ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ, από πολύτιμα υποζύγια για τον εκάστοτε ιδιοκτήτη, τα γαϊδούρια αλλά και όλα τα άλλα ιπποειδή στην Ελλάδα μετατρέπονται σε ανεπιθύμητα βάρη ή σε ζωντανές μηχανές υπερεργασίας.
Είναι αυτός ο κανόνας για τις συνθήκες διαβίωσης των ιπποειδών στην Ελλάδα; Ή η εξαίρεση; Ή τίποτα από τα δύο; Το σίγουρο είναι ότι διαβιούν σε μια γκρίζα ζώνη, με μια νομοθεσία που έχει κενά, η οποία τα αφήνει στην πραγματικότητα χωρίς προστασία, με τα περιστατικά εγκατάλειψης, υπερεκμετάλλευσης και κακοποίησης να είναι ουκ ολίγα.
Ειδικά το γαϊδούρι αλλά και τα άλλα ιπποειδή, τα άλογα και τα μουλάρια, είναι συνδεδεμένα με το παρελθόν του αγροτικού μόχθου και της νησιωτικής καθημερινότητας. Ακόμη και σήμερα, είναι τα υποζύγια τα οποία θα μεταφέρουν σε νησιά όπως η Ύδρα, η Σαντορίνη, οι Σπέτσες, αποσκευές, οικοδομικά υλικά, σκουπίδια από τα στενά μονοπάτια που δεν μπορούν να περάσουν μηχανοκίνητα μέσα.
«Η καυτή πατάτα των επόμενων χρόνων θα είναι τα αδέσποτα ανεπιτήρητα ιπποειδή για τα οποία αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει καμία μέριμνα. Ήδη έχουμε παρά πολλές αδέσποτες αγέλες ανά την Ελλάδα. Γίνονται τροχαία, δεν αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη και δεν υπάρχει καμία διαχείριση».
Τα οικόσιτα ιπποειδή είναι ζώα εργασίας. Η εργασία τους, όμως, δεν θα έπρεπε να είναι συνώνυμο της ακραίας εκμετάλλευσης, κατά την οποία τα ζώα υπερεργάζονται μέσα σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, με ακραίες θερμοκρασίες, χωρίς επαρκή πρόσβαση σε φαγητό, νερό και διαλείμματα ξεκούρασης.
Όσο θα πλησιάζουμε στην καρδιά της τουριστικής περιόδου, τόσο τα γαϊδούρια, τα μουλάρια και τα άλογα στα νησιά θα εκτελούν περισσότερα δρομολόγια με μεγαλύτερο βάρος. Παράλληλα, αυτή την εποχή θα πληθαίνουν και οι καταγγελίες των πολιτών, όπως μας λένε οι άνθρωποι που ασχολούνται με την περίθαλψη αλλά και την ιατρική φροντίδα των ιπποειδών.
Χρήσιμα, όσο δουλεύουν
Τα γαϊδουράκια, τα άλογα και τα μουλάρια «είναι από τα πιο κακοποιημένα ζώα στον πλανήτη, ακριβώς επειδή είναι ζώα εργασίας», υποστηρίζει ο Θανάσης Χελιώτης, γεωπόνος και αντιπρόεδρος του Ελληνικού Συλλόγου Προστασίας Ιπποειδών, μιας εθελοντικής οργάνωσης που έχει δημιουργήσει ένα καταφύγιο ιπποειδών στο Μαρκόπουλο, παρέχοντας φιλοξενία και κτηνιατρική φροντίδα σε παραμελημένα και κακοποιημένα ιπποειδή. «Είναι ζώα που κοστίζουν και η πλειοψηφία των ιδιοκτητών τα χρησιμοποιεί προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτά τα κόστη. Αυτό σημαίνει ότι κάθε ζώο πρέπει να δουλεύει για να βγάζει τα λεφτά του», λέει.
Από την άλλη πλευρά, τόσο ο Θ. Χελιώτης όσο και οι περισσότεροι άνθρωποι με τους οποίους μιλήσαμε και έχουν ενεργή συμμετοχή στην προστασία των ιπποειδών, ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει συνολική απάντηση και ενιαία εικόνα για τη συμπεριφορά των ιδιοκτητών έναντι των ιπποειδών που κατέχουν.

«Υπάρχουν άνθρωποι που πραγματικά τα αγαπάνε και έχουν ζήσει μια ολόκληρη ζωή μαζί τους. Υπάρχουν και οι άλλοι, οι οποίοι, όταν το ζώο μεγαλώσει και δεν μπορεί να φορτώνεται όσο φορτωνόταν σε μικρότερη ηλικία, δεν το θεωρούν πια μέλος της οικογένειάς τους. Όταν πρέπει να του δώσουν μεγαλύτερη σημασία, να το ταΐσουν περισσότερο με πιο εξειδικευμένη τροφή, τότε ξαφνικά για κάποιους, όχι για όλους, είναι βάρος. Οπότε υποσιτίζεται και σιγά σιγά πεθαίνει από ασιτία και όχι από γεράματα, όπως κάποιοι, πολλές φορές, ισχυρίζονται. Λυπάμαι που το λέω, η πλειοψηφία των ζώων πεθαίνει από ασιτία. Αυτό είναι ένα εκτεταμένο φαινόμενο ειδικά στην επαρχία, το οποίο δεν ξέρω πώς μπορεί να εξελιχθεί», αναφέρει.
Αν δεν υπήρχε ακραία εκμετάλλευση, παραμέληση, εγκατάλειψη και κακοποίηση των ιπποειδών, είναι σίγουρο ότι τα κέντρα και οι οργανώσεις που φιλοξενούν τέτοια ζώα δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης. Σήμερα, όμως, τόσο το Ελληνικό Κέντρο για το Γαϊδούρι όσο και ο Ελληνικός Σύλλογος Προστασίας Ιπποειδών περιθάλπουν πολλά ζώα, καθένα από τα οποία κρύβει και μια θλιβερή ιστορία εγκατάλειψης, άλλοτε αναγκαστικής, όταν οι ηλικιωμένοι ιδιοκτήτες φεύγουν από τη ζωή, και άλλοτε κακοποίησης ή παραμέλησης, καθώς τα περισσότερα γαϊδούρια και άλογα που φιλοξενούν φτάνουν στα κέντρα αυτά είτε από καταγγελίες πολιτών είτε μετά από εισαγγελικές εντολές.
Η γκρίζα ζώνη της προστασίας των ιπποειδών και τα γαϊδούρια ως «ακούραστοι μεταφορείς»
Ο Δημήτρης Στουπάκης έχει δημιουργήσει μαζί με την ηθοποιό Τατιάνα Παπαμόσχου το Ελληνικό Κέντρο για το Γαϊδούρι. Σ’ αυτό το κέντρο υπάρχει οργανωμένη μονάδα φιλοξενίας, κτηνιατρικής φροντίδας και περίθαλψης για γαϊδουράκια που έχουν ανάγκη, η οποία προκύπτει, όπως μας εξηγεί ο Δ. Στουπάκης, «είτε από εγκατάλειψη, είτε από αδυναμία των ιδιοκτητών τους να τα κρατήσουν πλέον, είτε από περιπτώσεις κακοποίησης».
Η δράση του κέντρου στοχεύει «στη βελτίωση συνθηκών ζωής και εργασίας των γαϊδουριών στην Ελλάδα, στη φροντίδα ζώων που βρίσκονται σε ανάγκη και στην ευαισθητοποίηση της σημερινής κοινωνίας σχετικά με αυτό το ζώο», το οποίο υποστηρίζει ότι «είναι παρεξηγημένο, αφού στην πραγματικότητα είναι γλυκό, τρυφερό και επικοινωνιακό». Μας λέει ότι το γαϊδούρι «είναι ένα εξαιρετικά ευφυές ζώο που σκέφτεται πάντα πριν κάνει οτιδήποτε και αν δεν συμφωνεί ή δεν νιώθει ασφάλεια, θα αρνηθεί να υπακούσει στην ανθρώπινη εντολή. Η συμπεριφορά αυτή παρεξηγημένα το χαρακτήρισε πεισματάρικο», εξηγεί.

Για τις συνθήκες διαβίωσης των γαϊδουριών σήμερα στη χώρα ο Δ. Στουπάκης λέει ότι «το 70% διαβιεί όπως το γνωρίσαμε από τους προγόνους μας: ως ένας “ακούραστος” μεταφορέας που εξυπηρετεί τις ανάγκες της αγροτικής οικογένειας. Επειδή όμως η πλειοψηφία των ιδιοκτητών είναι παππούδες, φεύγοντας σιγά σιγά αυτοί από τη ζωή, τα ζωάκια είτε θα εγκαταλειφθούν είτε θα κακοπέσουν», λέει.
Το άλλο 30%, βάζοντας πάντα τα ποσοστά κατά προσέγγιση, είναι γαϊδούρια «μεσήλικες, τα οποία τα χρησιμοποιούν είτε για τουριστικούς λόγους, για να τα κάνουν αγώγια, είτε ως υποζύγια, για να κουβαλήσουν μπάζα και οικοδομικά υλικά και οικοσκευή. Αν και, αριθμητικά, στις δουλειές αυτές υπερτερούν τα μουλάρια».

συνδημιουργός του Ελληνικού Κέντρου για το Γαϊδούρι
Για τις συνθήκες εργασίας των ζώων αυτών ως αγωγιών τουριστών και υποζυγίων τους καλοκαιρινούς μήνες, που οι απαιτήσεις μεταφοράς στα νησιά υπερπολλαπλασιάζονται, και για το κατά πόσο τηρούνται, έστω στοιχειωδώς, οι κανόνες ευζωίας για τα ζώα εργασίας, ο Δ. Στουπάκης υποστηρίζει ότι «τα τελευταία χρόνια οι επαγγελματίες του χώρου έχουν “φάει” πλήγμα. Οι καταγγελίες και οι καμπάνιες που έχουν γίνει και από διεθνείς οργανώσεις για την κακοποίηση και την υπερεργασία των ιπποειδών στα ελληνικά νησιά έχουν λειτουργήσει θετικά. Πολλοί ιδιοκτήτες φροντίζουν περισσότερο τα ζώα τους, όταν τουλάχιστον είναι σε κοινή θέα», σπεύδει να διευκρινίσει.
Όλοι οι συνομιλητές μας μάς εξηγούν ότι «η νομοθεσία για την προστασία των ιπποειδών είναι μια γκρίζα ζώνη».
«Δεν υπάρχει κανένα νομοθετικό πλαίσιο προστασίας για τα ζώα εργασίας και φωνάζουμε εδώ και χρόνια γι’ αυτό», λέει η Ειρήνη Μολφέση, πρόεδρος της Πανελλήνιας Φιλοζωικής Ομοσπονδίας. «Μάλιστα τα ιπποειδή έχουν αφαιρεθεί από τον τελευταίο νόμο, τον 4830/21. Τι εννοώ; Ο προηγούμενος νόμος, του 2012, συμπεριελάμβανε τα ιπποειδή ως ζώα συντροφιάς. Με την προηγούμενη νομοθεσία μπορούσε κανείς να επικαλεστεί τουλάχιστον έναν νόμο και κάπως κατάφερνε να πετύχει έστω και μια μικρή προστασία». Με τη νέα νομοθεσία τίποτε από αυτά δεν μπορεί να γίνει. «Στην ουσία αυτός ο νόμος που ισχύει σήμερα, ο οποίος είναι ένα ξεκάθαρο πισωγύρισμα, ασχολείται μόνο με τον σκύλο και τη γάτα και βασικά με τη διαχείριση των αδέσποτων», λέει.
Η προστασία των ζώων αυτών περιορίζεται σε δύο εγκυκλίους του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης. Η πρώτη και βασική εγκύκλιος εκδόθηκε το 2018 και βασίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές που δίνει για την ευζωία των ιπποειδών εργασίας ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Η δεύτερη βγήκε το 2023 και αφορούσε μέτρα για τον περιορισμό της θερμικής καταπόνησης των ζώων στους καύσωνες κατά τη διάρκεια της εργασία τους και της μεταφοράς με επιβατηγά πλοία.

«Ναι μεν υπάρχει μια εγκύκλιος, αλλά το παράδοξο είναι ότι δεν πατάει σε κανέναν νόμο», θα συμπληρώσει η Ειρήνη Μολφέση. «Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι κάποιος ή μία Αρχή δεν μπορεί να την επικαλεστεί. Αλλά, από την άλλη πλευρά, ο παραβάτης, ο ιδιοκτήτης ενός ιπποειδούς, μπορεί να ξεγλιστρήσει εύκολα, γιατί ακριβώς δεν υπάρχει κάποιος νόμος από πίσω. Συνήθως μια εγκύκλιος δίνει πρακτικές οδηγίες για την εφαρμογή ενός νομοθετικού πλαισίου. Πιστεύω ότι η εγκύκλιος αυτή εκδόθηκε τότε εσπευσμένα για να αποφορτιστεί λίγο η κατάσταση, επειδή έβλεπαν ότι τα ζώα έπεφταν το ένα μετά το άλλο σαν τις μύγες από την εξάντληση και τον καύσωνα και επειδή υπήρξε μεγάλη κατακραυγή από τις οργανώσεις αλλά και την αμερικανική οργάνωση PETA, η οποία είχε καταγγείλει επανειλημμένα την κακομεταχείριση των ιπποειδών στη Σαντορίνη. Οπότε δημιουργήθηκε μια πίεση, από την οποία ήθελαν να γλιτώσουν, έτσι έβγαλαν αυτή την εγκύκλιο».
Πράγματι, και οι δύο εγκύκλιοι, τόσο του 2018, που έδινε τις γενικές κατευθύνσεις για τα ζώα εργασίας, όσο και του 2023, εκδόθηκαν μετά τις καταγγελίες των φιλοζωικών οργανώσεων και τα δημοσιεύματα στον Τύπου για τις συνθήκες εργασίας των γαϊδουριών, των μουλαριών και των αλόγων, κάτι που καταγράφεται και στο εισαγωγικό σημείωμα των δύο εγκυκλίων.
Στη βασική εγκύκλιο του 2018 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα ιπποειδή εργασίας «δεν θα πρέπει να φορτώνονται με φορτίο βάρους υπερβολικού για το μέγεθος, την ηλικία ή τη φυσική κατάστασή τους», ενώ το φορτίο δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το βάρος των 100 κιλών ή το 1/5 του σωματικού τους βάρους».
Το 2023 δόθηκαν οδηγίες με βάση τις οποίες τα ζώα εργασίας δεν θα πρέπει να εργάζονται από τις 12 το μεσημέρι έως τις πέντε το απόγευμα, όταν η θερμοκρασία φτάνει από 35 έως 39 βαθμούς. Με την τελευταία εγκύκλιο απαγορεύτηκε η εργασία των ζώων καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, αν η θερμοκρασία ξεπερνάει τους 39 βαθμούς, ενώ καταγράφεται ρητά ότι, όταν οι θερμοκρασίες στα γκαράζ των επιβατηγών και φορτηγών πλοίων είναι υψηλότερες των 35°C, δεν επιτρέπεται η μεταφορά ζώων χωρίς κλιματισμό.
Όταν ο κουμπάρος καλύπτει τον μπατζανάκη…
«H εφαρμογή της εγκυκλίου έγκειται και άπτεται των συμφερόντων εντοπιότητας», θα προσθέσει ο Δ. Στουπάκης, «δηλαδή ο αστυνόμος είναι ο μπατζανάκης του αγωγιάτη και ο αγωγιάτης είναι κουμπάρος του αστυνόμου και πάει λέγοντας. Οπότε ποιος να καταγγείλει ποιον...».
Ο Θ. Χελιώτης αναρωτιέται αν «σε όλες τις περιοχές που δουλεύουν ιπποειδή υπάρχουν ζυγαριές για να ζυγίζεται το ζώο. Και αν, για παράδειγμα, είναι 200 κιλά, σηκώνει μόνο το 1/5 του βάρους του, όπως λέει η εγκύκλιος, το οποίο είναι 40 κιλά».
«Ένας γάιδαρος ζυγίζει κατά μέσο όρο 250 κιλά», θα συμπληρώσει ο Δ. Στουπάκης. «Άρα, βάσει αυτής της εγκυκλίου, δεν επιτρέπεται να σηκώνει βάρος πάνω από 50 κιλά, με την προϋπόθεση να είναι υγιής. Υπό αυτό το πρίσμα και με τους περιορισμούς που βάζει η εγκύκλιος, σχεδόν κανένας γάιδαρος δεν θα έπρεπε να σηκώνει έναν άνθρωπο».
Δήμαρχοι: «Τηρούνται οι κτηνιατρικές διατάξεις»
Από τους δημάρχους των περιοχών όπου τα ζώα εργασίας είναι συνδεδεμένα με την καθημερινότητα του τόπου δεν αμφισβητείται η εφαρμογή των προβλεπόμενων: «Τηρούνται απαρέγκλιτα οι κτηνιατρικές διατάξεις», μας λέει ο Γιώργος Κουκουδάκης, δήμαρχος της Ύδρας, ενός νησιού στο οποίο ζουν περίπου 1.000 ιπποειδή, τα οποία θεωρούνται για τις μετακινήσεις, λόγω της μορφολογίας του εδάφους και της τοπογραφίας, απολύτως αναγκαία.

Ο δήμαρχος της Ύδρας ισχυρίζεται ότι «οι ιδιοκτήτες φροντίζουν τα ζώα τους σαν να είναι μέλη της οικογένειάς τους. Ως ζώα εργασίας είναι ιδιαίτερα ανθεκτικά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εμείς δεν τα προσέχουμε. Ο δήμος παρέχει δωρεάν κτηνιατρική, πεταλωτική και οδοντιατρική φροντίδα σε όλα τα ιπποειδή του νησιού κάθε χρόνο», λέει. Ο ίδιος αναφέρει ότι «είναι ένα απαραίτητο κομμάτι της τοπικής και κοινωνικής ζωής, δεδομένου ότι ο αμφιθεατρικός οικισμός της Ύδρας δεν επιτρέπει σε καμία περίπτωση να κυκλοφορεί τροχοφόρο. Τον πανέμορφο οικισμό της Ύδρας τον έχουμε χτίσει, χρησιμοποιώντας όλα αυτά τα ιπποειδή, τα οποία τα σεβόμαστε και τα αγαπάμε, είναι οι πιστοί μας συνεργάτες», λέει
Μια εικόνα για τα ιπποειδή στην επαρχία
Η Ελίζα Γκέσκου είναι κτηνίατρος (DVM, MRCVS) και η ευημερία των ιπποειδών είναι ο τομέας εξειδίκευσής της. Είναι συντονίστρια του προγράμματος φροντίδας ιπποειδών της οργάνωσης Animal Action Greece. Μία από τις βασικές δράσεις του προγράμματος, όπως μας λέει η ίδια, είναι «οι επί τόπου επισκέψεις και η απευθείας φροντίδα στα ιπποειδή, παρέχοντας κτηνιατρικές οδοντιατρικές και πεταλωτικές υπηρεσίες». Η οργάνωση συγκεντρώνει τις προσπάθειές της «σε περιοχές όπου οι ιδιοκτήτες των ζώων έχουν περιορισμένη έως καθόλου πρόσβαση σε κτηνιατρικές υπηρεσίες υγείας». Ταυτόχρονα, μαζί με τη φροντίδα που κάνει η ομάδα επί τόπου, «εκπαιδεύουμε τους ιδιοκτήτες πώς να φροντίζουν οι ίδιοι τα ζώα τους σε βασικές αρχές πρώτων βοηθειών. Να αναγνωρίζουν δηλαδή οι ίδιοι κάποια προβλήματα στα ζώα τους και να ξέρουν πότε θα καλέσουν κτηνίατρο. Τους μιλάμε για την προληπτική φροντίδα. Προσπαθούμε να τους ανοίξουμε το μυαλό για να αντιληφθούν ποια είναι η υπεύθυνη ιδιοκτησία ενός ιπποειδούς», λέει.

κτηνίατρος (DVM, MRCVS)
Μας εξηγεί ότι πριν από κάποια χρόνια «πολλοί δεν αντιλαμβάνονταν πόσο σημαντική και αναγκαία είναι η οδοντιατρική φροντίδα. Ανοίγαμε το στόμα των ζώων να δούμε τα δόντια και γελούσαν. Τώρα το ζητούν οι ίδιοι». Τον τελευταίο χρόνο η ομάδα των κτηνιάτρων, των οδοντοτεχνικών και των πεταλωτών της Animal Action Greece μετέβη σε 14 προορισμούς και φρόντισε 531 ιπποειδή σε 81 χωριά της νησιωτικής και ορεινής Ελλάδας. Η εικόνα που μας δίνει η Ελίζα Γκέσκου για τη μεταχείριση και τη διαβίωση των ζώων στην περιφέρεια δεν είναι ενιαία: «Είναι λάθος να βάζουμε όλους τους ιδιοκτήτες σε μία κατηγορία. Υπάρχουν άνθρωποι που πραγματικά ενδιαφέρονται για τα ζώα τους και τα φροντίζουν, που τα βλέπουν ως κομμάτι της οικογένειάς τους. Υπάρχουν άλλοι που τα αντιμετωπίζουν μόνο ως αντικείμενο, ως εργαλείο και ούτε που τους απασχολεί τι θα πάθουν. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που τα φροντίζουν μόνο όταν τους βλέπουν και από πίσω δεν ασχολούνται», λέει.

Για την εξειδικευμένη στα ιπποειδή κτηνίατρο «ένα από τα βασικά προβλήματα στον χώρο των ζώων εργασίας είναι ότι, πέρα από τις εγκυκλίους, δεν υπάρχει νομοθεσία για τα ιπποειδή. Το γεγονός αυτό «είναι ένα κοινό πρόβλημα για πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Animal Action Greece, μαζί με άλλες οργανώσεις, εντείνουν τις προσπάθειές τους προς αυτή την κατεύθυνση, να υπάρξει δηλαδή η θέσπιση ειδικής νομοθεσίας, η οποία στη συνέχεια θα εναρμονιστεί και με το ελληνικό δίκαιο».
Το τσιπάρισμα και αυτοί που το αποφεύγουν
Από το 2022 έχει γίνει υποχρεωτική η τοποθέτηση microchip αλλά και η καταγραφή των ιπποειδών σε ηλεκτρονική πλατφόρμα. Για όλα τα ιπποειδή εκδίδονται διαβατήρια, όπως ορίζει η κοινοτική νομοθεσία, ενώ κάθε ιδιοκτήτης οφείλει να δηλώσει το ιπποειδές του στην κτηνιατρική υπηρεσία της περιφέρειάς του.

Ο Φιλήμονας Ζαννετίδης, που είναι αντιπεριφερειάρχης Πρωτογενούς Τομέα στην Περιφέρεια Ν. Αιγαίου, μας λέει ότι οι κτηνίατροι στις υπηρεσίες αυτές εργάζονται με φιλότιμο, αλλά οι υπηρεσίες είναι υποστελεχωμένες: «Μόνο σε 13 νησιά από τα 48 που είναι στην ευθύνη της περιφέρειας έχουμε υπηρεσίες, και δεν έχουμε κτηνιάτρους σε όλες. Εκτελούμε μία υπηρεσία η οποία μεταβιβάστηκε εν αγνοία μας. Έχουμε αρμοδιότητα, χωρίς προσωπικό και χωρίς πόρους. Επίσης, όταν γίνονται προκηρύξεις, δεν καλύπτονται οι θέσεις, γιατί πολλοί επιστήμονες διστάζουν να έρθουν σε κάποιο νησί εξαιτίας της δυσκολίας ανεύρεσης στέγης».
Στην πραγματικότητα, οι κτηνιατρικές υπηρεσίες «έχουν ευθύνη να επέμβουν μόνο μετά από αίτημα του ιδιοκτήτη ή στην περίπτωση που κυκλοφορούν ανεπιτήρητα ιπποειδή, τα οποία είναι τσιπαρισμένα, όπως μας λέει ο αντιπεριφερειάρχης».

Αδέσποτα ιπποειδή: Ένα πρόβλημα που διογκώνεται
Για τους γνωρίζοντες τον χώρο, πολλά ζώα εργασίας δεν έχουν τσιπαριστεί, «ούτως ώστε ο ιδιοκτήτης να έχει ελευθερία κινήσεων και να μπορεί να παρατήσει το ζώο του όταν αυτό δεν είναι ικανό να του προσφέρει τις υπηρεσίες του», υποστηρίζουν εκπρόσωποι των οργανώσεων που έχουν εμπειρία στη φροντίδα και την περίθαλψη εγκαταλελειμμένων ιπποειδών.
Ο Θ. Χελιώτης ισχυρίζεται ότι «η καυτή πατάτα των επόμενων χρόνων θα είναι τα αδέσποτα ανεπιτήρητα ιπποειδή για τα οποία αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει καμία μέριμνα. Ήδη έχουμε παρά πολλές αδέσποτες αγέλες ανά την Ελλάδα. Γίνονται τροχαία, δεν αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη και δεν υπάρχει καμία διαχείριση», λέει. «Πολλοί δεν θέλουν να τα τσιπάρουν γιατί μετά δεν θα μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν με το ζώο αυτό. Όπως, για παράδειγμα, να το εγκαταλείψουν όταν δεν θα μπορεί να προσφέρει», προσθέτει.
Μας εξηγεί ότι «πολλά από αυτά έγιναν αδέσποτα από περιπτώσεις επιδοτήσεων. Κάποια στιγμή, όταν κόπηκαν κάποιες επιδοτήσεις, πολλοί ιδιοκτήτες τα άφησαν στο έλεος του Θεού». Αναφέρει ότι και σήμερα «συνεχίζουν να υπάρχουν επιδοτήσεις για αυτόχθονες φυλές, για αναπαραγωγή όνων για γαϊδουρόγαλα μέσω του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και πολλοί έχουν ζώα γι’ αυτόν τον λόγο. Σε μια χώρα, όμως, όπου δεν γίνονται έλεγχοι και δεν μπορείς να ελέγξεις τον πληθυσμό που έχει στα χέρια του κάθε ιδιοκτήτη πολλά από τα ζώα αυτά, τα οποία δεν είναι σεσημασμένα και καταχωρισμένα κάπου, καταλήγουν στον δρόμο. Γιατί κάποιοι δεν ήθελαν να επιβαρυνθούν το τάισμά τους, οπότε τα άφησαν ελεύθερα σε χωράφια. Αυτά σιγά σιγά αναπαρήχθησαν γιατί στην ελληνική ύπαιθρο δεν έχουν φυσικούς εχθρούς».
«Η εργασία των ζώων δεν είναι συνώνυμο εκμετάλλευσης»
Λόγω των σκληρών εικόνων με πληγωμένα και ανήμπορα ζώα εργασίας που έχουν δει κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας, υπήρξαν φωνές από ελληνικές και διεθνείς οργανώσεις που έχουν ζητήσει να σταματήσουν τα ιπποειδή να εργάζονται. Είναι αυτό όμως μια λύση που θα εξασφαλίσει την ευζωία αυτών των πλασμάτων; Η Ειρήνη Μολφέση είναι κατηγορηματική: «Θεωρώ ότι μπορεί μια χαρά να εργάζεται ένα ζώο, αρκεί οι συνθήκες να μην είναι κακοποιητικές, όπως ισχύει και με τους ανθρώπους. Το πρόβλημα στην Ύδρα ή και άλλου δεν είναι ότι δουλεύουν τα ιπποειδή. Το ζήτημα είναι ότι αυτά τα ζώα πρέπει να ζούνε σε ένα σωστό κατάλυμα, οι συνθήκες σταβλισμού να είναι οι ενδεδειγμένες, οι ώρες εργασίας να είναι περιορισμένες, και όταν τα ζώα εργάζονται να έχουν πρόσβαση σε νερό και κατάλληλα σημεία ξεκούρασης. Θα πρέπει, επίσης, τα ζώα να είναι ταυτοποιημένα και να είναι δεδομένη η φροντίδα τους όταν θα γερνάνε. Δηλαδή να μην έχουμε περιστατικά ζώων τα οποία, όταν δεν είναι χρήσιμα, τα δένουν στη μέση του πουθενά και πεθαίνουν από ασιτία».

«Νομίζω ότι η άποψη που θέλει την εργασία των ιπποειδών συνώνυμη της κακοποίησης είναι κάπως τραβηγμένη», θα μας πει και η Ελίζα Γκέσκου. «Εμείς, ως Animal Action Greece, θέλουμε να είμαστε κοντά στα ιπποειδή εργασίας όσο αυτά εργάζονται δίπλα στον ιδιοκτήτη τους. Ακόμη και αν δεν υπάρχει λόγος εργασίας, σαφώς πρέπει να προστατεύονται και να μην παραμελούνται από τον ιδιοκτήτη. Από εκεί και πέρα, όμως, το να εμποδίσουμε τα ζώα να δουλεύουν όταν χρειάζονται, θα έχει ως αποτέλεσμα χειρότερες συνέπειες. Πού θα πάνε, πού θα καταλήξουν όλα αυτά τα ιπποειδή όταν δεν έχουν λόγο ύπαρξης δίπλα στον άνθρωπο; Πόσοι ιδιοκτήτες θα μπορέσουν να τα διατηρήσουν ως pet δίπλα τους; Οικονομικά δεν μπορούν να το κάνουν. Λόγω της φύσης τους, η διαβίωσή τους έχει ένα υψηλό κόστος, πολύ μεγαλύτερο από αυτό του σκύλου ή της γάτας. Για να μπορέσει να τα κρατήσει κάποιος ως ζώο συντροφιάς πρέπει να έχει την οικονομική δυνατότητα, τον χώρο, την άνεση. Οπότε τα περισσότερα ιπποειδή που διατηρούνται είναι γιατί προσφέρουν κάτι στον ιδιοκτήτη τους. Αυτό που εμείς πρεσβεύουμε είναι ότι όσο υπάρχουν τα ιπποειδή εργασίας θα μεριμνούμε, με όποιον τρόπο μπορούμε, ώστε να δουλεύουν σε σωστές συνθήκες ευζωίας», λέει.
Το καλοκαίρι είναι μπροστά μας. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα δούμε και φέτος εικόνες με ζώα ταλαιπωρημένα και πληγωμένα, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν.