ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ του ΠΟΥ στη λίστα των απαραίτητων (ή κρίσιμων) φαρμάκων περιλαμβάνονται –εκτός από τις θεραπείες κατά της παχυσαρκίας και του καρκίνου– και θεραπείες για την κυστική ίνωση, την ψωρίαση, την αιμορροφιλία και άλλες αιματολογικές διαταραχές. Οι δύο λίστες των βασικών φαρμάκων με τα ακρωνύμια EML (για τους ενήλικες) και EMLc (για τα παιδιά) περιλαμβάνουν βασικά φάρμακα που απαιτούνται για την κάλυψη των ιατρικών αναγκών του πληθυσμού και κυρίως για εκείνα τα νοσήματα που έχουν τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης, όπως είναι ο διαβήτης και η παχυσαρκία. Οι δύο λίστες με τα κρίσιμα φάρμακα έχουν υιοθετηθεί από περισσότερες από 150 χώρες για τη δημιουργία του εθνικού τους αποθέματος σε απαραίτητα φάρμακα, με στόχο να διασφαλιστεί η φαρμακευτική εφοδιαστική αλυσίδα και να μην καταγραφούν ελλείψεις που θα έχουν άμεση επίπτωση στους δείκτες υγείας του πληθυσμού.
«Οι νέες επικαιροποιημένες εκδοχές της λίστας βοηθούν στη διευρυμένη πρόσβαση των ενηλίκων και των παιδιών σε νέες θεραπείες με αποδεδειγμένα κλινικά οφέλη και ισχυρό θετικό αντίκτυπο στην παγκόσμια δημόσια υγεία», επισημαίνει η Dr. Yukiko Nakatani, υποδιευθύντρια του Τομέα Συστημάτων Υγείας, Πρόσβασης και Δεδομένων του ΠΟΥ.
Η λίστα των απαραίτητων ή κρίσιμων φαρμάκων (critical medicines) εκδόθηκε πρώτη φορά το 1977 για να διευκολύνει την πρόσβαση σε αποτελεσματικές θεραπείες κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες και έκτοτε έχει εξελιχθεί σε ένα αξιόπιστο εργαλείο δημόσιας υγείας για τη λήψη αποφάσεων αναφορικά με την επιλογή θεραπειών και τη φαρμακευτική σε όλα τα εθνικά συστήματα υγείας.
Στην τελευταία επικαιροποίηση, η Επιτροπή των Ειδικών του ΠΟΥ αναθεώρησε 59 συστάσεις και 31 προτάσεις για την ενσωμάτωση νέων φαρμάκων. Ως αποτέλεσμα, 20 νέα φάρμακα προστέθηκαν στη λίστα των απαραίτητων φαρμάκων για ενήλικες και 15 στη λίστα για τα παιδιά, μαζί με αναθεωρημένες συστάσεις χορήγησης για 7 σκευάσματα. Οι επικαιροποιημένες λίστες πλέον περιλαμβάνουν 523 απαραίτητα φάρμακα για ενήλικες και 374 σκευάσματα για παιδιά.
Αναλυτικότερα, για τα ογκολογικά νοσήματα ισχύουν τα εξής: ο καρκίνος αποτελεί τη δεύτερη αιτία θανάτου διεθνώς και προκαλεί ετησίως 10 εκατ. θανάτους, σκοτώνοντας κάθε χρόνο τον πληθυσμό μιας χώρας σαν την Ελλάδα. Επίσης, τα ογκολογικά νοσήματα ευθύνονται για το 33% των πρόωρων θανάτων από μη μεταδοτικά νοσήματα. Οι θεραπείες για τον καρκίνο βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του ΠΟΥ και οι μισές εγκρίσεις σε ογκολογικές θεραπείες των προηγούμενων ετών έχουν στηριχθεί στα κριτήρια του Οργανισμού και στις λίστες των απαραίτητων φαρμάκων. Σε αυτές τις λίστες τα κριτήρια είναι ιδιαίτερα αυστηρά και ελάχιστες ογκολογικές θεραπείες έχουν ενταχθεί· μόνο αυτές που αποδεδειγμένα παρατείνουν το προσδόκιμο επιβίωσης κατά τουλάχιστον 4-6 μήνες. Αυτό συμβαίνει γιατί αναπτύσσονται πολλές καινοτόμες θεραπείες που έχουν δυσβάσταχτο κόστος για τα συστήματα υγείας, χωρίς η χορήγησή τους να συνοδεύεται από αντίστοιχο όφελος.
Στο πλαίσιο της προσπάθειας του Οργανισμού να μειωθούν οι ανισότητες στη θεραπεία του καρκίνου, η Επιτροπή των Ειδικών συνέστησε αυξημένη πρόσβαση στους αναστολείς PD-1/PD-L1, δηλαδή εκείνη την κατηγορία ανοσοθεραπείας που βοηθά τα κύτταρα-φονείς του ανοσοποιητικού συστήματος να αναγνωρίσουν τα καρκινικά κύτταρα και να τα εξολοθρεύσουν.
Η ανοσοθεραπεία με Pembrolizumab προστέθηκε στη λίστα των απαραίτητων φαρμάκων για τους ενήλικες ως πρώτης γραμμής μονοθεραπεία για τον μεταστατικό καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, τον μεταστατικό καρκίνο του παχέος εντέρου και τον μεταστατικό μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα. Επίσης, για τον μεταστατικό μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα προστίθενται ως εναλλακτικές της μονοθεραπείας τα μονοκλωνικά αντισώματα atezolizumab και cemiplimab.
Υπάρχουν νέες προσθήκες και στον διαβήτη και στην παχυσαρκία, καθώς η επίπτωση των νοσημάτων είναι τεράστια. Περισσότερα από 800 εκατ. άνθρωποι ζούσαν με σακχαρώδη διαβήτη το 2022, με τα μισά περιστατικά να μη λαμβάνουν θεραπεία. Την ίδια ώρα, πάνω από 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι είναι παχύσαρκοι και τα ποσοστά αυξάνονται αλματωδώς στις πιο φτωχές χώρες. Αυτά τα δύο νοσήματα συνδέονται στενά και μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρά προβλήματα υγείας, μεταξύ των οποίων τα καρδιαγγειακά προβλήματα και η νεφρική ανεπάρκεια. Η Επιτροπή των Ειδικών του ΠΟΥ συμπεριέλαβε στη λίστα των απαραίτητων φαρμάκων σκευάσματα τα οποία ανήκουν στην κατηγορία των GLP-1 αγωνιστών, που βελτιώνουν τη γλυκαιμική ρύθμιση, βοηθούν στην απώλεια βάρους, μειώνουν τις καρδιαγγειακές και νεφρικές επιπλοκές και μειώνουν τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου.
Οι GLP-1 αγωνιστές, η σεμαγλουτίδη (semaglutide, δηλαδή το Ozempic), η δουλαγλουτίδη (dulaglutide), η λιραγλουτίδη (liraglutide) και το φάρμακο που ανήκει στην άλλη κατηγορία, το ινσουλινοτροπικό πολυπεπτίδιο (GIP) τιρζεπατίδη (tirzepatide, δηλαδή το Mounjaro) προστέθηκαν στη λίστα των απαραίτητων φαρμάκων για τους ενήλικες. Χρησιμοποιούνται ως θεραπεία για τη γλυκαιμική ρύθμιση ασθενών με διαβήτη τύπου 2, με εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο ή χρόνια νεφρική νόσο και παχυσαρκία (ΒΜΙ 30 ή μεγαλύτερο).
Οι υψηλές τιμές των φαρμάκων (όπως ισχύει για το Ozempic και το Mounjaro) δημιουργούν εμπόδια στη διευρυμένη πρόσβαση, οπότε με την ενσωμάτωσή τους στη λίστα των απαραίτητων σκευασμάτων του ΠΟΥ ενθαρρύνεται ο ανταγωνισμός στην ανάπτυξη γενοσήμων – κάτι που θα μειώσει το κόστος της θεραπείας. Στην Ελλάδα οι θεραπείες αυτές έχουν μηνιαίο κόστος από 90 ευρώ, ενώ στην Αμερική το κόστος είναι δυσθεώρητο, καθώς κυμαίνεται στα 1.000 δολάρια. Μεγάλο ποσοστό της ιδιωτικής δαπάνης (out-of-pocket) για τα μη μεταδοτικά νοσήματα απορροφάται για την προμήθεια φαρμάκων που θα έπρεπε να είναι προσιτά στον καθένα, όπως επισημαίνει ο Deusdedit Mubangizi, διευθυντής Πολιτικής και Προτύπων για Φάρμακα και Προϊόντα Υγείας του ΠΟΥ.
Η δαπάνη για φάρμακα στην Ελλάδα
Η δαπάνη για φάρμακα από την τσέπη των πολιτών στην Ελλάδα ανέρχεται σε μερικά δισ. – μόνο για τα συμπληρώματα διατροφής οι Έλληνες δαπανούν πάνω από 2,5 δισ. ευρώ ετησίως. Στην ετήσια έκθεση για τη φαρμακευτική αγορά στην Ελλάδα και τη συμβολή του κλάδου του φαρμάκου στην εθνική οικονομία που συνέταξαν το Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), τα στοιχεία παρουσιάζουν σταδιακή μείωση της συνεισφοράς του κράτους στις δαπάνες υγείας, με τη χώρα μας να κατατάσσεται έβδομη στην Ευρώπη στην ιδιωτική δαπάνη για φάρμακα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα που παρουσίασαν ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Οικονομικών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νίκος Βέττας, και ο καθηγητής ΕΜΠ, επιστημονικός σύμβουλος του ΙΟΒΕ, Άγγελος Τσακανίκας, η συνολική χρηματοδότηση για τις δαπάνες υγείας το 2023 ανήλθε σε 18,9 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση κατά 7,6% από τον προηγούμενο χρόνο, ενώ η ετήσια κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας στη χώρα μας κυμαίνεται στα €1.815, με τη δημόσια δαπάνη να ανέρχεται στα €1.105 και την ιδιωτική στα €710. Συνεπώς, υποχωρεί η κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας στην Ελλάδα, έναντι της αύξησής της στην Ε.Ε. και τις νότιες (μεσογειακές) χώρες, με συνέπεια η πατρίδα μας να βρίσκεται στο 33% του επιπέδου της Ευρώπης των 27 κρατών-μελών.
Τα ελληνικά νοικοκυριά δαπανούν κατά μέσο όρο μηνιαίως για την υγεία €129, με το 32,2% να αφορά φάρμακα και το 34% να αφορά νοσοκομειακή περίθαλψη. Στις συνολικές δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών, η υγεία απορροφά το 7,7%. Το 2023 η συνολική δαπάνη για φάρμακα και άλλα υγειονομικά αναλώσιμα ανήλθε στα 5,1 δισ. ευρώ, με τη συμμετοχή της βιομηχανίας να ανέρχεται στο 54% (από 6% το 2012) και τη συμμετοχή των ασθενών στο 10%. Σχεδόν επτά χρόνια μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, τα μνημόνια παραμένουν στο φάρμακο, με τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει από την πολιτεία (επενδυτικό clawback, ταμείο καινοτομίας) να μην αρκούν για να καλύψουν τη δυσαρμονία (των υψηλότερων επιστροφών με τις χαμηλότερες τιμές φαρμάκων), επισημαίνει ο Ολύμπιος Παπαδημητρίου, πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ), ο οποίος συνεργάστηκε με το ΙΟΒΕ για την εκπόνηση της συγκεκριμένης μελέτης.