Δεν υπάρχει κανείς που να συγκρίνεται με τον αντίκτυπο και τη δημοφιλία του Ρόμπερτ Ρέντφορντ τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Οι αίθουσες αναστέναζαν με ένα βλέμμα του λιγομίλητου, «χρυσαφένιου» άνδρα και το Χόλιγουντ είδε στο όμορφο παρουσιαστικό του τον ιδανικό λευκό Αμερικανό, το τέλειο πακέτο σοβαρού ηθοποιού και καρδιοκατακτητή που έχει την ικανότητα να μεταφέρει ρομαντική λαχτάρα με την ίδια αποτελεσματικότητα που εκπροσωπεί τον ανήσυχο συμπολίτη του στις πολιτικές τρικυμίες. Κι εκεί που όλοι νόμιζαν πως τα είχε κερδίσει όλα, ξεκινώντας από το «Ξυπόλυτοι στο πάρκο» και τους «Δυο ληστές», φτάνοντας στο απόγειο της δόξας το 1973 με τον διπλό θρίαμβο στο «Κεντρί» και στα «Καλύτερά μας χρόνια», συνεχίζοντας με τις ασυναγώνιστες «Τρεις μέρες του Κόνδορα» και το κλασικό «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου» και επεκτείνοντας την πεισματικά νεανική εικόνα του βαθύτερα στα ’80s και στα ’90s με το «Πέρα από την Αφρική» και την «Ανήθικη πρόταση» αντίστοιχα –τότε που προκάλεσε ατελείωτα πηγαδάκια με το ένα εκατομμύριο δολάρια που πρόσφερε στην Ντεμί Μουρ, πρόταση που παραλίγο να διαλύσει τον γάμο της στην ταινία–, εκείνος φρόντισε να ξαφνιάσει γυρίζοντας σελίδα, εγκαινιάζοντας το Φεστιβάλ και μαζί το Ινστιτούτο του Sundance το 1978 και περνώντας στη σκηνοθεσία με το «Συνηθισμένοι άνθρωποι» το 1980.
Ευαίσθητος οικολόγος, μέντορας του ανεξάρτητου κινηματογράφου και βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης, ο oρίτζιναλ Υπέροχος Γκάτσμπι έγινε μία από τις ελάχιστες προσωπικότητες της κινηματογραφικής βιομηχανίας που αγαπήθηκε και θαυμάστηκε εξίσου, έγινε είδωλο και τιμήθηκε για την ουσιαστική του προσφορά όχι μόνο γιατί βοήθησε αλλά και επειδή οραματίστηκε και έκανε πολλά, πάντα διατηρώντας το coolness και μια δόση αδιαπέραστου μυστηρίου που χαρακτηρίζει τους γεννημένους σταρ.
Όσο και αν υποβάθμιζε το ρομαντικό του εκτόπισμα, ο Ρέντφορντ συνέχιζε να εμπνέει με το δωρικό του σεξαπίλ: σε μια μεγάλη συνέντευξή της στις Κάννες, η Μέριλ Στριπ αναφέρθηκε σε σκηνή της με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο «Πέρα από την Αφρική» ως την πιο αξιομνημόνευτη αισθηματική στιγμή της θρυλικής κινηματογραφικής της καριέρας!
Αντίθετα με το κλισέ της αιώνιας καλιφορνέζικης λιακάδας με την οποία ταυτίστηκε σε όλη του την καριέρα, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου του 1936 και μεγάλωσε σε μια φτωχογειτονιά μεταναστών της Σάντα Μόνικα, το μοναχοπαίδι ενός απόντος, σκληρά εργαζόμενου γαλατά και της δυναμικής, Τεξανής παραδουλεύτρας μητέρας που του χάρισε την αίσθηση του ρίσκου και της περιπέτειας. Αμέσως μετά τον θάνατό της, το 1955, ο Τσαρλς Ρόμπερτ ο νεότερος εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο για να ακολουθήσει μια καλλιτεχνική χίμαιρα στην «Ευρώπη της Επαγγελίας», όπως την είχε ονειρευτεί.
Ελεύθερος από τον κλοιό που τον έσφιγγε στο Λος Άντζελες και μια ακαδημαϊκή καριέρα που ποτέ δεν πίστεψε, έζησε περιπατητικά για έναν χρόνο, περνώντας από την Ισπανία και την Ιταλία στην Ελλάδα, όπου θαύμασε τον κλασικό πολιτισμό, και περιηγήθηκε με το σακίδιο στην πλάτη στα αθηναϊκά μνημεία και στις ομορφιές της Κρήτης, για να καταλήξει στο Παρίσι των αγαπημένων του ζωγράφων και συγγραφέων. Εκεί ευαισθητοποιήθηκε για πρώτη φορά σχετικά με περιβαλλοντικά ζητήματα, θέματα ρατσισμού και της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, και κατανόησε τον ρόλο των ΗΠΑ στον παγκόσμιο χάρτη.
Πλήρως ανίδεος για οτιδήποτε δεν αφορούσε τον αθλητισμό και το θέαμα μέχρι τότε, υιοθέτησε τον ρόλο του πολίτη που νοιάζεται για τα κοινά και δεν σταμάτησε τον ακτιβισμό ή να στηρίζει τους κατατρεγμένους και ειδικά του αυτόχθονες Αμερικανούς, από εκείνη την κρίσιμη περίοδο του προσωπικού του «γαλλικού» διαφωτισμού μέχρι τη δραματική του έκκληση για ενότητα και πολιτισμένη συμπεριφορά απέναντι στις πληγείσες μειονότητες σε μια ανάρτησή του στον ιστότοπο του Sundance το 2018.

Επιστρέφοντας στο Λος Άντζελες, παντρεύτηκε νέος τη Λόλα φον Γουάνεγκεν και έκαναν μαζί 4 παιδιά – χώρισαν μετά από τρεις δεκαετίες, ίσως εξαιτίας της Σόνια Μπράγκα, κι εκείνος ξαναπαντρεύτηκε το 2009. Ο πρόωρος θάνατος του πρωτότοκου γιου του τον οδήγησε οριστικά στην υποκριτική, λύνοντας τον συναισθηματικό κόμπο της τραγικής απώλειας.
Δηλωτική ήταν η αντίδραση της συμπρωταγωνίστριάς του Ελίζαμπεθ Άσλεϊ στην πρώτη του θεατρική δουλειά, το «The Highest Tree», που δεν είδε κανείς: «Αν και το έργο απέτυχε παταγωδώς, κανείς μας δεν κατηγόρησε τον Μπομπ, γιατί ο Μπομπ δεν έφταιγε ποτέ για τίποτε!».
Το 1960 πρωταγωνιστεί στο Broadway, στο «Tall Story», και έναν χρόνο αργότερα στην ξεχασμένη κινηματογραφική του μεταφορά, συναντώντας για πρώτη φορά την Τζέιν Φόντα, συνομήλικη επιστήθια φίλη και συμπρωταγωνίστριά του σε πέντε συνολικά ταινίες, με πιο πρόσφατη το ελεγειακό, παραγνωρισμένο «Oι ψυχές μας τη νύχτα» που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας, εκεί όπου τον είδαμε από κοντά, πάντα ακμαίο και χιουμορίστα, για τελευταία φορά.
Μετά από μια υποψηφιότητα δεύτερου ρόλου για Emmy, το σινεμά «αποφασίζει» πως ο Ρέντφορντ είναι πολύ μεγάλος για την τηλεόραση και του προτείνονται ενδιαφέροντες ρόλου σε ταινίες όπως το «Inside Daisy Glover» και το «This property is condemned», που όμως δεν γνωρίζουν επιτυχία, ώσπου έρχεται το «Ξυπόλυτοι στο πάρκο», και πάλι δίπλα στη Φόντα, για να τον αναδείξει σε jeune premier με αξιώσεις. Αυτό που κράτησε από την άγουρη φάση του στα πλατό ήταν η γνωριμία του με τη Νάταλι Γουντ, η οικειότητα που απέκτησε μαζί της και η αδιόρατη μανιέρα που έκλεψε από τον ακκισμό της: όταν εκείνη έγερνε το κεφάλι κοιτάζοντας προβληματισμένη, εκείνος αντιγύριζε την πόζα, και το αποτέλεσμα ήταν ένα χαριτωμένο στυλ που προέκυψε από το μεταξύ τους αστείο.



Απτόητος από τη χλιαρή υποδοχή, ο Ρέντφορντ στρέφεται αμέσως σε ένα δραματικό θρίλερ πολιτικών προεκτάσων, το «The Chase» του Άρθουρ Πεν, με λαμπρό καστ –για το οποίο το κοινό αδιαφόρησε–, προσπερνά το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» και τον «Πρωτάρη» το Μάικ Νίκολς, αλλά η απόρριψη δεν τον επηρεάζει, καθώς το 1969 κόβει πρώτος το νήμα στο box office με τους «Δυο Ληστές», γλυκό κλείσιμο του ματιού στους ανένταχτους της Άγριας Δύσης. Αφού προσπάθησε να ξεφύγει από την τυποποίηση με το πολιτικό δράμα «Ο Υποψήφιος» και το ρεβιζιονιστικό γουέστερν «Τζερεμάια Τζόνσον», ξανασυναντά, και πάλι με την καθοδήγηση του Τζορτζ Ρόι Χιλ, τον αγαπημένο του «ληστή», κολλητό του φίλο και ανταγωνιστή του στην κορυφή των εμπορικότερων σταρ του πλανήτη, Πολ Νιούμαν, στο «Κεντρί». Οι δυο απατεώνες και τζέντλεμεν στη νοσταλγική κομεντί χαρτοπαιξίας και γκανγκστερικής πονηριάς σκίζουν στα ταμεία και σαρώνουν στα Όσκαρ – για τον Ρέντφορντ αυτή ήταν και η μοναδική υποψηφιότητα για βραβείο πρώτου ρόλου, ωστόσο εκείνη τη χρονιά το κέρδισε ο Τζακ Λέμον για το «Save the Tiger».

Την ίδια χρονιά, το 1973, πρωταγωνιστεί στην ταινία «Τα καλύτερά μας χρόνια», ένα μελοδραματικό, άψογα εκτελεσμένο ειδύλλιο στα ταραγμένα χρόνια του μακαρθισμού, ίσως την ταινία για την οποία έμεινε περισσότερο στη μνήμη των σινεφίλ. Ο Ρέντφορντ αντιστάθηκε σθεναρά στην ιδέα ενός χάρτινου, αρσενικού αντικειμένου του πόθου, επιμένοντας να δοθεί υπόσταση και ουσία στον ρόλο του Χάμπελ Γκάρντινερ, του όμορφου απολιτίκ νέου που ερωτεύεται παράφορα και αμετάκλητα η Εβραία, μαρξίστρια και πολύ ακτιβίστρια συμφοιτήτριά του. Γοητευμένη από τη θεαματική διαφορά στους χαρακτήρες τους και το γεγονός πως δεν ήξερε ποτέ τι ακριβώς είχε στο μυαλό του, η Μπάρμπαρα Στράιζαντ τον ήθελε τόσο πολύ που έπεισε τον σκηνοθέτη Σίντνεϊ Πόλακ (που με τον Ρέντφορντ είχαν γνωριστεί και συμπαθηθεί στο «Τζερεμάια Τζόνσον») να προσλάβει τον Άλβιν Σάρτζεντ για να ενισχύσει το σενάριο και τους διαλόγους και μετά από μία ακόμη άρνηση ο Ρέντφορντ δέχτηκε, και δεν το μετάνιωσε, αναγνωρίζοντας πως αυτή ήταν μία από τις πιο ευτυχισμένες του στιγμές μπροστά από τον φακό. Όπως είχε πει και η Pauline Kael, ποτέ στο παρελθόν ο Ρέντφορντ δεν ήταν τόσο όμορφος όσο στην αντανάκλαση του ερωτοχτυπημένου βλέμματος της Στράιζαντ/Κέιτι Μορόσκι.

Όσο και αν υποβάθμιζε το ρομαντικό του εκτόπισμα, ο Ρέντφορντ θα συνέχιζε να εμπνέει με το δωρικό του σεξαπίλ: σε μια μεγάλη συνέντευξή της στις Κάννες, η Μέριλ Στριπ αναφέρθηκε σε σκηνή της με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο «Πέρα από την Αφρική» ως την πιο αξιομνημόνευτη αισθηματική στιγμή της θρυλικής κινηματογραφικής της καριέρας!
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, η αποδοχή του ήταν καθολική· τόσο που κανείς δεν έδωσε σημασία αν ο «Υπέροχος Γκάτσμπι» σε σενάριο Φράνσις Φορντ Κόπολα (!) και ατυχή σκηνοθεσία Τζακ Κλέιτον αποδείχθηκε μια κενή καλλιγραφία του αλληγορικού αριστουργήματος του Σκοτ Φιτζέραλντ. Ο Ρέντφορντ εξαργύρωσε τη φήμη του σε δύο πολιτικές ταινίες, πλήρως εναρμονισμένες με το πνεύμα της εποχής, που έμειναν κλασικές: το αποκαλυπτικό «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου» το 1976 του Άλαν Πάκουλα και έναν χρόνο νωρίτερα, σε σκηνοθεσία του Πόλακ, το κατασκοπικό «Τρεις μέρες του Κόνδορα», υπέροχα βραδυφλεγές, με μοναδικό ψεγάδι τη σχέση ενός χαρισματικού απαγωγέα με τη Φέι Ντάναγουεϊ, που είναι λίγο απίθανο να φοβάται πως θα τη βλάψει! Όπως και ο Τζόζεφ Τέρνερ που υποδυόταν αγωνιωδώς, ο Ρέντφορντ κατάφερε να σπάσει τον δυσεπίλυτο κώδικα της φαύλης δημοφιλίας προς όφελος της κινηματογραφικής ουσίας, προσφέροντας μέσα από εμπορικά genres την αλήθεια και τις πεποιθήσεις του. Ωστόσο, ο Κώστας Γαβράς, πιστεύοντας πως ο ένας αυθεντικός καουμπόη δεν θα μπορούσε ποτέ να ρισκάρει το happy end, αποκάλυψε χρόνια αργότερα ότι είχε προτείνει έναν ρόλο πιο ριψοκίνδυνο στον Ρέντφορντ στις αρχές των ’80s σε ένα πολιτικό θρίλερ για την επιχειρηματική διαφθορά σε υψηλά κλιμάκια, που ο σταρ φοβήθηκε και απέρριψε την τελευταία στιγμή.
Καχύποπτος απέναντι σε οτιδήποτε κόντραρε την ιδέα που είχε για τη δημόσια εικόνα του, σπάνια ξέφευγε από το πλάνο που είχε χαράξει για την καριέρα του, αργώντας ακόμη και χρόνια να απαντήσει σε προτάσεις ή αποχωρώντας από άλλες, γιατί δεν μπορούσε να πειστεί πως θα του ταίριαζαν. Όπως είχε προειδοποιήσει ο έμπειρος παραγωγός Νταν Μέλνικ την 20th Century Fox που ετοίμαζε την «Ετυμηγορία» και τον είχε στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Ρέντφορντ ποτέ δεν θα δεχόταν να παίξει έναν αλκοολικό δικηγόρο, όσο κι αν ισχυριζόταν το αντίθετο.



Το 1978 ξεκινά το Φεστιβάλ του Sundance, λίκνο του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου, που θα εξελιχθεί σε θεσμό, πάντα με προσανατολισμό στο independent πνεύμα σε αντίστιξη με τη λογική των στούντιο και του κρατούντος συστήματος της βιομηχανίας· λιγότερο εναλλακτικό από παλιά πλέον, διατηρεί την casual ατμόσφαιρα που λείπει από τα αμπιγιέ, μεγάλα φεστιβάλ. Το 1981 θεσπίζει το μη κερδοσκοπικό Ινστιτούτο Sundance, πάντα με τη συνδρομή του γαμπρού του, στα όρη Τιμπανόγκος της Γιούτα – αποστολή του η ανάδειξη ανεξάρτητων καλλιτεχνών.
Με λιτά μέσα και σκηνοθετική οικονομία, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ τιμήθηκε με Όσκαρ Σκηνοθεσίας στο ντεμπούτο του πίσω από την κάμερα για την ταινία «Συνηθισμένοι Άνθρωποι», την κατάρρευση μιας αξιοπρεπούς οικογένειας μετά τον τραγικό θάνατο ενός από τους δυο γιους, με πρωταγωνιστές τον Ντόναλντ Σάδερλαντ, τη Μαίρη Τάιλερ Μουρ και τον Τίμοθι Χάτον στους μοναδικούς σπουδαίους ρόλους του στη μεγάλη οθόνη – ανταγωνιστής της εκείνη τη χρονιά ήταν το «Οργισμένο Είδωλο» του Μάρτιν Σκορσέζε.
Μια νέα καριέρα στέφθηκε με δάφνες από το ξεκίνημά της, και έκτοτε ο Ρέντφορντ δεν σταμάτησε να μεταφέρει κυρίως μυθιστορήματα στη μεγάλη οθόνη, πάντα με κοινωνική ή πολιτική θεματική· μερικές φορές είχαν τρομερό ενδιαφέρον, όπως το «Quiz Show» του 1994, με θέμα ένα από το πλέον διαβόητα σκάνδαλα στο χώρο της τηλεόρασης, για το οποίο απέσπασε άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας, άλλοτε ήταν χλιαρά («Lions for Lambs», παρά το αναγνωρισμένο καστ), αδιάφορα, όπως το παραγωρισμένο «Milagro Beanfield War», ή απλώς είχαν εμπορική επιτυχία, όπως στην περίπτωση του «Γητευτή των αλόγων», μια εμπειρία δυσάρεστη για τον Ρέντφορντ καθώς, όπως ομολόγησε, δεν του ήταν καθόλου ευχάριστο ή εύκολο να σκηνοθετεί τον εαυτό του, να τσεκάρει την απόδοσή του στο μόνιτορ και ταυτόχρονα να έχει στις πλάτες του την ευθύνη των συναδέλφων και του συνεργείου.



Φροντίζοντας αδιάλειπτα την ανάπτυξη και την αυτονομία του οργανισμού Sundance στην κινηματογραφική και την οικολογική του δραστηριότητα, ο Ρέντφορντ σκηνοθέτησε συνολικά επτά ταινίες, συνέχισε να παίζει σταθερά ρόλους μεγάλης ποικιλίας, από το ριμέϊκ του παιδικού «Pete’s Dragon» για χάρη του εγγονού του μέχρι τον ψαρωτικό Αλεξάντερ Πιρς στον «Στρατιώτη του χειμώνα» και το γκραν φινάλε των «Εκδικητών», την τελευταία του ταινία μαζί με το γλυκύτατο, «μικρό», «Old man and the gun» του Ντέιβιντ Λόουερι. Παρά την ηλικία του, η εμφάνιση δεν αλλοιωνόταν, σε σημείο που ο Τζέι Σι Τσάντορ είχε προβληματιστεί για το χρώμα των μαλλιών του (και πόσο θα άντεχε στο χλώριο) στις εκτεταμένες σεκάνς μέσα στην υδάτινη δεξαμενή του «All is lost» το 2013. «Κανένας λόγος ανησυχίας», του διεμήνυσαν όλοι οι άνθρωποι του Μπομπ, και το γύρισμα πήγε κανονικά, χωρίς ανάγκη post επεξεργασίας!
Το 2020 ανακοίνωσε πως αποχωρεί οριστικά, ίσως και εξαιτίας του θανάτου του γιου του Τζέιμς την ίδια χρονιά, στα 58 του χρόνια, από καρκίνο. Αθετώντας διακριτικά την απόφασή του να αποσυρθεί, ο Ρέντφορντ εμφανίστηκε σε μια φευγαλέα σκηνή της σειράς «Dark Winds» φέτος, σε ένα cameo μαζί με τον Ρ.Ρ. Μάρτιν, με τον οποίο επίσης μοιράζονταν τα χρέη της παραγωγής.

Έχοντας λάβει βραβεία στη χώρα του και στο εξωτερικό, από Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα για το συνολικό του έργο μέχρι το προεδρικό μετάλλιο της Ελευθερίας και τον τίτλο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, το «ανερχόμενο αστέρι του 1965», μετακίνησε μεθοδικά το χρυσό φωτοστέφανο με το οποίο το Χόλιγουντ σχεδίαζε να τον καθηλώσει σε μια αιώνια αδράνεια πολυτελείας και αξιοποίησε το προνόμιο της ομορφιάς ανάγοντάς το σε κοινωνικοπολιτικό εργαλείο, χωρίς να το κάνει θέμα, έστω κι αν στην πορεία δεν τόλμησε να ανατρέψει το status quo, όπως διαπίστωσε πικρά ο πρώην δραπέτης και στρατευμένος με τους Weather Underground,Τζιμ Γκραντ, που υποδυόταν στο σκηνοθετικό κύκνειο άσμα του, «Ο κανόνας της σιωπής». Στη θρυλική, εξηκονταετή καριέρα του ωστόσο, υπήρξε πολλά: αιθέριος, μυαλωμένος, δωρικός, λακωνικός, φιλομαθής, πολυδιάστατος, ποιητικός μπροστά στον φακό και ακριβής πίσω από την κάμερα.