ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ, ο Στέφανος Τσιτσιπάς έγινε είδηση όχι για κάποιον αγώνα τένις αλλά για την παραβίαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας: το αυτοκίνητό του εντοπίστηκε από κάμερες της Αττικής Οδού να κινείται με ταχύτητα 213 χλμ./ώρα. Παρά τους ισχυρισμούς ότι δεν οδηγούσε ο ίδιος αλλά ο πατέρας του, η Τροχαία απέρριψε την αλλαγή οδηγού. Έτσι, του επιβλήθηκε πρόστιμο €2.000 και στη συνέχεια τού αφαιρέθηκε το δίπλωμα. Έχει διορία έως την επόμενη Παρασκευή να το παραδώσει, διαφορετικά κινδυνεύει να σχηματιστεί εναντίον του δικογραφία για απείθεια. Η υπόθεση, όπως είναι λογικό, έχει προκαλέσει κύμα σχολίων: από απογοήτευση και αποδοκιμασία μέχρι προβληματισμούς για τη δημόσια εικόνα, την υπευθυνότητα και τη στάση ενός αθλητή που εδώ και πολλά χρόνια αποτελεί πρότυπο για πολλούς νέους.
Είναι αλήθεια ότι υπήρξε μια στιγμή, όχι τόσο μακρινή, που το όνομα Στέφανος Τσιτσιπάς δεν παρέπεμπε απλώς σε έναν πολλά υποσχόμενο τενίστα. Έγινε σύμβολο, εξελίχθηκε σε πρότυπο, σε είδωλο, για νέους, για φοιτητές, για παιδιά που αγάπησαν το τένις εξαιτίας του και πίστευαν ότι η επιτυχία, η τόλμη και το ταλέντο μπορούν να συγκροτήσουν μια ταυτότητα άξια θαυμασμού.
Ο Τσιτσιπάς έχει δείξει κατά καιρούς ότι δυσκολεύεται να ισορροπήσει κάτω από τα φώτα που αναπόφευκτα τον συνοδεύουν. Έχει, θα έλεγε κανείς, παρασυρθεί από τη λάμψη της δημοσιότητας, από τη γοητεία της επιτυχίας, των υψηλών απολαβών, της επίδειξης με πολυτελή αυτοκίνητα και ακριβά ρολόγια.
Η είδηση, βέβαια, ότι ο Στέφανος Τσιτσιπάς εντοπίστηκε να κινείται με 213 χιλιόμετρα την ώρα σε αυτοκινητόδρομο δεν θα ήταν, από μόνη της, αρκετή για να ταράξει την καθημερινότητα μιας κοινωνίας που έχει συνηθίσει, δυστυχώς, την οδηγική απερισκεψία. Η Ελλάδα έχει προ πολλού αποδεχτεί πως ο δρόμος λειτουργεί συχνά ως ένας ακόμη χώρος όπου η παρανομία «χωράει», ένα πεδίο όπου ο καθένας θεωρεί ότι μπορεί να αναστείλει τον νόμο, αρκεί να έχει την ψευδαίσθηση πως «ξέρει να οδηγεί». Αυτό που διαφοροποιεί την υπόθεση Τσιτσιπά δεν είναι, λοιπόν, η ίδια η παράβαση αλλά το πρόσωπο που τη διέπραξε. Ένα πρόσωπο που, θέλοντας και μη, κουβαλάει μαζί του συμβολισμούς, προσδοκίες και το βάρος της δημόσιας εικόνας του.
Γιατί ο Τσιτσιπάς δεν είναι ένας ακόμη οδηγός. Δεν είναι καν ένας ακόμη αθλητής. Είναι ένα από τα ελάχιστα διεθνώς αναγνωρίσιμα πρόσωπα της χώρας μας, από εκείνα που λειτουργούν ως σημεία αναφοράς όχι μόνο για τις επιδόσεις τους αλλά και για το συμβολικό βάρος που κουβαλούν. Σε μια εποχή που η Ελλάδα αναζητά πρότυπα ικανά να υπερβούν τον στενό εθνικό της ορίζοντα, ο Τσιτσιπάς έμοιαζε να ενσαρκώνει μια ξεχωριστή υπόσχεση. Μια απόδειξη ότι η αριστεία, όταν της δοθούν ο χώρος και ο χρόνος που χρειάζεται, μπορεί να ανθήσει ακόμη κι εδώ. Ακριβώς γι’ αυτό η παράβασή του δεν διαβάζεται ως στιγμιαία απερισκεψία.
Προσωπικά, θεωρώ ότι αυτό το περιστατικό αποτελεί μια καθοριστική ρωγμή στη δημόσια εικόνα του. Και δεν αφορά απλώς ένα διοικητικό πρόστιμο. Συνδέεται με μια σειρά από παρεμβάσεις και συμπεριφορές που έχουν κατά καιρούς προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τσιτσιπάς γίνεται επίκεντρο συζητήσεων. Από τις αμφιλεγόμενες τοποθετήσεις του για τα εμβόλια μέχρι την αναπαραγωγή αναρτήσεων όπως εκείνης του Ιμάν Γκάντζι, ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι ο σύγχρονος φεμινισμός «διδάσκει στις γυναίκες να μισούν τους άνδρες», ο Έλληνας τενίστας βρέθηκε συχνά στο στόχαστρο της κριτικής. Το ίδιο συνέβη και με το σχόλιό του για την αύξηση των ενοικίων («Δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ πόσο σύντομος είναι ένας μήνας μέχρι που άρχισα να πληρώνω ενοίκιο»), αλλά και με την πρότασή του οι δήμοι να φυτεύουν οπωροφόρα δέντρα ώστε να τρέφονται οι άστεγοι, μια ιδέα που χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως κοινωνικά αφελής. Στο ίδιο πλαίσιο εντάχθηκαν και αναρτήσεις του που θεωρήθηκαν σεξιστικές, όπως το σχόλιο για τις γυναίκες που δυσκολεύονται στο παρκάρισμα.
Επιπλέον, δεν έλειψαν περιστατικά εντός αγωνιστικού χώρου που συζητήθηκαν, όπως οι εντάσεις με τον πατέρα του ή τα ξεσπάσματά του απέναντι στη μητέρα του, όταν σε έναν αγώνα την έβρισε με χυδαίο τρόπο επειδή μιλούσε ρωσικά, ζητώντας της με φωνές να αποχωρήσει από το box. Ως εκ τούτου, από τις κοινωνικά αμήχανες δηλώσεις του για τις ιδιωτικές επενδύσεις και τον «πρωτόγονο», όπως έχει πει, χαρακτήρα της ελληνικής πραγματικότητας μέχρι τις πιο προσωπικές εκρήξεις του, ο νεαρός τενίστας έχει δείξει ότι το χάρισμα και η δεξιοτεχνία στο γήπεδο δεν μεταφράζονται αυτόματα σε ωριμότητα και σύνεση εκτός αυτού.
«Μαλ@κισμένη» είπε τη μάνα του ο Τσιτσιπάς, σε μια πρωτοφανή έκρηξη αγάπης
Μάλιστα, το πρόσφατο επεισόδιο, με την προσπάθεια να μετατοπιστεί η ευθύνη στον πατέρα του, δεν είναι μόνο επικοινωνιακά άστοχο. Αναδεικνύει ένα οικείο μοτίβο: την ελληνική δυσκολία να αναγνωρίσουμε την ευθύνη όχι όταν μας επιβραβεύουν αλλά όταν μας ελέγχουν. Η εικόνα ενός διεθνούς αθλητή που προσπαθεί να αποφύγει τις συνέπειες με τρόπους που δεν τον τιμούν δείχνει ότι η απόσταση μεταξύ παγκόσμιου και τοπικού μπορεί να γίνει ξαφνικά ελάχιστη.
Ίσως, όμως, η πραγματική δοκιμασία να μην αφορά τον ίδιο τον Τσιτσιπά, αλλά τις δικές μας προσδοκίες. Η ελληνική κοινωνία έχει την τάση να κατασκευάζει είδωλα με την ίδια ευκολία που λίγο αργότερα απογοητεύεται από αυτά. Αναζητάμε στους ανθρώπους με δημόσιο προφίλ τα υψηλά στάνταρ που δυσκολευόμαστε να θέσουμε για τον εαυτό μας. Και όταν εκείνοι, αναπόφευκτα, αδυνατούν να αντέξουν το βάρος αυτής της προβολής, η αποκαθήλωση μοιάζει σχεδόν τελετουργική. Ο Τσιτσιπάς δεν χρειάζεται καταδίκη, απλώς να αναγνωρίσει, χωρίς υπεκφυγές, ότι έκανε λάθος. Να μάθει πως ένα πρότυπο δεν γεννιέται από τα μετάλλια και τις νίκες αλλά από την ικανότητα να διαχειρίζεται τις ατέλειές του, να μεγαλώνει μέσα απ’ αυτές.
Κι ύστερα, γιατί πάντα υπάρχει ένα «κι ύστερα» σε αυτές τις ιστορίες, δεν μπορείς να μη σκεφτείς τους άλλους σημαντικούς αθλητές. Ο Μίλτος Τεντόγλου, για παράδειγμα, έχει επιλέξει σταθερά μια εντελώς διαφορετική στάση: λιγομίλητος, απρόθυμος να καλλιεργήσει την περσόνα του, ένας αντιστάρ που έχει κερδίσει τον σεβασμό όλων. Η αίσθηση του μέτρου που επιδεικνύει, τόσο στις δηλώσεις του όσο και στον τρόπο που διαχειρίζεται την επιτυχία, λειτουργεί ως αντίβαρο σε μια εποχή που η δημόσια έκθεση θεωρείται αυτονόητο συμπλήρωμα του ταλέντου.
Αντίστοιχα, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο έχει χτίσει μια δημόσια εικόνα που δεν στηρίζεται μόνο στο άθροισμα των προσωπικών του επιτυχιών αλλά και στη συστηματική προσπάθεια να εντάσσει τον εαυτό του σε ένα συλλογικό αφήγημα: της οικογένειας, της κοινότητας, της χώρας που τον διαμόρφωσε. Το ίδιο και ο Μανόλο, που δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του και το σημείο από όπου ξεκίνησε. Η διαφορά επομένως με τον Τσιτσιπά δεν βρίσκεται στα επιτεύγματα, αλλά στην αίσθηση του μέτρου. Δεν είναι ζήτημα σύγκρισης επιδόσεων αλλά του πώς ο καθένας αντέχει τα φλας της δημοσιότητας. Και ο Τσιτσιπάς έχει δείξει κατά καιρούς ότι δυσκολεύεται να ισορροπήσει κάτω από τα φώτα που αναπόφευκτα τον συνοδεύουν. Έχει, θα έλεγε κανείς, παρασυρθεί από τη λάμψη της δημοσιότητας, από τη γοητεία της επιτυχίας, των υψηλών απολαβών, της επίδειξης με πολυτελή αυτοκίνητα και ακριβά ρολόγια.
Και εμείς, από την πλευρά μας, ίσως χρειάζεται να θυμηθούμε ότι η αξία ενός συμβόλου δεν κρίνεται από μια αλαζονική πράξη, αλλά από την πορεία που θα χαράξει μετά την πτώση. Τώρα που τα φώτα τρεμοπαίζουν και η λάμψη δεν είναι πια δεδομένη, ίσως είναι η στιγμή να αναλογιστούμε όχι ποιος εντυπωσιάζει περισσότερο αλλά ποιος μπορεί πραγματικά να αντέξει το φως.