ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ εβδομάδα μου βγήκε στο TikTok feed ένας τύπος που τραγουδούσε «Δεν είμαι ο μπαμπάς σου, άνοιξε τα μάτια σου και δες το καθαρά / Δεν είμαι ο μπαμπάς σου, άσε με το τραύμα σου να πάρω αγκαλιά». Τον έψαξα – βρήκα πως λέγεται Δημήτρης Σαμόλης και το άλμπουμ του έχει τίτλο «Το έπος του χωρισμού μου θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία». Το thumbnail του στο YouTube τον δείχνει ντυμένο με πανοπλία και κλειστά μάτια στο χορτάρι. Φοράει πανοπλία. Έστειλα το τραγούδι στον φίλο μου τον Ψ. «Πιστεύω ότι ο Ν. θα το είχε λατρέψει αυτό το τραγούδι». «Χαχα. Μπορεί».
Ο Ν. πέθανε πριν από 11 χρόνια, στα 41 του. Ο θάνατός του ήταν ξαφνικός – αρρώστησε και πέθανε μέσα σε 6 μήνες. Χρόνια πριν, κάτι έλεγε με τον ψυχοθεραπευτή του και αυτός του είπε: «Θα πρέπει να λες: “Ο μπαμπάς δεν έχει φύγει. Απλώς δεν είναι πια στο δωμάτιο”». Η ατάκα έμεινε. Για κάθε έναν που δεν μας έπαιρνε τηλέφωνο (δεν υπήρχε τότε ο όρος ghosting, ούτε gashlighting – τσακωνόμασταν για τα μνημόνια και τα δομημένα ομόλογα), για κάθε σερβιτόρο που αργούσε να μας φέρει τον λογαριασμό, για κάθε καθυστερημένη πληρωμή (είπαμε, ήταν το 2012), λέγαμε: «O μπαμπάς δεν έχει φύγει. Απλώς δεν είναι πια στο δωμάτιο».
Πώς θα του φαινόταν που έκανα παιδί; Έχω ευχηθεί χίλιες φορές να μπορούσα να του μιλήσω. Ποιος δεν εύχεται να μπορούσε να μιλήσει στους νεκρούς του; Είναι από τις πιο διαχρονικές, πιο πρωτόγονες επιθυμίες μας.
Από όταν πέθανε φοβάμαι αυτές τις υποθετικές, ματαιόδοξες κουβέντες του φαντασιακού που κάνουν οι άνθρωποι για την κηδεία τους όταν είναι νέοι και υγιείς – ακριβώς επειδή έναν χρόνο προτού πεθάνει τις κάναμε όλη την ώρα για λόγους που ούτε καν θυμάμαι.
«Στη δική μου κηδεία θέλω να τραγουδάει η Νατάσα Μποφίλιου, τσακισμένη πάνω από τον τάφο μου με ψηλοτάκουνα». «Θέλω να παίζει μόνο το “Αχ χελιδόνι μου” και μετά το “Being boring” των Pet Shop Boys». Τέτοιες μπούρδες λέγαμε και μετά αυτός πήγε και πέθανε στ’ αλήθεια.
Έντεκα χρόνια τώρα, αναρωτιέμαι συχνά πυκνά τι θα έλεγε για ένα σωρό πράγματα. Με τους φίλους μου παίζουμε συχνά ένα παιχνίδι που θα μπορούσε να λέγεται «Τι θα έλεγε ο Ν. γι’ αυτό;» Θα υποστήριζε ακόμα τον Αλέξη Τσίπρα; Πέθανε προτού βγει πρωθυπουργός, τσακωνόταν με όλο τον κόσμο για χάρη του. Θα είχε γίνει βαρουφακικός; Θα ζούσε ακόμα στην Ελλάδα; Τι μουσική θα άκουγε; Κι έπειτα σκέφτομαι: Θα με ενέκρινε όπως είμαι τώρα; Θα διάβαζε αυτά που γράφω; Πώς θα του φαινόταν που έκανα παιδί; Έχω ευχηθεί χίλιες φορές να μπορούσα να του μιλήσω. Ποιος δεν εύχεται να μπορούσε να μιλήσει στους νεκρούς του; Είναι από τις πιο διαχρονικές, πιο πρωτόγονες επιθυμίες μας.
Στο «Οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» (εκδόσεις Νήσος, 2022) του Μιχάλη Αλμπάτη, ο δεκαπεντάχρονος Φανούρης που ζει σε ένα χωριό της Κρήτης ανακαλύπτει πως έχει την ικανότητα να μιλάει στους νεκρούς με κωμικοτραγικά, σουρεαλιστικά αποτελέσματα. Η ιδιότητά του αυτή όμως είναι μάλλον κατάρα παρά χάρισμα.
Στην κηδεία του Ν. κάποιος από τους φίλους του έπαιξε Madonna με το κινητό του. Μερικούς μήνες αργότερα, κάποιος έγραψε και τραγούδησε ένα τραγούδι που μιλάει γι’ αυτόν. Λέγεται «Θα σε ξαναδώ» Τα πάρκα τα κλειστά / Και τ’ άδεια θερινά / Λέν’ «Έχεις φύγει, έχεις φύγει / και δε θα ’ρθείς ξανά». / Και το άστρο της αυγής / Ο κοσμογυριστής / Λέει «Κάποια μέρα, κάποια μέρα / εδώ θα ξαναρθείς».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.