π. Γερωνυμάκη). Για μεγάλο διάστημα, ωστόσο, ήταν εξαντλημένο. Να όμως που τώρα, αφού στο μεταξύ επανεκδόθηκαν από τον Ψυχογιό και «Τ' απομεινάρια μιας μέρας», επανακυκλοφορεί ως «Αχνή θέα των λόφων» σε νέα μετάφραση της Αργυρώς Μαντόγλου, επιτρέποντας σε μια νέα γενιά αναγνωστών ν' ανακαλύψουν τον πρώτο κρίκο της αλυσίδας που το 2017 οδήγησε τον Ισιγκούρο ως το Νόμπελ.

Κεντρική ηρωίδα και αφηγήτρια της ιστορίας στην «Αχνή θέα των λόφων» είναι η Ετσούκο, μια μεσήλικη Γιαπωνέζα, εγκατεστημένη εδώ και χρόνια στην Αγγλία, την πατρίδα του δεύτερου συζύγου της, η οποία, χήρα πλέον, περνά τις μέρες της μοναχικά στην εξοχή.

Το μυθιστόρημα ανοίγει με μια επίσκεψη-αστραπή της μικρής της κόρης από το Λονδίνο και, όπως γίνεται αντιληπτό αμέσως, στη μεταξύ τους επικοινωνία παρεμβάλλεται διαρκώς μια σκιά: το φάντασμα της Κέικο, της πρωτότοκης κόρης της Ετσούκο, η οποία είχε ξεριζωθεί σε εύθραυστη ηλικία από την Ιαπωνία, δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, αποξενώθηκε από τους δικούς της κι έφτασε στο σημείο να κρεμαστεί.

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες καταλαβαίνουμε πως, μολονότι έχει περάσει καιρός από τότε, η Ετσούκο βρίσκεται ακόμα υπό το κράτος αυτής της τρομακτικής απώλειας. Κι όταν, στη διάρκεια της παραπάνω επίσκεψης, οι σκέψεις της στρέφονται στα περασμένα, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, βυθιζόμαστε κι εμείς μαζί της σ' ένα τεράστιο φλας μπακ απ' όπου αναδύονται σιγά σιγά κι αθόρυβα τα ίχνη ενός μακρινού πολιτισμού, ξεπερασμένοι κώδικες συμπεριφοράς, πελώρια τσιμεντένια κτίρια ανάμεσα σε εκτάσεις καρβουνιασμένες από τη βόμβα, άνθρωποι ηττημένοι ανεπανόρθωτα κι άνθρωποι που αγωνίζονται να σταθούν και πάλι στα πόδια τους...

Το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στο υπό ανοικοδόμηση Ναγκασάκι (γενέτειρα του Ισιγκούρο) όταν «τα χειρότερα» έχουν περάσει πια. «Οι Αμερικανοί στρατιώτες ήταν περισσότεροι από ποτέ –καθώς γινόταν πόλεμος στην Κορέα– αλλά στο Ναγκασάκι, μετά από όσα είχαν προηγηθεί, επικρατούσε ηρεμία και ανακούφιση. Στον κόσμο κυριαρχούσε μια αίσθηση αλλαγής».

Τώρα πια τα παιδιά δεν διδάσκονται ότι η Ιαπωνία δημιουργήθηκε από τους Θεούς, ούτε ότι ο ιαπωνικός λαός είναι ιερός και ανώτερος. Τα ερωτευμένα ζευγαράκια μπορούν να περπατούν στον δρόμο χέρι με χέρι και δεν είναι υποχρεωτικό για τις γυναίκες να ψηφίζουν ό,τι κι ο άντρας τους. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα εκείνοι που νοσταλγούν τις παλιές αξίες –την πειθαρχία, την εντιμότητα, την αίσθηση του χρέους «που κρατούσαν ενωμένη την Ιαπωνία»– και οι οποίοι θεωρούν πως όλη αυτή η αμερικανόφερτη συζήτηση περί δημοκρατίας δεν εκφράζει παρά τους «ατομιστές».

Όσο για την Ετσούκο της εποχής εκείνης, σκιαγραφείται από τον Ισιγκούρο σαν μια καθωσπρέπει κυρία της γενιάς της, όπως ακριβώς υπήρξε και η μητέρα του: μετρημένη, υπάκουη, παραδοσιακή.

Η ιστορία που ξεδιπλώνεται μέσα από τις αναμνήσεις της Ετσούκο επικεντρώνεται στο σύντομο διάστημα που η ίδια, νιόπαντρη κι εγκυμονούσα, είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με μια κάπως αλλόκοτη γυναίκα, τη Σατσίκο, η οποία ζούσε με την δεκάχρονη κόρη της σε μια ξύλινη παράγκα, μέσα στις λάσπες, στο περιθώριο ενός μοντέρνου συνοικισμού. Η συγκεκριμένη γυναίκα είχε γνωρίσει πολύ καλύτερες μέρες αλλά ο πόλεμος έκοψε τη ζωή της στα δυο.

Την περίοδο δε της συναναστροφής της με την Ετσούκο ήταν γαντζωμένη από την ελπίδα ότι ο Αμερικανός εραστής της θα τηρήσει την υπόσχεσή του και θα την πάρει με το παιδί της στο εξωτερικό. «Το καλό της κόρης μου έχει τη μέγιστη σημασία για μένα» θυμάται η Ετσούκο να ισχυρίζεται η φιλενάδα της. «Δεν θα έπαιρνα ποτέ μια απόφαση που θα έθετε το μέλλον της σε κίνδυνο».

Το ίδιο διάστημα μαθαίνουμε, βλέποντας το κοριτσάκι να περιφέρεται συχνά στον βαλτότοπο, ότι η Ετσούκο, πάντα στο πλαίσιο της τυπικότητας που την διέκρινε, είχε επιχειρήσει να το προσεγγίσει λίγο παραπάνω, αλλά κάθε της προσπάθεια έπεφτε στο κενό. Το παιδί έμοιαζε παγωμένο συναισθηματικά, το μυαλό του ήταν στοιχειωμένο από φρικιαστικές εικόνες, και τα μοναδικά πλάσματα με το οποία έδειχνε δεμένο ήταν τα γατάκια του.

Αλίμονο, κάποια στιγμή, αναγκάζεται με τη βία να τ' αποχωριστεί. Κι αυτή η σκηνή, με τα ολέθρια αποτελέσματα, που συμβαίνει μπροστά στα μάτια της –αμέτοχης– Ετσούκο, είναι από τις πιο συγκλονιστικές του μυθιστορήματος.

Αντιλαμβάνεται κανείς πως η ιστορία από τα νεανικά χρόνια της ηρωίδας μόνο άσχετη δεν είναι μ' όσα συνέβησαν αργότερα. Τα πρόσωπα της Ετσούκο και της Σατσίκο, όπως κι εκείνα των παιδιών τους, θα μπορούσαν κάλλιστα να ταυτίζονται. Τα μεγαλύτερα εγκλήματα, λέγεται, ξεκινούν με τις καλύτερες προθέσεις.

Ήταν σε θέση η Ετσούκο να ζυγίσει σωστά τις συνέπειες των επιλογών της; Τι μερίδιο ευθύνης τής αναλογεί τελικά για την αυτοκτονία της κόρης της; Ο Ισιγκούρο, στο παρθενικό του βιβλίο, δεν έδωσε ξεκάθαρη απάντηση. Προτίμησε να προσφέρει σ' εμάς ένα λεπτοδουλεμένο αίνιγμα και στην ηρωίδα του ένα ταξίδι αυτογνωσίας.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Λυδία Κονιόρδου διαβάζει τον μονόλογο της Λούλας Αναγνωστάκη «Ο oυρανός κατακόκκινος»

Lifo Videos / «Ιδού εγώ»: Η Λυδία Κονιόρδου ερμηνεύει το «Ουρανός Κατακόκκινος» της Λούλας Αναγνωστάκη στο LIFO.gr

O απολογισμός ζωής μιας γυναίκας που βλέπει γύρω της τον κόσμο να διαλύεται, η προσωπική εμπλοκή στη συλλογική μνήμη, μια ποιητική εκδοχή της δυστυχίας που γεννά η σύγχρονη πραγματικότητα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων: Τόπος συνάντησης για τη λογοτεχνία και τις ιδέες

Βιβλίο / Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων: Τόπος συνάντησης για τη λογοτεχνία και τις ιδέες

Με ένα πλούσιο πρόγραμμα με καλεσμένους από 16 χώρες και τιμώμενο πρόσωπο τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο, το φετινό φεστιβάλ σημείωσε τη μεγαλύτερη προσέλευση στην ιστορία του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί μας γοητεύει ακόμα ο «Καβγατζής της Βρέστης»;

The Review / Γιατί μας γοητεύει ακόμα ο «Καβγατζής της Βρέστης»;

Ο Χρήστος Παρίδης και η Βένα Γεωργακοπούλου, με αφορμή τη νέα έκδοση του έργου του Ζαν Ζενέ, εξετάζουν τους λόγους που μπορεί να μας αφορά ακόμα και σήμερα το θρυλικό βιβλίο του 1945. ― ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΤΟΛΜΗΡΗ ΓΛΩΣΣΑ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
100 βιβλία που ξεχωρίσαμε για αυτό το καλοκαίρι

Βιβλίο / 100 βιβλία να διαβάσεις κάτω από ένα αρμυρίκι ή στην πόλη με το κλιματιστικό στο φούλ

Κλασική λογοτεχνία, σύγχρονοι συγγραφείς, δοκίμια, ιστορία, αυτοβελτίωση, βιβλία για το «μικρό» να μην είναι όλη την ώρα στο iPad. Kάτι για όλους για να περάσει όμορφα, ήσυχα και ποιοτικά το καλοκαίρι.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Βιβλίο / Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Τέτοιες μέρες πριν από πενήντα χρόνια, το γκρουπ έκανε το ντεμπούτο του στην σκηνή του θρυλικού κλαμπ CBGB στη Νέα Υόρκη, κι ένα νέο βιβλίο ακολουθεί την πορεία τους από τις πρώτες τους ημέρες μέχρι το είδος εκείνο της επιτυχίας που συνήθως έρχεται με τα δικά της προβλήματα
THE LIFO TEAM
Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Βιβλίο / Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Η Γαλλίδα κριτικός λογοτεχνίας της «Monde», Φλοράνς Νουαβίλ, στο «Μίλαν Κούντερα: Γράψιμο... Τι ιδέα κι αυτή!», αποκαλύπτει καίριες στιγμές και συγγραφικές αλήθειες του καλού της φίλου, αναιρώντας όλες τις κατηγορίες που συνδέονταν με το όνομά του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πάουλο Σκoτ

Βιβλίο / Πάουλο Σκoτ: «Στη Βραζιλία ο ρατσισμός είναι παντού, στη λογοτεχνία, στους στίχους της σάμπα»

Πότε ρεαλιστικό, πότε στρατευμένο, πότε αστυνομικής υφής, πότε μια τρελή και ξεκαρδιστική σάτιρα. Οι «Φαινότυποι» του Πάουλο Σκοτ είναι ένα αξιοσημείωτο βιβλίο. Μιλήσαμε με τον Βραζιλιάνο συγγραφέα για τη λογοτεχνία, την κατάσταση στη Βραζιλία και την αξία των λογοτεχνικών βραβείων.
ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κώστας Σπαθαράκης, εκδότης.

Κώστας Σπαθαράκης / Κώστας Σπαθαράκης: «Δεν έχουμε αφηγήσεις για τις ερωτικές μας σχέσεις, για τα νιάτα μας»

Για τον άνθρωπο πίσω από τις εκδόσεις αντίποδες, το μεγαλύτερο όφελος ήταν ότι, ενώ του άρεσε να είναι χωμένος μέσα στα βιβλία – μια μοναχική και ίσως ναρκισσιστική συνήθεια –, στην πορεία έμαθε να τη μετατρέπει σε εργαλείο κοινωνικότητας και επαφής με τους γύρω του.
M. HULOT
Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού

Βιβλίο / Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού»

Ο πολυβραβευμένος Κολομβιανός συγγραφέας μιλά στη LiFO για τη βία που στοιχειώνει τη χώρα του, τη δύναμη της λογοτεχνίας να ανασύρει όσα κρύβει η Ιστορία, αλλά και για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία ως σταθερή επιρροή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
H Gen Z όχι μόνο διαβάζει αλλά συγχρόνως αλλάζει και την ίδια την έννοια της ανάγνωσης

Βιβλίο / Η Gen Z δεν διαβάζει απλώς· επαναπροσδιορίζει την ανάγνωση

Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς λατρεύουν την απόδραση, παίρνουν την λεγόμενη fan fiction τόσο σοβαρά όσο και τη λίστα Booker, αναβιώνουν κλασικά βιβλία από την Τζέιν Όστεν έως τον Ντοστογιέφσκι και μοιράζονται ιστορίες στις δικές τους κοινότητες.
THE LIFO TEAM
Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Βιβλίο / Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Ο Πέρσιβαλ Έβερετ έγραψε ένα άκρως επίκαιρο, δεδομένων των τελευταίων ημερών, βιβλίο, που ταυτόχρονα φιλοδοξεί να καταστεί κλασικό, για τον ρατσισμό και τη χαμένη ανθρωπιά, και κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ και το Πούλιτζερ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη, κιθαρίστα και σκιτσογράφο Κώστα Μπέζο, που ξαναγράφει την ιστορία της Ελλάδας πριν από το 1940

Βιβλίο / «Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη Κώστα Μπέζο

Τη δεκαετία του ’30 άνθισε στην Ελλάδα ένα μουσικό είδος «διαφυγής» από τη σκληρή πραγματικότητα, οι χαβάγιες. Ο Κώστας Μπέζος, αινιγματική μορφή μέχρι πρόσφατα και σημαντικός ρεμπέτης και σκιτσογράφος, έγραψε μια ανείπωτη ιστορία, διαφορετική από αυτή που η επίσημη ιστορία έχει καταγράψει για την εποχή του Μεσοπολέμου.  
M. HULOT
Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Βιβλίο / Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Η Καταλανή συγγραφέας, που έχει εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς της σύγχρονης queer λογοτεχνίας, μεταφράζεται παγκοσμίως και τη θαυμάζει ο Αλμοδόβαρ, μιλά στη LiFO για το τι σημαίνει να ζεις ελεύθερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ