Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΕΤΟΚΟΥΝΜΠΟ έχει δυο ακόμα μικρά ονόματα, Σίνα και Ούγκο, έτσι διαβάζω, όμως απορώ πόσοι αλήθεια το γνωρίζουν αυτό. Τον ξέρουμε ως Γιάννη, έτσι τον αποκαλούν οι αθλητικογράφοι όταν περιγράφουν έναν αγώνα στον οποίο συμμετέχει, και όσοι γενικά μιλάνε θετικά γι’ αυτόν και τις επιδόσεις του. Έτσι τον έλεγαν οι πολιτικοί τις εποχές που δεν τον απαξίωναν και δεν μίλαγαν υποτιμητικά γι’ αυτόν, έτσι τον γράφουν οι εφημερίδες, αυτό κάνουν όλοι. Είναι ο Γιάννης, ο Γιάννης μας για την ακρίβεια, το ελληνόπουλο που μας κάνει περήφανους παντού, ο κορυφαίος παίκτης μπάσκετ στον κόσμο, που είναι Έλληνας, γεννήθηκε στη χώρα μας.
Μοιάζει να θέλουμε να ξεχάσουμε πώς φερθήκαμε στον Γιάννη όταν δεν ήταν ο διάσημος και επιτυχημένος μπασκετμπολίστας του ΝΒΑ, πώς φερόμαστε στον κάθε Γιάννη που ζει στη χώρα μας, περνάει από δίπλα μας, καθαρίζει τα τζάμια του αυτοκινήτου μας στα φανάρια.
Περηφανευόμαστε πολύ και δείχνουμε μεγάλη συγκίνηση με τον Γιάννη, που εντούτοις τον λένε και Σίνα και Ούγκο. Τα αποφεύγουμε τα δυο τελευταία ονόματα όμως, λες και το κάνουμε −μεταφορικά· το γράφω− επειδή παραπέμπουν στη χώρα καταγωγής του, τη Νιγηρία. Και ξέρουμε τι είναι αυτοί οι Νιγηριανοί που ζουν εδώ, κάτι μαύροι παράνομοι (όπως θέλει ο νέος ορισμός που έδωσε ο Πλεύρης, αντικαθιστώντας το «παράτυποι») που πουλάνε στην Ομόνοια μαϊμού γυαλιά ηλίου, ρολόγια και τσάντες και φτηνά προϊόντα στις λαϊκές αγορές για να ζήσουν.
Κάνω ένα νοητικό άλμα και σκέφτομαι ότι είναι σαν να θέλουμε να τους πείσουμε όλους, και ίσως να πειστούμε κι εμείς οι ίδιοι, ότι ο Γιάννης είναι αποκλειστικά και μόνο Έλληνας και δεν έχει άλλη καταγωγή· ούτε καν δεύτερο ή τρίτο όνομα. Μοιάζει ακόμα να θέλουμε να ξεχάσουμε πώς φερθήκαμε στον Γιάννη όταν δεν ήταν ο διάσημος και επιτυχημένος μπασκετμπολίστας του ΝΒΑ, πώς φερόμαστε στον κάθε Γιάννη που ζει στη χώρα μας, περνάει από δίπλα μας, καθαρίζει τα τζάμια του αυτοκινήτου μας στα φανάρια.
Όταν πριν από πολλά χρόνια το φτωχό μαύρο παιδί μιας οικογένειας μεταναστών που ζούσε στα Σεπόλια ξεκινούσε να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα ερχόταν ο καιρός που άθελά του θα αποκάλυπτε την πολιτική και ηθική γύμνια μας. Σίγουρα όχι όλων, αλλά εξίσου σίγουρα πολλών. Και το έκανε χωρίς να πει κουβέντα για το πώς του φερθήκαμε, πώς τον αντιμετώπισε η χώρα αυτή, χωρίς καμιά κριτική για εκείνα τα πέτρινα χρόνια.
Ποτέ ο Γιάννης ή Ούγκο ή Σίνα Αντετοκούνμπο με την πορεία του, τη δική του και των αδελφών του, δεν θα πίστευε ότι θα γινόταν η αφορμή να αποκαλυφθεί ξεκάθαρα σε ποια χώρα γεννήθηκε, τι του επιφύλαξε η χώρα αυτή μέχρι να καταφέρει να διακριθεί στο αμερικανικό μπάσκετ, ότι θα έφτανε ο καιρός που αυτοί που κάποτε τον απαξίωναν επειδή ήταν ένας φτωχός μετανάστης –και μάλιστα ένας φτωχός μαύρος μετανάστης– θα τον υμνούσαν και θα επιχειρούσαν να πάρουν κάτι από τη δόξα του, να φωτογραφηθούν μαζί του, να υπερηφανευτούν πως είναι Έλληνας, ο «Γκρικ Φρικ», που λένε και οι αθλητικοί δημοσιογράφοι.
Σαν τον Γιάννη υπάρχουν χιλιάδες ακόμα άνθρωποι που ζουν στη χώρα μας, πολλές χιλιάδες «καταραμένοι» που για διάφορους λόγους (είτε από ανέχεια είτε λόγω πολεμικών συγκρούσεων στις δικές τους χώρες) έφτασαν, και συνεχίζουν να φτάνουν ως εδώ με κάτι καρυδότσουφλα (με τα οποία χάθηκαν και χάνονται χιλιάδες ζωές), σε μια προσπάθεια να επιβιώσουν, να αφήσουν πίσω τους τη φτώχεια, να ζήσουν.
Όμως δεν διακρίθηκαν, δεν τα κατάφεραν όπως ο Γιάννης, δεν έγιναν πλούσιοι και διάσημοι ώστε να αναγκαστούν ακόμα και υπουργοί που κάποτε πρόφεραν με τρόπο απαξιωτικό το επώνυμό του να τους υμνήσουν. Αλλά και πολλοί ανάμεσά μας που τώρα θαυμάζουν τον Έλληνα Γιάννη αντιμετώπιζαν υποτιμητικά τους Γιάννηδες που συναντούσαν και συναντούν στο διάβα τους.
Ο Αντετοκούνμπο μπορούσε άνετα, όταν κέρδισε χρήμα και δόξα, να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του και να ξεχάσει τη χώρα που γεννήθηκε, η οποία κάποτε του φέρθηκε σαν σε πολίτη τρίτης κατηγορίας. Δεν το έκανε όμως και με τον τρόπο του μας έδωσε ένα μάθημα που αμφιβάλλω πολύ αν θα το πάρουμε ποτέ, αν θα ακυρώσει τα φοβικά ένστικτά μας, αν θα μας κάνει να δούμε πίσω από τις γραμμές, αν θα μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε συμπλέγματα και να δούμε τους διαφορετικούς ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο που τους βλέπουμε όλους. Το έγραψαν πολλοί αυτές τις ημέρες, δεν μας αξίζουν άνθρωποι σαν τον Γιάννη…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.