ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΔΕΣΗ –και μια θλίψη, και μια τρομάρα– παραπάνω όταν πληροφορείσαι ότι πέθανε κάποια δημοσιότητα, μικρή ή μεγάλη, στην ηλικία σου λίγο-πολύ. Ακόμα περισσότερο αν πρόκειται για πρόσωπο που συνόδεψε με κάποιο τρόπο και από κάποιο μέσο την εφηβεία ή τη νεότητά σου.
Όπως ο Μάλκολμ-Τζαμάλ Γουόρνερ που μάθαμε χθες ότι βρέθηκε πνιγμένος κατά τις διακοπές του στην Κόστα Ρίκα (σύμφωνα με τις πληροφορίες, παρασύρθηκε από κάποιο έντονο ρεύμα, στοιχείο που επίσης μου προκαλεί έναν ηλικιακό τρόμο) κάτι λιγότερο από έναν μήνα προτού κλείσει τα 55 του. Τον ηθοποιό είχε μεγαλώσει η μαμά (και μάνατζερ) του, η οποία ήταν τόσο «ψώνιο» που τον βάφτισε όχι με ένα αλλά με δύο εκλεκτικά ονόματα: το Μάλκολμ από τον Malcolm X και το Τζαμάλ από τον σπουδαίο τζαζ πιανίστα Αχμάντ Τζαμάλ.
Αν καμιά φορά κατά λάθος πέσω πάνω στις κατά καιρούς αγαπημένες μου sitcom σειρές σε κάποιο βαρεμένο ζάπινγκ, πατάω πανικόβλητος το τηλεκοντρόλ για να αλλάξει κανάλι. Καμιά φορά όμως δεν είμαι αρκετά γρήγορος και περνάει από τη χαραμάδα ένα πλάνο από το οικείο σκηνικό, μια ατάκα, ένα στιγμιότυπο από μια άλλη ζωή.
Παρ’ όλα αυτά, ο πρόωρα χαμένος ηθοποιός ήταν και θα είναι για πάντα πολύ περισσότερο γνωστός με το ονοματεπώνυμο Θίοντορ –κοινώς Θίο– Χάξταμπλ (Τέο τον έγραφαν οι δικοί μας υπότιτλοι), όπως έλεγαν δηλαδή τον τηλεοπτικό γιο (ανάμεσα σε τρεις κόρες) του Μπιλ Κόσμπι στην πιο δημοφιλή παγκοσμίως οικογενειακή σειρά της δεκαετίας του ’80. Κυριολεκτικά μαζί (τον ίδιο ακριβώς καιρό) περάσαμε την εφηβεία με τον «Θίο», τον οποίο ο Γουόρνερ έπαιξε από την αρχή ως το τέλος της σειράς (1984-1992).

Έψαξα να δω κανένα απόσπασμα έτσι για να τον θυμηθώ ως νέο, αλλά εκτός του ότι είναι λίγο δύσκολο να βρεις παλιά επεισόδια μιας σειράς που πλέον έχει εξοριστεί στη λήθη εξαιτίας του καταδικασμένου ως κατά συρροή σεξουαλικού εγκληματία Μπιλ Κόσμπι, κι όταν ακόμα βρεις, μοιάζει σαν κάτι παράταιρο και στοιχειωμένο.
Δεν είναι μόνο οι χειρονομίες, οι γκριμάτσες και η όλη μανιέρα του Κόσμπι που προκαλεί άσχημους συνειρμούς, συναφείς με την εγκληματική συμπεριφορά του –το όλο στήσιμο της σειράς έμοιαζε με μαυσωλείο, αίσθηση που ενισχύεται από τα γέλια–κονσέρβα που είχαν οι παλιότερες κωμικές σειρές (κάποιες έχουν ακόμα).
Πολλές φορές έχουν λειτουργήσει ψυχοθεραπευτικά πάνω μου οι κατά καιρούς αγαπημένες μου sitcom σειρές, αλλά είναι και ένα είδος που από τη φύση του «κακοκαιρίζει». Δεν μου είναι απλά δύσκολο ή μη ευχάριστο να ξαναδώ ποτέ «Τα φιλαράκια» – ειδικά από τότε που πέθανε ο Μάθιου Πέρι, μου είναι επώδυνο (παρότι η μακάβρια δυσανεξία ήταν ήδη πολύ έντονη από εκείνο το άθλιο reunion που ήδη ο «Τσάντλερ» έμοιαζε να βρίσκεται σε κάποιο σκοτεινό προθάλαμο).
Εκτός των άλλων, μοιάζει και σαν απόηχος μιας εποχής για την ανεμελιά της οποίας μοιάζουμε να τιμωρούμαστε σήμερα. Αν καμιά φορά κατά λάθος πέσω πάνω τους σε κάποιο βαρεμένο ζάπινγκ, πατάω πανικόβλητος το τηλεκοντρόλ για να αλλάξει κανάλι. Καμιά φορά όμως δεν είμαι αρκετά γρήγορος και περνάει από τη χαραμάδα ένα πλάνο από το οικείο σκηνικό, μια ατάκα, ένα στιγμιότυπο από μια άλλη ζωή.