ΕΧΩ ΜΑΘΕΙ ΚΑΛΗ ισορροπία πάνω σε πλατφόρμες και μπότες με δεκάποντο τακούνι αναγκαστικά. Μπορώ να σαλτάρω πάνω από λακκούβες οπτικών ινών, να πηδήξω τα λασπόνερα, να στριμωχτώ ανάμεσα σε δύο παρκαρισμένα αυτοκίνητα χωρίς να σκιστούν οι over the knee κάλτσες μου, να ανεβοκατέβω σκάλες και σίγουρα μπορώ να κάνω ένα refill στο λιπ γκλος μου όρθια μέσα στο 035 «Ταύρος - Πετράλωνα - Ά. Κυψέλη».
Έφτασα στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας για την παράσταση «Η Μονίκ δραπετεύει»¹ ενώ λίγες μέρες πριν είχα αρχίσει να διαβάζω το ομώνυμο βιβλίο του Εντουάρ Λουί² στο οποίο βασίζεται η παράσταση. Η οθόνη στο μετρό Μοναστηράκι γράφει 13 λεπτά, οπότε προλαβαίνω να καπνίσω ένα τσιγάρο και να διαβάσω και μια δυο σελίδες στα όρθια.
Παρίσι καλεί Αθήνα εδώ και τώρα! H Μονίκ πρέπει να δραπετεύσει και να σωθεί από τον αλκοολικό, βίαιο σύζυγό της και ο γιος της ο Εντουάρ είναι παραπάνω από πρόθυμος να χρησιμοποιήσει όλες τις πολυμήχανες μεθόδους και όλα τα προνόμια που διαθέτει για να τη βοηθήσει. Πόσο υπέροχη ιστορία! Πόσο υπέροχη δραπέτευση! Όσο τη διάβαζα, χαιρόμουν και θυμόμουν τις «Μονίκ» που γνωρίζω προσωπικά, τις φίλες μου, τις γειτόνισσές μου, τα συγγενικά μου πρόσωπα. Πόσο υπέροχο θα ήταν να έχουν έναν γιο σαν αυτόν. Μια κόρη σαν αυτόν. Μια φιλενάδα σαν αυτόν.
Πριν και μετά τις πορείες, τις συναυλίες, τα θέατρα και τα πάρτι συναναστρέφομαι «Μονίκ» που δεν έχουν καταφέρει να δραπετεύσουν και θέλω να ξέρω τι απέγινε κάθε «Μονίκ», ακόμα κι αν κατάφερε να δραπετεύσει.
Τρέχοντας φτάνω στο θέατρο. Εκεί, στην αγαπημένη σκηνή με τις τέσσερις κολόνες, ο Δ. Φουρλής υποδύεται μια απροσδόκητα ερωτεύσιμη εκδοχή του Εντουάρ: ένας κακοποιημένος κουίρ γιος μιλάει με το σώμα ενός ενήλικα πετυχημένου vanilla dom που οργανώνει και πληρώνει με μαεστρία τη δραπέτευση της κακοποιημένης αλλά και κακοποιητικής προς αυτόν μητέρας του (Θ. Μπαζάκα) από τον σύζυγό της.
Μέσα σε ένα φαστφουντάδικο, μητέρα και γιος θα εξομολογηθούν ιστορίες ανείπωτης βίας που τους ενώνουν ακόμα. Η Μονίκ σχεδόν θα τον καταραστεί. Θα τον καταστήσει αιώνιο φορέα της βίας που υπέστη ως παιδί. Οι μέρες ανάμεσα στην Παγκόσμια Ημέρα Τρανς Μνήμης και την Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών είναι πάντα φορτισμένες· αναρωτιέμαι πόση οργή, πόσο πένθος, πόση φροντίδα μπορούν να χωρέσουν σε μια πορεία, σε μια σελίδα ή σε μια παράσταση.
Η Μονίκ δραπετεύει και φυτεύει λουλούδια στον κήπο της. Λήξη συναγερμού. Πορεύομαι στην Ημέρα Τρανς Μνήμης του αυτοοργανωμένου Pride, κουβεντιάζω με φιλενάδες για το πώς και πόσο άλλαξε η Αθήνα, γκρινιάζω για τον «θόρυβο» της γερμανικής γλώσσας που ακούω παντού γύρω μου. Όπως και για τον «θόρυβο» των σις φωνών σε μια πορεία τρανς μνήμης. Αναρωτιέμαι τι συμβαίνει με τις υπόλοιπες «Μονίκ», τις σις και τις τρανς, αυτές που δεν έχουν σε ποιον να τηλεφωνήσουν, που δεν πρόλαβαν να τηλεφωνήσουν, που τηλεφώνησαν και γνώρισαν τη ματαίωση. Αυτές που δεν επέζησαν για να δουν την ιστορία τους σε βιβλίο, σε ταινία, σε παράσταση.
Στρέφομαι στο ίνμποξ μου. «Από πότε έχεις να κάνεις σεξ;», ρωτάει ο Μήτσος. Δεν μπορώ να δραπετεύσω από το σεξ, σκέφτομαι, ενώ δραπετεύω και συνεχίζω τρέχοντας τη νύχτα μου για να φτάσω στο αποχαιρετιστήριο live του Mazoha στο Gagarin. Εκεί ο ερωτισμός ρέει άφθονος, δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα, οι στίχοι του και η κιθάρα του τα λένε όλα, από το «Αρρενωτίποτα»³, τις «Φρίκες», το «Λούτρινο» και τα «Κανονικά παιδιά»4 με τον Eddie Dark, που είπε και το «Πλαστικό»5 –αν και διατηρώ αμφιβολίες για το αν έχει φάει πλαστικό–, μέχρι τα «Γάμησέ με» και «Ρίγη».
Μετά το live στέλνω στον Μήτσο: «Μέχρι πού φτάνει η αγάπη σου για μένα;». Μπορεί να μη διαθέτω απαντήσεις αλλά διαθέτω ερωτήσεις, αυτοπροσδιορίζομαι ως ανεπιτήδευτη και ανεξέλεγκτη και διατηρώ το δικαίωμα της αντίστασης σε μια εκδοχή της ιστορίας της πόλης και της καύλας, σε αυτό το fade out στις ταυτότητες, στις κοινότητες, αντιστέκομαι σε αυτό το συμπεριληπτικό «είμαστε όλα μαζί». Γιατί πριν και μετά τις πορείες, τις συναυλίες, τα θέατρα και τα πάρτι συναναστρέφομαι «Μονίκ» που δεν έχουν καταφέρει να δραπετεύσουν και θέλω να ξέρω τι απέγινε κάθε «Μονίκ», ακόμα κι αν κατάφερε να δραπετεύσει.
[1]. Σκηνοθεσία - Διασκευή: Γ. Σουλεϊμάν
[2]. Εκδόσεις Αντίποδες, μτφρ. Σ. Ζουμπουλάκη
[3]. Στίχοι - Μουσική: Mazoha
[4]. Μουσική: Γ. Καρράς, Στίχοι: Γ. Αγγελάκας
[5]. Στίχοι - Μουσική: Eddie Dark
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.