ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΗ εκστρατεία του, ο Φρίντριχ Μερτς είχε υποσχεθεί ότι από την πρώτη ημέρα της θητείας του ως καγκελάριου θα έδινε εντολή στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εσωτερικών να αποτρέπει όλες τις «απόπειρες παράνομης εισόδου, χωρίς εξαίρεση».
Πράγματι, λίγες μόλις ώρες μετά την ορκωμοσία του Μερτς, ο νέος ομοσπονδιακός υπουργός Εσωτερικών, ο Βαυαρός χριστιανοκοινωνιστής Αλεξάντερ Ντόμπριντ, που μόλις είχε αναλάβει κι αυτός τα καθήκοντά του, ανακοίνωσε ότι στο εξής αρχίζουν οι απελάσεις μεταναστών και ότι θα αυξήσουν τον αριθμό των ομοσπονδιακών αστυνομικών στα σύνορά τους.
Το μεταναστευτικό πρωταγωνίστησε προεκλογικά στον γερμανικό δημόσιο διάλογο και παρότι μετεκλογικά τα δύο κόμματα που συνεργάστηκαν για να σχηματίσουν κυβέρνηση, το κεντροδεξιό CDU και το σοσιαλδημοκρατικό SPD, είχαν διαφορετικές θέσεις και είχαν συγκρουστεί, τελικά συμφώνησαν σε μια πιο συντηρητική γραμμή. Άλλωστε, ήταν η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς εκείνη που είχε ξεκινήσει τους ελέγχους στα σύνορα από την περασμένη χρονιά. Η μεταναστευτική πολιτική της Άνγκελα Μέρκελ (με την οποία ο Φρίντριχ Μερτς διατηρεί εσωκομματική αντιπαλότητα, αν όχι και προσωπική έχθρα) είχε αρχίσει να ξηλώνεται ήδη από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Η σαφής στροφή της Γερμανίας στη μεταναστευτική πολιτική της βρήκε μάλλον ανέτοιμη την ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες. Στο κυβερνών κόμμα παραδέχονται ότι η πρόσφατη συνάντηση Μητσοτάκη - Μερτς πήγε καλά σε όλα πλην του μεταναστευτικού.
Εδώ και λίγες ημέρες, οι έλεγχοι στα γερμανικά σύνορα έχουν αυστηροποιηθεί περαιτέρω, προκαλώντας διαμαρτυρίες στις γειτονικές χώρες και αμφισβήτηση για το κατά πόσο οι ενέργειες του νέου κυβερνητικού συνασπισμού είναι συμβατές με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, Ντόναλντ Τουσκ, κατηγόρησε τη νέα γερμανική κυβέρνηση για υπονόμευση του συστήματος Σένγκεν και της ελεύθερης μετακίνησης χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα της Ε.Ε.
Δέκα χρόνια από το «θα τα καταφέρουμε» της Μέρκελ
Τον Αύγουστο θα κλείσουν 10 χρόνια από την πολιτική στροφή που έκανε τότε η Άνγκελα Μέρκελ, αλλάζοντας την πολιτική της και ανοίγοντας τα σύνορα για να υποδεχτεί τα κύματα προσφύγων και μεταναστών που έφταναν στην Ευρώπη. Έτσι, από εκεί που τον Ιούλιο του 2015 έλεγε ότι η Γερμανία δεν μπορεί να δίνει άσυλο σε όλους, γιατί τότε θα θέλει να έρθει όλη η Αφρική και η Ασία, τον Αύγουστο του 2015, εκπέμποντας το αντίθετο σήμα, είπε το περίφημο «θα τα καταφέρουμε». Ήταν τότε που η Άνγκελα Μέρκελ και ο υπουργός Εσωτερικών της, Τόμας ντε Μεζιέρ, είχαν αποφασίσει να μην απορρίπτεται κανένα αίτημα ασύλου στα σύνορα. Αυτό πλέον αποτελεί παρελθόν.
Από πέρσι οι συνοριακοί έλεγχοι που γίνονται στα χερσαία σύνορα της Γερμανίας είχαν ως συνέπεια τη μείωση των αφίξεων κατά 20%, αλλά τώρα ο αριθμός των αστυνομικών στα σύνορα αναμένεται να αυξηθεί, για την πραγματοποίηση ακόμα αυστηρότερων ελέγχων.
Ο αριθμός των πρωτογενών αιτήσεων ασύλου στη Γερμανία έχει ήδη μειωθεί σημαντικά, καθώς το πρώτο τρίμηνο του 2025 κατατέθηκαν 36.000 αιτήσεις, έναντι 66.000 που κατατέθηκαν πέρσι την ίδια περίοδο. Παρ’ όλα αυτά, ο νέος υπουργός Εσωτερικών (στις αρμοδιότητες του οποίου είναι και η μεταναστευτική πολιτική) εξακολουθεί να θεωρεί τον αριθμό αυτό «πολύ υψηλό», σύμφωνα με τα ρεπορτάζ του γερμανικού Τύπου, «επειδή τα αιτήματα αυτά αθροίζονται με εκείνα των προηγούμενων ετών».

Βουλευτές του αριστερού κόμματος Die Linke, όπως η Κλάρα Μπούνγκερ, επέκριναν την κυβέρνηση Μερτς, καθώς βρέθηκαν στα γερμανοπολωνικά σύνορα και διαπίστωσαν ότι πράγματι δεν γίνονται δεκτοί άνθρωποι που δηλώνουν ότι θέλουν να υποβάλουν αίτημα ασύλου. Οι βουλευτές της αριστεράς κατηγορούν τον νέο ομοσπονδιακό υπουργό Εσωτερικών ότι στέλνει σήμα προς την Ευρώπη πως η μεταναστευτική πολιτική στη Γερμανία έχει αλλάξει.
Από την άλλη πλευρά, ο ηγέτης των Χριστιανοκοινωνιστών του CSU, ο Βαυαρός Μάρκους Ζέντερ, υπερασπίζεται τους αυστηρούς συνοριακούς ελέγχους και την απόρριψη της κατάθεσης αιτημάτων ασύλου, υποστηρίζοντας ότι στο μεταναστευτικό υπάρχει «μια ευρωπαϊκή αταξία εδώ και αρκετά χρόνια».
Ο νέος υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας έχει διατάξει ήδη απελάσεις, από τις οποίες εξαιρούνται οι έγκυες και οι ευάλωτες ομάδες. Τα γερμανικά ΜΜΕ έχουν καταγράψει ήδη περιπτώσεις αρκετών ανθρώπων στους οποίους απαγορεύτηκε η είσοδος, παρότι ζητούσαν να καταθέσουν αίτημα ασύλου.
Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Αστυνομία της Γερμανίας, τις τελευταίες μέρες καταγράφηκαν 365 μη νόμιμες είσοδοι και 286 μετανάστες απελάθηκαν λόγω έλλειψης θεωρήσεων, απαγόρευσης εισόδου και απουσίας εγγράφων ή παραποίησής τους. Στελέχη της νέας γερμανικής κυβέρνησης δηλώνουν ότι, εκτός από τους συνοριακούς ελέγχους και την απόρριψη αιτημάτων ασύλου, θα ακολουθήσουν και άλλα μέτρα, όπως η διακοπή πτήσεων από το Αφγανιστάν, η αλλαγή του νόμου περί ιθαγένειας, που είχε αλλάξει τελευταία από την κυβέρνηση Σολτς, και οι απελάσεις προς τις ασφαλείς χώρες προέλευσης, οι οποίες έχουν μπει και στο πρόγραμμα του κυβερνητικού συνασπισμού που συμφωνήθηκε.
Η γερμανική νομοθεσία, το ευρωπαϊκό δίκαιο και η ελληνική περίπτωση
Στελέχη του κεντροδεξιού κόμματος αλλά και ο ίδιος ο καγκελάριος έχουν επικαλεστεί πολλές φορές τον εθνικό νόμο που λέει ότι «οι πρόσφυγες που έρχονται στη Γερμανία από ασφαλέστερη τρίτη χώρα δεν έχουν δικαίωμα ασύλου». Οπότε, αφού η Γερμανία περιβάλλεται μόνο από ασφαλείς τρίτες χώρες, όπως επισημαίνουν, θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι επιτρέπεται η απόρριψη κατάθεσης αιτημάτων ασύλου στα γερμανικά σύνορα. Ξεχνούν να αναφέρουν όμως (προεκλογικά το παρέλειπαν πολλοί) ότι οι ευρωπαϊκοί νόμοι υπερισχύουν των γερμανικών. Συνεπώς, το δίκαιο της Ε.Ε. είναι ο παράγοντας που καθορίζει τη μεταναστευτική πολιτική στα κράτη-μέλη τα τελευταία αρκετά χρόνια.
Αυτό οδήγησε τον νέο υπουργό Εσωτερικών της Γερμανίας να επικαλείται το άρθρο 72 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας, το οποίο επιτρέπει στα κράτη-μέλη να μην εφαρμόζουν τους ευρωπαϊκούς κανόνες υπό ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως όταν η εσωτερική ασφάλεια του κράτους-μέλους βρίσκεται σε κίνδυνο.
Πρόκειται για το άρθρο που, σύμφωνα με ορισμένους νομικούς, θα μπορούσε να επικαλεστεί η Ελλάδα όταν τον Μάρτιο του 2020 είχε δεχθεί την οργανωμένη πίεση στον Έβρο από την Τουρκία, η οποία μετέφερε χιλιάδες μετανάστες στα ελληνοτουρκικά σύνορα, προκειμένου να ασκήσει πιέσεις στην Ελλάδα αλλά και στην Ε.Ε. Η ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, παρά τον προβληματισμό που υπήρξε, δεν επικαλέστηκε το άρθρο 72 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), το οποίο θα της επέτρεπε να αποκλίνει από την κοινή πολιτική της Ε.Ε. για λόγους δημόσιας τάξης και εσωτερικής ασφάλειας. Επέλεξε να αναστείλει την υποβολή αιτήσεων ασύλου για έναν μήνα, μια ενέργεια ηπιότερη, η οποία είχε επικριθεί από πολλές ΜΚΟ και ορισμένους Ευρωπαίους πολιτικούς.
Το ζήτημα αυτό είχε διχάσει για άλλη μια φορά την Ε.Ε., καθώς μία πλευρά θεωρούσε ότι η Ελλάδα έπρεπε να εξαιρεθεί από την υποχρέωση να δέχεται αιτήματα ασύλου για όσο θα διαρκούσε η κρίση και μία άλλη πλευρά υποστήριζε ότι η Ελλάδα έπρεπε να εκτονώσει την κρίση στα σύνορα ανοίγοντάς τα και κάνοντας όλους τους μετανάστες και πρόσφυγες δεκτούς στο έδαφός της. Η ελληνική κυβέρνηση είχε προτιμήσει τότε μια μέση λύση, μιλώντας για απειλή της εθνικής και ευρωπαϊκής ασφάλειας, χωρίς όμως να επικαλεστεί νομικά και ρητά το άρθρο 72 και να ζητήσει την εξαίρεση από την ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου. Πήρε μέτρα αποτροπής στα σύνορα, αντιμετωπίζοντας την κατάσταση ως υβριδική απειλή, και ζήτησε τη στήριξη της Frontex και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Σύμφωνα με διπλωματική πηγή, η Ελλάδα θα μπορούσε τον Μάρτιο του 2020 να επικαλεστεί το άρθρο 72 της ΣΛΕΕ, καθώς «επρόκειτο για μια κατάσταση που ενέπιπτε στον σκοπό του άρθρου, δηλαδή την προστασία της δημόσιας τάξης και της εσωτερικής ασφάλειας και μάλιστα εξαιτίας μιας οργανωμένης μεταναστευτικής πίεσης την οποία καθοδηγούσαν αποδεδειγμένα τουρκικές υπηρεσίες».
Η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε για πολιτικούς λόγους να μην το κάνει, εξηγεί στη LiFO στέλεχος της ΝΔ. «Η ρητή επίκληση του άρθρου 72 θα έδινε την εντύπωση ότι η Ελλάδα εξαιρείται ή αποσύρεται, προσωρινά έστω, από την ευρωπαϊκή πολιτική για το άσυλο και αυτό αφενός θα δημιουργούσε προηγούμενο και για άλλα κράτη που θα ήθελαν να κάνουν το ίδιο, αφετέρου θα προκαλούσε διαμαρτυρίες από κράτη και θεσμικά όργανα της Ε.Ε. που έθεταν ως προτεραιότητα την προστασία των δικαιωμάτων των μεταναστών και των προσφύγων.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Φρίντριχ Μερτς, μιλώντας για το μεταναστευτικό, μετά από κάποια περιστατικά, είχε αναφερθεί σε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», αλλά τώρα αποφεύγει παρόμοιες αναφορές, που παραπέμπουν σε μια εικόνα κρίσης. Όπως αναφέρουν πολλοί Γερμανοί αναλυτές στον γερμανικό Τύπο, η επίκληση της έκτακτης ανάγκης δεν θα μπορούσε να σταθεί νομικά στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν οι αιτούντες άσυλο των οποίων το αίτημα απορρίφθηκε, με την πιθανή προτροπή κάποιων ΜΚΟ, θα υποβάλουν τις καταγγελίες τους κατά της απόρριψης του αιτήματός τους και αυτές θα εξεταστούν από το Δικαστήριο της Ε.Ε., η Γερμανία δεν θα μπορέσει να αιτιολογήσει την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» ως μέσο αναστολής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τη μετανάστευση και το άσυλο, όπως δεν το κατάφεραν και άλλες χώρες που επιχείρησαν στο πρόσφατο παρελθόν να κάνουν το ίδιο.
Η συζήτηση πάντως γύρω από το άρθρο 72 για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας, ως παράθυρο για την αναστολή της νομοθεσίας που υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να δέχονται τα αιτήματα ασύλου, γίνεται σχεδόν σε καθημερινή βάση αυτή την περίοδο στη Γερμανία. Πολλοί νομικοί έχουν εκφράσει βάσιμες αμφιβολίες για το αν οι Ευρωπαίοι δικαστές θα δεχθούν να εξαιρεθεί η Γερμανία από την υποχρέωση εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τη μετανάστευση και το άσυλο, όπως έκαναν και με άλλα κράτη-μέλη που το προσπάθησαν. Επιπλέον, ο αριθμός των αιτούντων άσυλο τελευταία έχει μειωθεί σημαντικά στη Γερμανία.

Για την ώρα, ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς και ο υπουργός Εσωτερικών, αρμόδιος για τη μετανάστευση, Αλεξάντερ Ντόμπριντ, που αποτελεί προσωπική του επιλογή, προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο. Γνωρίζουν ότι θα συναντήσουν πρόβλημα με τα ευρωπαϊκά δικαστήρια, αλλά αυτό που θέλουν σε αυτήν τη φάση είναι να σταλεί το μήνυμα στα κυκλώματα διακινητών και προς κάθε ενδιαφερόμενο ότι στο εξής τα αιτήματα ασύλου θα απορρίπτονται στα γερμανικά σύνορα.
Τις προηγούμενες ημέρες ο ηγέτης του σοσιαλδημοκρατικού SPD, Λαρς Κλίνγκμπαϊλ, κάλεσε τον καγκελάριο και ηγέτη του κεντροδεξιού CDU, Φρίντριχ Μερτς, να συντονιστεί στο θέμα της μεταναστευτικής πολιτικής και του ασύλου με τους Ευρωπαίους εταίρους για να υπάρξουν κοινές συμφωνίες. Ο επικεφαλής του SPD εμφανίζεται υπέρ της μεταρρύθμισης του ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου και προτείνει ορισμένες διαδικασίες να διεξάγονται στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι και αυτός, παρότι σοσιαλδημοκράτης, όταν ρωτήθηκε πρόσφατα σχετικά, απάντησε: «Προς το παρόν, θα συνεχίσουμε τους συνοριακούς ελέγχους και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων».
Κάτι παρόμοιο κάνουν εδώ και καιρό και άλλες γειτονικές χώρες, όπως η Δανία, που απορρίπτει τους αιτούντες άσυλο στα σύνορά της με τη Γερμανία. Όποιος δεν επιδεικνύει την ταυτότητά του στους συνοριακούς ελέγχους ή δεν διαθέτει έγκυρη άδεια παραμονής, δεν του επιτρέπεται η είσοδος. Σύμφωνα με γερμανικά δημοσιεύματα, «η Δανία, σε αντίθεση με τη Γερμανία, δεν υποχρεούται να συμμορφώνεται με τους κανονισμούς της Ε.Ε. για το άσυλο και την ένταξη, επειδή διαπραγματεύτηκε μια λεγόμενη νομική επιφύλαξη όταν εντάχθηκε στην Ε.Ε.».
Τι θέλουν να αλλάξουν το CDU/CSU και το SPD στα σύνορα;
Μια σημαντική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στη Λειψία που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη στην Ελλάδα
Τον προηγούμενο μήνα, το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Γερμανίας, με έδρα τη Λειψία (αντίστοιχο με το Συμβούλιο της Επικρατείας στην Ελλάδα) έκρινε ότι δύο πρόσφυγες που είχαν έρθει στη Γερμανία μέσω Ελλάδας το 2017 και το 2018 μπορούν να απελαθούν από τις γερμανικές αρχές, καθώς, όπως αποφάνθηκε με τη νέα αυτή απόφαση, δεν υπάρχει πρόβλημα με τις συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών και των προσφύγων στην Ελλάδα. Οι δύο πρόσφυγες, ένας 32χρονος από τη Σομαλία και ένας 34χρονος Παλαιστίνιος από τη Λωρίδα της Γάζας, είχαν αναγνωριστεί ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, λαμβάνοντας άδεια παραμονής το 2017 ο ένας και το 2018 ο άλλος.
Στη συνέχεια πήγαν νομίμως στη Γερμανία, αφού είχαν πάρει έγγραφα στην Ελλάδα, και κατέθεσαν εκεί εκ νέου αίτηση για χορήγηση ασύλου, την οποία όμως η αρμόδια Αρχή, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Προσφύγων (BAMF), απέρριψε, ζητώντας την επιστροφή τους στην Ελλάδα. Τότε οι δύο πρόσφυγες προσέφυγαν στη γερμανική Δικαιοσύνη, υποστηρίζοντας ότι «υφίσταται κίνδυνος παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων τους εξαιτίας των συνθηκών διαβίωσης στην Ελλάδα», κάτι που στο παρελθόν πολλά γερμανικά δικαστήρια έκαναν αποδεκτό και έτσι οι πρόσφυγες παρέμεναν στη Γερμανία. Τώρα όμως που το πολιτικό κλίμα έχει αλλάξει, τα δικαστήρια στη Γερμανία κρίνουν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα στην Ελλάδα, άρα μπορούν να επιστρέφονται οι πρόσφυγες.

Στην ετυμηγορία της 16ης Απριλίου 2025 το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε ότι οι δύο πρόσφυγες δεν κινδυνεύουν να βρεθούν σε «ακραία κατάσταση έκτακτης ανάγκης» αν απελαθούν στην Ελλάδα, ακόμη και αν συνυπολογιστούν τα γραφειοκρατικά προβλήματα που έχει η χώρα και η δυσκολότερη πρόσβαση στα κρατικά επιδόματα. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Die Welt», ο προεδρεύων δικαστής φέρεται να δήλωσε ότι οι μετανάστες στην Ελλάδα έχουν τουλάχιστον στη διάθεσή τους «ψωμί, κρεβάτι και σαπούνι», ενώ άλλοι ομοσπονδιακοί δικαστές δέχθηκαν πως μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα οι άνθρωποι αυτοί θα έπρεπε να παλέψουν μέσα σε μια ζούγκλα γραφειοκρατίας, ωστόσο είναι δυνατόν να βρουν κατάλυμα. «Μπορούν επίσης να βρουν πρόσβαση σε τρόφιμα και εργασία, είτε μέσω συσσιτίων είτε μέσω της λεγόμενης παραοικονομίας».
Η απόφαση αυτή χαρακτηρίστηκε ως σταθμός στη Γερμανία και αναμένεται να έχει αποτελέσματα που θα επηρεάσουν την Ελλάδα, αφού επιτρέπει στη Γερμανία να απελάσει τους αιτούντες άσυλο που έχουν ήδη αναγνωριστεί ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, η οποία είναι χώρα πρώτης υποδοχής.
Μόνο πέρσι, το 2024, υπέβαλαν αίτηση ασύλου στη Γερμανία 26.540 άτομα που είχαν ήδη αναγνωριστεί ως πρόσφυγες στην Ελλάδα. Φέτος, μέχρι τις 31 Μαρτίου είχαν υποβληθεί 7.470 αιτήσεις ασύλου από άτομα που έχουν ήδη αναγνωριστεί ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, ενώ αν υπολογιστούν και όσοι πήραν άσυλο μετά το 2017 (που αφορά η δικαστική απόφαση) τότε ο αριθμός γίνεται πολύ μεγαλύτερος. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας, πάντως, χαιρέτησε την απόφαση του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου που λέει ότι οι αιτήσεις ανδρών μεταναστών που δεν ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, ώστε να δικαιούνται διεθνούς προστασίας, μπορούν να απορρίπτονται από τη Γερμανία ως απαράδεκτες.
Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, αντιλαμβάνεται τις συνέπειες που μπορεί να έχουν η αλλαγή στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού από τη Γερμανία και οι απελάσεις στην Ελλάδα, αν αρχίσουν να πραγματοποιούνται μαζικά, γι’ αυτό προσπάθησε να βρει μια λύση με τον καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς στην πρόσφατη συνάντησή τους. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι εκφράστηκε κατανόηση και από τα δύο μέρη, αλλά ο καγκελάριος δεν φάνηκε να αλλάζει γνώμη για τις απελάσεις στην Ελλάδα.
Ο υπουργός Μετανάστευσης, Μάκης Βορίδης, προσπαθεί, με μια επικοινωνιακή διαχείριση, να υποβαθμίσει το ζήτημα, δηλώνοντας ότι «όσο δεν υπάρχει ισοκατανομή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα δεν θα δεχθεί καμία επιστροφή», και μιλάει για κρατήσεις μεταναστών. Ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης, διευθυντής της μη κυβερνητικής οργάνωσης Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, που ασχολείται με την υποστήριξη προσφύγων, αιτούντων άσυλο και μεταναστών, ανέφερε πρόσφατα σε τηλεοπτική εκπομπή (AtticaTV) ότι «ο κ. Βορίδης έχει καταλάβει τι έρχεται». Ο κ. Παπαγιαννάκης αμφισβητεί, βασίμως, κατά πόσο θα μπορέσει ο υπουργός Μετανάστευσης να εφαρμόσει όσα λέει περί 24μηνης κράτησης, καθώς η Ε.Ε. δεν αναμένεται να το επιτρέψει. «Πολλή φωνή για την ώρα και όχι αποτέλεσμα, τουλάχιστον αυτό που θέλει η κυβέρνηση», σχολίασε ο διευθυντής της οργάνωσης Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες. Ο κ. Βορίδης δηλώνει επίσης διαρκώς ότι και η Ελλάδα θα κάνει μαζικές επιστροφές εκείνων των οποίων τα αιτήματα ασύλου απορρίπτονται, αλλά αυτό ήταν στην ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας για το κυβερνητικό πρόγραμμά της από το 2019 και ως τώρα τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά.

H BAMF, η γερμανική Υπηρεσία Μετανάστευσης, πιέζει από καιρό την Ελλάδα να δημιουργήσει προγράμματα ένταξης μέσω των οποίων οι μετανάστες θα μαθαίνουν τη γλώσσα και θα βρίσκουν δουλειά, ενώ πιέσεις υπάρχουν και για την αύξηση των επιδομάτων των μεταναστών, «για να μην πηγαίνουν όλοι στη Γερμανία επειδή έχει μεγαλύτερα επιδόματα», όπως αναφέρει στέλεχος της κυβέρνησης που έχει γίνει αποδέκτης των γερμανικών πιέσεων στο πρόσφατο παρελθόν.
Σύμφωνα με Ευρωπαίους αξιωματούχους, η νομοθεσία της Ε.Ε. μπορεί να μην επιτρέπει την απόρριψη αιτημάτων ασύλου στα σύνορα αλλά, σύμφωνα με τους κανόνες του Δουβλίνου III, η εφαρμογή των οποίων μετά το 2015 είχε χαλαρώσει, η Γερμανία μπορεί να επιστρέφει πρόσφυγες και μετανάστες στην πρώτη χώρα εισόδου. Όσο για τους συνοριακούς ελέγχους, η συνθήκη Σένγκεν τούς επιτρέπει υπό ειδικές συνθήκες και για περιορισμένο διάστημα, που μπορεί να παραταθεί μέχρι τα δύο χρόνια. Οι συνοριακοί έλεγχοι που είχε διατάξει η ομοσπονδιακή υπουργός Εσωτερικών της προηγούμενης κυβέρνησης, και οι οποίοι επεκτάθηκαν μετά το περιστατικό του Σόλινγκεν, είναι πιθανό να παραβιάζουν τη συνθήκη Σένγκεν, όπως αναφέρουν αναλυτές στη Γερμανία.
Η σαφής στροφή της Γερμανίας, που αυστηροποιεί τη μεταναστευτική πολιτική της, βρήκε μάλλον ανέτοιμη την ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες. Στο κυβερνών κόμμα παραδέχονται ότι η πρόσφατη συνάντηση Μητσοτάκη - Μερτς πήγε καλά σε όλα πλην του μεταναστευτικού. Έμπειρο στέλεχος στη διαχείριση του μεταναστευτικού ανέφερε στη LiFO ότι η νέα γερμανική κυβέρνηση στο εξής θα κρατά «μόνο τους μετανάστες που έχουν χρήσιμες δεξιότητες για τη γερμανική οικονομία και μπορούν να ενσωματωθούν, ενώ οι υπόλοιποι θα επιστρέφονται στις χώρες εισόδου». Τι θα κάνει η ελληνική κυβέρνηση; Για την ώρα περιορίζεται στην επικοινωνιακή διαχείριση, με την έντονη ρητορική του Μάκη Βορίδη.